Στις 2 Νοεμβρίου του 1917 πρώτη η Αγγλία, διά του υπουργού της των Εξωτερικών Αρθουρ Τζέιμς Μπάλφουρ, και υπό μορφήν επιστολής προς τον βαρόνο Ρότσιλντ, προέβη σε επίσημη δήλωση υπέρ «εγκαθιδρύσεως στην Παλαιστίνη εθνικής κοιτίδας του εβραϊκού λαού». Στη διακήρυξη, που όριζε ότι «τίποτε δεν θα γίνει που να παραβλάπτει τα πολιτικά και θρησκευτικά δικαιώματα των υπαρχουσών μη εβραϊκών κοινοτήτων στην Παλαιστίνη», προσχώρησε πολύ σύντομα η Γαλλία διά του ΥΠΕΞ της Πισόν. Ωστόσο δεν έχει καταγραφεί στη διεθνή βιβλιογραφία το γεγονός ότι της διακηρύξεως Μπάλφουρ προηγήθηκε κατά πέντε μήνες, τον Ιούλιο του 1917, η υπόσχεση του τότε έλληνα ΥΠΕΞ Ν. Πολίτη στην κυβέρνηση Ε. Βενιζέλου ότι «εν ευθέτω χρόνω η Κυβέρνησις των Φιλελευθέρων θέλει καταβάλη πάσαν προσπάθειαν όπως υποβοηθήση το εθνικόν έργον των Ισραηλιτών εν πλήρει συμφωνία μετά των μεγάλων Συμμάχων της Ελλάδος», δήλωση την οποία επανέλαβε τον Φεβρουάριο του 1918 στο Ελληνικό Κοινοβούλιο σε αντιφώνηση ευχαριστιών του «Ελληνος Βουλευτού Θεσσαλονίκης, Ισραηλίτου το θρήσκευμα και Σιωνιστού Μ. Κοφφίνα» (Συνεδρίασις Γ´, Κ´ Περίοδος της 28ης Φεβρουαρίου 1918).


Ουσιαστικά η πρώτη ιδέα για την εγκατάσταση των Εβραίων της Διασποράς στη γενέθλια γη τους γεννήθηκε μετά την κατάλυση της οθωμανικής εξουσίας που επί 400 χρόνια κυριαρχούσε στην περιοχή της Παλαιστίνης. Η Μεγάλη Βρετανία που ενδιαφερόταν, όπως και η Γαλλία, για μελλοντική διεθνοποίηση της Παλαιστίνης εκμεταλλεύθηκε τον αραβικό εθνικισμό εναντίον των οθωμανών Τούρκων με μία προσχεδιασμένη εξέγερση. Στις 30 Οκτωβρίου 1918 η Οθωμανική Αυτοκρατορία υπέγραψε ανακωχή και η Παλαιστίνη κατελήφθη από τον βρετανικό στρατό. Το Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών επικύρωσε τον Ιούλιο του 1922 τη βρετανική Εντολή στην Παλαιστίνη που είχε αποφασιστεί στη Διάσκεψη του Σαν Ρέμο τον Απρίλιο του 1920. Σε πολύ σύντομο διάστημα ο αριθμός των Εβραίων που εγκαταστάθηκαν στην Παλαιστίνη αυξήθηκε τόσο που οι ίδιοι οι βρετανοί αναγκάστηκαν να περιορίσουν το μεταναστευτικό ρεύμα προς την Παλαιστίνη, ιδιαίτερα μετά την έντονη αντίδραση με αλυσιδωτές πράξεις βίας από πλευράς Αράβων.


Στη χώρα μας το εβραϊκό στοιχείο, απολύτως ενσωματωμένο στον ελληνικό κοινωνικό και πολιτικό βίο, είδε με επιφύλαξη τη διακήρυξη Μπάλφουρ. Στις 26 Δεκεμβρίου 1917 με εμπιστευτικό έγγραφό του ο διευθυντής του Γραφείου Τύπου Θεσσαλονίκης ενημέρωνε τον ΥΠΕΞ Ν. Πολίτη ότι «το παρελθόν Σάββατον 23 λήγοντος συνεκροτήθη εν τη αιθούση του κινηματογράφου Γκωμόν του Λευκού Πύργου και πρωτοβουλία των ενταύθα σιωνιστικών σωματείων διαδήλωσις ευγνωμοσύνης προς την Αγγλίαν διά την γνωστήν δήλωσίν της υπέρ ιδρύσεως Εβραϊκού Κράτους εν Παλαιστίνη. Ως θετικώς επληροφορήθη ο πρόεδρος του Εβραϊκού Συνεδρίου Θεσσαλονίκης κ. Καζές, παρακληθείς να αναλάβη υπό την προστασίαν του την διαδήλωσιν ταύτην, ότε θα εθεωρείτο ως διερμηνεύουσα τα φρονήματα όλων των Ισραηλιτών της πόλεως, ηρνήθη…» (ΑΠ 220, 26 Δεκεμβρίου 1917).


Αλλά και πολύ αργότερα, παρά το τεράστιο μεταναστευτικό ρεύμα Εβραίων, της Ευρώπης κυρίως, προς το νεογεννηθέν στις 14 Μαΐου 1948 κράτος του Ισραήλ, μεταξύ αυτών και πολλοί Ελληνες που διεσώθησαν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, δεν ήσαν λίγοι εκείνοι που ευρισκόμενοι ήδη στην Παλαιστίνη από τα γειτονικά στρατόπεδα, όπως εκείνο στο Χαλέπι, ζητούσαν επιμόνως μέσω των ελληνικών προξενείων να επιστρέψουν στη χώρα όπου διατηρούσαν «νόμιμα δικαιώματά τους» (επιστολή Ροζέττας Σιακκή προς Γενικό Προξενείο Ιεροσολύμων 11 Μαΐου 1946, φακ. 5, Αρχείο Ελλήνων Εβραίων ΚΥ), ιδιαίτερα μετά την ψήφιση των νόμων 2/1944, 337/1945 και 808/1948 που ερρύθμιζαν τα περί αποδόσεως περιουσιών «εις επανελθόντας Ισραηλίτας» (ΑΠ 34001, ΥΠΕΞ προς Μόνιμη Ελληνική Αντιπροσωπεία Νέας Υόρκης, 21 Ιουλίου 1947).


Μάλιστα παρ’ ολίγον να δημιουργηθεί σοβαρό ζήτημα σε βάρος της Ελλάδας για τη διακίνηση και διευκόλυνση εγκαταστάσεως Εβραίων από την Ευρώπη στο Ισραήλ με τη βοήθεια πλοίων ελληνικών συμφερόντων, όπως το «Αρχάγγελος», ιδιοκτησίας Σπ. Τυπάλδου, 450 τόνων, νηολογίου Σάμου, «Αγιος Αναστάσιος» του εφοπλιστή Παντελή, το ατμόπλοιο «Anal» του Πηλείδη και «Αντρια» υπό παναμαϊκή σημαία, ιδιοκτησίας Ν. Μαρή. Η βρετανική κυβέρνηση με δύο ρηματικές διακοινώσεις της και παρέμβαση του πρεσβευτή της στο Παρίσι προς τον έλληνα ομόλογό του εζήτησε (ΑΠ 2073, Ρ. Ραφαήλ από Παρίσι 5 Ιουνίου 1947) άμεση λήψη μέτρων υπό των ελληνικών αρχών για την παρεμπόδιση μεταφοράς τόσο ανθρώπων όσο και πολεμοφοδίων μέσω ελληνικών νήσων από Τσεχοσλοβακία, δεδομένης της ευνοϊκής στάσεως που τηρούσε η Ρωσία, αλλά και τα κομμουνιστικά κόμματα της Ευρώπης, μεταξύ αυτών και το ΑΚΕΛ Κύπρου, για τη σύμπηξη εβραϊκού κράτους στην περιοχή (ΑΠ 47249, Ι.Α. Στεφάνου προς πρεσβείες Βηρυτού και Καΐρου, 31 Αυγούστου 1948).


Πάντως από τις 2 Απριλίου 1947, όταν για πρώτη φορά το ζήτημα της Παλαιστίνης εισήχθη με πρόταση της Μ. Βρετανίας στα Ηνωμένα Εθνη, μέχρι την εκεχειρία μεταξύ Ισραήλ και Αράβων τον Ιούλιο του 1948, δύο είναι οι ιστορικές ημερομηνίες που σημάδεψαν τη ροή των γεγονότων. Η 29η Νοεμβρίου 1947, όταν η Γενική Συνέλευση ΟΗΕ με 33 ψήφους υπέρ, 13 κατά (μεταξύ αυτών και της Ελλάδος) και 10 αποχές ψήφισε το σχέδιο διαχωρισμού της Παλαιστίνης σε δύο κράτη, το εβραϊκό και το αραβικό, με την πόλη των Ιεροσολύμων υπό ειδικό διμερές καθεστώς ως corpus separatum, και η 14η Μαΐου, ώρα 18.01 Ν. Υόρκης, και 15η Μαΐου, ώρα 00.01 Παλαιστίνης, του 1948, όταν έληξε η βρετανική Εντολή και ανεκηρύχθη το κράτος του Ισραήλ. Η έκτακτη Γενική Συνέλευση αποφάσισε πλην άλλων και τον διορισμό Μεσολαβητού για την περιοχή και ως τοιούτος εξελέγη ο κόμης Μπερναντότε. Λίγο μετά την αναγνώρισή του από τις μεγαλύτερες δυνάμεις του κόσμου με πρώτη τις ΗΠΑ, το νεοσύστατο κράτος του Ισραήλ άρχισε να δέχεται επιθέσεις των γειτονικών αραβικών κρατών που ποτέ δεν απεδέχθησαν την ύπαρξή του.


Με την ίδρυσή του το κράτος του Ισραήλ ψήφισε θεσμικά πλαίσια, στην αρχή προσωρινά και αργότερα οριστικά. Με το σύστημα της απλής αναλογικής ψηφίστηκε η πρώτη Βουλή (Κνεσέτ) στις 25 Ιανουαρίου 1949 με συντακτική και νομοθετική εξουσία. Στις 17 Φεβρουαρίου αναδείχθηκε ο πρώτος πρόεδρος της χώρας με πενταετή θητεία Χάιμ Βάιτσμαν, ενώ ως το 1977 κυριάρχησε στο προσκήνιο το κόμμα των Εργατικών.


Στις 7 Σεπτεμβρίου 1948 ορίστηκε ως πρώτος επίτιμος πρόξενος του Ισραήλ στην Ελλάδα ο δικηγόρος Μωυσής Ασσέρ (ΑΠ 1879 από Γ. Προξενείο Ιεροσολύμων Γ. Βαρσάμης, 4 Οκτωβρίου 1948).


Τον Σεπτέμβριο του 1948 διαπιστεύθηκε στη Μόσχα η πρώτη ισραηλινή πρέσβης, Γκόλντα Μέγιερσον, γνωστή μας αργότερα ως Γκόλντα Μέιρ, πρωθυπουργός (Μάρτιος 1969) της χώρας. Η Μέγιερσον ζήτησε μάλιστα να επισκεφθεί στις 14 Οκτωβρίου τον έλληνα επιτετραμμένο της πρεσβείας Μόσχας Α. Σγουρδαίο. Η διπλωματική αντιπρόσωπος, που κατά πληροφορίες του βρετανού συμβούλου προς τον Σγουρδαίο «επρόκειτο περί Ισραηλίτιδος γεννηθείσης εν Κιέβω, αλλ’ ανατραφείσης εν ταις Ηνωμέναις Πολιτείαις της Αμερικής» (ΑΠ 3003, από Μόσχα Α. Σγουρδαίος, 9 Οκτωβρίου 1948), ευχαρίστησε τον έλληνα επιτετραμμένο για τις προσπάθειες και τα μέτρα του ελληνικού κράτους να αποκαταστήσει τις περιουσίες των Εβραίων της Ελλάδας και αναφέρθηκε ιδιαιτέρως στη βοήθεια του πληθυσμού της Κρήτης προς τους ισραηλίτες στρατιώτες. Στο ίδιο έγγραφο (ΑΠ 3228, 18 Οκτωβρίου 1948) ο Σγουρδαίος ανέφερε ότι εξήγησε στην κυρία Μέγιερσον «… καταλλήλως τους λόγους διά τους οποίους η Ελληνική Αντιπροσωπεία δεν ηδύνατο (παρά την ευνοϊκή υπέρ των ελλήνων Εβραίων πολιτική της χώρας) να ψηφίσει υπέρ των εβραϊκών απόψεων εις την εν Νέα Υόρκην Συνέλευσιν του ΟΗΕ». Στα έγγραφα της ίδιας περιόδου ο έλληνας διπλωμάτης δεν παρέλειψε να αναφέρει την ειδική, ευνοϊκή μεταχείριση που επέδειξαν η ρωσική κυβέρνηση και οι επιτόπιες αρχές για να διευκολύνουν την εγκατάσταση της ισραηλινής αποστολής, μεταχείριση που ως τότε δεν είχαν επιδείξει έναντι οιασδήποτε διπλωματικής αποστολής. Η χώρα μας, παρά τη διαβίωση σημαντικού ελληνικού στοιχείου στην περιοχή, αναγνώρισε πολύ αργά, de jure μόλις τον Μάιο του 1990, το κράτος του Ισραήλ. Επρόκειτο δε για την πρώτη επίσημη πράξη εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης Κ. Μητσοτάκη. Πρώτη επίσημη επίσκεψη ισραηλινού προέδρου στη χώρα μας είχαμε μόλις τον παρελθόντα Φεβρουάριο, όταν λίγες ώρες μετά την ανάθεση καθηκόντων υπουργού των Εξωτερικών στη σημερινή ΥΠΕΞ Ντόρα Μπακογιάννη, η τελευταία υποδεχόταν τον πρόεδρο του Ισραήλ τιμώντας τον ως επίτιμο δημότη της πόλεως των Αθηνών υπό την ιδιότητά της ως δημάρχου.


Η κυρία Φωτεινή Τομαή είναι προϊσταμένη της Υπηρεσίας Διπλωματικού Αρχείου του υπουργείου Εξωτερικών.