Στις αρχές της δεκαετίας του ’50, το ρημαγμένο από τη γερμανική κατοχή και τον φονικό Εμφύλιο μεταπολεμικό ελληνικό κράτος βρέθηκε να αποζητεί ευκαιρίες αναδιοργάνωσης και ανασυγκρότησης. Ολη η Ευρώπη είχε εισέλθει σε φάση ανοικοδόμησης από το 1945, οι υποδομές είχαν αρχίσει να αποκαθίστανται, τα δίκτυα φαίνονταν από τότε ότι θα έπαιζαν τον πρώτο ρόλο στα χρόνια της ειρήνης.


Το σοβιετικό σύνθημα για τον εξηλεκτρισμό πίεζε το άλλο σύστημα, η μικρή Ελλάδα μαζευόταν στις πόλεις και έπρεπε να ακολουθήσει – να αποκτήσει ρεύμα, τηλέφωνο και πόσιμο νερό. Ως τότε ρεύμα παρήγε η αμερικανική Πάουερ, τα τηλέφωνα, ο Τηλέγραφος και τα Ταχυδρομεία ήταν υπό την σκέπη των εγγλέζικων ΤΤΤ και το νερό όριζε η Ούλεν.


Μικρά τα δίκτυα, κατακερματισμένα, χωρίς δυνατότητες παροχής καθολικών υπηρεσιών, με τιμολογιακή πολιτική διαφορετική κατά περιοχή, ελεγχόμενα από μικρές ιδιωτικές εταιρείες, χωρίς πόρους και δυνατότητες κινητοποίησης κεφαλαίων για επενδύσεις, δεν ήταν σε θέση να καλύψουν τις πολλές ανάγκες της νέας περιόδου.


Σε εκείνη λοιπόν τη φάση της ανασυγκρότησης ετέθησαν οι βάσεις για την ίδρυση και τη λειτουργία κρατικών μονοπωλιακών εταιρειών, ικανών να καλύψουν τις βασικές ανάγκες της χώρας. Η ΔΕΗ αγόρασε μία προς μία τις πολλές διάσπαρτες μικρές ηλεκτρικές εταιρείες και άρχισε να χτίζει εργοστάσια, σηκώνοντας ταυτόχρονα στύλους παντού, ο ΟΤΕ απορρόφησε τον Τηλέγραφο από τα ΤΤΤ, τα Ταχυδρομεία αποκολλήθηκαν και τη διαχείριση των νερών ανέλαβαν κρατικές εταιρείες ύδρευσης, που άρχισαν να σκάβουν τις πόλεις και τα χωριά προκειμένου να φτιάξουν τα απαραίτητα δίκτυα. Αποτέλεσαν τον κορμό των λεγόμενων εταιρειών κοινής ωφελείας και πρωταγωνίστησαν στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης στη χώρα μας.


* Συμβολή στην ανάπτυξη


Εκτοτε παρήλθαν χρόνοι πολλοί. Οι δημόσιες επιχειρήσεις αναπτύχθηκαν, εξελίχθηκαν, κατάφεραν να προσφέρουν καθολικές υπηρεσίες, οι πολίτες έφθασαν κάποια στιγμή να έχουν παντού ρεύμα, τηλέφωνο και νερό, είχαν δηλαδή τη δυνατότητα πρόσβασης σε βασικά αγαθά, με τιμές ενιαίες. Από αυτά τα ξεχωριστά χαρακτηριστικά ανεδείχθη ισχυρός ο αναδιανεμητικός ρόλος των παραπάνω επιχειρήσεων.


Συμμετείχαν ενεργά στην ανάπτυξη της χώρας, συνέβαλαν τα μέγιστα στην άρση των περιφερειακών ανισοτήτων και επιπλέον έδωσαν τη δυνατότητα στους πολίτες να απολαμβάνουν συγκεκριμένες υπηρεσίες με ενιαία τιμολόγηση παντού στη χώρα.


Η αλήθεια είναι ότι με τον καιρό οι οργανισμοί κοινής ωφελείας μεγάλωσαν, έγιναν υπερτροφικοί και δυσκίνητοι, συσσώρευσαν χρέη, δεν μπόρεσαν να παρακολουθήσουν τις τεχνολογικές εξελίξεις, από ένα σημείο και πέρα έδειχναν σημάδια γήρανσης, επιτρέποντας σε πολλούς να θέτουν ζητήματα ιδιοκτησιακού καθεστώτος. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80, όταν άρχισαν να πυκνώνουν τα νεοφιλελεύθερα μηνύματα της Θάτσερ και του Ρίγκαν, πρώτη η Νέα Δημοκρατία το 1985, με αρχηγό τον Κ. Μητσοτάκη και συγγραφέα του εκλογικού προγράμματος τον Γ. Σουφλιά, έθεσε θέμα ιδιωτικοποιήσεων. Από τότε άρχισε να ζυμώνεται η ιδέα στην ελληνική κοινωνία, με αιχμή τον ΟΤΕ, ο οποίος εκείνη την περίοδο παρουσίαζε εικόνα θλιβερή, καθώς έδειχνε ανίκανος να απορροφήσει τις τεχνολογικές εξελίξεις, αδυνατώντας να ικανοποιήσει τη συνεχώς αυξανόμενη ζήτηση τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών.


* Τα πρώτα προβλήματα


Με την εφαρμογή του σταθεροποιητικού προγράμματος, αμέσως μετά τις νικηφόρες για τον Ανδρέα Παπανδρέου εκλογές του 1985, έγινε μια προσπάθεια διάγνωσης των προβλημάτων των δημόσιων επιχειρήσεων και άρχισαν οι πρώτες συζητήσεις για εισαγωγή ιδιωτικοοικονομικών κριτηρίων στη λειτουργία τους.


Εν μέσω συγκρούσεων στη συνέχεια και σε καιρούς πολιτικής κρίσης την περίοδο του ταραγμένου ’89 ο ΟΤΕ πέρασε στην ψηφιακή τεχνολογία και άρχισε να ανταποκρίνεται στις ανάγκες των καταναλωτών. Την περίοδο 1990-1993 η ιδιωτικοποίηση έγινε πρώτος στόχος για την κυβέρνηση Μητσοτάκη και για πολλούς η αιτία της πτώσης της. Ο ίδιος ο Μητσοτάκης παζάρευε τότε τον ΟΤΕ με Γιαπωνέζους και Κορεάτες, και ο Στέφανος Μάνος το 1992, με πρωτοσύμβουλο και πρόεδρο του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων τον σημερινό υπουργό Οικονομίας Γιώργο Αλογοσκούφη, θέλησε να ξεμπερδεύει μια και καλή με τις τηλεπικοινωνίες. Ο Στέφανος Μάνος διακήρυξε τότε και άρχισε να οργανώνει την πώληση του 35% του ΟΤΕ σε στρατηγικό επενδυτή, ο οποίος θα ανελάμβανε και το μάνατζμεντ. Το 10% θα διετίθετο μέσω της Σοφοκλέους σε ιδιώτες, το 4% θα προσφερόταν στους εργαζομένους και το 51% θα παρέμενε στο κράτος. Ταυτόχρονα προετοίμαζε την πώληση, μέσω διεθνούς διαγωνισμού, δύο αδειών κινητής τηλεφωνίας αποκλείοντας τον ΟΤΕ. Υπεράσπιζε την εκδοχή του στρατηγικού επενδυτή, λέγοντας ότι έτσι ο ΟΤΕ θα απαλλαγεί από τους προμηθευτές του και θα μπορέσει να απορροφήσει καλύτερα τις νέες τεχνολογίες. Εκείνες οι πρώτες επιθετικές επιλογές των κκ. Μητσοτάκη και Μάνου προκάλεσαν θύελλα αντιδράσεων. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν άντεξε, δεν μπόρεσε να σηκώσει το βάρος των αποφάσεών της και έπεσε προτού ολοκληρωθεί ο διαγωνισμός. Το μόνο που κατάφερε ο κ. Μάνος ήταν να δώσει τις δύο άδειες κινητής τηλεφωνίας έναντι ευτελούς – όπως η ζωή και η υπερανάπτυξη των νέων υπηρεσιών απέδειξε – τιμήματος 10 εκατ. ευρώ την καθεμία. Ο Στέφανος Μάνος υποστηρίζει ακόμη και σήμερα ότι αν το σχέδιό του πετύχαινε, το 51% του Δημοσίου θα άξιζε όσο τέσσερις σημερινοί ΟΤΕ!


* Οι μετοχές και τα μερίσματα


Η κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου στη συνέχεια, πιεζόμενη και από το δημοσιονομικό πρόβλημα, υιοθέτησε τις μετοχοποιήσεις. Η πρώτη απόπειρα διάθεσης του 10% από τον Γιώργο Γεννηματά απέτυχε. Την πέτυχε το 1996 ο Γιάννος Παπαντωνίου και έκτοτε ακολούθησαν και άλλες, το 1998, το 1999, το 2000 και το 2002, επί υπουργίας Νίκου Χριστοδουλάκη, ενώ πριν από λίγο καιρό ο κ. Αλογοσκούφης διέθεσε και πάλι μετοχές του ΟΤΕ, που προέρχονταν από παλαιότερη συμφωνία επαναγοράς. Εκτιμάται ότι όλα αυτά τα χρόνια το Δημόσιο απεκόμισε από τις πωλήσεις μετοχών του ΟΤΕ πάνω από 7,5 δισ. ευρώ, κοντά στα 2,5 τρισ. δρχ. Ποσό πολλαπλάσιο εκείνου που προσδοκούσε να εισπράξει το 1993 ο Στέφανος Μάνος. Αλλά πέραν αυτών προσέφερε επί χρόνια φθηνές υπηρεσίες στο ελληνικό κοινό, κατά πολύ φθηνότερες αντίστοιχων του εξωτερικού, και τα μερίσματά του ως πρόσφατα αποτελούσαν πηγή εσόδων για τον κρατικό προϋπολογισμό. Επί σχεδόν μία δεκαετία ο ΟΤΕ προσέφερε στο κράτος μερίσματα πάνω από 500 εκατ. ευρώ τον χρόνο.


Η «προίκα» της κινητής τηλεφωνίας


Στα 13 χρόνια που ακολούθησαν από το 1993 ο ΟΤΕ δημιούργησε τη δική του εταιρεία κινητής τηλεφωνίας, η οποία παρά τον ανταγωνισμό κέρδισε την πρώτη θέση στην αγορά, συμβάλλοντας τα μέγιστα στη μείωση των τηλεφωνικών τελών, και επιπλέον πέτυχε να διεισδύσει σε νέες αγορές. Οι επενδύσεις του στο εξωτερικό, οι εξαγορές στη Βουλγαρία, στη Ρουμανία, στην Αρμενία, στα Σκόπια, στη Σερβία και αλλού, παρ’ ότι έγιναν κάτω από συνθήκες αδιαφανείς, σήμερα αποδίδουν. Ο οργανισμός είναι προικοδοτημένος με αξίες αναπτυσσόμενες και γι’ αυτό διεκδικείται από άλλους ξένους ομίλους. Αν επιχειρήσει κανείς να προσεγγίσει την αξία του, θα προβληματιστεί εντόνως για την ευκολία με την οποία οι κυβερνώντες αποφασίζουν την εκχώρησή του. Κατά τους συνδικαλιστές ο ΟΤΕ αξίζει πάνω από 50 δισ. ευρώ. Το Χρηματιστήριο Αθηνών αποτιμά τον ΟΤΕ κοντά στα 11 δισ. ευρώ και σε προηγούμενες περιόδους σε 16 δισ. ευρώ. Οσο και αν απέχουν οι εκτιμήσεις, ο οργανισμός ενσωματώνει κρυφές αξίες, ευκαιρίες μεγέθυνσης απροσδιόριστες και κυρίως μια ιστορία προσφοράς στον ελληνικό λαό ανεκτίμητη.


Οπως και να έχει, ο ΟΤΕ έχει σημαδέψει και προσδιορίσει την ελληνική πολιτική. Οι εξελίξεις της περασμένης εβδομάδας δείχνουν ότι συνεχίζει να αποτελεί πεδίο συμβολικό και βάση πειραματισμών. Ο «νέος καπιταλισμός» που θέλει να φέρει στην Ελλάδα ο κ. Καραμανλής δοκιμάζεται στο γήπεδο του ΟΤΕ. Πολλά θα κριθούν από όσα θα συμβούν το επόμενο εξάμηνο στον πολύπαθο οργανισμό…