Στις 6 Φεβρουαρίου 1952 με την υπ’ αρ. TR 29/1 επιστολή του από το Φόρεϊν Οφις ο βρετανός ΥΠΕΞ Α. Ιντεν ανήγγελλε στον έλληνα πρεσβευτή στο Λονδίνο Λ. Μελά την είδηση του θανάτου του βασιλιά Γεωργίου Στ´. «Η Αυτού Μεγαλειότης απεβίωσεν ηρέμως ενώ κοιμόταν ενωρίς σήμερον την πρωίαν. Είμαι βέβαιος περί της συμμετοχής σας εις το βαθύ πένθος που το θλιβερόν αυτό γεγονός επροκάλεσε» αναφερόταν μεταξύ άλλων στην επιστολή Ιντεν. Την ίδια ημέρα, Τετάρτη απόγευμα, το ανακτοβούλιο συνήλθε στο παλάτι του Σεντ Τζέιμς και ανακήρυξε βασίλισσα της Αγγλίας την Ελισάβετ Β´. Τα της κηδείας του βασιλιά που ορίστηκε να γίνει στις 15 του ίδιου μήνα περικλείονται με λεπτομέρειες όσον αφορά την εθιμοτυπία, το ένδυμα και τη μεταφορά προσκεκλημένων από το σημείο εξόδου της σορού όπου εξετέθη επί τετραήμερο για λαϊκό προσκύνημα στο Γουέστμινστερ ως τον τόπο ταφής, στο παρεκκλήσι του Αγίου Γεωργίου στο Γουίνδσορ, σε οικείο ογκώδη φάκελο του συγκεκριμένου έτους.


«Ο θάνατος του Βασιλέως Γεωργίου Στ´ ήνωσεν όλας τας τάξεις του βρετανικού λαού εις τας εκδηλώσεις αφοσιώσεώς του προς το Στέμμα, την σημασίαν του οποίου διά τους Βρετανούς και τους λαούς της Κοινοπολιτείας ανέλυσεν ο Πρωθυπουργός κ. Τσόρτσιλ» ανέφερε ο έλληνας πρέσβης, συμπληρώνοντας την είδηση ότι «πλέον των 350 χιλιάδων λαού από όλα τα μέρη του Ηνωμένου Βασιλείου προσετέθησαν διά να παρακολουθήσουν την πομπήν και να αποδώσουν τον ύστατον φόρον τιμής προς τον Βασιλέα όστις είχεν αναλώσει τας δυνάμεις του εις την υπηρεσίαν του λαού» (ΑΠ 801/ΣΤ/20, 19 Φεβρ. 1952).


Την Ελλάδα εξεπροσώπευσε ο βασιλιάς Παύλος συνοδευόμενος από τον «Μέγαν Αυλάρχην Δ. Λεβίδην», δύο υπασπιστές, τον Ι. Δέδε και Η. Δέρο, τους εκπροσώπους των τριών Σωμάτων των Ενόπλων Δυνάμεων, σμήναρχο Γ. Πάγκαλο, συνταγματάρχη Α. Δουμπιώτη και πλοίαρχο Ν. Ρίτσο, δύο υπηρέτες και τον προσωπικό του γιατρό Θωμά Δοξιάδη. «Οι στέφανοι της Α.Μ. του Βασιλέως, της Βασιλικής Κυβερνήσεως και των Ενόπλων Δυνάμεων είχον σταλεί εις το παρεκκλήσιον από της προτεραίας» έγραφε ο Μελάς, προσθέτοντας ότι είχε ληφθεί μέριμνα για να εξευρεθούν φύλλα δάφνης πλάτους 20 εκατοστών, όπως είχε ζητήσει για το βασιλικό στεφάνι ο έλληνας μονάρχης.


Στέφανος αξίας 137,06 λιρών Αγγλίας από άσπρες και μοβ ορχιδέες, υακίνθους, κρίνους, καμέλιες και γαρίφαλα κατετέθη και από τον πρύτανη του διπλωματικού σώματος στη βρετανική πρωτεύουσα, πρέσβη της Βραζιλίας Μoνίθ Ντε Αράγκο, ο οποίος απέδωσε τον λογαριασμό σε κάθε πρεσβεία ως εξής: 2,50 λίρες για τους πρέσβεις, 1,15 για πληρεξουσίους υπουργούς και 1,10 λίρες για τους επιτετραμμένους… (SW/616.3.60, 25 Φεβρ. 1952).


Ο Παύλος, αφού κήρυξε στη χώρα δημόσιο τριήμερο πένθος, αναχώρησε από το Ελληνικό με την ακολουθία του το πρωί της Δευτέρας 11 Φεβρουαρίου με αεροσκάφος τύπου Dakota ΚΝ 542 και κυβερνήτη τον σμηναγό Ξύδη. Με δύο ενδιάμεσους σταθμούς, τα αεροδρόμια Τσιαμπίνο της Ρώμης και Ορλί των Παρισίων, ο έλληνας μονάρχης θα μετέβαινε με το ατμόπλοιο «Invicta» από το Καλέ στο Ντόβερ της Αγγλίας και από εκεί με ειδική αμαξοστοιχία στο Λονδίνο (ΑΠ 843).


Στη διάρκεια του πλου στο Στενό της Μάγχης θα τον συνόδευαν τα αντιτορπιλικά «Contest» και «Myngs», ενώ έξω από το Ντόβερ θα τον περίμενε το αεροπλανοφόρο «HMS Implacable» για την απόδοση τιμών. Από το κάστρο της πόλης θα ηχούσαν 21 κανονιοβολισμοί. Για την παραμονή του ιδίου και της ακολουθίας του είχαν γίνει κρατήσεις στο ξενοδοχείο Κλάριτζ. Στα ανάκτορα του Μπάκιγχαμ, που εν τω μεταξύ ανακαινίζονταν, θα διέμενε μόνο ο βασιλιάς της Νορβηγίας.


Η κηδεία είχε ορισθεί την Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου. Στις 9.30 το πρωί, σύμφωνα με το πρόγραμμα, η σορός του Γεωργίου Στ´ μετεφέρθη από το Γουέστμινστερ πάνω σε κιλλίβαντα στο Πάντινγκτον. Από εκεί πεζή τον συνόδευσαν οι αρχηγοί κρατών ως το παρεκκλήσι του Αγίου Γεωργίου. Οι υπόλοιποι προσκεκλημένοι μετέβησαν με ειδική αμαξοστοιχία στο Γουίνδσορ. Ο Παύλος ακολουθούσε την πομπή από την πρώτη σειρά μαζί με τον πρόεδρο της Γαλλίας και τους βασιλείς της Δανίας και της Σουηδίας. Στη δεύτερη σειρά ακολουθούσαν ο Τίτο, ο βασιλιάς του Ιράκ, ο πρόεδρος της Τουρκίας Τζελάλ Μπαγιάρ κ.ά.


Η επιστροφή της βασιλικής ακολουθίας είχε προγραμματισθεί αρχικά την Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου, ώρα Αγγλίας 10.00, με διανυκτέρευση στο Παρίσι στο ξενοδοχείο Meurice και από εκεί μέσω Ρώμης στην Αθήνα. Στη συνέχεια, για λόγους αδιευκρίνιστους η αναχώρηση αναβλήθηκε αρχικά για τις 29 του μηνός και στη συνέχεια για την 1η Μαρτίου.


Πιθανή πάντως, όπως εικάζεται από την ανάγνωση των εγγράφων της περιόδου, αιτία αναβολής αναχωρήσεως του άνακτος ήταν ο σάλος που είχε ξεσπάσει από τη διαρροή της πληροφορίας περί μυστικής συναντήσεώς του με τον αμερικανό ΥΠΕΞ Ντιν Ατσεσον στις 19 Φεβρουαρίου στο ξενοδοχείο Κλάριτζ. Η συνάντηση εκείνη, που κατ’ απαίτηση της αμερικανικής πλευράς έπρεπε να παραμείνει απολύτως μυστική, διέρρευσε σε πρωινή εφημερίδα του ελληνικού Τύπου, προκαλώντας αφενός την αγανάκτηση της κυβέρνησης Πλαστήρα – Βενιζέλου, αφετέρου τη δυσφορία Ατσεσον. Με τίτλο «Ο κ. Ατσεσον δυσφορεί διά τας ακριτομυθίας», η «Αθηναϊκή» στις 22 Φεβρουαρίου έγραφε: «Κατόπιν της ευρείας δημοσιότητος την οποίαν έλαβε το γεγονός τούτο, οι εν λόγω Αμερικανοί δημοσιογράφοι δεν απέκρυπτον ότι η δοθείσα δημοσιότης αύτη επροκάλεσε την ζωηράν δυσφορίαν του Αμερικανού ΥΠΕΞ κ. Ατσεσον και των μελών της ακολουθίας του, τα οποία μετά θλίψεως ετόνιζον ότι οι Ελληνες ιθύνοντες δυστυχώς δεν κατενόησαν ακόμη ούτε τα βασικά στοιχεία του αισθήματος της ευθύνης και ότι επομένως είναι αδύνατον να εμπνεύσουν εμπιστοσύνην».


Η ίδια εφημερίδα, αναφερόμενη εμμέσως στους βασικούς υπόπτους της διαρροής, δηλαδή τον εξής έναν, Μέγα Αυλάρχη Λεβίδη, προσέθετε: «Ως γνωστόν ελάχιστα πρόσωπα του ιδιαιτέρου περιβάλλοντος του Βασιλέως και μόνον ολίγοι ανώτεροι διπλωματικοί υπάλληλοι της πρεσβείας εγνώριζον περί της γενομένης συναντήσεως. Επίσης το περιεχόμενον ταύτης ως συμμετασχόντες εις την συνομιλίαν Βασιλέως – Ατσεσον εγνώριζον μόνον ο Μέγας Αυλάρχης κ. Λεβίδης και εις Αμερικανός ανώτερος διπλωματικός υπάλληλος της εν Λονδίνω πρεσβείας. Εις τα ανωτέρω δέον να προστεθή ότι ελάχιστοι Αμερικανοί δημοσιογράφοι σχετιζόμενοι με το ιδιαίτερο περιβάλλον του κ. Ατσεσον είχον δεσμευθή διά λόγου τιμής να κρατήσουν απολύτως μυστικήν την συνάντησιν. Ούτοι εκράτησαν την υπόσχεσίν των και ουδεμίαν νύξιν αυτής έκαμαν εις τα τηλεγραφήματά των».


Την αμέσως επομένη δε σε άρθρο της ιδίας εφημερίδας με τίτλο «Η γενομένη ανακοίνωσις δεν αναιρεί τας πληροφορίας διά την δράσιν της Συναγερμικής 5ης Φάλαγγος εν Λονδίνω» υπήρχε το εξής σχόλιο: «Οι έγκυροι κύκλοι σχολιάζοντας την ανωτέρω ανακοίνωσιν παρετήρουν σήμερον ότι ματαίως επιχειρείται διάψευσις των πληροφοριών του εν Λονδίνου ανταποκριτού μας, διότι ούτος δεν ανέφερεν ότι κατά την συνάντησιν Βασιλέως – Ατσεσον παρίστατο ο κ. Αυλάρχης και κατά συνέπειαν η ανακτορική ανακοίνωσις καταφεύγουσα εις διάψευσιν ανυπάρκτου γεγονότος, αποφεύγει επιμελώς ν’ ασχοληθή με την ουσίαν των πληροφοριών μας, δηλαδή την μετάδοσιν της ειδήσεως περί της συναντήσεως Βασιλέως – Ατσεσον παρά του εν Λονδίνω Βασιλικού περιβάλλοντος. Υπό των σχολιαστών του προκληθέντος ζητήματος παρετηρείτο επίσης ότι αι συστάσεις της Γενικής Γραμματείας των Ανακτόρων θα έπρεπε συνεπώς να απευθύνωνται ουχί προς τον «Ελληνικόν Τύπον» (δηλαδή την «Αθηναϊκή»), αλλά προς το εν Λονδίνω Βασιλικόν περιβάλλον το οποίον επίτηδες μετέδωκε την είδησιν της συναντήσεως του Βασιλέως προς φιλικήν του εφημερίδα διά να παρασχεθή νέα ευκαιρία εις τον Ελληνικόν Συναγερμόν κομματικής εκμεταλλεύσεως του γεγονότος».


Αυτή ακριβώς ήταν και η ουσία των συζητήσεων άλλωστε. Η Ουάσιγκτον, έχοντας ξεγράψει την κυβέρνηση Πλαστήρα – Βενιζέλου παρά την αφοσίωση των ηγετών του Κέντρου στις επιταγές της, έβλεπε το κυβερνητικό σχήμα στην Ελλάδα ως απολύτως προσωρινό και εκείνο που την ενδιέφερε ήταν να επιβάλει το πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα που θ’ άνοιγε τον δρόμο για μεγαλύτερη συσπείρωση της Δεξιάς και νίκη του Παπάγου.


Πάντως από ιδιόχειρο κρυπτοτηλεγράφημα (ΑΠ 858) άμεσης επίδοσης της ίδιας ημέρας διακρίνονται με δύο διαφορετικές γραφές τα εξής: Από τη μία οι ευχαριστίες του βασιλιά Παύλου για την αμερικανική οικονομική βοήθεια και την ενίσχυση του στρατού (με μαύρο μελάνι) και από την άλλη, με διαφορετικό γραφικό χαρακτήρα και μπλε στιλό διαρκείας, η παράκληση του μονάρχη «διά προσοχήν κ. Ατσεσον επί γεγονότος ότι εν Αθήναις Αμερικανική Πρεσβεία έχει την τάσιν αναμιγνύεται εις εσωτερικά ζητήματα της χώρας και εισέρχεται εις προσωπικάς λεπτομερείας. Κύριος Ατσεσον απήντησεν ότι θέλει επιληφθή προσωπικώς ζητήματος». Και κατέληγε ο είς εκ των δύο συντακτών του κρυπτοτηλεγραφήματος: «Περιττόν τονισθή ότι αναγραφόμενα εις Αθηναϊκόν Τύπον περί δήθεν υποδείξεων τόσον εκ μέρους κ. Τσόρτσιλ όσον και εκ μέρους κ. Ατσεσον, αφορωσών ημέτερα εσωτερικά ζητήματα στερούνται οιασδήποτε βάσεως και είναι απολύτως ανακριβή».


Η κυρία Φωτεινή Τομαή είναι προϊσταμένη της Υπηρεσίας Διπλωματικού Αρχείου του υπουργείου Εξωτερικών.