Το Κυπριακό είναι το πιο παράδοξο και «αμαρτωλό» ζήτημα της σύγχρονης ελληνικής πολιτικής ατζέντας. Κυνηγούσε μια ολόκληρη ζωή τον Κωνσταντίνο Καραμανλή με τη ρετσινιά του «προδότη» και ανάγκασε τον Ανδρέα Παπανδρέου να ζητήσει για πρώτη και τελευταία φορά συγγνώμη. Το δημοσιογραφικό στερεότυπο υπαγορεύει πως «αν βάλεις το Κυπριακό πρώτο θέμα, θα πέσει θεαματικά η κυκλοφορία σου», ωστόσο όλοι γνωρίζουν πως υπάρχουν στιγμές που – ακόμη και τώρα – το Κυπριακό μπορεί να ρίξει μια κυβέρνηση ή να καταστρέψει μια φερέλπιδα πολιτική καριέρα. Γιατί; Επειδή, όπως υποστηρίζουν βετεράνοι παρατηρητές, ένα σκληρό κυπριακό κατεστημένο έχει μάθει απ’ έξω το power game στην Αθήνα και ξέρει να το παίζει εδώ και 55 χρόνια. Πώς; Με τα μέσα ενημέρωσης, με ακαδημαϊκούς-διανοουμένους, δημοσκοπήσεις και χρήματα. Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι τρεις γενιές ελλήνων πολιτικών χρησιμοποιούν μια απίστευτη διγλωσσία σε σχέση με την Κύπρο, μιλούν με παράπονο και σκληρά πίσω από κλειστές πόρτες, αλλά αναπαράγουν όλα τα κλισέ δημοσίως.


H σχέση Αθηνών – Λευκωσίας άρχισε να γίνεται προβληματική από τη δεκαετία του 1950, όταν οι κυβερνήσεις Παπάγου και Καραμανλή προσπαθούσαν να αποφύγουν τη ρήξη με τη Μεγάλη Βρετανία και να πετύχουν την Ενωση. Και οι δύο αυτοί πρωθυπουργοί βρέθηκαν προ τετελεσμένων όταν ξεκίνησε ο αγώνας κατά των Αγγλων, καθώς το λόμπι της ΕΟΚΑ δημιούργησε συνθήκες μαζικής υποστήριξής του στην Ελλάδα.


Ο Καραμανλής υπέφερε όσο λίγοι από το Κυπριακό και την «κατάρα της Ζυρίχης». Ο Αγγελος Βλάχος, διπλωματικός συνεργάτης του τη δεκαετία του ’50, διηγούνταν συχνά στον γράφοντα μία ιστορία που συμπύκνωνε το τι πέρασε ο σερραίος, αψύς πολιτικός μετά την υπογραφή των συμφωνιών Ζυρίχης – Λονδίνου. Ο Καραμανλής γριπιασμένος είχε δεχθεί τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο στο διαμέρισμά του στην οδό Καρνεάδου για να βεβαιωθεί πως ο κύπριος ηγέτης θα υιοθετούσε και δημόσια τις συμφωνίες. Γύρισε προς τον Μακάριο και του είπε: «Συμφωνείτε;». Ο Αρχιεπίσκοπος του ζήτησε να του διαβάσει όλο το κείμενο. Ο Καραμανλής με βραχνή φωνή το έκανε και μετά γύρισε για να ακούσει την τελική γνώμη του. «Εχετε την καλοσύνη να μου την ξαναδιαβάσετε;» είπε ο Μακάριος γνωρίζοντας πως πλέον έπαιζε και με την αντοχή της φωνής αλλά και με τα νεύρα του Καραμανλή, ο οποίος ξαναδιάβασε όλο το κείμενο. «Συμφωνείτε;» ξαναρώτησε τον Μακάριο, ο οποίος απάντησε καταφατικά. «Τότε» του είπε ο Καραμανλής «καθήστε στο γραφείο της Αμαλίας και υπαγορεύσατε στον κ. Βλάχο μία ανακοίνωση προς τον Τύπο». «Μα δεν είναι ανάγκη» απάντησε εκείνος, αλλά ο Καραμανλής επέμεινε. Ο Μακάριος υπαγόρευσε την ανακοίνωση και έφυγε. Ο έλληνας πρωθυπουργός κράτησε τον Βλάχο και του έδωσε εντολή να πάει στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρεταννία», να εγκατασταθεί εκεί και να μη φύγει ώσπου να αναχωρήσει ο Μακάριος για την Κύπρο. Ο Βλάχος το θεώρησε περιττό, ήπιε απλώς ένα ποτό στο μπαρ και έφυγε. Το πρωί, όταν σηκώθηκε, είδε ότι όλες οι εφημερίδες είχαν την ανακοίνωση του Μακάριου αλλά και διαρροές που τον εμφάνιζαν να διαφωνεί με τις συμφωνίες. Καθώς διάβαζε, χτύπησε το τηλέφωνο και άκουσε τη φωνή του Μακάριου: «Καλημέρα σας, κύριε Βλάχο, έχετε την καλοσύνη να πείτε στον Πρόεδρο πως άλλαξα γνώμη;». «Να του το πείτε εσείς καλύτερα» ψέλλισε έντρομος ο Βλάχος, για να πάρει την απάντηση: «Πιστεύω ότι είναι καλύτερα να τον ενημερώσετε εσείς». H γραμμή έκλεισε και ο Βλάχος πήγε με βαριά καρδιά στην Καρνεάδου όπου άκουσε… βαριές κουβέντες.


Ο Μακάριος έπαιζε καλά το παιχνίδι με την Αθήνα. Δίπλα του οι νεαροί Σπύρος Κυπριανού, Γλαύκος Κληρίδης και Τάσσος Παπαδόπουλος έμαθαν τις τεχνικές. Ο Παπαδόπουλος ήταν ο πιο σκληρός παίκτης. Συνωμοτικός και κρυψίνους, εκπροσωπούσε την πιο απορριπτική τάση έναντι της Ζυρίχης. Μαζί με τον στενό του φίλο Πολύκαρπο Γεωρκάτζη εκπροσωπούσαν το βαθύ κράτος που προέκυψε μετά την ΕΟΚΑ. Ο Τάσσος ήταν πάντοτε ο ικανότερος αλλά και μοναχικός, ενώ – σε αντίθεση με τον Κληρίδη – η Αθήνα δεν τον είλκυε ούτε καν ως τόπος αναψυχής. Το κρυφτούλι Αθηνών – Λευκωσίας συνεχίστηκε για χρόνια. Ο Καραμανλής και κατόπιν ο Παπανδρέου θεωρούσαν ότι πάλευαν για την Ενωση, αλλά είχαν την οικτρή υποψία πως μία νέα πολιτική κάστα στη Λευκωσία προτιμούσε να διατηρήσει τα προνόμιά της ως ελίτ ενός μικρού, ξεχωριστού κράτους παρά να αφομοιωθεί από το ελλαδικό κατεστημένο. «Καλύτερα άρχοντας σε μικρό τόπο παρά νομάρχης της Αθήνας» σχολίαζαν μεταξύ τους οι έλληνες διπλωμάτες που υπηρετούσαν στη Λευκωσία.


Το αποκορύφωμα του κυπριακού δράματος ήλθε για πολλούς το 1964, με το Σχέδιο Ατσεσον. Το κυπριακό λόμπι που δεν ήθελε το σχέδιο, με το οποίο διασφαλιζόταν η Ενωση, έκανε όλες τις σωστές κινήσεις: ανήγαγε σε σύμμαχο τον Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος αποτίναξε έτσι τη ρετσινιά του αμερικανόφιλου, και βρήκε ένα θέμα με το οποίο ταυτίστηκε ρητορικά τα επόμενα 25 χρόνια. Παράλληλα εντόπισε ποιος ήταν κοντά στον Γέρο Παπανδρέου, κυρίως τον Ακρίτα, και μπόρεσε να του αλλάξει γνώμη. Ο Παπανδρέου είπε την περίφημη φράση «μας χαρίζουν μια πολυκατοικία και διαπληκτιζόμεθα για την ενοικίαση του ρετιρέ», αλλά έκανε πίσω.


Τα χρόνια πέρασαν και ο Ανδρέας βρήκε μπροστά του το κυπριακό λόμπι μετά τη συνάντηση με τον Τουργκούτ Οζάλ στο Νταβός. Οταν επέστρεψε στην Αθήνα έγκριτοι δημοσιογράφοι, από διαφορετικές πολιτικές απόψεις, του επιτέθηκαν με σφοδρότητα πως «έβαλε το Κυπριακό στο ράφι». Οσοι γνώριζαν το παρασκήνιο του Νταβός ήξεραν πως αυτό δεν ίσχυε, παρ’ όλα αυτά ο πανίσχυρος τότε Ανδρέας αναγκάστηκε να πει το mea culpa στη Βουλή.


Στις μέρες μας ο Τάσσος Παπαδόπουλος έχει αποδειχθεί ικανός συνεχιστής μιας μακροχρόνιας παράδοσης που θέλει κάποιους στη Λευκωσία να παίζουν καλά το παιχνίδι στην Αθήνα. Μόλις ανέλαβε η Ντόρα Μπακογιάννη το υπουργείο Εξωτερικών έπεσαν οι πρώτες προειδοποιητικές βολές εναντίον της, οι οποίες κλιμακώθηκαν με στόχο τον πατέρα της. Παράλληλα αναλυτές, δημοσιογράφοι και ακαδημαϊκοί που διαφωνούσαν με την προεδρική θέση για το Σχέδιο Αναν μπήκαν στο στόχαστρο με διάφορα υπονοούμενα.


Το Μέγαρο Μαξίμου παρακολουθεί ανήσυχο χωρίς ποτέ να μπορεί να διαβάσει την επόμενη κίνηση του κύπριου ηγέτη. Ο Πέτρος Μολυβιάτης, που ήξερε και να κάνει μασάζ στην κυπριακή ηγεσία και να την ερμηνεύει με πείρα δεκαετιών, δεν παίζει ενεργά. Και βεβαίως όλα αυτά αποτελούν αψιμαχίες προετοιμασίας για την πραγματική μάχη του Οκτωβρίου. Την ίδια στιγμή εμφανιζόμενος ως στόχος σκοτεινών δυνάμεων στην Αθήνα προετοιμάζει την επανεκλογή του με το επιχείρημα «χτυπάνε τον Τάσο, όλοι γύρω από τον Τάσο». Κάποιοι πιστεύουν ότι η Ντόρα θα μιλήσει καθαρά σχετικά με το ποια είναι τα κυπριακά και ποια τα ελλαδικά συμφέροντα, άλλοι πως θα κάνει πίσω μπροστά στις επιθέσεις, φοβούμενη το πολιτικό κόστος. Το βέβαιο είναι ότι η σχέση Αθηνών – Λευκωσίας ξαναγίνεται περίπλοκη και επικίνδυνη, καθώς το παιχνίδι θα είναι σκληρό, οι παίκτες σκληροτράχηλοι και το διακύβευμα τεράστιο για όλους.