H βίλα των Ρόμπιν Σάιμς και Χρήστου Μιχαηλίδη στο μικρό νησί του Αιγαίου είχε απευθείας «σύνδεση» με πολυσύνθετο κύκλωμα αρχαιοκαπηλίας στη γερμανική πόλη, το οποίο επιχειρεί να εξαρθρώσει τις τελευταίες ημέρες η ΕΛ.ΑΣ. Τοποτηρητής αυτού του κυκλώματος στο Μόναχο αποδεικνύεται τώρα ότι ήταν ο ιταλός αρχαιοπώλης Νίνο Σαβόκα, ο οποίος απεβίωσε το 1998. Σύμφωνα με τα νεότερα στοιχεία, το κύκλωμα Σαβόκα – Σάιμς κατηύθυνε – την περίοδο 1992-1995 – πέντε μεγάλες επιχειρήσεις κλοπής αρχαιοτήτων από την Ελλάδα. Ανάμεσα σε αυτές ήταν η μεταφορά το 1992 ενός χρυσού μακεδονικού στεφανιού, προϊόντος λαθρανασκαφής από την Αμφίπολη, αλλά και το λαθρεμπόριο 187 αρχαίων αντικειμένων που εντοπίστηκαν το 1994 στο Μπρίντιζι με την εμπλοκή των ελλήνων μεταφορέων Αχιλλέα Σακκά και Γιώργου Κλείδωνα. Παράλληλα τώρα διαπιστώνεται ότι η υπόθεση αρχαιοκαπηλίας που αποκαλύφθηκε τον Σεπτέμβριο του 1993 στο ξενοδοχείο «Ελληνικό» και στην οποία ενεπλάκη αρχικά και ο τότε υπαρχηγός της ΕΛ.ΑΣ. Μιχάλης Νηστικάκης, ήταν τμήμα του ίδιου κυκλώματος Σάιμς – Μιχαηλίδη – Σαβόκα. Σύμφωνα λοιπόν με τα νεότερα στοιχεία που έχουν συγκεντρώσει οι διωκτικές αρχές, ο ιταλός έμπορος Νίνο Σαβόκα – γεννήθηκε το 1950 στο Κόμο -, που είχε έδρα το Μπολτσάνο της Ιταλίας και το Μόναχο, ήταν την περίοδο 1990-1998 ο άνθρωπος που μάζευε αρχαία από την Ελλάδα για λογαριασμό των Σάιμς και Μιχαηλίδη. Ο Σαβόκα συνεργαζόταν με έναν έλληνα παλαιοπώλη ο οποίος λειτουργούσε ως… «σκάουτερ» για τον εντοπισμό πρόθυμων λαθρανασκαφέων σε όλη την Ελλάδα. Ο παλαιοπώλης, που ζούσε στο κέντρο της Αθήνας και είχε μια μεγάλη συλλογή όπλων κειμηλίων, απεβίωσε πριν από μερικά χρόνια σε ηλικία 65 ετών.


Πρώτο δείγμα γραφής του κυκλώματος είναι η λαθρεμπορία του αρχαίου μακεδονικού στεφανιού που βρέθηκε από έναν αγρότη σε λαθρανασκαφή στην περιοχή της Αμφίπολης, στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Οι κυνηγοί «ταλέντων» της αρχαιοκαπηλίας του Σαβόκα αμέσως εντόπισαν τον αγρότη με το μακεδονικό στεφάνι. Μάλιστα ο ίδιος ο γεωργός-λαθρανασκαφέας είχε φροντίσει να βγάλει μια φωτογραφία πολαρόιντ στην οποία φορούσε το χρυσό στεφάνι προκειμένου να κατοχυρώσει το αμύθητης αξίας εύρημα. Και, όπως έλεγαν μιλώντας στο «Βήμα» άνθρωποι που γνώριζαν τον Σαβόκα, ο Ιταλός σατίριζε τη ματαιοδοξία αλλά ίσως και την απρέπεια του έλληνα αγρότη να φορέσει το χρυσό στεφάνι γιατί φορούσε παλιόρουχα. Ακόμη ήταν θυμωμένος μαζί του γιατί, παρ’ ότι ήταν ένας απλός αγρότης ήταν πολύ σκληρός διαπραγματευτής και ζητούσε μεγάλα ποσά για να δώσει το χρυσό στεφάνι. Τέλος, είχε και πολλές αμφιβολίες για την ασφαλή πώληση του στεφανιού χωρίς να το αντιληφθούν οι διωκτικές αρχές.


Το στεφάνι προωθήθηκε στο Μόναχο, αλλά δεν είχε την τελική εμπορική χρήση του ο Σαβόκα, ο οποίος εκείνη την περίοδο είχε γκαλερί στο κέντρο της γερμανικής πόλης. Το στεφάνι κατέληξε – στα τέλη του 1991 – σε δύο Ελληνες που ζούσαν στο Μόναχο. Ο ένας είναι ιδιοκτήτης εταιρείας εισαγωγών με το όνομα «Ηρακλής» και έδρα την πόλη Ριντ και ο άλλος εμφανιζόταν ως άεργος. Ο πατέρας του δεύτερου είχε πιτσαρία στην Κολονία. Στην παρέα των δύο ελλήνων εμπόρων του χρυσού στεφανιού βρέθηκε και ένας Σέρβος, του οποίου οι έλληνες αξιωματικοί γνωρίζουν τώρα μόνο το μικρό όνομα – «Κοβάσεβιτς», χωρίς άλλα στοιχεία. Επίσης γνωρίζουν ότι διέμενε στο ξενοδοχείο «Penta» του Μονάχου στο οποίο δεν πλήρωσε τα εξοδα διαμονής του -περίπου 15000 μάρκα- με αποτέλεσμα να προφυλακισθεί. Οι δύο Ελληνες δεν έχουν απασχολήσει ξανά τις διωκτικές αρχές της Γερμανίας για σοβαρή εγκληματική ενέργεια. Οι δύο Ελληνες και ο Σέρβος επιχείρησαν να πωλήσουν – τον Φεβρουάριο του 1992 – το στεφάνι σε έλληνα ζωγράφο, που είχε γεννηθεί το 1964, στο Μόναχο. Ο ζωγράφος, ο οποίος σήμερα ζει στο Μαρούσι και ταξιδεύει συχνά στη Γαλλία, αρνήθηκε τη συναλλαγή. Μετα από σύσταση του ζωγράφου οι αρχαιοκάπηλοι απευθύνθηκαν στον αυστριακό αρχαιοπώλη, με έδρα τη Βασιλεία της Ελβετίας, Κριστόφ Λεόν. Μέσω αυτού και του Σάιμς το χρυσό στεφάνι κατέληξε στο Μουσείο Γκετί των ΗΠΑ. Σύμφωνα με τα έγγραφα που βρίσκονται στην ΕΛΑΣ στη συγκεκριμένη συναλλαγή ενπλάκη και ο Γερμανός ιδιώτης Μαλφρεντ Ντελιτς -με τη χρήση της εταιρείας «Price Tipr GMBH»-o οποίος απεβίωσε δύο χρόνια αργότερα αργότερα.


Κύριος στόχος των αξιωματικών της ΕΛ.ΑΣ. είναι τώρα η ανάκτηση και η επιστροφή του αρχαίου στεφανιού στην Ελλάδα, με την προσέγγιση των ελλήνων μεταφορέων του στο Μόναχο προκειμένου να καταγραφεί όλη η λαθρεμπορική διαδρομή του.


Ενα δεύτερο δείγμα της δράσης του Νίνο Σαβόκα είναι η μεταφορά εκατοντάδων αρχαίων αντικειμένων από την περιοχή της Θεσσαλίας, με την εμπλοκή των αρχαιοκαπήλων Στέφανου Ζησόπουλου (πέθανε στη φυλακή), Πέτρου Ατσιδάκου, Ιωάννη Φανουράκη και άλλων, η οποία αποκαλύφθηκε τον Σεπτέμβριο του 1993. Αυτά τα αρχαία αντικείμενα προορίζονταν για την γκαλερί του Σαβόκα στο Μόναχο και πιθανόν μετά για τους Σάιμς και Μιχαηλίδη. Στην υπόθεση αυτή είχε αναμειχθεί και τα όνομα του τότε – το 1993 δηλαδή – υπαρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας M. Νηστικάκη, ο οποίος κάθησε στο εδώλιο του κατηγορουμένου αλλά αθωώθηκε. Ο κ. Νηστικάκης έδωσε «παρών» σε μια συναλλαγή για την αγορά των αρχαίων αντικειμένων στο ξενοδοχείο «Ελληνικό», στη λεωφόρο Ποσειδώνος. Τότε όμως είχε υποστηρίξει ότι η παρουσία του σχετιζόταν με το ενδιαφέρον του για τον εντοπισμό των αρχαίων που είχαν κλαπεί τον Απρίλιο του 1990 από το Μουσείο της Κορίνθου. Τα αρχαία από το Μουσείο εντοπίστηκαν στις 7 Σεπτεμβρίου 1999 στο Μαϊάμι και διαπιστώθηκε ότι είχαν κλαπεί από τον σεσημασμένο σε υπόθεση διακίνησης κοκαΐνης Τρύφωνα Καραχάλιο και συνεργάτες του. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι ένα σημαντικό «κομμάτι» από τα αρχαία της Κορίνθου πωλήθηκε μέσω του οίκου Sotheby’s στη Νέα Υόρκη, παρ’ ότι ήταν καταγεγραμμένο ως κλαπέν από μουσείο. Σημειώνεται ότι για τον οίκο Sotheby’s έχουν εκφρασθεί υπόνοιες ότι ίσως λειτουργούσε ως «πλυντήριο» για τα αρχαία αντικείμενα και των Σάιμς – Μιχαηλίδη. Αναφέρεται τέλος ότι μετά την αποκάλυψη της υπόθεσης Ζησόπουλου – Φανουράκη και λοιπών, εκπρόσωπος του υπουργείου Πολιτισμού μετέβη στο Μόναχο για να ελέγξει την γκαλερί του Σαβόκα. H δράση του όμως δεν σταματούσε…


Ενα τρίτο δείγμα γραφής ήταν ο εντοπισμός 187 αρχαιοτήτων, προϊόντων λαθρανασκαφών από την περιοχή της Αχαΐας, το 1994 στο Μπρίντιζι της Ιταλίας. Τα αρχαία αντικείμενα έφθασαν με το πλοίο μέσω Πάτρας και μεταφορείς τους ήταν οι αρχαιοκάπηλοι, «σύνδεσμοι» του Σαβόκα, A. Σακκάς και Γ. Κλείδωνας. Τα αρχαία επεστράφησαν στην Ελλάδα το 1997, ύστερα από ενέργειες του εφόρου αρχαιοτήτων B. Αραβαντινού, ο οποίος τεκμηρίωσε ότι προέρχονταν από συγκεκριμένη λαθρανασκαφή μυκηναϊκών τάφων στη θέση Καλαμάκι της Αχαΐας καθώς και από λαθρανασκαφές σε διάφορες περιοχές της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας, της Ηπείρου, της Βοιωτίας κ.ά. Οπως ανέφερε μιλώντας στο «Βήμα» ο κ. Αραβαντινός, «ήταν μια δύσκολη έρευνα σχετικά με την προέλευση των αρχαίων και τη δραστηριότητα του Σαβόκα. Ο ιταλός αρχαιοπώλης χρησιμοποίησε έναν δικό του πραγματογνώμονα για να διεκδικήσει τα αρχαία και καθυστέρησε τον επαναπατρισμό τους». Οι δύο έλληνες συνεργάτες του Σαβόκα καταδικάστηκαν τον Οκτώβριο του 1999 σε 12 χρόνια κάθειρξη.


Πατήρ, υιός και αρχαία κεφαλή


Στην επιχείρηση Σαβόκα υπήρχε και οικογενειακή συμμετοχή. Στις 3 Μαΐου 1995 είχε συλληφθεί από τις ελληνικές αρχές για διακίνηση αρχαιοτήτων και ο 74χρονος τότε Τζιουζέπε Σαβόκα, πατέρας του Νίνο (έχει αποβιώσει και αυτός), ο οποίος συνεργαζόταν με τον έλληνα «συνάδελφό» του Νίκο Σαλτογιάννη και δύο ακόμη άτομα. Σύμφωνα με πληροφορίες, μετά τον θάνατο του Νίνο Σαβόκα το 1998 – σε ηλικία 48 ετών από καρδιακό επεισόδιο – έχει δραστηριοποιηθεί στη χώρα μας μια γυναίκα συγγενής του. Επίσης Σαβόκα και Σάιμς συνεργάστηκαν στην αγοραπωλησία μιας αρχαίας κεφαλής, μάλλον του Θεού Απόλλωνα, πιθανόν γλυπτό του Φειδία που ανακαλύφθηκε το 1995 από τον 58χρονο Ιταλό Πέτρο Κασάντα σε λαθρανασκαφή κοντά στον αρχαιολογικό χώρο των «λουτρών» του ρωμαίου αυτοκράτορα Κλαύδιου. Ο Κασάντα παρέδωσε το άγαλμα στον Σαβόκα προκειμένου να το πουλήσει σε δύο αμερικανικά μουσεία για 6 εκατομμύρια δολάρια. Υπήρξε όμως πρόβλημα σε αυτή τη συναλλαγή και ο Σαβόκα έδωσε το άγαλμα στον Σάιμς, ο οποίος το αποθήκευσε στην γκαλερί του στο Λονδίνο. Οταν όμως πέθανε ο Σαβόκα οι ιταλικές αρχές εντόπισαν τα παραστατικά της συναλλαγής του με τον Σάιμς και ο τελευταίος αναγκάστηκε να τους παραδώσει το άγαλμα… Τέλος οι ελληνικές αρχές εκτιμούν ότι μέσα από το ίδιο κύκλωμα διακινήθηκε – το 1998 – το ορειχάλκινο άγαλμα εφήβου που βρήκαν ψαράδες έξω από την Πρέβεζα και το οποίο παραδόθηκε πάλι στον αυστριακό αρχαιοπώλη Λεόν από τον έλληνα μεταφορέα M. Κοτσαρίδη, ο οποίος συνελήφθη από τις γερμανικές αρχές. Το άγαλμα αυτό πουλήθηκε πάλι μέσω του ίδιου διαύλου στο Μουσείο Γκετί.