«Πραξικόπημα εκ μέρους του Στρατού εναντίον της νομιμότητας; Λάθος. Νομιμότητα είναι ο Στρατός, οι ένοπλες δυνάμεις της χώρας μας. Και η οποιαδήποτε αντίρρηση σε αυτό το δεδομένο είναι πράξη παρανομίας, είναι – αν θέλετε – απόπειρα πραξικοπήματος. (…) Περιμένατε λοιπόν να μείνει ο Στρατός με τα χέρια σταυρωμένα όταν επιχειρείται κατάλυση της νομιμότητας;».


Η δήλωση έχει ηλικία 25 και πλέον ετών αλλά ισχύει και σήμερα. Την έκανε τότε στον απεσταλμένο του βρετανικού «Observer» ο στρατηγός Χάινταρ Σελτίκ, διοικητής της Στρατιάς του Αιγαίου, γραμματέας της Εθνικής Επιτροπής Ασφαλείας, ο «ισχυρός ανήρ» της ομάδας των τούρκων στρατιωτικών που υπό τον στρατηγό Κενάν Εβρέν ανέτρεψαν την κυβέρνηση Ντεμιρέλ στις 12 Σεπτεμβρίου 1980, μόλις πέντε ημέρες μετά την ορκωμοσία της. Για τους τούρκους στρατιωτικούς νομιμότητα ήταν και παραμένει η επικυριαρχία τους στην πολιτική ζωή της χώρας αλλά και στην ιδεολογική κατεύθυνση και παιδεία του τουρκικού λαού, χωρίς να παραμελείται και ο οικονομικός χώρος. Με ελαφρώς βελτιωμένο τρόπο, με την ίδια όμως πάντοτε φιλοσοφία, το διεμήνυσε την περασμένη Δευτέρα ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου στρατηγός Γιασάρ Μπουγιούκανιτ: «Δεν θα διστάσουμε να υπερασπιστούμε εμείς τον εαυτό μας» από όσους επιχειρήσουν να παρέμβουν στον ρόλο των ενόπλων δυνάμεων – εννοώντας σαφώς τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει η Τουρκία έναντι της Ευρωπαϊκής Ενωσης.


Ολη η ιστορία της σύγχρονης Τουρκίας χρωματίζεται από την επιβλητική και καθοριστική παρουσία του Στρατού. Αν σε όλες τις χώρες της Ευρώπης οι πολιτικοί ελέγχουν τον Στρατό, ακόμη και στη σταλινική Σοβιετική Ενωση, στην Τουρκία συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: ο Στρατός ελέγχει τους πολιτικούς και την πολιτική ζωή της χώρας. Ο William Burt-Kellogg στο βιβλίο του «Together But Far Away» (έκδοση Dugwood & Knox, 2003) γράφει ότι του έκανε μεγάλη εντύπωση όταν συζητώντας με πρόσωπα του περιβάλλοντος του πρωθυπουργού κ. Ερντογάν άκουγε «υμνολόγια (για τους στρατιωτικούς) τα οποία αποκλείεται να ακούσεις σε κάποια ευρωπαϊκή χώρα». Ο ίδιος καταλήγει στο ότι το καλύτερο «πιστοποιητικό αξίας» που μπορεί να διαθέτει σήμερα ένας τούρκος πολιτικός, ακόμη και φιλοϊσλαμιστής, είναι να προβάλλει τις σχέσεις του με τον Στρατό.


Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε καταγράψει το φθινόπωρο του 2002 πεντακόσια και πλέον ιδρύματα, σε σύνολο 1.150, που ελέγχονται από τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις και σημείωνε ότι αυτά τα ιδρύματα, μολονότι επηρεάζουν την εκλογή μόνο του ενός τρίτου της Εθνοσυνέλευσης, καθόριζαν ως έναν μεγάλο βαθμό την πολιτική στάση που κρατούν τα δύο τρίτα και πλέον του σώματος. Αλλωστε όλα τα συντάγματα και τα παρασυντάγματα που ίσχυσαν στην Τουρκία από τη δεκαετία του ’20 ως σήμερα καθορίζουν ως «καθήκον» των ενόπλων δυνάμεων την υπεράσπιση της χώρας όχι μόνο από εξωτερικούς εχθρούς αλλά και «από εσωτερική απειλή και κρίσεις». Ομολογουμένως αυτό το καθήκον το εξετέλεσαν πάντοτε στο ακέραιο. Είναι ενδιαφέρον – και μοναδικό για δημοκρατική χώρα – ότι είναι ο Στρατός και όχι η πολιτική ή η πολιτειακή ηγεσία της Τουρκίας που κρίνει ποιος θα είναι ο εξωτερικός εχθρός που απειλεί τη χώρα και από ποιες εσωτερικές κρίσεις αυτή κινδυνεύει.


Ετσι στις 27 Μαΐου 1960 ο στρατηγός Τζελάλ Γκιουρσέλ, κρίνοντας ότι η χώρα «οδηγείται σε χάος» και ότι «κινδυνεύει η υψηλή εθνική παρακαταθήκη του Κεμάλ Ατατούρκ», ανέτρεψε την κυβέρνηση Αντνάν Μεντερές, καθήρεσε τον πρόεδρο Τζελάλ Μπαγιάρ και συνέλαβε όλους τους υπουργούς και τη μισή σχεδόν Εθνοσυνέλευση. Οι κατηγορίες συντάχθηκαν βιαστικά – από διασπάθιση δημοσίου χρήματος και χρηματισμό ως προδοσία της πατρίδας -, σχηματίστηκε ένα στρατοδικείο το οποίο πλουτίστηκε με δύο δικαστές για να έχει δημοκρατική επίφαση και ύστερα από μια παρωδία δίκης καταδικάστηκαν 34 πολιτικοί σε ποινές από 10 χρόνια ως ισόβια, με τρεις θανατικές καταδίκες: του πρωθυπουργού Μεντερές, του υπουργού Εξωτερικών Φατίν Ρουστού Ζορλού και του υπουργού Οικονομικών Χασάν Πολατκάν. Τους κρέμασαν στις 17 Σεπτεμβρίου στο προαύλιο των νησιωτικών φυλακών Ιμπραλί στον Εύξεινο – σήμερα υπάρχει μνημείο στα Αδανα και μαυσωλείο Μεντερές στην Κωνσταντινούπολη και επισήμως αναγνωρίζεται ότι «υπήρξαν θύματα ατυχών συγκυριών». Κατά τραγική σύμπτωση οι Μεντερές και Ζορλού ήταν εκείνοι που με τους Καραμανλή και Αβέρωφ υπέγραψαν τη Συμφωνία της Ζυρίχης για την Κύπρο τον Φεβρουάριο του 1959.


Ούτε δημοκρατική ούτε στοιχειωδώς φιλελεύθερη ήταν η κυβέρνηση Μεντερές που ανατράπηκε από τους στρατιωτικούς. Αντίθετα, ήταν εκείνη που επανέφερε τη λογοκρισία στον Τύπο και καθιέρωσε την απαγόρευση κριτικής σε δημόσια πρόσωπα. Αυτό φυσικά προκάλεσε αντιδράσεις, αιματηρές συγκρούσεις με την αστυνομία αλλά περιορισμένης κλίμακας – στην Κωνσταντινούπολη και στη Σμύρνη μόνο και στα πανεπιστήμια. Την 1η Μαΐου η κυβέρνηση κήρυξε στρατιωτικό νόμο, συνέλαβε και έκλεισε σε στρατόπεδο εκατοντάδες σπουδαστές και εργάτες και ο αρχηγός της Αστυνομίας ανακοίνωσε ότι οι άνδρες του «θα πυροβολούν ακόμη και τη μικρότερη δημόσια συγκέντρωση». Ο αρχηγός των δυνάμεων ξηράς στρατηγός Γκιουρσέλ προειδοποίησε ότι «διαβλέπει κίνδυνο για την ασφάλεια της χώρας», με αποτέλεσμα να προκαλέσει την οργή του Μεντερές, ο οποίος τον «απήλλαξε από τα καθήκοντά του επί μία εβδομάδα». Φυσικά ο στρατηγός δεν υπάκουσε και αντέδρασε συλλαμβάνοντας εκείνος την κυβέρνηση.


Υπάρχει όμως και ένα άλλο στοιχείο που συνέβαλε στο να διαπιστώσει «κίνδυνο» ο Γκιουρσέλ. Ο Μεντερές συγκρότησε μια επιτροπή η οποία επρόκειτο να ελέγξει τα οικονομικά του Στρατού και, το κυριότερο, να αναθεωρήσει κάποια προνόμια που απολάμβαναν οι ένοπλες δυνάμεις. Ο Γκιουρσέλ αρνήθηκε ότι επέβαλε δικτατορία. Οχι, δήλωσε, πρόθεσή του ήταν «να αποκατασταθεί η τάξη και να αναβιώσει η δημοκρατία (…), μια δημοκρατία συγκροτημένη, καθαρή και έντιμη». Ωστόσο το στρατιωτικό καθεστώς παρέμεινε ως τον Οκτώβριο του 1965 και διοικούσε με το Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας και από τα παρασκήνια, πάντοτε όμως μέσω «λαϊκών» κυβερνήσεων. Η οικονομία άρχισε να σημειώνει άνοδο, η τουρκική λίρα σταθεροποιήθηκε αλλά οδηγήθηκαν στις φυλακές 36 δημοσιογράφοι και συγγραφείς επειδή «υπέσκαψαν τον εθνικό πατριωτισμό». Οταν, το 1965, οι στρατιωτικοί επέτρεψαν εκλογές, το νεοσύστατο Κόμμα της Δικαιοσύνης του Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ πλειοψήφησε και σχημάτισε κυβέρνηση με τη ρητή εντολή «να διατηρηθεί η τάξη (…) πάση θυσία». Στον λόγο του στην Εθνοσυνέλευση – η οποία συνήλθε υπό στρατιωτική φρούρηση – ο Ντεμιρέλ εξήγγειλε μια σειρά (ανώδυνα) οικονομικά μέτρα και φρόντισε να δηλώσει ότι οπωσδήποτε «δεν θα διαταραχθούν ποτέ οι σχέσεις κυβέρνησης και Στρατού».


Ο Ντεμιρέλ πράγματι φρόντισε να μη διαταραχθούν αυτές οι σχέσεις. Οταν σκέφθηκε να καταργήσει τα στρατοδικεία, επενέβη ο αρχηγός της Χωροφυλακής και «τον έπεισε» να αλλάξει γνώμη. Και όταν ο υπουργός Οικονομικών πρότεινε την κατάργηση κάποιου «έκτακτου» επιδόματος των στρατιωτικών και των δικαστικών το οποίο είχε μονιμοποιηθεί, ο υπουργός αιφνιδίως υπέβαλε παραίτηση. Αυτά όμως δεν έσωσαν τον Ντεμιρέλ. Καθώς τα οικονομικά μέτρα του προκάλεσαν αλματώδεις αυξήσεις, ως 80%, σε όλα τα πράγματα και η υποτίμηση της τουρκικής λίρας έγινε σύνηθες φαινόμενο, στις καθημερινές διαδηλώσεις των σπουδαστών και των εργατών προστέθηκαν και οι μικροεπιχειρηματίες και οι νοικοκυρές. Ετσι άρχισαν οι φανερές επεμβάσεις του Στρατού. Το 1968 τον προειδοποίησε ότι «δεν θα επιτρέψει να καταστραφεί στους δρόμους η νόμιμη τάξη και η δημοκρατία». Τον Ιούλιο του 1970 ο αρχηγός της Αεροπορίας, στρατηγός Μουχσίν Μπατούρ τον κατηγόρησε ότι το «κοινωνικό και οικονομικό πρόγραμμά» του υπονομεύει την «ουσία του κεμαλικού κράτους» και λίγους μήνες αργότερα ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου στρατηγός Μαχμούντ Ταγκμάτς τον προειδοποίησε ότι ο Στρατός «δεν θα επιτρέψει σε κανέναν να καταστρέψει την εθνική ενότητα και την παρακαταθήκη του Ατατούρκ».


Φήμες κυκλοφορούσαν για επικείμενο «αριστερό πραξικόπημα»(!), η ανάκληση των οικονομικών μέτρων που έσπευσε να κάνει ο Ντεμιρέλ δεν ικανοποίησε τους στρατιωτικούς και στις 12 Μαρτίου 1971 ο Στρατός «αναγκάστηκε» να επέμβει. Αυτό που όξυνε περισσότερο την κατάσταση ήταν η απαγωγή στις 4 Μαρτίου τεσσάρων αμερικανών υπαξιωματικών που υπηρετούσαν στη βάση ραντάρ Κεπεκλί, νοτίως της Αγκυρας, η οποία προκάλεσε αντιδράσεις στην Ουάσιγκτον και στο ΝΑΤΟ. Αλλά ίσως επειδή Πρόεδρος της Δημοκρατίας ήταν στρατιωτικός, ο στρατηγός Σεβντέτ Σουνάι, ίσως επειδή η Τουρκία βρισκόταν τώρα σε μια (τυπική) σχέση με την ΕΕ, αυτή τη φορά οι στρατιωτικοί δεν συνέλαβαν την κυβέρνηση, δεν οργάνωσαν δίκες ούτε προχώρησαν σε εκκαθαρίσεις στα πανεπιστήμια και στη Δικαιοσύνη. Ακόμη και την αποπομπή του Ντεμιρέλ την έκαναν με υπόμνημα-τελεσίγραφο στην πραγματικότητα, το οποίο επέδωσαν στον Σουνάι. Ο οποίος… ευχαρίστησε τους στρατηγούς διότι «έδρασαν υπεύθυνα» και κάλεσε όλους τους Τούρκους «να υποστηρίξουν τη νέα κατάσταση».


Ο Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ επαύθη και δεύτερη φορά από τους στρατιωτικούς στις 12 Σεπτεμβρίου 1980. Και πάλι μόλις είχε κερδίσει τις εκλογές και έγινε πρωθυπουργός. Αυτή τη φορά ήταν ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου στρατηγός Κενάν Εβρέν που έκρινε ότι «η χώρα αντιμετωπίζει την απειλή του χάους» επειδή «κάποιοι (πολιτικοί) θέλουν να αγνοήσουν την κεμαλική κληρονομιά μας». Ηταν σκληρή η δικτατορία Εβρέν και δεν το έκρυψε ο ίδιος. Στο πρώτο διάγγελμά του τόνισε ότι «ήταν καθήκον του Στρατού να εξαλείψει την πολιτική αναρχία» και το πρόγραμμα που εξήγγειλε μιλούσε για έννομη τάξη, σιδηρά πειθαρχία, εθνική ενότητα και για «κοσμικό κράτος στηριζόμενο στην κοινωνική δικαιοσύνη και τα ανθρώπινα δικαιώματα τα οποία θα υπερασπίσουν οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις». Οταν στις 6 Νοεμβρίου 1983 το καθεστώς καταργήθηκε και σχηματίστηκε κυβέρνηση υπό τον Τουργκούτ Οζάλ, πάντοτε υπό την άμεση εποπτεία του Στρατού, η Διεθνής Αμνηστία διαπίστωσε ότι στα τρία χρόνια της δικτατορίας Εβρέν 2.604 άτομα «εξαφανίστηκαν» μετά τη σύλληψή τους από τη στρατιωτική αστυνομία και τη χωροφυλακή, 14.808 έμειναν στη φυλακή για έναν τουλάχιστον χρόνο χωρίς να δικαστούν ποτέ και ότι 8.603 άτομα – 2.641 γυναίκες – βρίσκονταν στις φυλακές εκτίοντας ποινές από 10 χρόνια ως ισόβια επειδή κρίθηκαν από στρατοδικεία ως «επαναστάτες».


Η δικτατορία Εβρέν είχε όσο καμία προηγούμενη την πλήρη υποστήριξη των Αμερικανών και του ΝΑΤΟ. Ο εκπρόσωπος της Συμμαχίας χαρακτήρισε την επέμβαση του Στρατού «θετική ενέργεια», το Στέιτ Ντιπάρτμεντ δήλωσε ότι επρόκειτο για «εσωτερική υπόθεση» της Τουρκίας και την επομένη της ανατροπής του Ντεμιρέλ έσπευσε στην Αγκυρα ο διοικητής της Νότιας Πτέρυγας του ΝΑΤΟ αμερικανός ναύαρχος Γουίλιαμ Σαρπ, υπογραμμίζοντας έτσι την υποστήριξη και του αμερικανικού παράγοντα. Διαφορετική αλλά όχι πάντως επικριτική ήταν η αντίδραση στις Βρυξέλλες. Οι εκπρόσωποι της τότε κοινής αγοράς δήλωσαν ότι θα τηρήσουν «στάση αναμονής» επειδή «με την Αγκυρα (η ΚΑ) συνδέεται με ταυτότητα συμφερόντων, φιλία και ιστορία».


«Τον είχε συμπαθήσει και ο Καραμανλής»


Ο Ευάγγελος Αβέρωφ για τον Ζορλού και τον Μεντερές


Τον είχα συναντήσει στο Λονδίνο ή σε κάποια συνεδρίαση του ΝΑΤΟ όταν ακόμη αυτό ήταν στο Παρίσι, δεν θυμάμαι σε ποια περίπτωση, είχα όμως στο μυαλό μου έναν άλλον άνθρωπο. Κάπως πιο στυλιζαρισμένο, μάλλον κατηφή και οπωσδήποτε καλοντυμένο. Οταν λοιπόν συναντηθήκαμε στο λόμπι του ξενοδοχείου στη Ζυρίχη και τον είδα να κατευθύνεται προς το μέρος μου, χαμογελαστός και με το χέρι απλωμένο να με χαιρετήσει, σάστισα για μια στιγμή και χρειάστηκε να αυτοσυγκεντρωθώ για να αναγνωρίσω τον Φατίν Ρουστού (Ζορλού). Το ωραίο είναι ότι αργότερα, μετά τη σύσκεψη με τον Μακάριο και τον Ρωσίδη, όταν πήγαμε για καφέ και για τσιγάρο και καθήσαμε κοντά κοντά, μου εκμυστηρεύθηκε ότι κι εκείνος με θυμόταν αλλά κάπως διαφορετικό. Γελάσαμε. Ηταν γερό μυαλό, είχε ανεξαρτησία σκέψης αλλά δεν δεχόταν καμιά συζήτηση για τον Μακάριο. Λυπήθηκα πολύ για το τραγικό τέλος του. Στην κρεμάλα ένας σοβαρός διπλωμάτης, πολιτικός με μέλλον. Τι κρίμα! Τον είχε συμπαθήσει και ο Καραμανλής. Και ξέρεις ε, ήταν σφιχτοχέρης στις συμπάθειες ο Καραμανλής. Ο Ζορλού ήταν ο αντίποδας του Μεντερές. Σε όλα, από τον τρόπο που μιλούσε – είχε μια φωνή που άλλοτε στρίγκλιζε και άλλοτε έβγαινε ψιθυριστά – και από το πώς έβγαζε το μαντίλι από την τσέπη του ή όταν έκανε μιαν άνοστη υπόκλιση εμπρός σε όποια κυρία έβλεπε να περνά δίπλα του. Κι αυτός βρήκε τόσο τραγικό τέλος.


Ετσι σκιαγράφησε στον γράφοντα τον Ζορλού ο Ευάγγελος Αβέρωφ, χρόνια πολλά μετά την εκτέλεσή του. Ελεγε ακόμη ότι πίστευε πως με τον Φατίν Ρουστού θα μπορούσαμε να κάνουμε δουλειά μόνο για το Κυπριακό αλλά και για όλο το φάσμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Αλλωστε ο Αβέρωφ διατήρησε μια προσωπική αλληλογραφία επί ένα διάστημα μαζί του. Αντίθετα, ο Αντνάν Μεντερές «δεν του πήγαινε» και μόνο η έμφυτη ευγένειά του δεν του επέτρεπε να κάνει απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς για τον τούρκο πρωθυπουργό.


…και ο Χάρολντ Μακμίλαν


Είναι σχεδόν συνήθεια των βρετανών ηγετών να χαρακτηρίζουν και να εκτιμούν τους ξένους ομολόγους τους και ο βρετανός πρωθυπουργός Χάρολντ Μακμίλαν δεν αγνόησε την παράδοση. Στα Απομνημονεύματά του ασχολείται με τον Αντνάν Μεντερές, τον οποίο θεωρεί «τυχερό» άνθρωπο – διότι σώθηκε σε σοβαρό αεροπορικό δυστύχημα – αλλά και «άτυχο» επειδή «είχε τέλος το οποίο συγκίνησε όσους έτυχε να τον γνωρίζουν». Ο Μακμίλαν, ο οποίος δρομολόγησε την ελληνο-κυπριο-τουρκική συνάντηση του Λονδίνου, το 1959, και «παρακολούθησε», όπως γράφει, τα δρώμενα της Ζυρίχης, διακρίνει «ευθυκρισία και σταθερότητα» στον τούρκο πρωθυπουργό, τον θεωρεί «εθνικιστή με σχετική ανεξαρτησία πνεύματος» αλλά δεν κρύβει την απογοήτευσή του επειδή «δεν κατέθεσε καμιά ουσιαστική πρόταση (…) αφήνοντας προφανώς την πρωτοβουλία στον υπουργό του των Εξωτερικών» (Ζορλού).


«Η Τουρκική μεταπολίτευσις θα έχη επιπτώσεις»




Σε κύριο άρθρο «Το Βήμα» της 29ης Μαΐου 1960 γράφει για τη σημασία που έχει για την Ελλάδα η αποπομπή του Μεντερές και η επιβολή στρατιωτικής δικτατορίας στην Τουρκία:


«Σπανίως εξωτερικόν γεγονός επροκάλεσεν εις τον Ελληνικόν Λαόν τόσον ενδιαφέρον όσον η ανατροπή του καθεστώτος του Μεντερές εις την Τουρκίαν. Η εξήγησις είναι διπλή. Πρώτον, διότι το άδοξον τέλος του κ. Μεντερές επιβεβαίωσε την πίστιν των Ελλήνων ότι έξω της δημοκρατίας και της ελευθερίας δεν υπάρχει πολιτειακόν σύστημα το οποίον να εξασφαλίζη κυβερνητικήν σταθερότητα και ΑΣΤΑΣΙΑΣΤΟΝ ΔΙΑΔΟΧΗΝ εις μίαν χώραν. Και δεύτερον, διότι με την μεγάλην του πολιτικήν εμπειρίαν ο Ελληνικός Λαός διαισθάνεται ότι η Τουρκική μεταπολίτευσις θα έχη πιθανότατα επιπτώσεις εις τας Ελληνοτουρκικάς σχέσεις».


Η εφημερίδα σημειώνει ότι οι επιπτώσεις αυτές θα επικεντρωθούν, πρώτον, στις εξελίξεις του Κυπριακού και, δεύτερον, εις «το θέμα της Ελληνικής μειονότητος της Κωνσταντινουπόλεως και του Πατριαρχείου. (…) Ποιαν πολιτικήν θα ακολουθήσουν οι διάδοχοι του κ. Μεντερές απέναντι των ομογενών; Θα συμβάλουν εις την ενίσχυσιν και την εμπέδωσιν του αισθήματος ασφαλείας των Ελλήνων ή μήπως θα αρχίσουν να δημιουργούν πράγματα εις την ομογένειαν, έστω και διά ΣΥΓΚΕΚΑΛΥΜΜΕΝΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΩΝ του τύπου των φορολογικών μέτρων, του «βαρλίκ»; Η απάντησις είναι πρόωρος, αλλ’ η Ελλάς οφείλει με την ηθικήν της παράστασιν να στέκεται παρά το πλευρόν των ομογενών (…) Δι’ όλους αυτούς τους λόγους και μέχρις ότου διευκρινίσθη πληρέστερα η κατάστασις της Τουρκίας επιβάλλεται από Ελληνικής πλευράς ΠΕΡΙΣΚΕΨΙΣ ΚΑΙ ΕΠΙΦΥΛΑΚΤΙΚΟΤΗΣ εν αναμονή της εξελίξεως των γεγονότων».


Οι συνέπειες για την Ελλάδα


Ιδιαίτερα επιθετική έναντι της Ελλάδας είναι η τουρκική πολιτική στη διάρκεια των τριών στρατιωτικών κυβερνήσεων της περιόδου 1960-1985, μολονότι κατά βάσιν δεν άλλαξε η στρατηγική της, και τούτο επειδή αυτή η στρατηγική διαμορφώνεται, καθορίζεται και εν πολλοίς εκτελείται από το στρατιωτικό κατεστημένο της Τουρκίας, είτε αυτό είναι κυβέρνηση είτε «εποπτεύει» μέσω του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας. Η Αγκυρα επωφελήθηκε από την παγκόσμια απομόνωση της Ελλάδας στη διάρκεια της χούντας για να προωθήσει σχέδια και να κοινολογήσει διεθνώς «θέσεις» – στην ουσία διεκδικήσεις – τις οποίες ήδη προέβαλλε από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 και συνέχισε να προωθεί και επί πολιτικών κυβερνήσεων. Ωστόσο έκθεση της αμερικανικής πρεσβείας στην Αθήνα τον Μάρτιο του 1972 – δηλαδή όταν και στις δύο χώρες κυβερνούσαν στρατιωτικοί – εθελοτυφλεί και περιορίζεται να σημειώσει, μεταξύ άλλων, ότι «δεν υπήρξε από ελληνικής ούτε από τουρκικής πλευράς διάθεση για ανάληψη νέων πρωτοβουλιών (…) Δεν αναφέρθηκαν αξιόλογης σημασίας επεισόδια, πέραν των συνηθισμένων αλληλοαιτιάσεων για παραβιάσεις θαλασσίων συνόρων από μικρά ιδιωτικά αλιευτικά σκάφη». Η έκθεση αναγνωρίζει πάντως ότι υπήρχε μόνιμη αντιπαράθεση για το ζήτημα της Κύπρου μεταξύ των στρατιωτικών και διπλωματικών αντιπροσώπων των δύο χωρών στα συμβούλια του ΝΑΤΟ. Επιγραμματικά, η πολιτική των τριών στρατιωτικών δικτατοριών της Αγκυρας έναντι της Αθήνας εκφράζεται με τις παρακάτω ενέργειές τους.


Το 1964 με αφορμή τα αιματηρά γεγονότα της Κύπρου η Τουρκία απελαύνει περί τις 30.000 έλληνες υπηκόους, παίρνει μέτρα εναντίον των ελληνικής καταγωγής τούρκων υπηκόων, επιβάλλει ασφυκτικό πολιτικό και οικονομικό κλοιό στο Πατριαρχείο, αφαιρεί το δικαίωμα λειτουργίας του πατριαρχικού τυπογραφείου – δικαίωμα που είχε παραχωρήσει ο σουλτάνος τον 19ο αιώνα – και κλείνει τα μειονοτικά σχολεία στην Τένεδο και στην Ιμβρο. Διαβήματα της Αθήνας, η οποία επικαλείται διεθνείς και διμερείς συνθήκες και συμβάσεις, είτε μένουν αναπάντητα είτε αντικρούονται με τον ισχυρισμό ότι τα μέτρα λαμβάνονται για την «κατοχύρωση της εθνικής ασφαλείας» και, κατά την εκτίμηση των τούρκων στρατιωτικών, είναι «εντός των πλαισίων ασφαλείας που υπαγορεύουν οι υποχρεώσεις της Τουρκίας έναντι της Ατλαντικής Συμμαχίας».


Σοβαρότερες είναι οι τουρκικές ενέργειες της δεύτερης στρατιωτικής δικτατορίας εναντίον της Ελλάδας. Το 1973-1974 η Τουρκία επιχειρεί να ανατρέψει το νομικό καθεστώς του Αιγαίου, γεγονός το οποίο, σε συνδυασμό με τη στρατιωτική εισβολή και κατάληψη της Βόρειας Κύπρου τον Ιούλιο – Αύγουστο 1974, αναγνωρίζεται και διεθνώς (αποφάσεις ΟΗΕ και Συμβουλίου της Ευρώπης) ως πλήγμα κατά των ελληνικών συμφερόντων στην Ανατολική Μεσόγειο. Στη διάρκεια της τρίτης δικτατορίας (1980-1983, κυβέρνηση στρατηγού Κενάν Εβρέν) η επιθετικότητα των τούρκων στρατιωτικών παίρνει ιδιαίτερες διαστάσεις, με αποκορύφωμα την ανακήρυξη της κατεχόμενης Βόρειας Κύπρου ως «ανεξάρτητου» τουρκοκυπριακού «κράτους» και την αναγνώρισή του από την Αγκυρα, γεγονός το οποίο σχεδόν όλοι οι διεθνείς οργανισμοί ερμηνεύουν ως «προσπάθεια να καταλυθεί η Κυπριακή Δημοκρατία».