Την Πέμπτη 29 Μαρτίου, από το κτίριο της Αρχιεπισκοπής Αθηνών (που, ειρήσθω εν παρόδω, προσευχόμεθα να το αγοράσει κάποτε η «Four Seasons», ώστε να το καταστήσει αντάξιο του ενοίκου του…), ο Μίκης Θεοδωράκης έδωσε συνέντευξη Τύπου, στην οποία διεκοίνωσε θέσεις που προξένησαν κατάπληξη. Τις παραθέτω: * * *


Βρίσκομαι εδώ ενσυνείδητα. Αυτή ήταν η φυσιολογική πορεία της Ελλάδας. Ετσι έπρεπε να γίνει. Εχει συνέχεια ο Ελληνισμός. Μόνο με την ανανέωση της μνήμης και της πίστης μπορούμε να γίνουμε κάτι. Πρέπει να έχουμε βάσεις και ρίζες, να είμαστε περήφανοι για την πατρίδα και το έθνος, για αυτό το καταπληκτικό πάντρεμα της ουσίας της ελληνικότητας με την ουσία του Χριστιανισμού. Δεν ξέρουν όμως όλοι αυτοί τι σημαίνει Ορθοδοξία». Επίσης δεν ξέρουν, κατά τον ομιλητή, ούτε τι σημαίνει Ιστορία, διότι ο ίδιος δίνει αμέσως παρακάτω ένα παράδειγμα μεθοδολογικής προσέγγισης του παρελθόντος: «Λένε ότι δεν υπήρχε Κρυφό Σχολειό. Μέσα όμως στις εκκλησιές οι παπάδες διάβαζαν τα Ευαγγέλια, τα οποία ήταν γραμμένα στα ελληνικά». (Ελα ντε!) * * *


Ακολούθως, αναλαμβάνει την υπεράσπιση του Αγίου των Τεσσάρων Εποχών από τους επικριτές του: «Βέβαια, αν κάνει μια δήλωση ο Μακαριώτατος βγαίνουν και τον χτυπούν, αμφισβητώντας το δικαίωμά του να έχει γνώμη, όπως ο κάθε πολίτης. Αν διαφωνούν με τη γνώμη του, να την αντιμετωπίσουν με επιχειρήματα. Οχι με κραυγές και αναθέματα λάσπης. […] Εχουμε δύο μεγάλους θεσμούς στην Ελλάδα. Του Προέδρου της Δημοκρατίας και του αρχηγού (sic) της Ελλαδικής Εκκλησίας. Επαναστατώ όταν βλέπω ότι υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι δεν σέβονται αυτούς τους θεσμούς. Οταν μιλάς για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ή τον αρχηγό (sic) της Εκκλησίας πρέπει πρώτα να πλένεις το στόμα σου. Πρέπει να σέβεσαι τους θεσμούς για τους οποίους πεθάναμε (sic) εμείς». * * *


Προλαμβάνοντας εκδηλώσεις αμηχανίας ή οίκτου από το ακροατήριο, ο Μίκης Θεοδωράκης έσπευσε να ξεμπερδέψει εκ των προτέρων με τυχόν επικριτές του: «Ας έρθει ο οποιοσδήποτε να με αντικρούσει. Εχω μιλήσει για αυτά, αλλά δεν τολμά κανείς να μιλήσει σε εμένα. Τι να μου πουν εμένα; Οτι δεν πάλεψα; Οτι δεν είμαι προοδευτικός; Οτι δεν έπιασα τον σφυγμό του λαού; Οτι δεν έδωσα καλή τροφή στον λαό;».


Είναι ασφαλώς λυπηρό να βλέπεις τον Μίκη Θεοδωράκη ως «αναπληρωτή Χριστόδουλο» ή, καλύτερα, ως «Αντώναρο του Χριστόδουλου». Είναι όμως εντελώς απογοητευτικό να τον βλέπεις να αντικρούει ο ίδιος τον εαυτό του. * * *


Διότι μόλις εννέα ημέρες πριν από τη συνέντευξη της περασμένης Πέμπτης, στις 22 Μαρτίου, ο γνωστός μουσουργός είχε δώσει μία άλλη συνέντευξη, με την ευκαιρία της κυκλοφορίας στην αγορά του νέου έργου του «Οδύσσεια». Εκεί είχε πει τα εξής: «Αλλά όχι, δεν είμαστε Ελληνες, σύμφωνα με όσους επιδιώκουν την πλήρη μας εξαφάνιση. Μας έφαγαν οι εκσυγχρονιστές. Και από την άλλη, υπάρχει η άκρα Δεξιά και οι πρίγκιπες της Εκκλησίας, με τη στείρα εθνοπληξία τους. Δεν ταυτιζόμαστε με αυτούς, ούτε είμαστε εθνικόφρονες» («Ελευθεροτυπία», 21.3.2007, σελ. 29). * * *


Εφτασαν εννέα ημέρες για να επαναλαμβάνει, σχεδόν αυτολεξεί, θέσεις που ο ίδιος απέδιδε ως τότε στην «άκρα Δεξιά» και στους «Πρίγκιπες της Εκκλησίας». Χρειάζεται να τον αντικρούσει ο οποιοσδήποτε; Τα καταφέρνει μια χαρά μόνος του…


Μην ξεχάσω ότι αφορμή της συνέντευξης Τύπου (ίσως και εξήγηση των παραπάνω…) ήταν συναυλία με το έργο του συνθέτη «Λειτουργία εις Κεκοιμημένους», η οποία δόθηκε την επόμενη ημέρα στη Μητρόπολη. Σύμφωνα με το σχετικό δελτίο Τύπου, επρόκειτο να παραστούν (και θα παρέστησαν, υποθέτω) ο Αρχιεπίσκοπος και ο συνθέτης. Επίσης, φαντάζομαι, εκπρόσωποι των τριών χορηγών (Ομιλος Εταιρειών Λαυρεντιάδη, Εκδοτικός Οργανισμός Π. Κυριακίδη και Γέφυρα ΑΕ). Κατά τα λοιπά, η είσοδος ήταν ελεύθερη…


Το θλιβερότερο (με ξέρετε, οι τακτικοί αναγνώστες…) το άφησα για το τέλος. * * *


Ο συνθέτης τής «Ακολουθίας εις Κεκοιμημένους» είπε ότι «θα είναι μια ευλογία για τη μουσική μου, αλλά και για την ελληνική μουσική (sic), αυτό το έργο να μην ακουστεί μόνο μέσα στη Μητρόπολη, αλλά και ευρύτερα από τον ελληνικό λαό σε άλλες εκτελέσεις». * * *


Αντε λοιπόν! Λίγο με απειλές, λίγο με παρακάλια, το πιάσατε το νόημα όλων αυτών, νομίζω…


* Αχ το καλό μου!.. Σε ειδικό αφιέρωμα εφημερίδας στον «άγνωστο» Αρη Σπηλιωτόπουλο διαβάζω ότι ο Αριστόβουλος σε ηλικία 5 ετών υιοθέτησε δύο αρνάκια: τον Μπέκο και τη Ρεβέκκα. (Σε ηλικία 6 ετών τα έφαγε φρικασέ, αλλά ως σήμερα δεν το ξέρει, οπότε μην του το πείτε και τον αναστατώσετε…)


* Μου άρεσε ότι την περασμένη Πέμπτη «Το Βήμα» δημοσίευσε στην πρώτη σελίδα του την είδηση για τις «μαφιόζικες μίζες στις Βρυξέλλες», μα περισσότερο μου άρεσε η διευκρίνιση στον υπότιτλο ότι οι εμπλεκόμενοι είναι «όλοι Ιταλοί»! Ηταν απαραίτητη, γιατί με τόσα που συμβαίνουν επί ημερών Νέας Διακυβέρνησης ο νους σου πάει κατευθείαν στο χειρότερο…


* Η καλή εφημερίδα που προασπίζεται το δικαίωμα στην ελευθερία της άποψης δεν υπέκυψε στον εκβιασμό ομάδας οπαδών του Κουφοντίνα που εισέβαλε στα γραφεία της, απειλώντας και απαιτώντας τη δημοσίευση των απόψεών της. Πολύ σωστά! Για να είναι δημοσιεύσιμες οι βλακείες πρέπει να είναι γραμμένες με αίμα…


* Επιτέλους κάποιος που δεν έχει χάσει την εμπιστοσύνη του στους έλληνες πανεπιστημιακούς! Φυσικά, είναι από το εξωτερικό και πρόκειται για τον πρόεδρο Τάσσο της Κύπρου, ο οποίος προσκαλεί καθηγητές σε συσκέψεις επί παντός του επιστητού και αοράτου. Προετοιμάζει το έδαφος, ελπίζοντας ότι ακόμη μια φορά θα πληρώσουμε εμείς τον λογαριασμό της αδιαλλαξίας του…


Το μόνο στη δημόσια Παιδεία το οποίο βελτιώνεται εμφανώς από χρόνο σε χρόνο είναι το μήκος της φούστας των μαθητριών, το οποίο όλο και ανεβαίνει. Ελπίζω να είμαι εδώ τριγύρω όταν οι μαθήτριες θα παρελαύνουν με ζαρτιέρες. (Και, ασφαλώς, με στρινγκ, το οποίο τότε θα έχει γίνει πλήρως αποδεκτό και ως στοιχείο της στρατιωτικής στολής…)



Οτι αυτοί περνούν καλά είναι βέβαιον! Τι μπορεί όμως να έχει προκαλέσει στον Γιάννη Παπαθανασίου και στον Σάββα Τσιτουρίδη τέτοια έκρηξη κεφιού; Το πιθανότερο είναι ότι ο πρώτος θύμισε στον δεύτερο τη φιλοδοξία του να αναδειχθεί Μακεδονάρχης και διάδοχος του Κώστα Καραμανλή…



* Γεώργιος Καλαντζής (ή κυρ Γιώργος) και Γιώργος Σουφλιάς (ή μπαρμπα-Γιώργος). Ποιος είπε ότι χάθηκε ο ρομαντισμός από την πολιτική;