Πριν από πέντε χρόνια ο εκδότης Δημήτρης Παπαδήμας βρέθηκε στην Πεσκάρα, μικρή πόλη κοντά στη Ρώμη, για τον γάμο του ανιψιού του με μια Ιταλίδα. Ηταν εκεί, σε ένα παλιό βιβλιοπωλείο της περιοχής, που ανακάλυψε το βιβλιαράκι Η επίθεση εναντίον της Ελλάδας του οίκου Ιtalia Εditrice με έδρα το Καμπομπάσο. Χρειάστηκαν άλλα δύο χρόνια ώσπου να βρεθεί ο ιταλός εκδότης και η έδρα του, αφού το μέρος είχε αλλάξει στο μεταξύ όνομα και λεγόταν Φότζια, και επιπλέον δεν ήταν εύκολο να εντοπιστούν όλοι οι κάτοχοι δικαιωμάτων του φωτογραφικού υλικού του τόμου. Το βιβλίο τελικά κέρδισε μια δεύτερη ζωή στη χώρα των νικητών ή ηττημένων, ανάλογα από την οπτική γωνία. «Οι συγγραφείς αποφεύγουν να παραδεχτούν φανερά ότι οι Ιταλοί ηττήθηκαν» παρατηρεί στον ελληνικό πρόλογο ο φιλόλογος- συγγραφέας Χαράλαμπος Μπάλτας. Ωστόσο δεν γράφουν ούτε ότι νίκησαν. «Κανένας από τους λόγους που αναλύονται στις σελίδες αυτού του βιβλίου δεν θα μπορέσει ποτέ να δικαιολογήσει την ανούσια αιματοχυσία στα Αλβανικά βουνά ανάμεσα στους Ελληνες και τους Ιταλούς στρατιώτες» σημειώνουν εξαρχής.

΄Η πιλότος ή υπουργός Εξωτερικών
Προφανώς ο Μουσολίνι ήθελε να φανεί αντάξιος του Χίτλερ και σκόπευε αρχικά να προσαρτήσει μόνο την Αλβανία. Ο τορπιλισμός της «Ελλης» στο λιμάνι της Τήνου στη διάρκεια του εορτασμού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου παρουσιάζεται περίπου σαν μια γκάφα. Οπως έγραψε ο γαμπρός του Μουσολίνι, Γκαλεάνο Τσιάνο, στο ημερολόγιό του, μάλλον επρόκειτο για μια ανάρμοστη πρωτοβουλία του Διοικητή Αιγαίου: «Ενα ελληνικό πλοίο βυθίστηκε από ένα υποβρύχιο, που ακόμα δε γνωρίζουμε ποιο ήταν. Το συμβάν απειλεί να πάρει μεγαλύτερες διαστάσεις. Για μένα, πίσω του βρίσκεται η υπερβολή του Ντε Βέκι…». Στις 11 Οκτωβρίου, όμως, όταν ο Μουσολίνι έμαθε ότι οι Γερμανοί έστειλαν στρατεύματα στη Ρουμανία, αντέδρασε: «Ο Χίτλερ με φέρνει πάντα προ τετελεσμένου. Αυτή τη φορά θα τον πληρώσω με το ίδιο νόμισμα: θα μάθει από τις εφημερίδες ότι κατέλαβα την Ελλάδα. Ετσι θα επανέλθει η ισορροπία…». Στην ερώτηση του Τσιάνο αν ο διοικητής του Γενικού Επιτελείου Στρατού Μπαντόλιο ήταν σύμφωνος, ο Μουσολίνι συνέχισε: «Οχι ακόμα, αλλά να πάψω να θεωρούμαι Ιταλός αν δυσκολευτεί κανείς να αντιμετωπίσει τους Ελληνες».

Εναν μήνα αργότερα, στις 28 Νοεμβρίου, ο Ντούτσε θα συναντούσε τον Χίτλερ στη Φλωρεντία: «Φύρερ – είπε ο Ντούτσε όταν τον είδε- προελαύνουμε. Σήμερα το ξημέρωμα τα νικηφόρα στρατεύματά μας πέρασαν τα ελληνο-αλβανικά σύνορα». Και βιάστηκε να προσθέσει: «Μην ανησυχείτε. Ολα θα έχουν τελειώσει μέσα σε δεκαπέντε μέρες». Ο Χίτλερ είχε προσπαθήσει να τον συναντήσει ακριβώς για να του πει ότι «μια επίθεση στην Ελλάδα την εποχή των βροχών ήταν τεράστιο λάθος (πόσο δίκιο είχε!)» αλλά αναγκάστηκε να αποδεχτεί την κατάσταση. Στις 6 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940 η ιταλική επίθεση ξεκίνησε σε ένα μέτωπο μήκους 250 χλμ. Στο μεταξύ ο Τσιάνο εκμεταλλεύτηκε την απουσία του Μουσολίνι και προχώρησε σε βομβαρδισμούς του ελληνικού εδάφους συμμετέχοντας αυτοπροσώπως. «Επιτέλους ήλιος!- έγραψε στο ημερολόγιό του- ευκαιρία για έναν υπέροχο βομβαρδισμό της Θεσσαλονίκης! Στην επιστροφή δέχτηκα επίθεση από ελληνικά καταδιωκτικά. Ολα πήγαν καλά και έπεσαν δύο δικά τους…». Ο Μουσολίνι δεν ενέκρινε τη στάση του γαμπρού του: «΄Η θα κάνει τον πιλότο ή θα κάνει τον υπουργό Εξωτερικών». Το σύνολο της ιταλικής πολεμικής μηχανής διακινδύνευε από παντελή έλλειψη συντονισμού.

Η μεραρχία «Τζούλια» παραδίνεται
Από την 1η Νοεμβρίου κι έπειτα ξεκίνησε η ελληνική αντεπίθεση. Στη Ρώμη, όπου ήταν διάχυτη η ανησυχία για την κατάσταση, ο στρατηγός Βισκόντι Πράσκα απάντησε: «Πρόκειται για προσωρινές δυσκολίες λόγω προβλημάτων στις μεταφορές και λόγω της κακοκαιρίας». Στις 7 Νοεμβρίου, όμως, ο Πράσκα θα έστελνε τηλεγράφημα στον υπουργό Πολέμου: «Η επίθεσή μας εμποδίστηκε από εχθρική αντίσταση στοπ φρούδες ελπίδες για επίτευξη στόχου μέχρις αφίξεως άλλων μεραρχιών…». Η κατάσταση γινόταν όλο και πιο δύσκολη και στις 18 Νοεμβρίου, στο Παλάτσο Βενέτσια στη Ρώμη, ο Μουσολίνι δήλωνε μπροστά στους αρχηγούς των επαρχιακών οργανώσεων του κόμματος: «Τα δύσβατα λαγκάδια της Ηπείρου και οι λασπωμένοι δρόμοι τους δεν προσφέρονται για πολέμους-αστραπή, όπως υποστήριζαν οι αδιόρθωτοι που πολύ βολικά τοποθετούν καρφίτσες πάνω στους χάρτες…». Στις 3 Δεκεμβρίου όλος ο τομέας στο μέτωπο δέχτηκε μια βίαιη επίθεση. Ο Βερτσελίνο έγραψε στο Αρχηγείο: «Είναι καθήκον μου ως διοικητή να δηλώσω ότι οι μονάδες και οι άνδρες των μεραρχιών “Αρέτσο” και “Βενέτσια” υποχωρούν μπροστά στη μεγάλη δύναμη του εχθρού αλλά βάφουν τον δρόμο με το αίμα τους». Οι ενισχύσεις που περίμεναν όλοι δεν έφθασαν ποτέ και στις 30 Δεκεμβρίου η μεραρχία αλπινιστών «Τζούλια» παραδόθηκε.

Οι αποτυχίες των δύο πρώτων μηνών του πολέμου χρεώθηκαν στον Μπαντόλιο. Στις 6 Δεκεμβρίου ο στρατηγός Καβαλέρο, ο οποίος αντικατέστησε τον Μπαντόλιο, μετέβη στην Αλβανία και ενημερώθηκε από τον γενικό διοικητή Σκουέρο: «Τρόφιμα μηδέν. Εξάρτυση μηδέν. Μάλλινα ρούχα μηδέν. Αμελητέες ποσότητες πυρομαχικών. Οπλα και πολυβόλα έχουν εξαντλήσει όλες τους τις δυνατότητες. Ουσιαστικά μηδέν υλικά. Υγειονομικός εξοπλισμός δεν επαρκεί». Ακολούθησαν τέσσερις μήνες με μάχες μέχρις τελικής πτώσεως στο Αργυρόκαστρο, την Κλεισούρα και το Τεπελένι, ενώ στη Ρώμη ο Μουσολίνι απογοητευμένος εν όψει μιας πιθανής πολιτικής επίλυσης θα απαντούσε: «Από το να συνθηκολογήσουμε με την Ελλάδα καλύτερα να φύγουμε όλοι μαζί για την Αλβανία και να πεθάνουμε εκεί!». Για την τελευταία επίθεση του Μαρτίου 1941, οι συγγραφείς αναφέρουν: «Η μάχη ολοκληρώθηκε στις 19 με την τελευταία ηρωική προσπάθεια μιας χούφτας ανδρών υπό τον λοχαγό Τζόρτζιο ντε Μπορμόνε Πάρμα. Ο θαρραλέος αξιωματικός έπεσε στο πεδίο της μάχης μαζί με 66 από τους 150 άνδρες του, 23 τραυματίστηκαν σοβαρά και η περιοχή περιήλθε σε ελληνικά χέρια». Ο στρατηγός Καβαλέρο παραδέχτηκε λακωνικά ότι η μάχη «έριξε σημαντικά το ηθικό των στρατευμάτων μας».

Οι Ελληνες στα χέρια του Τζελόζο
Ο Μουσολίνι και πάλι αποφάσισε ότι «… πριν την επέμβαση της Γερμανίας είναι απαραίτητο να σημειώσουμε κάποια σημαντική επιτυχία γιατί διαφορετικά οι Γερμανοί θα έχουν κάθε λόγο να πουν ότι οι Ελληνες υπέκυψαν εξαιτίας τους» οπότε άρχισε να μελετά δεύτερη επίθεση εναντίον της Κλεισούρας. Ο στρατηγός Γκουτσόνι τον προειδοποίησε: «Ο πόλεμος εναντίον της Ελλάδας άρχισε άσχημα. Ας ελπίσουμε πως δε θα ολοκληρωθεί με χειρότερο τρόπο. Η επίθεση εναντίον της Κλεισούρας και νότια της Κλεισούρας δεν έχει καμία πιθανότητα επιτυχίας γιατί δεν θα αιφνιδίαζε τους Ελληνες και δε θα είχε την υποστήριξη νέων δυνάμεων. Πρέπει λοιπόν να μην εκτεθούμε σε μια αποτυχία και να επιτεθούμε ταυτόχρονα με τους Γερμανούς». Σε αυτό συμφώνησε και ο Χίτλερ.

Στις 28 Απριλίου τα γερμανικά τεθωρακισμένα του Ράιχ μπήκαν στην Αθήνα. «Καθώς όμως οι Ελληνες δεν είχαν καμία πρόθεση να καταθέσουν τα όπλα και να παραδοθούν στους Ιταλούς, τους οποίους δε θεωρούσαν νικητές, αποφάσισαν να παραδοθούν στο γερμανικό τεθωρακισμένο σώμα» αναφέρουν οι συγγραφείς. Δεν ήταν σε θέση, όμως, να επιβάλουν τους όρους τους. Ο Χίτλερ, πιεσμένος από τις επίμονες εκρήξεις του Μουσολίνι, ζήτησε από τον γερμανό στρατηγό Λιστ να επαναδιαπραγματευτεί την παράδοση ώστε να υποβληθεί το έγγραφο από τους Ελληνες και στον ιταλό στρατηγό Τζελόζο. Ετσι μπόρεσε ο Ντούτσε να ισχυριστεί στο τέλος ότι η γερμανική επέμβαση «είχε απλώς επισπεύσει την ελληνική κατάρρευση που ήταν αναμενόμενη και αναπόφευκτη». Οι συγγραφείς, ωστόσο, παίρνουν αποστάσεις από αυτό το συμπέρασμα.