Κάθε χρόνο, καλοκαίρι το καλοκαίρι, οι πυρκαϊές σε όλη την Ελλάδα κατακαίουν, ξανά και ξανά, χιλιάδες στρέμματα δασικής γης. Εφέτος η χερσόνησος της Κασσάνδρας θρηνεί το δάσος της, όπως το 1976, το 1981, το 1995 σε φωτιές που κατέκαψαν πάνω από 60.000 στρέμματα. Κατά τα τελευταία τριάντα χρόνια, στα αποκαΐδια, η αριθμητική για την απώλεια των δασών ταρακουνά πάντοτε τους αρμοδίους εκ των υστέρων. Και τα μπαλώματα, τα αποσπασματικά μέτρα, δίνουν και παίρνουν, αφήνοντας διάπλατα τα νομοθετικά «παράθυρα», που φουντώνουν τον κίνδυνο δασικών πυρκαϊών, και χωρίς ποτέ η εμπειρία του παρελθόντος να γίνεται μάθημα για το μέλλον.


H ανεπάρκεια στην πρόληψη των δασικών πυρκαϊών και οι αδυναμίες στη διαχείριση της έγκαιρης καταστολής τους αναδεικνύονται κεντρικά ζητήματα κριτικής ακόμη και σήμερα – το ίδιο όπως παλιά. Το 1998, με περισσότερα από 1.000 πυροσβεστικά και 15 ειδικά πυροσβεστικά αεροπλάνα – όταν προηγουμένως υπήρχαν ελάχιστα μέσα -, καταγράφηκε ετήσια απώλεια μεγαλύτερη από 1.000.000 στρέμματα, φθάνοντας το «καμένο» ρεκόρ της χρονιάς του 1988. Δύο χρόνια αργότερα, το 2000 καταγράφηκε ως η χειρότερη χρονιά δασικών πυρκαϊών στην τελευταία εικοσαετία, όταν εκδηλώθηκαν πυρκαϊές που κατέκαυσαν 691.474 στρέμματα δάσους και άλλα τόσα λοιπών δασικών εκτάσεων. «Το Βήμα» ανέσυρε και παρουσιάζει οκτώ από τις σημαντικότερες πυρκαϊές που σημάδεψαν τον τόπο στο πέρασμά τους – αλλού με μεγάλο αριθμό καμένων στρεμμάτων και αλλού με μεγάλο πόνο χαμένων ζωών.


H εμπειρία όλων αυτών των ετών τι μπορεί να φέρει ως γνώση; Οπως λέει μιλώντας στο «Βήμα» ο δρ Γαβριήλ Ξανθόπουλος, ερευνητής δασολόγος – ειδικός στις δασικές πυρκαϊές, είναι λανθασμένο να αντιμετωπίζουμε τις φωτιές μονοδιάστατα, δηλαδή μόνο με καταστολή. Και στην καταστολή όμως το ζητούμενο είναι να υπάρχει η βέλτιστη αξιοποίηση των πυροσβεστικών μέσων και όχι μόνο ποσοστική συσσώρευση, λέει ο κ. Ξανθόπουλος, παρατηρώντας ότι «έχει κάνει προόδους το Πυροσβεστικό Σώμα, αλλά αχίλλειος πτέρνα του είναι η μεγάλη στήριξη στην αεροπυρόσβεση». Με δεδομένο ότι στο μεσογειακό περιβάλλον η φωτιά έχει τον ρόλο της, θεωρεί πως είναι απαραίτητη η επισταμένη διαχείριση του δάσους, «που σημαίνει χρηματοδότηση και ισχυρή δασική υπηρεσία προσανατολισμένη σε αυτόν τον σκοπό (δασοκομικοί χειρισμοί, προληπτικά μέτρα αντιπυρικής προστασίας, αειφόρος διαχείριση του δάσους)». Σημειώνει ως σημαντικό το πρόβλημα της μείξης οικισμού – δάσους και θεωρεί ότι είναι απαραίτητος ο πολεοδομικός σχεδιασμός και απαραίτητη η κατάρτιση κτηματολογίου, δασολογίου – δασικών χαρτών. Τέλος, τονίζει τη σημασία της συνεργασίας όλων των φορέων στο θέμα της πρόληψης, με συντονισμό της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας, αξιοποιώντας τις γνώσεις των ειδικών.


Επίσης να αναφέρουμε κάτι που επισήμανε μιλώντας στο «Βήμα» ο δασολόγος κ. Αντώνης Ραλλάτος: «Πρέπει κάποια στιγμή να πάψει να διαμορφώνεται κλίμα κοινωνικής συνενοχής, με τα παράθυρα του θεσμικού πλαισίου να οδηγούν σε οικοπεδοποίηση – στο στόχαστρο το 50% των δημόσιων εκτάσεων που δεν είναι καταγεγραμμένο ως δημόσια περιουσία και διεκδικείται»


Βόρεια Εύβοια, 1977





«Μπαίνουν στη θάλασσα για να σωθούν»
έγραφαν «Τα Νέα» της 24ης Αυγούστου του 1977 περιγράφοντας τη φωτιά που είχε ξεσπάσει προ τριημέρου στη Βορειοκεντρική Εύβοια και διήρκησε 13 ημέρες! Πρόκειται ίσως για τη μεγαλύτερη δασική πυρκαϊά στην Ελλάδα, καθώς κατέκαψε συνολικά 150.000 στρέμματα (99.740 στρέμματα δάσους και 50.000 στρέμματα αγροτικών εκτάσεων). Οι πρώτες εστίες υπήρξαν στην περιοχή Σκεπαστή – Αμέλαντες με μέτωπο προς την Κερασιά, ενώ άλλη φωτιά εντοπίστηκε στην περιοχή Φαράκλας. Κινδύνευσε η Λίμνη και η πυρκαϊά έφθασε ως το Αγριοβότανο. Ανθρωποι τραυματίστηκαν στο Αχλάδι, πολλοί κάτοικοι στις παράκτιες περιοχές μπήκαν στη θάλασσα για να σωθούν από τις φλόγες, ενώ άλλοι «περίμεναν στην προκυμαία τα πλοία που θα τους έπαιρναν μακριά από τον φλεγόμενο τόπο». Στις πυρκαϊές αυτές έχασε τη ζωή του ένας δασικός από την κακουχία, κατά τη διάρκεια της πολυήμερης προσπάθειας για την κατάσβεση.


Κοκκιναράς Κηφισιάς, 1981



H Αθήνα στις 4 Αυγούστου του 1981 (ημέρα Τρίτη) έζησε στιγμές εφιαλτικές, με ένα πελώριο μαύρο σύννεφο να απλώνεται πάνω από την Κηφισιά και το Μαρούσι προς την πόλη. H φωτιά ξεκίνησε από την περιοχή της Πολιτείας (Κηφισιά) – κατά μαρτυρία από κολόνες της ΔΕΗ -, ενώ έπνεαν πολύ ισχυροί άνεμοι με κατεύθυνση από βορειοδυτικά προς νοτιοανατολικά. Το μέτωπο κινήθηκε μέσα από το πυκνό δάσος του Κοκκιναρά, κράτησε περίπου μία ημέρα και σταμάτησε στα όρια του σχεδίου πόλεως Κηφισιάς, Μελισσίων και Νέας Πεντέλης. Βασική αιτία ανάσχεσης του μετώπου ήταν τα λατομεία της Πεντέλης, στην κορυφογραμμή της Πεντέλης (περιοχή Αγίου Παντελεήμονα). Από τα 16.500 στρέμματα που κάηκαν τα 11.000 ήταν χαλεπείου πεύκης. H φωτιά πέρασε το Μαρούσι και έφθασε ως το Κτήμα Συγγρού. Ηταν η ημέρα που η Αττική κηρύχθηκε σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, οι φωτιές άναβαν η μία μετά την άλλη δημιουργώντας ένα πύρινο στεφάνι από το Μπογιάτι (Κρυονέρι) ως τον Διόνυσο και από την Εκάλη ως την Ερυθραία. Δύο άτομα πέθαναν από καρδιακή προσβολή, 30 τραυματίστηκαν, 3.000 παιδιά που νοσηλεύονταν στο ΠΙΚΠΑ Πεντέλης ή βρίσκονταν σε κατασκηνώσεις κινδύνευσαν, δεκάδες σπίτια τυλίχθηκαν στις φλόγες. Ο τότε πρωθυπουργός κ. Γ. Ράλλης σε τηλεοπτική δήλωσή του ανέφερε ότι «κανένας δεν μπορεί να πει αυτή τη στιγμή αν αυτό οφείλεται σε εγκληματική ενέργεια ή σε ανάφλεξη τυχαία». «Εμπρηστικοί μηχανισμοί ή κουκουνάρες;» ήταν το ερώτημα…


Ικαρία, 1993



H πυρκαϊά που κατέκαψε περισσότερα από 20.000 στρέμματα γης στο νησί του Ικάρου έχει εγγραφεί ως μία από τις μεγαλύτερες τραγωδίες στην ιστορία του νησιού αλλά και στη μνήμη της υπόλοιπης Ελλάδας. Ξεκίνησε από τον Αγιο Κήρυκο και σε αυτήν έχασαν τη ζωή τους 12 άτομα. Ελάχιστα τα μέσα πυρόσβεσης τότε – ένα ή δύο πυροσβεστικά οχήματα διέθετε το νησί. Τρεις νέοι του νησιού που χάθηκαν βοηθώντας εγκλωβισμένους, οι Δημήτρης Τσαγανός, Ηλίας Φυσείδας και Γεώργιος Κήρυκος, τιμήθηκαν για την αυτοθυσία τους από την Ακαδημία Αθηνών. Ενα μνημείο που ανήγειρε στο νησί ο Πανικάριος Σύλλογος Πυροπροστασίας «Τα Χελιδόνια του Αθέρα» θυμίζει τη μεγάλη τραγωδία του 1993.


Πεντέλη, 1995



Οπως σημειώνει ο δασολόγος κ. Ηλίας Αποστολίδης, η φωτιά ξεκίνησε από ένα χωράφι κοντά στον Αγιο Πέτρο, από όπου διέρχεται γραμμή υψηλής τάσης της ΔΕΗ, δίπλα στον δρόμο προς τη Νέα Μάκρη, στις 7 το πρωί, ενώ έπνεαν πάρα πολύ ισχυροί βόρειοι άνεμοι. Κινήθηκε πολύ γρήγορα νότια και την πρώτη ημέρα έφθασε ως την κατοικημένη περιοχή (Πικέρμι, Παλλήνη, Ντράφι, Ανθούσα, Πεντέλη). Οι δυνάμεις πυρόσβεσης κινήθηκαν προς τους οικισμούς. Κάηκε το δάσος της Ραπεντώσας από τον Αγιο Πέτρο ως το Γερμανικό Νεκροταφείο. Ξεκίνησε στις 21 Ιουλίου και έκαιγε ως τις 23 Ιουλίου 1995. Κατέκαυσε 95.000 στρέμματα.


Ταΰγετος, 1998



Ενα από τα πιο πλούσια σε βιοποικιλότητα και όμορφα δασικά οικοσυστήματα της Ελλάδας επλήγη από μεγάλη πυρκαϊά. Ο Μεσσηνιακός Ταΰγετος καιγόταν επί 23 ημέρες – η φωτιά είχε ξεκινήσει στις 27 Ιουλίου 1998. Στάχτη έγιναν περισσότερα από 22.000 στρέμματα δασικής γης. Εκείνο το καλοκαίρι, με το ξεκίνημα της αντιπυρικής περιόδου, οι φωτιές τύλιξαν την Ελλάδα – Αυλώνας, Σαλαμίνα, Εύβοια, από Χαλκίδα ως Ερέτρια, και αλλού.


Πεντέλη, 1998



Ξεκίνησε στις 8 η ώρα, βράδυ Αυγούστου, από το Κουκουνάρι, μια θέση βορειοδυτικά της Σταμάτας, πάνω στον Αφορεσμό, περιγράφει ο κ. Αποστολίδης. Αρχικά έκαιγε τοπικά μέσα σε δασική έκταση από πεύκα, όλο το βράδυ, χωρίς να κάνει κανένας τίποτε. «Το πρωί ήρθαν πυροσβεστικά αεροπλάνα αλλά, επειδή υπήρχαν και άλλες φωτιές, έφυγαν άπρακτα. Στις 8 το πρωί σηκώθηκε πολύ δυνατός αέρας και με δύο μέτωπα έκαψε όλο το δυτικό τμήμα της Πεντέλης και έφθασε το μεσημέρι μέσα στην Παλαιά Πεντέλη, όπου έκαψε και ανθρώπους» σημειώνει. H φωτιά ξανάκαψε τα καμένα και πέρασε και από άλλες εκτάσεις. Κάηκε συνολικά έκταση 75.000 στρεμμάτων.


Καβάλα – Θάσος, 1985



Εκατοντάδες κάτοικοι της Καβάλας τις πρώτες πρωινές ώρες της 15ης Αυγούστου 1985 άρχισαν να εγκαταλείπουν μαζικά την πόλη εξαιτίας πυρκαϊάς που είχε ξεσπάσει την προηγουμένη στο δάσος της πόλης και είχε λάβει διαστάσεις. Οι σειρήνες στο δημαρχείο ηχούσαν επί ώρες – για πρώτη φορά μετά τον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο, έγραφαν οι εφημερίδες τότε. H καταστολή της πήρε ημέρες. Στο μεταξύ πυρκαϊά είχε ξεσπάσει και σε δασικές περιοχές στο νότιο τμήμα της Θάσου. Από το νησί 20.000 τουρίστες και 7.000 ντόπιοι έφθασαν στην Καβάλα με φεριμπόουτ που τους μετέφεραν στο λιμάνι ή στην Κεραμωτή Νέστου. Μάλιστα, 200 τουρίστες οι οποίοι επιχείρησαν να πάνε κολυμπώντας στην Καβάλα – μη γνωρίζοντας ότι η απόσταση ήταν 17 μίλια – περισυνελέγησαν από αλιευτικά σκάφη, ανέφεραν τα ρεπορτάζ στα «Νέα». H φωτιά στη Νότια Θάσο (14-22 Αυγούστου 1985) κατέκαυσε 118.000 στρέμματα δάσους και θάμνων ενώ υπήρξαν και ανθρώπινα θύματα. Περίπου τις ίδιες ημέρες (14-16 Αυγούστου 1985) κάηκαν 37.000 στρέμματα στο Λαύριο (η φωτιά λέγεται ότι ξεκίνησε από σπινθήρα της ΔΕΗ στην Αγία Μαρίνα Κερατέας), όπως επίσης 62.000 στρέμματα στη Μάντρα και 65.000 στρέμματα στο όρος Πατέρα.



Την Πέμπτη 7 Ιουλίου ξεκίνησε μεγάλη φωτιά στη Σάμο, η οποία ετέθη υπό έλεγχο πέντε ημέρες μετά, έχοντας κατακάψει 90.000 στρέμματα. Επλήγησαν πολλοί οικισμοί, με μεγαλύτερες ζημιές στο χωριό Μαυρατζαίοι, όπου βρέθηκε νεκρή μία ηλικιωμένη γυναίκα και κάηκαν 47 σπίτια. Λίγες ημέρες αργότερα και ενώ πύρινα μέτωπα υπήρχαν σε πολλά μέρη της Ελλάδας (Ακράτα Αχαΐας, Ξυλόκαστρο Κορινθίας – 110.000 στρέμματα κάηκαν στη Βόρεια Πελοπόννησο -, Φωκίδα), έπεσε πυροσβεστικό αεροπλάνο στην Αργαλαστή του Πηλίου και σκοτώθηκαν δύο άνδρες της Πολεμικής Αεροπορίας. «Είναι ο πρώτος φόρος αίματος που πληρώνουμε φέτος, στις υπεράνθρωπες προσπάθειες που καταβάλλουμε, ως χώρα και ως πολίτες, προκειμένου να αντιμετωπίσουμε την πύρινη λαίλαπα που απειλεί απ’ άκρου εις άκρον τη χώρα μας» δήλωνε ο τότε πρωθυπουργός κ. K. Σημίτης εκφράζοντας τη λύπη του. Ο απολογισμός των πυρκαϊών όμως σε ανθρώπινα θύματα δεν είχε τελειώσει. Στο τέλος Αυγούστου η πυρκαϊά στα Ιωάννινα άφησε πίσω της επτά νεκρούς.