Περί τα 800 εκατ. ευρώ τον χρόνο εκτιμά η ΓΣΕΕ ότι έχει χαρίσει το κράτος στην Εκκλησία με το φορολογικό νομοσχέδιο του 2004. Η εκτίμηση αυτή στηρίζεται σε μελέτη που έχει κάνει το Ινστιτούτο Εργασίας της Γενικής Συνομοσπονδίας. Κατόπιν αυτού, ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ κ. Ι. Παναγόπουλος έχει προβεί σε διάβημα τόσο προς τον πρωθυπουργό κ. Κ. Καραμανλή όσο και προς τον πρόεδρο του ΠαΣοΚ κ. Γ. Παπανδρέου ζητώντας τα χρήματα αυτά υπέρ του ΙΚΑ και της κοινωνικής ασφάλισης. Σύμφωνα με τη ΓΣΕΕ, το ΙΚΑ χρειάζεται, πέραν των άλλων πόρων από τον προϋπολογισμό και τις εισφορές, περίπου 2 δισ. ευρώ τον χρόνο, από το 2005 έως το 2025, για να είναι σε θέση να καλύψει τις μελλοντικές ανάγκες των ασφαλισμένων· και με το υπάρχον φορολογικό σύστημα οι πηγές εξεύρεσης αυτού του ποσού είναι περιορισμένες. Ο Πρωθυπουργός και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης εξεπλάγησαν από το ποσό που άκουσαν -ορισμένοι συνεργάτες τους αμφισβήτησαν την ακρίβεια των εκτιμήσεων της ΓΣΕΕ. Στο υπουργείο Οικονομικών, όμως, το οποίο δεν είχε προχωρήσει σε αναλογιστική μελέτη πριν από τη ρύθμιση, δεν είναι καθόλου βέβαιοι ότι πρόκειται περί λάθους και ότι η εκτίμηση αυτή απέχει από την πραγματικότητα.


Το αίτημα για απαλλαγή της Εκκλησίας από τη φορολογία ετέθη για πρώτη φορά το 2003 στην κυβέρνηση Σημίτη από τον γενικό διευθυντή των Οικονομικών Υπηρεσιών της Εκκλησίας κ. Κ. Πυλαρινό. Το αποτέλεσμα ήταν ότι στον προϋπολογισμό του 2004 καταργήθηκε η φορολόγηση του 35% που κατέβαλλαν οι ενοριακοί ναοί από τα έσοδα των παγκαριών. Για τα έσοδα αυτά δεν υπήρχε ένας αντικειμενικός μηχανισμός ελέγχου και λαμβανόταν υπόψη το ποσό που δήλωνε ο κάθε ναός. Το 2004, με κυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας, μειώθηκε ο φόρος ακίνητης περιουσίας που όφειλε να καταβάλλει η Εκκλησία από 10% σε 5% (η απόφαση ισχύει από 1.1.2005), ενώ κάθε χρόνο προβλέπεται περαιτέρω σταδιακή μείωσή του. Σύμφωνα με την Οικονομική Υπηρεσία της Εκκλησίας, μόνο από τα έσοδα που προέρχονται από μισθώματα ακινήτων καταβάλλονται φόροι ύψους 3 εκατ. ευρώ ετησίως. Αν και η ΓΣΕΕ επιμένει στην ορθότητα των υπολογισμών της, καθώς οι ερευνητές του Ινστιτούτου Εργασίας έκαναν φύλλο και φτερό τον κρατικό προϋπολογισμό προκειμένου να ανακαλύψουν πιθανές πηγές χρηματοδότησης για το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, η κυβέρνηση και το ΠαΣοΚ μάλλον δείχνουν απρόθυμοι να τείνουν ευήκοον ους σε προτάσεις που θα τους φέρουν απέναντι στην Εκκλησία, ειδικά σε αυτή την πολιτικά προβληματική περίοδο. Ωστόσο, σύμφωνα με τον κ. Σ. Ρομπόλη, επιστημονικό διευθυντή του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, η κατάσταση του προϋπολογισμού είναι τέτοια που όχι μόνο δεν επιτρέπει την άντληση κεφαλαίων για την κοινωνική ασφάλιση από τον περιορισμό, π.χ., των αμυντικών δαπανών, αλλά δεν παρέχει ούτε τη δυνατότητα επιβολής ενός φόρου υπέρ των Ταμείων, όπως γίνεται στη Γαλλία, με δεδομένο ότι τα τελευταία δυόμισι χρόνια η κυβέρνηση έχει επιβάλει 13 νέους φόρους. Τα έσοδα της Εκκλησίας, προς το παρόν, φαίνεται να αποτελούν μια καλή -αν και όχι τη μοναδική -λύση. Η ΓΣΕΕ υπολογίζει ότι για την κοινωνική ασφάλιση απαιτείται η δημιουργία ενός «κουμπαρά» στον οποίο θα πρέπει να τοποθετούνται, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το ΙΚΑ, από το 2005 έως το 2025, εκτός από την κρατική χρηματοδότηση που αντιστοιχεί στο 1% του ΑΕΠ και τις εισφορές εργαζομένων και εργοδοτών, επιπλέον 2 δισ. ευρώ τον χρόνο. Διαφορετικά το Ταμείο δεν θα είναι σε θέση να καλύψει τις μελλοντικές υποχρεώσεις του. Αν υπολογιστούν τα ελλείμματα και των υπόλοιπων ασφαλιστικών ταμείων, το ποσό αυτό εκτινάσσεται στα 3-4 δισ. ευρώ. Αναζητώντας τον μίτο του Ασφαλιστικού και στην πολιτική των φοροαπαλλαγών το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ έψαξε και το φορολογικό καθεστώς της Εκκλησίας, όπου αναλογιστική μελέτη έδειξε ότι η φοροαπαλλαγή φθάνει στα 800 εκατ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί περίπου στο 50% της χρηματοδότησης που χρειάζεται να λαμβάνει το ΙΚΑ κάθε χρόνο έως το 2025.


Οι ερευνητές του ΙΝΕ στην προσπάθειά τους να ανακαλύψουν πιθανές πηγές χρηματοδότησης του ασφαλιστικού συστήματος εστράφησαν πρώτα στις αμυντικές δαπάνες, αλλά οι μειώσεις που έχουν γίνει σε αυτές περιορίζουν πολύ τη δυνατότητα άντλησης πόρων. Στη συνέχεια «ξεσκόνισαν» τις φορολογικές δηλώσεις, όπου δοκίμασαν μεγάλη έκπληξη. Σε 5,5 εκατομμύρια δηλώσεις μόνο 80.000 Ελληνες κάθε χρόνο δηλώνουν εισοδήματα πάνω από 50.000 ευρώ. Με την παραοικονομία να αποτελεί το 35%-40% του ΑΕΠ και το παραγόμενο προϊόν της να βρίσκεται εκτός φορολογικού συστήματος, το βάρος ενός ακόμη φόρου θα έπεφτε πάλι στις πλάτες των μισθωτών και των συνταξιούχων. Οπως δείχνουν τα στοιχεία της ετήσιας έκθεσης του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ για το 2006, οι μισθωτοί (οικονομικό έτος 2005) παρουσίασαν αύξηση στο δηλωθέν εισόδημα κατά 7,1% και στους φόρους κατά 22,03%. Οι συνταξιούχοι παρουσίασαν αύξηση στο δηλωθέν εισόδημα κατά 7,3% και στους φόρους κατά 29,3%. Αντίθετα ο μέσος όρος για τους ελεύθερους επαγγελματίες, εμπόρους και βιοτέχνες ήταν 10,4% σε ό,τι αφορά την αύξηση των εισοδημάτων τους και 5% σε ό,τι αφορά τη φορολογία. Δηλαδή, από το σύνολο των φόρων που εισπράττει ο κρατικός προϋπολογισμός το 44,5% καταβλήθηκε από μισθωτούς και συνταξιούχους και το 42,1% από νομικά πρόσωπα (επιχειρήσεις). Η ανισοκατανομή του εισοδήματος, η μείωση του ρυθμού μεγέθυνσης του ΑΕΠ, η μείωση των πραγματικών εισοδημάτων που οδηγεί σε μείωση της ζήτησης και ο πληθωρισμός συνιστούν ένα ζοφερό σκηνικό για την οικονομία και περιορίζουν τις λύσεις για τη χρηματοδότηση της κοινωνικής πολιτικής.


«ΒΡΑΔΥΦΛΕΓΗΣ ΒΟΜΒΑ» ΤΟ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ Η Συνομοσπονδία αντιδρά στη «συνταγή» του ΔΝΤ




Ο επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ κ. Σ. Ρομπόλης προβλέπει ότι αν δεν συμφωνηθεί ένα κοινωνικά αποτελεσματικό και όχι απλώς οικονομικά βιώσιμο σύστημα, «η επόμενη κοινωνική σύγκρουση θα γίνει για το Ασφαλιστικό και θα είναι πιο σφοδρή από αυτή του 2001». Η ΓΣΕΕ έχει εκφράσει την αντίθεσή της στις προτάσεις που περιλαμβάνονται στην έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (έτος 2005) για το ελληνικό δημόσιο συνταξιοδοτικό σύστημα. Η έκθεση θεωρεί πολύ υψηλό το κόστος των συντάξεων στην Ελλάδα, το ασφαλιστικό σύστημα σχετικά γενναιόδωρο και προτείνει, μεταξύ άλλων, τη μείωση του δείκτη αναπλήρωσης από 70% σε 40% των συντάξιμων αποδοχών για όλους τους ασφαλισμένους. Αν υιοθετηθούν τέτοιες λύσεις μείωσης των συντάξεων ώστε να περιοριστούν οι αντίστοιχες υποχρεώσεις του κρατικού προϋπολογισμού, το ΔΝΤ προβλέπει όφελος ίσο με 3,5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, ενώ η ΓΣΕΕ μιλάει για «ουσιαστική κατάργηση της κοινωνικής ασφάλισης» και «πραγματική απαξίωση των ασφαλισμένων και των συνταξιούχων», αφού η παροχή της δημόσιας σύνταξης θα καλύπτει το επίπεδο διαβίωσης στα όρια της φτώχειας. Λύσεις για τη χρηματοδότηση της κοινωνικής πολιτικής υπάρχουν, λένε οι συνδικαλιστές, αρκεί στο επόμενο φορολογικό νομοσχέδιο να γίνει μια ειλικρινής προσπάθεια αποκατάστασης των ανισοτήτων του φορολογικού συστήματος, καταπολέμησης της φοροδιαφυγής και να δοθεί άλλη κατεύθυνση δημοσιονομικής πολιτικής.