Ενα από τα προβλήματα των εκκλησιαστικών μας πραγμάτων, που επιζητούν άμεσα λύση, είναι το νομικό πλαίσιο της απονομής της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης. Το ισχύον νομικό καθεστώς (N. 5383/ 1932) ήδη από την εποχή της έκδοσής του ­ πριν από 73 χρόνια ­ είχε γίνει αντικείμενο έντονης κριτικής εξαιτίας των πολλών απαράδεκτων ­ στις σύγχρονες αντιλήψεις περί ποινικού δικαίου ­ ρυθμίσεών του.


Το 1977, με δική μου τότε πρωτοβουλία ως αρμοδίου υπουργού, είχε συγκροτηθεί μια επιτροπή υπό την προεδρία ενός φωτισμένου ιεράρχου, του Μητροπολίτη Κίτρους Βαρνάβα (Τζωρτζάτου), που ύστερα από πολύμηνη εργασία συνέταξε πλήρες σχέδιο νόμο, το οποίο όμως μετά την αποχώρησή μου από το υπουργείο δεν προωθήθηκε ποτέ στη Βουλή για ψήφιση. Γι’ αυτό σήμερα χαιρετίζω την απόφαση που υπέγραψε πριν από λίγες ημέρες η υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων σχετικά με τη «συγκρότηση Επιτροπής για τη σύνταξη σχεδίου νόμου για την τροποποίηση των ισχυουσών διατάξεων περί εκκλησιαστικών δικαστηρίων».


Στην κορυφή των προβλημάτων, τα οποία θα κληθεί να αντιμετωπίσει η νέα νομοπαρασκευαστική επιτροπή, βρίσκεται η διαδικασία ενώπιον των επισκοπικών δικαστηρίων. Ο ισχύων νόμος προβλέπει ένα τέτοιο δικαστήριο σε κάθε Μητρόπολη, που συγκροτείται από τον οικείο μητροπολίτη και δύο κληρικούς με βαθμό πρεσβυτέρου. Οι δύο αυτοί ιερείς όμως, όταν παρίσταται και προεδρεύει επίσκοπος, έχουν μόνο συμβουλευτική ψήφο. Επιπλέον δε, λόγω του σύμφωνα με τους ιερούς κανόνες επισκοποκεντρικού χαρακτήρα του δικαστηρίου αυτού, δεν είναι επιτρεπτή η εξαίρεση του επισκόπου ακόμη κι αν είναι ύποπτος μεροληψίας.


Το μεγαλύτερο μέρος των μικρής βαρύτητας παραβάσεων του κλήρου αντιμετωπίζεται από τα επισκοπικά δικαστήρια με μη εφέσιμες ποινές, πολλές όμως από αυτές είναι πολύ επώδυνες, όπως π.χ. η στέρηση μισθού δύο μηνών, η εξάμηνη αργία ή η αναγκαστική μετάθεση σε άλλη ενορία, που για έναν οικογενειάρχη ιερέα στην επαρχία είναι εξοντωτική.


Αλλο κρίσιμο σημείο είναι ότι στην εκκλησιαστική δικονομία η δίωξη ασκείται από το ίδιο το όργανο που θα εκδώσει και την απόφαση, δηλαδή τον επίσκοπο. H διάκριση ανάμεσα στην εισαγγελική αρχή και στον δικαστή, που καθιερώνουν όλες οι κοσμικές νομοθεσίες, είναι στον χώρο της Εκκλησίας άγνωστη.


Προβλήματα εμφανίζει και η υπεράσπιση του κατηγορουμένου. Κατά τον N. 5383 οι παριστάμενοι στα εκκλησιαστικά δικαστήρια συνήγοροι είναι υποχρεωτικώς κληρικοί. H διάταξη αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο 11 του N. 1700/87 που επέτρεψε την παράσταση και δικηγόρων, δηλαδή λαϊκών. H Εκκλησία έδειξε ευθύς εξαρχής δυσπιστία προς τους δικηγόρους-συνηγόρους. H συμβολή όμως των συνηγόρων είναι σημαντική εν όψει του ότι επί των υποθέσεων που φέρονται ενώπιον των συνοδικών δικαστηρίων γίνεται επίκληση κανόνων δικαίου ηλικίας πολλών αιώνων, οπότε ο ερμηνευτικός τους συνδυασμός με σύγχρονες ερμηνευτικές αρχές αποβαίνει κρίσιμος στην έκβαση της δίκης.


Το θέμα της ερμηνείας των εφαρμοστέων κανόνων δικαίου συνδέεται και με την έλλειψη στην εκκλησιαστική δικονομία αναιρετικής διαδικασίας για τη διόρθωση νομικών σφαλμάτων στις εκδιδόμενες από τα εκκλησιαστικά δικαστήρια αποφάσεις. Ο ισχύων Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας (N. 590/77) προέβλεψε το ένδικο μέσο της αίτησης αναθεωρήσεως κατά τελεσίδικων αποφάσεων που εκδόθηκαν εναντίον πρεσβυτέρων, διακόνων ή μοναχών. H φύση του ένδικου αυτού μέσου παρέμεινε ακαθόριστη, επειδή οι λεπτομέρειες της εφαρμογής του αφέθηκε να προσδιοριστούν με τον (εκδοθησόμενο) νέο νόμο για τα εκκλησιαστικά δικαστήρια. Σκόπιμο θα ήταν η αίτηση αναθεωρήσεως να αντικατασταθεί με αίτηση αναιρέσεως ενώπιον της Ιεραρχίας, το μέσο δε αυτό να επεκταθεί και στους επισκόπους.


Οσα εκτέθηκαν πιο πάνω πολύ συνοπτικά, αφού η έκταση της φιλόξενης στήλης δεν αρκεί για ευρύτερες αναπτύξεις, δείχνουν ότι επιβάλλεται να γίνουν μεγάλα και θαρραλέα βήματα. Ως προς τις ποινές που τα δικαστήρια αυτά επιβάλλουν, καλό θα ήταν να απαλειφθούν οι περιουσιακού περιεχομένου ποινές. Ο ορισμός σε κάθε Μητρόπολη ορισμένων κληρικών για την άσκηση του ανακριτικού έργου και η υποβολή τους σε ταχύρρυθμη μετεκπαίδευση θα εξασφάλιζε καλύτερη και ταχύτερη περάτωση του σταδίου της προδικασίας. Οσο για την κύρια διαδικασία, φρονούμε ότι η ανάγνωση της κατάθεσης των μαρτύρων στον ανακριτή δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αντικαταστήσει την αυτοπρόσωπη εμφάνισή τους στο δικαστήριο.


Το ερώτημα όμως είναι: Αραγε θα γίνουν αυτά τα απολύτως αναγκαία βήματα για να μπορούμε να μιλάμε για εκκλησιαστική δικαιοσύνη ή θα επικρατήσουν απόψεις που θα διαιωνίσουν το σημερινό καθεστώς;


Ο κ. Ιωάννης M. Βαρβιτσιώτης είναι ευρωβουλευτής και πρώην υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων.