Το 1957 ανατέλλει σε έναν κόσμο που έχει αρχίσει να συνέρχεται από το ψυχικό τραύμα και τις οικονομικές καταστροφές του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου. Η Ευρώπη απολαμβάνει αυτή την αλλαγή. Εντεκα φεστιβάλ κλασικής μουσικής και όπερας πραγματοποιούνται το φθινόπωρο του 1956 σε ισάριθμες ευρωπαϊκές πόλεις και 21 νέες ταινίες ιταλικών, βρετανικών και γαλλικών στούντιο αναδεικνύουν σταρ, σκηνοθέτες, μουσικοσυνθέτες, χορογράφους και άλλους καλλιτέχνες γεμίζοντας ταμεία θεάτρων και κινηματογράφων. Εξήντα τέσσερα λογοτεχνικά περιοδικά και έντυπα ποικίλης ύλης κυκλοφορούν στις αρχές του 1957 σε πέντε χώρες της Δυτικής Ευρώπης, και για πρώτη φορά μετά τον πόλεμο εγκαινιάζονται νέες πινακοθήκες και μουσεία και αρχίζει η κατασκευή νέων.


Το ακαδημαϊκό έτος 1956-1957 σπουδάζουν 171.450 φοιτητές σε πανεπιστήμια της Δυτικής Ευρώπης ανακοινώνει η UNESCO – αριθμός ρεκόρ. Παρά τη ρευστή πολιτική κατάσταση στη Γαλλία, στο Βέλγιο και στην Ιταλία, τα χρηματιστήρια ακολουθούν ομαλή πορεία, δημιουργώντας αίσθημα εμπιστοσύνης και σε πολλούς πρωτόφαντη ευμάρεια. Οι άνεργοι εξακολουθούν να αποτελούν μέγα πρόβλημα για όλες τις χώρες, αλλά στη Δυτική Γερμανία προβάλλει η αυγή εκείνου που αργότερα θα ονομαστεί οικονομικό θαύμα και η γερμανική οικονομία ζητεί εργάτες από άλλες χώρες της Ευρώπης. Η Ελλάδα «θα δανείσει» πάνω από 140.000 «γκασταρμπάιτερ» λιγότερους από όσους η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Ιταλία.


Πολιτικοί και ειδικοί αναλυτές, ωστόσο, δεν κρύβουν την ανησυχία τους. Το φιάσκο της στρατιωτικής επέμβασης της Βρετανίας και της Γαλλίας στην Αίγυπτο, το φθινόπωρο του 1956, είχε τις επιπτώσεις του σε όλο το φάσμα του πολιτικού κόσμου των δύο χωρών και το διεθνές κύρος τους δέχτηκε καίριο πλήγμα, ιδιαίτερα μέσα στον αραβικό κόσμο, εντείνοντας τη ρευστότητα. Στη θέση τους εγκαταστάθηκε η Αμερική, ένας εξωευρωπαϊκός παράγοντας με όχι σαφείς προθέσεις που προκάλεσε αμέσως την προσοχή της Μόσχας. Πόλεμος και συγκρούσεις δεν γίνεται πουθενά αλλά ένα κλίμα αβεβαιότητας για το τι θα φέρει η επόμενη ημέρα διαχέεται σε όλο τον κόσμο. Το 1956 έδωσε το τελικό χτύπημα στην αποικιοκρατία αλλά χάος και ύποπτες καταστάσεις τη διαδέχτηκαν.


Χώρες της Αφρικής και του Νότιου Ειρηνικού ωκεανού απέκτησαν την ανεξαρτησία τους αλλά είναι φανερό ότι δεν γνωρίζουν πώς να τη χειριστούν, και ο νέος διεθνής παράγων, η Κίνηση των Αδεσμεύτων, που θεσμοθετήθηκε το 1955 στη Διάσκεψη του Μπαντούγκ στην Ινδονησία – εδώ έκανε την πρώτη διεθνή εμφάνισή της η Κίνα του Μάο – δημιούργησε νέα προβλήματα στις διεθνείς σχέσεις καθώς ήταν φανερό ότι άλλαζε τις ισορροπίες δυνάμεων υπέρ του ανατολικού συνασπισμού, κάτι που η Αμερική αλλά ούτε και η Δυτική Ευρώπη έδειχναν διατεθειμένες να ανεχθούν. «Διερχόμαστε περίοδο ψυχρής ειρήνης» εκτίμησε ο βρετανός πρωθυπουργός Χάρολντ Μακμίλαν, έχοντας υπόψη του και τα θετικά αποτελέσματα της επίσκεψης των Χρουστσόφ και Μπουλγκάνιν στο Λονδίνο τον Απρίλιο του 1956.


Αβεβαιότητα και συρρίκνωση του διεθνούς κύρους της δοκίμαζε και η Σοβιετική Ενωση. Η σκληρή στρατιωτική επέμβαση στην Ουγγαρία το φθινόπωρο του 1956 και οι συνεχείς αντικυβερνητικές απεργίες σε εργοστάσια της Πολωνίας έδειχναν ότι «κάτι σάπιο υπήρχε» στον ανατολικό συνασπισμό. Ηταν γεγονός ότι η Μόσχα, όπου το κυβερνητικό δίδυμο Μπουλγκάνιν – Χρουστσόφ είχε δώσει κάποια ανάσα στον πληθυσμό, διέθετε ισχυρό πολεμικό οπλοστάσιο και δεν δίσταζε να απειλεί κατά καιρούς την Ευρώπη και την Αμερική, ήταν όμως προφανές ότι μόνο ως παράγων διεθνούς σταθερότητας δεν μπορούσε να θεωρηθεί.


Η εκτόξευση των διηπειρωτικών πυραύλων από τη Σοβιετική Ενωση δημιουργούσε μέγα πρόβλημα για τις Ηνωμένες Πολιτείες η οποία, όπως αποκαλύφθηκε από τον πρόεδρο Αϊζενχάουερ, δεν διέθετε τότε πυραύλους τέτοιας εμβέλειας. Αποφασίστηκε να χρησιμοποιηθούν οι μεσαίου βεληνεκούς πύραυλοι, αλλά αυτοί για να μπορέσουν να πλήξουν τον σοβιετικό χώρο θα έπρεπε να εγκατασταθούν σε ευρωπαϊκές χώρες οι οποίες όμως δεν έδειχναν ιδιαίτερη προθυμία. Η διάσκεψη του ΝΑΤΟ τον Δεκέμβριο του 1956 δεν κατόρθωσε να δώσει λύση στο πρόβλημα της εγκατάστασης βάσεων στην Ευρώπη, μολονότι ήταν το μοναδικό θέμα της ατζέντας, και το παρέπεμψε για συζήτηση στο τέλος Μαρτίου.


Από τους «6» στους «27»


Η Γαλλία, η Γερμανία, το Βέλγιο, η Ολλανδία, το Λουξεμβούργο και η Ιταλία – τα λεγόμενα «ιδρυτικά κράτη της ΕΟΚ» που υπέγραψαν τις Συνθήκες της Ρώμης – παρέμειναν επί δεκαέξι χρόνια οι μόνες χώρες στην «Ενωμένη Ευρώπη» αλλά από το 1973 η Κοινότητα άρχισε να διευρύνεται κατά διαδοχικά κύματα, με πρώτες χώρες τη Δανία, τη Βρετανία και τη Ιρλανδία που άνοιξαν τον δρόμο των νέων προσχωρήσεων. Η ένταξη της Βρετανίας ήταν επεισοδιακή. Δύο αιτήσεις της, το 1963 από συντηρητική κυβέρνηση και το 1966 από εργατική κυβέρνηση, συνάντησαν την άρνηση του γάλλου προέδρου Σαρλ ντε Γκωλ με το επιχείρημα ότι δεν ήταν αρκούντως ισχυρή η βρετανική οικονομία – και μόνο η τρίτη αίτησή της, το 1969, όταν τον Ντε Γκωλ διαδέχτηκε ο Σαρλ Πομπιντού, έγινε δεκτή και η Βρετανία εντάχθηκε στην ΕΟΚ το 1972. Το 1981 προσχώρησε η Ελλάδα και ακολούθησαν η Ισπανία και η Πορτογαλία το 1986, και η Αυστρία, Σουηδία και Φινλανδία το 1995. Μεσολάβησε ένα διάστημα σχεδόν δέκα ετών και το 2004 η ΕΟΚ, η οποία είχε εξελιχθεί εν τω μεταξύ σε Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ), υποδέχεται δέκα νέα κράτη: την Εσθονία, τη Λετονία, τη Λιθουανία, την Πολωνία, την Ουγγαρία, τη Δημοκρατία της Τσεχίας, τη Σλοβενία, τη Σλοβακία, την Κύπρο και τη Μάλτα. Από τον Ιανουάριο του 2007 ο αριθμός των κρατών-μελών της ΕΕ ανέρχεται σε 27, με την ένταξη της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας. Δεν προβλέπονται νέες προσχωρήσεις για τα επόμενα αρκετά χρόνια.