Στατέλη Φεβρουαρίου 1948 η κυβέρνηση της Αθήνας σήμανε συναγερμό στην τοπική και παγκόσμια κοινότητα στέλνοντας στην Ειδική Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για τα Βαλκάνια μια ένσταση κατά της «βίαιης αρπαγής των παιδιών από τους αντάρτες» και της μεταφοράς τους στα σύνορα των γειτονικών κρατών και από εκεί στις άλλες ανατολικοευρωπαϊκές χώρες. Προειδοποιούσε επίσης ότι «οι Πράκτορες του Μάρκου» άρχισαν μια απογραφή των παιδιών ηλικίας 3-14 ετών στη Βόρεια Ελλάδα. Ετσι το πιο ευάλωτο μέρος του ελληνικού πληθυσμού – τα παιδιά- βρέθηκε στο επίκεντρο ενός μακροχρόνιου ιδεολογικού, πολιτικού και προπαγανδιστικού αγώνα μεγάλων διαστάσεων, που θα είχε αποφασιστική επίδραση στη ζωή τους, μαζί με πολλές τραυματικές εμπειρίες που άφησαν μόνιμα σημάδια λόγω του χωρισμού, της απώλειας της συναισθηματικής προστασίας από τις οικογένειές τους και της ανατροφής τους σε μη φυσιολογικές συνθήκες. Η Δεξιά αυτό το ονόμασε «Παιδομάζωμα» ενώ η Αριστερά «Σωτηρία» που υπαγορεύθηκε από ανθρωπιστικούς λόγους προκειμένου να σωθούν τα παιδιά από τη «βαρβαρότητα του μοναρχοφασισμού». Ο καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Βελιγραδίου Μίλαν Ρίστοβιτς παρακολουθεί διεξοδικά τη διαδρομή που ακολούθησαν τα ελληνόπουλα εκείνα από τις εμπόλεμες ζώνες στις πόλεις της Γιουγκοσλαβίας- η χώρα δέχθηκε 11.000 παιδιά, ενώ περίπου 14.000 μεταφέρθηκαν μέσω των εδαφών της στις λαϊκές δημοκρατίες της Κεντρικής Ευρώπης και στην ΕΣΣΔ. Βέβαια τα σλαβόφωνα παιδιά παρέμειναν στη γιουγκοσλαβική επικράτεια…

«Αρπαγή και αφελληνισμός»
Μετά την Γ Δ Ολομέλεια, τον Σεπτέμβριο του 1947, γίνεται φανερό στην ηγεσία του ΚΚΕ ότι η πραγματοποίηση του σχεδίου «Λίμνες», που προέβλεπε να υπερδιπλασιαστεί ο αριθμός των ανταρτών (από 20.000 σε 50.000 άνδρες), δεν είναι εφικτή. Ετσι αποφασίστηκε να απομακρυνθούν τα παιδιά στις γειτονικές λαϊκές δημοκρατίες ώστε να στρατολογηθούν οι μητέρες τους στις τάξεις του Δημοκρατικού Στρατού (ΔΣΕ), όχι μόνο ως βοηθητικές στην κατασκευή οχυρώσεων και στη μεταφορά εφοδίων αλλά και ως μάχιμες στη γραμμή των πρόσω. Ενα ραδιοτηλεγράφημα που στέλνεται στις 30 Ιανουαρίου 1948 στους αντιπροσώπους της «Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης» στο Βελιγράδι από τη Βόρεια Ελλάδα που ήλεγχε ο ΔΣΕ απαιτούσε ο «Σπύρος» (ο Πέτρος Ρούσος, απεσταλμένος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ στη Γιουγκοσλαβία) να θέσει αμέσως «το θέμα της βοήθειας προς τα μικρά παιδιά που υποφέρουν από πείνα και άλλες κακουχίες στην Ελεύθερη Ελληνική Επικράτεια». Παίρνεται η απόφαση να οργανωθεί η περισυλλογή των παιδιών στις περιοχές που είχαν υπό τον έλεγχό τους οι αντάρτες και να μετακινηθούν σε ασφαλέστερα μέρη, κυρίως στη γειτονική Αλβανία και Γιουγκοσλαβία. Παράλληλα η Φρειδερίκη επισημαίνει την ανάγκη «να φτάσουμε στα παιδιά πριν τους κομμουνιστές» μέσα από τις δραστηριότητες του Βασιλικού Ιδρύματος Προνοίας ώστε να αποτραπεί «η αρπαγή και ο αφελληνισμός» τους. Τοπικές αρχές, Στρατός, Ναυτικό και Χωροφυλακή συνεργάζονται ώστε να μεταφερθούν 14.000 «ανταρτόπληκτα» παιδιά από τη Βόρεια Ελλάδα στις «παιδουπόλεις της Βασίλισσας Φρειδερίκης» στη Νότια Ελλάδα και στην Πελοπόννησο.

Το παιχνίδι των εντυπώσεων
Κάτω από αυτές τις συνθήκες αρχίζει να παίζεται το παιχνίδι των εντυπώσεων και της προπαγάνδας. Αμερικανοί πολιτικοί πιστεύουν ότι η απαγωγή παιδιών από τις μονάδες του Μάρκου Βαφειάδη «αποτελεί μέγιστη ψυχολογική γκάφα την οποία πρέπει να εκμεταλλευτούμε δίνοντάς της τη μεγαλύτερη δυνατή δημοσιότητα στις ΗΠΑ και αλλού». Ο επικεφαλής πάλι της Αμερικανικής Ιεραποστολής για Βοήθεια στους Ελληνες (ΑΜΑG) Ντουάιτ Γκρίσγουολντ τόνιζε ότι οι ελληνικές αρχές σε μια κατάσταση πανικού άρχισαν επίσης μια μαζική περισυλλογή παιδιών και μάλιστα «μερικές φορές διά της βίας», γεγονός που, όπως πίστευε, θα μπορούσε να τους στοιχίσει. Πάντως τον Αύγουστο του 1948 εκφράζεται η γνώμη στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ πως «δεν υπάρχουν επαρκείς αποδείξεις ότι σημαντικός αριθμός παιδιών πάρθηκαν διά της βίας από τους αντάρτες» και ότι υπάρχουν ελάχιστες ή καθόλου τεκμηριωμένες αποδείξεις πως οι γειτονικές κομμουνιστικές χώρες αναμείχθηκαν στην αρπαγή των παιδιών και ότι η εκκένωσή τους μπορεί να θεωρηθεί ενέργεια αποκλειστικά των δυνάμεων του Μάρκου. Στα μέσα Μαρτίου 1948 η Εκτελεστική Επιτροπή του Γιουγκοσλαβικού Ερυθρού Σταυρού με δημόσια δήλωσή της επισημαίνει ότι «υπάρχει ένας αυξανόμενος αριθμός παιδιών που διασχίζουν τα σύνορα γυμνά, ξυπόλυτα, πεινασμένα και εντελώς εξαντλημένα, που χρειάζονται βοήθεια κατεπειγόντως». Αρχίζει η διανομή τροφής και ρουχισμού, τα παιδιά πλένονται, απολυμαίνονται και εξετάζονται από γιατρούς για να σταλούν στη συνέχεια στα κέντρα υποδοχής που στήνονται πρόχειρα μέσα σε λίγες ώρες. Ο ελληνικός Τύπος κατηγορούσε τους βόρειους γείτονες ότι πάνω από 80.000

παιδιά είχαν «απαχθεί» και απαντούσε, αντικρούοντας αυτούς τους ισχυρισμούς, η «Ελεύθερη Ελλάδα», ο ραδιοσταθμός του ΚΚΕ που ιδρύθηκε το 1947 στη Μόσχα και μετέδιδε το πρόγραμμά του αρχικά από το Βελιγράδι και στη συνέχεια από το Βουκουρέστι.

«Μια σατανική διεθνής συνωμοσία»
Στον χορό μπαίνει και ο έλληνας υπουργός Εξωτερικών Κωνσταντίνος Τσαλδάρης, ο οποίος κατηγορεί τους «συμμορίτες» για την απαγωγή των παιδιών, ως μέρος της «εκστρατείας της κομμουνιστικής δικτατορίας» και ως μια «σατανική διεθνή συνωμοσία». Παράλληλα η εφημερίδα «Ακρόπολις» αναδημοσιεύει άρθρο του ελβετού δημοσιογράφου Μπασεσέ που μεταξύ άλλων υποδεικνύει τη γυναίκα του Μίλοβαν Τζίλας, υπουργό Μίτρα Μίτροβιτς, ως υπεύθυνη για τη μύηση των παιδιών στις αρχές του κομμουνισμού και για τη συμμετοχή τους στα κομμουνιστικά θεωρητικά πρότζεκτ, μια γυναίκα, όπως έγραφε, «σατανική και ανενδοίαστη». Το άρθρο υποστήριζε ακόμη ότι τα σπίτια όπου εγκαταστάθηκαν τα παιδιά οργανώθηκαν σύμφωνα με το ρωσικό σύστημα, αγόρια και κορίτσια μαζί, ενώ η βάση της ανατροφής τους ήταν ο κολεκτιβισμός. Ελεγε επίσης ότι διδάσκονται τη ρωσική γλώσσα από ρώσους δασκάλους και πως η εκπαίδευσή τους ήταν «κατά κύριο λόγο αθλητική και στρατιωτική». Για να αντικρούσει τις κατηγορίες της ελληνικής κυβέρνησης περί αρπαγής, το γιουγκοσλαβικό υπουργείο Εξωτερικών ζήτησε από την Κρατική Υπηρεσία Ασφαλείας πληροφορίες για αρκετά πρόσωπα που εφέροντο ως «απαχθέντα», όπως π.χ. η Γιορντάνκα Θεοδωρίδη, που, σύμφωνα με διακοίνωση της Βασιλικής Ελληνικής Πρεσβείας στο Βελιγράδι, είχε απαχθεί μαζί με πέντε ανήλικα παιδιά στα σύνορα με την Μπίτολα «από τους συμμορίτες Ευάγγελο Φερμάνη και Αγγελική Βολτσίση, από το χωριό Μπουφών». Η Θεοδωρίδη περιέγραψε πως τον Μάρτιο του 1948 μια ομάδα κυβερνητικών στρατιωτών από τη Φλώρινα περικύκλωσαν το χωριό και άρχισαν να παίρνουν τα παιδιά από τους γονείς τους. Οι γονείς, όπως είπε, έπρεπε να δώσουν χρυσάφι για να πάρουν πίσω τα παιδιά τους, παρ΄ όλο που μερικά ξέφυγαν και κατάφεραν να γυρίσουν στο χωριό από την πόλη όπου τα κρατούσαν.

Κλαίοντα και τρομοκρατημένα
Επειτα από τρεις εβδομάδες κατάφερε να φυγαδεύσει την κόρη της Σβέτα και «προκειμένου να βρει δουλειά και να θρέψει τα παιδιά της» πέρασε στη Γιουγκοσλαβία. Αλλες γυναίκες από την περιοχή δήλωσαν ότι μετά τον βομβαρδισμό των χωριών τους βάδιζαν μόνο νύχτα «με κρύο και με χιόνι» και την ημέρα κρύβονταν από τα αεροπλάνα που πολυβολούσαν όποιον εντόπιζαν. Οι κακουχίες του ταξιδιού άφηναν ορατά σημάδια και στα παιδιά: κλαίοντα και τρομοκρατημένα, ήταν βρώμικα και γεμάτα ψείρες, ενώ τα ρούχα τους είχαν γίνει κουρέλια. Οι ίδιες οι γυναίκες είχαν σε όλο το σώμα μελανιές και γδαρσίματα από τα βάτα, ενώ τα χέρια, ο λαιμός και οι ώμοι τους είχαν πρηστεί επειδή κουβαλούσαν τα παιδιά- άλλη δύο, άλλη τρία έσερνε μαζί της σε όλον τον κακοτράχαλο εκείνο δρόμο. Ο Ρίστοβιτς «σκάλισε» χιλιάδες σελίδες στα κρατικά αρχεία προσπαθώντας να ρίξει μια ψύχραιμη ματιά στα ταραγμένα γεγονότα της εποχής που οδήγησαν στη μαζικότερη έξοδο ελληνόπουλων στην ελληνική ιστορία- ένα γεγονός που σημαδεύτηκε από καχυποψία, αμφιβολία, πίκρα αλλά και ποταμούς ολόκληρους αίματος και δακρύων.