Πράξεις πρωτοφανείς για ιεράρχη αποδίδονται στον Μητροπολίτη πρώην Αττικής κ. Παντελεήμονα, ο οποίος αύριο θα καθήσει στο εδώλιο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων κατηγορούμενος για υπεξαίρεση από την Ιερά Μονή του Οσίου Εφραίμ του ποσού των 94.500.000 δρχ. ή 277.300 ευρώ. Το ποσό των δεκάδων εκατομμυρίων υπεξαίρεσε σταδιακά, στη διάρκεια περίπου τρεισήμισι ετών, απειλώντας την ηγουμένη ότι θα τη σύρει στα εκκλησιαστικά δικαστήρια αλλά και δελεάζοντάς την ότι θα μεσολαβούσε για την αγιοκατάταξη του «αμφισβητούμενου» από την Εκκλησία οσίου Εφραίμ. Οταν μάλιστα η ηγουμένη πέθανε, διόρισε στη θέση της μοναχή της αρεσκείας του και όταν εκείνη «καθαιρέθηκε» με δικαστική απόφαση, ο μητροπολίτης έστειλε, σύμφωνα με το βούλευμα, «εγκαθέτους ιερείς οι οποίοι με «λοστούς» και «σκαρπέλα» διέρρηξαν τα παγκάρια της μονής και αφαίρεσαν τα υπάρχοντα χρήματα», ενώ επέβαλε το επιτίμιον της ακοινωνησίας στις μοναχές που αντιδρούσαν στη διορισμένη διοίκηση. Αυτά είναι κάποια από τα περιστατικά που συνθέτουν τον τρόπο δράσης του Μητροπολίτη πρώην Αττικής κ. Παντελεήμονος, όπως αυτά παρατίθενται στο πολυσέλιδο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθήνας με το οποίο παραπέμπεται να δικαστεί. Οι δικαστές επισημαίνουν ότι ο κατηγορούμενος μητροπολίτης συμπεριφέρθηκε «πέραν πάσης κανονικής τάξεως», εγκατέστησε «πρωτοφανές καθεστώς παραδιαχειρίσεως» και πραγματοποίησε «κυριολεκτικώς επιδρομή επί των χρημάτων της ιεράς μονής».


Εν έτει 1995, δηλαδή περίπου έναν χρόνο μετά την εκλογή του στη Μητρόπολη Αττικής, οι επισκέψεις του κ. Παντελεήμονος στην Ιερά Μονή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου και Οσίου Εφραίμ στη Νέα Μάκρη άρχισαν να πυκνώνουν, ώσπου σταθεροποιήθηκαν στις δύο τον μήνα. Ο μητροπολίτης ανά δεκαπέντε ημέρες επισκεπτόταν τη μονή και όταν έφευγε ήταν πλουσιότερος κατά 500.000 δρχ. Αυτό ήταν το ποσό που είχε από μόνος του ορίσει ότι θα λαμβάνει σε κάθε δεκαπενθήμερη επίσκεψή του. Οπως αναφέρεται στο βούλευμα: «Εκμεταλλευόμενος την ιδιότητά του και αφού αφενός εκτόξευε κατ’ αυτής (σ.σ.: της ηγουμένης Μακαρίας), ηλικίας 84 ετών, απειλές ότι θα την έσερνε στα εκκλησιαστικά δικαστήρια και θα την εξόριζε και αφετέρου της υποσχόταν ότι θα μεσολαβούσε για την αγιοκατάταξη του οσίου Εφραίμ, της ζητούσε να του καταβάλλει κάθε φορά το ποσό των 500.000 δρχ. από τα έσοδα της ιεράς μονής». Το ίδιο ποσό απαιτούσε και μετά τις ακολουθίες του Μεγάλου Αποδείπνου, του Νυμφίου και του Ευχελαίου της Μεγάλης Τετάρτης. Το σταθερό αυτό ποσό τριπλασιαζόταν σε ημέρες εξέχουσες για τη μονή, όπως ο εορτασμός του μαρτυρίου του οσίου Εφραίμ και αυτός της εύρεσης των λειψάνων του. Για καθέναν από αυτούς τους εορτασμούς ο κ. Μπεζενίτης λάμβανε το ποσό του 1,5 εκατ. δρχ.


Και ενώ οι δεκαπενθήμερες αυτές καταβολές παγιώθηκαν, ο μητροπολίτης δοκίμασε κάτι καινούργιο. Τον Ιούλιο του 1996, ασκώντας και πάλι πίεση στην ηγουμένη Μακαρία, την ανάγκασε να αναθέσει απευθείας το έργο της λιθεπένδυσης και επικεράμωσης του καμπαναριού της μονής στον εργολάβο Διονύσιο Μπαρζό αντί του ποσού των 35 εκατ. δρχ. Ποσό ιδιαίτερα μεγάλο, μιας και για το ίδιο έργο υπήρχαν προσφορές από 8 ως 17 εκατ. δρχ. Σύμφωνα με τις καταθέσεις μαρτύρων, τις οποίες υιοθετεί το βούλευμα, ο εργολάβος κράτησε το ποσό των 14 εκατ. δρχ. και αφού κράτησε και 4 εκατ. δρχ. που αντιστοιχούσαν στον ΦΠΑ, παρέδωσε τα υπόλοιπα 17 εκατ. δρχ. στον Μητροπολίτη πρώην Αττικής.


* «Τακτικά εμβάσματα»


H ηγουμένη Μακαρία όμως, στην οποία στηριζόταν ο Μητροπολίτης πρώην Αττικής για να λαμβάνει τα τακτικά «εμβάσματα», απεβίωσε λίγο καιρό αργότερα λόγω του προχωρημένου της ηλικίας της και άρα η θέση της ηγουμένης έπρεπε να πληρωθεί από άλλη μοναχή. H μονή δεν διέθετε εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας, όπως προβλέπεται από τη νομοθεσία. Αυτό το καθεστώς ήταν, όπως προκύπτει από το βούλευμα, που εκμεταλλεύθηκε και θέλησε να παρατείνει ο μητροπολίτης και μετά τον θάνατο της ηγουμένης Μακαρίας, όταν «αρνήθηκε επανειλημμένως την προώθηση του εν λόγω κανονισμού της μονής εις την Ιεράν Σύνοδον». Ο λόγος απλός, εκτιμούν οι δικαστές του Συμβουλίου Εφετών: επιδίωκε να έχει την πλήρη, και προς όφελός του, διαχείριση των οικονομικών της μονής.


Οι εκλογές για την ανάδειξη διοικήσεως και διαχειρίσεως της μονής διενεργήθηκαν κανονικά. Ο κ. Παντελεήμων Μπεζενίτης όμως ποτέ δεν αναγνώρισε το αποτέλεσμά τους. H αρχική του αμφισβήτηση στηρίχθηκε στην εκλογή της μοναχής Ευπραξίας Γκίκα ως ηγουμενοσυμβούλου καθώς σε βάρος της υπήρχε σε εξέλιξη ανακριτική διαδικασία. Επιπλέον θεώρησε απαράδεκτη την εκλογή δύο ακόμη μεγαλόσχημων μοναχών γιατί, όπως ο Μητροπολίτης πρώην Αττικής διατεινόταν, δεν είχαν υποστεί «κανονικήν κουρά». Μετά τις ενστάσεις του αυτές, κατέληξε στο ότι είχε δικαίωμα διορισμού ηγουμένης και ηγουμενοσυμβουλίου.


Οταν λίγο μετά τον διορισμό η μονή ανακοίνωσε στον κ. Παντελεήμονα ότι οι εκλογές θα επαναληφθούν, εκείνος ζήτησε την αναβολή τους και όρισε επιτροπή διαχειρίσεως έως ότου γνωμοδοτήσει για το ζήτημα της εκλογής ηγουμένης και ηγουμενοσυμβουλίου ο νομικός σύμβουλος της Ιεράς Μητροπόλεως Αττικής.


* H επιστολή της μοναχής


Ωστόσο στην επιλογή της επιτροπής υπήρξε κάτι παράδοξο. Ο κ. Παντελεήμων όρισε ως πρόεδρό της τη μοναχή για την οποία γνώριζε ότι ήταν υπόδικος ενώπιον του εκκλησιαστικού δικαστηρίου και για την οποία ο ίδιος είχε εγγράφως διατυπώσει την άποψη ότι δεν δικαιούται να συμμετάσχει στο ηγουμενοσυμβούλιο ως την έκδοση αποφάσεως του εκκλησιαστικού δικαστηρίου.


H μοναχή μετά την τιμή που της επεφύλαξε ο Μητροπολίτης πρώην Αττικής τού έστειλε επιστολή και του ζητούσε συγχώρεση. Επιπλέον τον διαβεβαίωνε ότι θα του αναφέρει όλα όσα συμβαίνουν στη μονή και τις σε βάρος του συνωμοσίες. Εκείνος, εγγράφως, της έδωσε συγχώρεση, ανέστειλε την εναντίον της πειθαρχική διαδικασία και τη διόρισε προσωρινή ηγουμένη.


Ωστόσο «ουδέν μονιμότερον του προσωρινού». Οι εκλογές διενεργήθηκαν αλλά ο κατηγορούμενος μητροπολίτης δεν αναγνώρισε και πάλι τα αποτελέσματα των εκλογών. Εξακολουθούσε να αναγνωρίζει για ηγουμένη την Ευπραξία Γκίκα, η οποία προσπαθούσε τώρα να επιβληθεί στη μοναστική αδελφότητα.


Μέσα στο κλίμα της γενικής αμφισβήτησης για τον διορισμό της ηγουμένης, ο Μητροπολίτης κ. Παντελεήμων επιχείρησε να επιβληθεί. Με ενέργειές του προς τον ΟΤΕ διέκοψε όλες τις τηλεφωνικές συνδέσεις της μονής και τη μόνη τηλεφωνική σύνδεση που άφησε σε λειτουργία ήταν αυτή στο κελί της διορισμένης ηγουμένης. «Πνέων μένεα» κατά της μοναστικής αδελφότητας, επέβαλε σε όλες τις μοναχές, πλην της ηγουμένης, το επιτίμιο της ακοινωνησίας.


Το καθεστώς της ελεγχόμενης διοίκησης που επέβαλε ο κ. Παντελεήμων Μπεζενίτης έληξε ύστερα από μακρύ δικαστικό αγώνα στον οποίο κατέφυγε η μονή αναζητώντας διέξοδο για τη διοίκησή της. H διορισμένη ηγουμένη κλήθηκε να παραδώσει στο εκλεγμένο ηγουμενοσυμβούλιο της μονής παρακρατηθέν ποσό 15 εκατ. δρχ. ή 45.000 ευρώ από διάφορες πηγές εσόδων της μονής και αρκετά βιβλιάρια τραπεζικών καταθέσεων. Αντί όμως να τα παραδώσει στο ηγουμενοσυμβούλιο, τα παρέδωσε στον μητροπολίτη, όπως επίσης και τα κλειδιά του χρηματοκιβωτίου της μονής στο οποίο φυλάσσονταν τιμαλφή και ιερά λείψανα αγίων.


ΠΟΙΟΣ EINAI


Ο κ. Παντελεήμων Μπεζενίτης γεννήθηκε στη Χίο και είναι πνευματικό παιδί του ισχυρού ιεράρχη των μεταπολεμικών δεκαετιών Μητροπολίτη Χίου Παντελεήμονος Φωστίνη, ο οποίος είχε ιδρύσει το ιερό τάγμα του Αγίου Παντελεήμονος που αποτέλεσε εκκολαπτήριο πολλών ιεραρχών στα μεταπολεμικά χρόνια. Ο Παντελεήμων Μπεζενίτης χειροτονήθηκε διάκονος το 1961, υπηρέτησε πολλά χρόνια στο εξωτερικό και το 1977 εξελέγη Μητροπολίτης Ζακύνθου. Το 1994 εξελέγη με το «μεταθετό» Μητροπολίτης Αττικής. Υστερα από καταγγελίες για σκάνδαλα ηθικής φύσεως και τη δημοσιοποίηση κασετών που περιείχαν συνομιλίες του με νεαρό, τέθηκε σε αργία από τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο, ενώ απομακρύνθηκε και από την Ιεραρχία.