Εζησα ιστορικές στιγμές…


Ο πρέσβης Τζων Σωσσίδης, που απεβίωσε την περασμένη Πέμπτη, ήταν μια θρυλική όσο και αμφιλεγόμενη προσωπικότητα του αθηναϊκού κατεστημένου. Γοητευτικός στο παρουσιαστικό του, κοσμοπολίτης αλλά και κατ’ εξοχήν μακιαβελικός στις κινήσεις του βρέθηκε από την αρχή της διπλωματικής του καριέρας σε πόστα-κλειδιά. Ο Σωσσίδης έζησε από πρώτο χέρι τη δραματική άνοδο του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην πρωθυπουργία το 1955, την άνοδο του Γεωργίου Παπανδρέου στην εξουσία και τους χειρισμούς του στο Κυπριακό την περίοδο 1964-65, καθώς και τα γεγονότα της Αποστασίας το 1965. Ανθρωπος των παρασκηνίων, χειρίστηκε λεπτές υποθέσεις, με κορυφαία τη διαπραγμάτευση του Σχεδίου Ατσεσον. Οι φίλοι του δεν του συγχώρησαν ποτέ το γεγονός ότι εγκατέλειψε τον «Γέρο» το καλοκαίρι του 1965 και ανέλαβε το πολιτικό γραφείο του πρωθυπουργού Στεφανόπουλου. Ολοι όμως του αναγνωρίζουν ότι ήταν εξαιρετικός διαπραγματευτής. Ο Σωσσίδης είναι βέβαιο ότι πήρε μαζί του στον τάφο του πολλά από τα μυστικά που γνώριζε. Το 2001 όμως είχε δεχθεί να μοιραστεί μερικά από αυτά μαζί μας σε μια συνέντευξη που ξεκινούσε από το παρασκήνιο της διαδοχής του Παπάγου και κατέληγε με την παραίτηση της κυβέρνησης Στεφανόπουλου, λίγους μήνες πριν από το πραξικόπημα του 1967. Ταλαιπωρημένος από τα προβλήματα υγείας που τον είχαν ήδη κλονίσει, εντυπωσίαζε με τη μνήμη του και τις αιχμηρές κρίσεις του για πρόσωπα και πράγματα. Ο Σωσσίδης, ο οποίος κηδεύεται αύριο, ήταν ένας άνθρωπος με πιστούς φίλους αλλά και φανατικούς εχθρούς, ένας άνθρωπος που σίγουρα δεν σε άφηνε αδιάφορο.


Ξέρω πως ζήσατε τις ιστορικές στιγμές του θανάτου του Παπάγου και της πρωθυπουργοποίησης του Καραμανλή. Τι θυμάστε από εκείνες τις κρίσιμες ημέρες του Σεπτεμβρίου του 1955, όταν εσείς ήσασταν διευθυντής του γραφείου του τότε αντιπροέδρου Στέφανου Στεφανόπουλου;


«Το βράδυ του θανάτου του Παπάγου έτρωγα εγώ με τον Στεφανόπουλο και πήραμε ένα τηλεφώνημα από τον Λόνη τον Παπάγο ότι ο στρατάρχης απεβίωσε. Πήγαμε λοιπόν αμέσως στην Εκάλη και εκεί είδαμε τον βασιλέα, ο οποίος συνομίλησε ιδιαιτέρως με τον Στεφανόπουλο – ήμουν εκεί μπροστά – και του είπε να έρθει την επομένη για να συζητήσουν σχετικά με το θέμα της κυβερνήσεως.


Ο Στεφανόπουλος εξεπλάγη με την προθυμία του βασιλέως να συζητήσει την επομένη αμέσως για το θέμα της κυβερνήσεως και επεφυλάχθη να απαντήσει. Εν συνεχεία είπε του βασιλέως ότι θα προτιμούσε να αναβληθεί η συζήτηση μέχρις ότου η συνέλευση του κόμματος, η οποία θα συνεκαλείτο αμέσως μετά την κηδεία, αποφασίσει περί του νέου αρχηγού. Ο Στεφανόπουλος θεωρούσε ότι η εντολή που είχε εκ μέρους του στρατάρχου να τον αναπληρώνει είχε εκπνεύσει – θεωρούσε, δηλαδή, ο Στεφανόπουλος ότι «εντολέως αποθανόντος, η εντολή έπαυσε να υφίσταται». Ο βασιλεύς τον άκουσε και του είπε: «Καλά, τότε θα συζητήσουμε αργότερα». Φύγαμε από το σπίτι της Εκάλης του στρατάρχη και γυρίσαμε πίσω – ο μεν Στεφανόπουλος έμενε τότε στο «Σεμίραμις», ένα ξενοδοχείο της Κηφισιάς, και εγώ πήγα στο υπουργείο, γιατί είχαμε να κάνουμε διάφορα τηλεγραφήματα κτλ. Την επομένη το μεσημέρι ο Στεφανόπουλος ηργάζετο εις το γραφείο του και εγώ ήμουν εις τον προθάλαμο. Δεν υπήρχε κανείς άλλος στο υπουργείο. Κατά τις 4 το απόγευμα ανηγγέλθη ο πρέσβης Κουτσαλέξης, ο οποίος ήταν ο γενικός διευθυντής του Πολιτικού Γραφείου του βασιλέως. Είχαν μια μικρή συζήτηση και μετά με κάλεσε ο Στεφανόπουλος και μου ζήτησε να επικοινωνήσω με τον Κεφάλα, ο οποίος ήταν τότε διευθυντής Εσωτερικού Τύπου στο υπουργείο Προεδρίας και να του δώσω την εντολή να αναγγελθεί στα νέα των 6 μ.μ. του ραδιοφώνου ότι είχε υποβάλει την παραίτησή του. Εγώ εξεπλάγην με αυτή την απότομη παραίτηση του Στεφανόπουλου και τον ρώτησα τι συνέβη. Μάλιστα εκείνη τη στιγμή είχε μπει και ο γενικός διευθυντής του «Συναγερμού», ο Γιώργος Στασινόπουλος, ο οποίος ήθελε να μεταβεί στα γραφεία του κόμματος για να δώσει εντολές για τους βουλευτές να επιστρέψουν για την κοινοβουλευτική ομάδα. Ρώτησα τον Στεφανόπουλο: «Κύριε πρόεδρε, συγκαλέσατε υπουργικό συμβούλιο; Δεν πρέπει να συγκληθεί υπουργικό συμβούλιο και να ρωτηθούν τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου;». Τότε επενέβη ο μακαρίτης ο Κουτσαλέξης, ο οποίος με γνώριζε από μικρό παιδί, και μου είπε: «Παιδί μου, Τζον, δεν έχει καμία σημασία. Ο βασιλεύς ζητάει την παραίτηση του προέδρου και της κυβερνήσεως προκειμένου να αναθέσει εις τον πρόεδρο την εντολή».


Βγήκαμε έξω και μετά από μισή ώρα από το ραδιόφωνο πληροφορηθήκαμε ότι η εντολή είχε δοθεί στον Καραμανλή. Μόλις έγινε αυτό τότε και μόνο τότε άρχισαν να συρρέουν οι διάφοροι παράγοντες του κόμματος και ιδίως οι βουλευτές. Αρχισαν να μαζεύονται δεκάδες βουλευτές, οι οποίοι διαμαρτύροντο διά την ανάθεση της πρωθυπουργίας στον Καραμανλή, και άρχισε να περιφέρεται ένα πρωτόκολλο αποδοκιμασίας της βασιλικής πρωτοβουλίας. Αυτό συνεχίστηκε ως τις 8-9 το βράδυ, οπότε και συγκεντρώθηκαν 106, αν δεν κάνω λάθος, υπογραφές αποδοκιμάζοντας τη βασιλική πρωτοβουλία. Την επομένη ο Στεφανόπουλος δεν χρησιμοποίησε το έγγραφο. Εγινε η κηδεία του στρατάρχη. Μετά την κηδεία έγινε η συνέλευση του κόμματος. Εις τη συνέλευση του κόμματος ζήτησε ο Ράλλης, αν δεν κάνω λάθος, να αναβληθεί η συνέλευση και ο Στεφανόπουλος δέχθηκε την αναβολή. Στη Βουλή είχε την εντολή ήδη ο Καραμανλής. Ο Στεφανόπουλος πήγε στη συνεδρίαση αλλά δεν συμμετέσχε στην ψηφοφορία – και τελείωσε το θέμα εκεί».


Πότε βρεθήκατε δίπλα στον Γεώργιο Παπανδρέου;


«Εγώ πήγα μετά τις δεύτερες εκλογές του 1964. Με κάλεσε μετά τις πρώτες εκλογές και μου είπε αν θα ήθελα να πάω μαζί του, ως διευθυντής του διπλωματικού γραφείου, όταν θα κέρδιζε τις εκλογές. Του είπα ότι ευχαρίστως θα πήγαινα μαζί του διότι συνδεόμουν από το παρελθόν, τον είχα ενημερώσει πολλές φορές και διά το Κυπριακό… Οταν επέστρεψα στο Μαρόκο για να αποχαιρετήσω και να πάρω την οικοσκευή μου, τότε είχε ήδη πάρει την πρόσκληση από τον Τζόνσον για να πάμε στην Αμερική και με πήρε στο τηλέφωνο και μου είπε ότι «οι Αμερικανοί μάς καλούν στην Ουάσιγκτον. Εχουμε εξελίξεις στο Κυπριακό. Καλό θα ήταν να έρθεις αμέσως». Και πράγματι πήγα αμέσως. Κάναμε μια πρόβα τότε, θυμάμαι, διά τη συνομιλία την υποθετική που θα είχε με τον Τζόνσον εις το ξενοδοχείο «Mon Parnais» στην Πάρνηθα, όπου είχαμε πάει».


Ποιος έπαιζε ποιον σε αυτή την πρόβα;


«Ο ίδιος ο Παπανδρέου ομιλούσε ως Τζόνσον και μετά απαντούσε ως Παπανδρέου».


– Πείτε μου λίγο για αυτές τις συναντήσεις που είχατε με τον Τζόνσον το καλοκαίρι του ’64. Πόσο φορτικός ήταν;


«Κοιτάξτε, βεβαίως ήταν φορτικός και πρέπει να σας πω ότι εγώ στις δύο συναντήσεις που είχαν στην Ουάσιγκτον δεν παρέστην αλλά παρέστην στη συζήτηση που είχαν σε γεύμα με τον Τζόνσον στον Λευκό Οίκο. Ο Τζόνσον απλώς και μόνο ήθελε να έχει την έγκριση του Παπανδρέου διά συνάντηση με τον τούρκο πρωθυπουργό Ινονού.


Και ο Παπανδρέου έλεγε: «Δεν είναι λογικό αυτό. Πείτε μου αν έχετε συμφωνήσει κάτι, αν έχετε υπόψη σας κάτι εσείς, ούτως ώστε να κάνουμε μια συνάντηση με τον Ινονού, αλλά αν δεν υπάρχει αυτό, το να συναντηθούμε με τον Ινονού απλώς και μόνο για να αποτύχουμε είναι κακό και για σας και για μας και για αυτόν, διότι θα έρθουμε σε ένα αδιέξοδο, όπου δεν θα μπορούμε να βρούμε πλέον καμία λύση». Και εκεί μείναμε, μέχρις ότου πήγαμε στη Νέα Υόρκη. Εκεί για πρώτη φορά ο ΓΓ του ΟΗΕ Γ. Θαντ του είπε: «Κοιτάξτε, εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε. Δεν πρόκειται να σας δώσουμε την ένωση. H μόνη λύση του Κυπριακού είναι η ένωση αλλά εμείς δεν μπορούμε να προτείνουμε ένωση, δεδομένου ότι δεν μπορούμε να προτείνουμε την κατάργηση ενός μέλους των Ηνωμένων Εθνών. Κατόπιν αυτού, οι μόνοι που μπορούν να σας δώσουν τη λύση είναι οι Αμερικανοί» και ο Παπανδρέου εδέχθη τη μεσολάβηση του πρώην υπουργού Εξωτερικών Ντιν Ατσεσον, υπό την προϋπόθεση ότι, αν προχωρήσει, τότε θα σταλεί ο υποφαινόμενος – εγώ ήμουν παρών – εις τη Γενεύη διά να συνεχίσει τις διαπραγματεύσεις, όπως και εγένετο».




– Τι ρόλο παίξατε σε αυτή τη διαπραγμάτευση και ποιο ήταν το τελικό προϊόν;


«Το τελικό προϊόν είναι γραμμένο. Είναι η επιστολή την οποία έδωσε στις 20 Αυγούστου ο Τζόνσον εκ μέρους του. Δηλαδή, είναι η επιστολή Ατσεσον, την οποία διαβιβάζει ο Τζόνσον διά του Λαμπουίζ και την έφεραν στο Καστρί ο Κρόσμπι μαζί με τον Ατσεσον και τον Λαμπουίζ και εις την επιστολή αυτή αναφέρεται ότι είναι πολύ ευχαριστημένος διότι προχωρήσαμε – μάλιστα αναφέρεται και αρκετές φορές στο όνομά μου – και ότι ουσιαστικά η λύση είναι η ένωση, η ένωση έναντι ανταλλάγματος εις την Τουρκία. Το αντάλλαγμα που προέβλεπε για την Τουρκία ήταν το μεγαλύτερο μέρος της χερσονήσου Καρπασίας, δηλαδή 4,6% του συνολικού εδάφους της Κύπρου να δοθεί διά μία πεντηκονταετία, επί μισθώσει, εις την Τουρκία και μετά οι διοικητικές περιοχές της Κύπρου από πέντε να γίνουν επτά, εκ των οποίων οι δύο να μπορούν να δίδονται σε Τούρκους αλλά διοριζόμενους από την ελληνική κυβέρνηση.


Αυτό ουσιαστικά ήταν το Σχέδιο Ατσεσον. Δεν υπήρξε άλλο. Αυτά που λένε «δύο σχέδια» είναι μπούρδες. Δεν υπάρχουν. Ενα μόνο υπήρξε το σχέδιο, αυτό εις την επιστολή που εδόθη στον Παπανδρέου. Ο Παπανδρέου την επομένη μου είπε να πάω, να επιστρέψω εις τη Γενεύη και να αποδεχθώ το σχέδιο. Πράγματι μετέβην αεροπορικώς. Το ίδιο απόγευμα απεδέχθην το σχέδιο».


– Τι μεσολάβησε, τι οδήγησε στην απόρριψή του;


«Σε μία ώρα με πήρε στο τηλέφωνο και μου είπε ότι δεν μπορεί να εφαρμοσθεί το σχέδιο διότι ο Μακάριος αντιδρά και ότι θα έχουμε αιματοχυσία εις την Κύπρο. Του είπα: «Μα πώς έγινε αυτή η μεταβολή η αιφνίδια;», διότι είχε πάει ο Γαρουφαλλιάς εις την Κύπρο διά να πείσει τον Μακάριο, και μου είπε: «Πάρε τον Πέτρο να σ’ τα πει». Και πράγματι μου έδωσε τον Γαρουφαλλιά στο τηλέφωνο, ο οποίος μου είπε ότι «δεν είναι δυνατόν, δεν μπορεί να γίνει αυτό, θα έχουμε αιματοχυσία, ο Μακάριος αρνείται» κτλ. Βεβαίως, μετά απ’ αυτό, εγώ έκανα ένα υπόμνημα στον Παπανδρέου, και για το Κυπριακό γενικά, και για το Σχέδιο Ατσεσον ειδικότερα, και αυτό το υπόμνημα νομίζω ότι κάπως τον επηρέασε, δεδομένου ότι μετέβη μαζί με τον Κανελλόπουλο εις τα ανάκτορα και εκεί ζήτησαν από τον βασιλέα να κάνει μια επιστολή στον Τζόνσον, την οποία και έκανε ο βασιλεύς, και την επιστολή δεν έχω εγώ αλλά εις το αρχείο μου έχω την απάντηση του Τζόνσον, ο οποίος λέει: «Τώρα πλέον είναι αργά. Δεν μπορώ να κάνω τίποτε. Το μόνο που θα μπορούσα ίσως να κάνω ήταν να επέμβω, εφόσον εδέχεστο την κατά κυριαρχία παραχώρηση της βάσεως της Καρπασίας εις την Τουρκία». Αυτό βέβαια δεν ήταν δυνατόν να το δεχθεί τότε η ελληνική κυβέρνηση και έτσι το θέμα έμεινε εκεί».


– Είχε συζητηθεί η ιδέα της επιβολής της ένωσης από την Ελλάδα προτού ανακοινωθεί η συμφωνία με την Τουρκία;


«H ένωση, όπως μας είχε πει ο Ατσεσον, θα μπορούσε να είχε γίνει αφού προηγουμένως συμφωνούσαμε, χωρίς να ανακοινωθεί όμως ότι είχαμε συμφωνήσει αυτό. Να γίνει πρώτα η ένωση και μετά η ελληνική κυβέρνηση πλέον να αναλάβει την ευθύνη της εφαρμογής του Σχεδίου Ατσεσον. Αυτό προς διευκόλυνση της ελληνικής κυβερνήσεως. Και βέβαια όλα αυτά υπό την προϋπόθεση ότι η ελληνική κυβέρνηση θα έφθανε μέχρι το τέλος, μέχρι δηλαδή του να καταγγείλει τον Μακάριο ως αντιδρώντα στο θέμα της ενώσεως».


– Θέμα ανατροπής του Μακαρίου προκειμένου να γίνει αποδεκτό το σχέδιο ετέθη ποτέ;


«Οχι, δεν ετέθη. Δηλαδή, ετέθη υπό την εξής έννοια ανατροπής του Μακαρίου: ότι ο Παπανδρέου θα μπορούσε να καταγγείλει τον Μακάριο και να πει: «Κύριε, εμείς αρχίσαμε τον κυπριακό αγώνα λόγω επιμονής του Μακαρίου. Λοιπόν παρακολουθήσαμε τον αγώνα σε όλες τις φάσεις του, φτάσαμε μέχρι σημείου του να αποδεχθούμε το συμπλέομεν το περίφημο που είχε πει ο Παπανδρέου στη Βουλή για τις Συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου, αλλά δεν είμαστε διατεθειμένοι να παραχωρήσουμε το ενωτικό, το αίτημα αυτοδιαθέσεως του ελληνικού λαού. Αν εσείς θέλετε να το κάνετε, είναι υπ’ ευθύνη σας. Εγώ όμως καταγγέλλω διότι δεν πρόκειται να φθάσουμε σε πόλεμο με την Τουρκία διά ένα αίτημα το οποίο δεν είναι ξεκάθαρο, δεν είναι δηλαδή το θέμα αυτοδιαθέσεως». Αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα ενδεχομένως την ανατροπή του Μακαρίου ή εν πάση περιπτώσει την ανατροπή της καταστάσεως εις την Κύπρο».


– Εχει λεχθεί ότι ο Ανδρέας έπαιξε ρόλο σ’ αυτή την περίοδο στην απόρριψη του Σχεδίου Ατσεσον. Εσείς είχατε αντιληφθεί κάτι τέτοιο;


«Κοιτάξτε, ο Ανδρέας ήταν παρών όταν μας εδόθη το γράμμα. Ηταν ο Κωστόπουλος, ο Ανδρέας, ο Γεώργιος Παπανδρέου και η αφεντιά μου από ελληνικής πλευράς. Ο Ανδρέας δεν είπε τίποτε. Δεν αντέδρασε. Μετά ορισμένο διάστημα, μετά μερικούς μήνες, δύο μήνες μου φαίνεται, έκανε μια επίσκεψη ο Μακάριος εις την Αθήνα και εκεί συνεφωνήθη με τον Παπανδρέου ο Στεφανόπουλος να επιτεθεί εναντίον του Μακαρίου και να του πει: «Πού πάμε; Εδώ μας έδωσαν ουσιαστικά την ένωση της Κύπρου οι Αμερικανοί και εμείς δεν τη δεχθήκαμε και τούτο εγένετο κατόπιν δικής σας πρωτοβουλίας». Πράγματι εις τη σύσκεψη στο Πολιτικό Γραφείο, στην οποία μετείχε ο Κωστόπουλος, ο Ανδρέας, ο Γεώργιος Παπανδρέου και ο Στεφανόπουλος, ελέχθησαν αυτά από τον Στεφανόπουλο, οπότε ο Μακάριος έκανε πίσω και είπε: «Αυτά πρώτη φορά τα ακούω» και ο Παπανδρέου ζήτησε εγώ να αναπτύξω το Σχέδιο Ατσεσον, το οποίο βεβαίως γνώριζε πολύ καλά ο Μακάριος αλλά υπεκρίνετο ότι δεν γνωρίζει, και το ανέπτυξα ξανά, και ο Ανδρέας ήταν μπροστά και δεν έφερε καμία αντίρρηση. Εγώ δεν έχω λόγους να λέω ότι ο Ανδρέας ήταν εκείνος ο οποίος ανέτρεψε το Σχέδιο Ατσεσον. Αυτό που γνωρίζω πάντως είναι ότι δεν είχε μεγάλη ανάμειξη την εποχή εκείνη. Και σας λέω αυτό που λέει και ο Γαρουφαλλιάς, είναι ότι ο ίδιος ο Γαρουφαλλιάς και ο Λουκής Ακρίτας ήταν οι δύο οι οποίοι πράγματι επηρέασαν τον Γεώργιο Παπανδρέου σε εκείνη τη φάση των συνομιλιών του Σχεδίου Ατσεσον να απορρίψει το σχέδιο. Βεβαίως μετά άλλαξε γνώμη ο Γεώργιος Παπανδρέου. Δεν ήταν η πρώτη φορά που άλλαζε γνώμη. Το συνήθιζε αυτό. Και είχαμε την κατάληξη που είχαμε».


– Οι σχέσεις του με τα ανάκτορα και με τον βασιλέα Κωνσταντίνο πώς ήταν εκείνη την περίοδο, το 1964 – αρχές ’65;


«Αριστες, άριστες. Μάλιστα, μόλις τολμούσε κανείς να μου μιλήσει για κάποια πρωτοβουλία που δεν θα άρεσε στον βασιλέα, δηλαδή για τον στρατό π.χ., αμέσως ο Γεώργιος Παπανδρέου έλεγε: «Μα τι λες, παιδί μου, τώρα; Με τον βασιλέα θα τα βάλω;»».


– Φαντάζομαι ότι θα είχατε ζήσει τον Γεώργιο Παπανδρέου όταν άρχισε να παίρνει τις επιστολές του Κωνσταντίνου. Ποια ήταν η αντίδραση τότε, εκείνες τις ημέρες;


«Κοιτάξτε, θυμάμαι όταν πήρε στην Κέρκυρα την τελευταία επιστολή του βασιλέως και ρωτούσε ο τότε πρόεδρος της Βουλής Αθανασιάδης-Νόβας: «Πρόεδρε, τι γίνεται; Τι; Εχεις καμία επαφή με τα ανάκτορα; » κτλ. Και απήντησε ο Γεώργιος Παπανδρέου: «Οχι, παιδί μου, δεν είναι τίποτα, είναι ένα ρουσφέτι μου ζητάνε και θα δω πώς θα το τακτοποιήσω»».


– Είχε αντιληφθεί ότι ο Νόβας ήταν εκεί επειδή υπήρχε εν εξελίξει, εν πάση περιπτώσει…;


«Οχι, όχι. Ηταν πολύ φίλος του Νόβα, τον συμπαθούσε πολύ, δεν ξέρω αν τον εκτιμούσε ή όχι. Πάντως τον συμπαθούσε και έκανε ολόκληρο τον αγώνα για να γίνει πρόεδρος της Βουλής».


– Εσείς είχατε αντιληφθεί ότι ο Γεώργιος Παπανδρέου σκεπτόταν κάποιον συμβιβασμό πριν από τις 15 Ιουλίου; Είχε κάποια διλήμματα μέσα του;


«Βέβαια. Προσπαθούσε να του μιλήσει και αυτός. Το θέμα ήταν ότι είχε εμφανισθεί τελείως αδιάλλακτος στο θέμα του υπουργείου Εθνικής Αμύνης. Ελεγε, δηλαδή, ότι πρέπει να πάρει αυτός το υπουργείο Εθνικής Αμύνης. Απ’ την άλλη τη μεριά του έλεγαν: «Δώσε το σε οποιονδήποτε θέλεις. Εσύ διάλεξε έναν οποιονδήποτε θέλεις, τον Στεφανόπουλο, τον Γαρουφαλλιά, οποιονδήποτε, και δώσ’ του το υπουργείο Εθνικής Αμύνης». Ο Γαρουφαλλιάς βέβαια ήταν εκτός εικόνος την εποχή εκείνη διότι δεν του είχε εμπιστοσύνη πλέον ο Παπανδρέου, ο οποίος τον θεωρούσε ως την εποχή εκείνη τον καλύτερό του φίλο».


– Εσείς πότε και γιατί φύγατε από το γραφείο του «Γέρου»;


«Ζήτησα άδεια και έμεινα με τον Παπανδρέου έναν μήνα. Μετά ζήτησα ακόμη 15 ημέρες και μου έδωσαν άδεια και μετά επέστρεψα, πήρα άδεια πραγματική, έφυγα δηλαδή εντελώς από τον Παπανδρέου, νομίζω την 1η Σεπτεμβρίου. Οταν έγινε η κυβέρνηση Στεφανόπουλου, επέστρεψα ως γενικός διευθυντής του Πολιτικού Γραφείου του».


– Και πώς πληροφορηθήκατε πως ο Στεφανόπουλος απομακρύνθηκε από πρωθυπουργός με βάση τη συμφωνία του Κωνσταντίνου με τους Παπανδρέου και Κανελλόπουλο το 1966;


«Ο Στεφανόπουλος το πληροφορήθηκε από τη δήλωση του Κανελλόπουλου από τον Τύπο. Ηταν κάθε άλλο παρά δημοκρατική, ας πούμε, εξέλιξη. Και τούτο έγινε διότι ήταν απαίτηση του Παπανδρέου και του Κανελλόπουλου. Ο μεν Παπανδρέου διότι φοβόταν τον Ανδρέα, ο δε Κανελλόπουλος γιατί φοβόταν τους ακροδεξιούς του κόμματός του. Και οι δύο επέμεναν στον βασιλέα ότι δεν έπρεπε να μαθευτεί από κανέναν οτιδήποτε σχετικά με αυτό το θέμα».