Στην ιστορική συνείδηση του ελληνικού λαού ενυπάρχει πάντα ο φόβος της σύγκρουσης και του διχασμού στα εθνικά θέματα, δηλαδή στα θέματα εξωτερικής πολιτικής. H ανάγκη για εθνική συναίνεση αναδεικνύεται έτσι ως πάνδημη απαίτηση αλλά και ως επαρκές νομιμοποιητικό έρεισμα οποιασδήποτε πολιτικής. H στάση αυτή – ευρύτατα διαδεδομένη – φοβούμαι ότι παραγνωρίζει και αδικεί τα δεδομένα της πρόσφατης, δηλαδή της μεταπολιτευτικής, ιστορίας του τόπου μας. Τα τελευταία τριάντα χρόνια οι βασικές κατευθύνσεις της εξωτερικής μας πολιτικής διαμορφώθηκαν μέσα από τη συναίνεση των δύο μεγάλων κομμάτων και την αλληλοδιαδοχή τους στην ευθύνη των χειρισμών. Συγκροτήθηκε έτσι σταδιακά η ενιαία – κατά βάθος – γραμμή Κωνσταντίνου Καραμανλή – Ανδρέα Παπανδρέου, πάνω στην οποία οικοδόμησε τους χειρισμούς του ο Κώστας Σημίτης, μέσα βέβαια στα νέα διεθνή συμφραζόμενα που είχαν δημιουργηθεί.


Συναίνεση συνεπώς και υπήρχε και υπάρχει. H συναίνεση όμως δεν είναι υποκατάστατο της ουσιαστικής πολιτικής, αλλά προκαταρκτική προϋπόθεση για τη χάραξη και την εφαρμογή της.


Αν η συναίνεση είναι το πρώτο ζήτημα, η αίσθηση του χρόνου είναι το δεύτερο και πολύ πιο κρίσιμο ζήτημα. Αναφέρομαι βέβαια στον πολιτικό και όχι στον ημερολογιακό χρόνο. Σημασία έχουν οι λίγες κρίσιμες στιγμές που εκλύουν ευκαιρίες και προκλήσεις. Το momentum που δημιουργείται ως προς τον χειρισμό των διαφόρων θεμάτων. Βασική όμως προϋπόθεση για να συμβεί αυτό είναι η κυβέρνηση της κρίσιμης στιγμής να θέλει να επωμιστεί την ευθύνη των χειρισμών, δηλαδή της δύσκολης απόφασης ή των μεγάλων πρωτοβουλιών, και στη συνέχεια να αναζητήσει την αναγκαία εθνική συναίνεση.


H καθοριστική διαφορά αντιλήψεων μεταξύ της προηγούμενης και της σημερινής κυβέρνησης εντοπίζεται στο σημείο αυτό. Το ΠαΣοΚ είχε διαμορφώσει τις προϋποθέσεις ώστε η περίοδος που άρχισε με τις εκλογές του 2004 να είναι περίοδος καταλυτικών χειρισμών για όλα τα μεγάλα θέματα – το Κυπριακό, τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, το ζήτημα του οριστικού ονόματος της FYROM:


α. H ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση σε συνδυασμό με το Σχέδιο Αναν και τις συναφείς διαδικασίες έθετε εκ των πραγμάτων επί τάπητος το πολιτικό ζήτημα του νησιού αμέσως μετά τις εκλογές του Μαρτίου και πριν από την ενεργοποίηση της ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας.


β. H αναγόρευση του Δεκεμβρίου του 2004 σε καθοριστικό terminus ως προς την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας, με βάση τα πολιτικά κριτήρια που έθεσε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ελσίνκι συμπληρώνοντας τα γενικότερα κριτήρια της Κοπεγχάγης, δημιουργούσε εκ των πραγμάτων μια πύκνωση του χρόνου και των εξελίξεων ως προς τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ως παράμετρο όμως των γενικότερων ευρωτουρκικών σχέσεων.


γ. H ενδιάμεση συμφωνία με τα Σκόπια και η ισχύουσα ακόμη σύσταση του Συμβουλίου Ασφαλείας ως προς το όνομα της FYROM αποκτούσαν μετά τη Συμφωνία της Αχρίδας και τις πολιτικές επιπτώσεις που αυτή είχε (με χαρακτηριστικό παράδειγμα το πρόσφατο δημοψήφισμα) μια νέου τύπου δυναμική, που έπρεπε να διαχειριστεί ή έστω να πιθανολογήσει η ελληνική πλευρά.


Το πρόβλημα συνεπώς της εθνικής μας στρατηγικής δεν είναι πρόβλημα συναίνεσης, αλλά πρόβλημα αίσθησης του χρόνου και συγκεκριμένα πρόβλημα διαδοχής της κυβέρνησης του ΠαΣοΚ από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας στη συνείδηση της ευθύνης για τον χειρισμό των πυκνών και κρίσιμων στιγμών που διαμορφώθηκαν ή μπορούν να διαμορφωθούν για το καθένα από τα τρία αυτά θέματα.


Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η κυβερνητική επιχειρηματολογία εμφανίζει ως προς την αίσθηση του χρόνου μια προφανή λογική, και ιδίως πολιτική, αντίφαση:


H κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας ασκεί κριτική στις κυβερνήσεις του ΠαΣοΚ γιατί ως προς το Κυπριακό και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις είχαν σχεδιάσει και αποδεχθεί μια πύκνωση του πολιτικού χρόνου και των διπλωματικών εξελίξεων, με αποτέλεσμα η σημερινή κυβέρνηση να τίθεται αντιμέτωπη με κρίσιμα διλήμματα, όπως αυτό της Λουκέρνης και του δημοψηφίσματος για την Κύπρο ή του Ελσίνκι ως προς τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Αντιθέτως, η κυβέρνηση ασκεί κριτική στο ΠαΣοΚ γιατί στο ζήτημα των Σκοπίων οι εξελίξεις ως προς το όνομα δεν επιταχύνθηκαν, με αποτέλεσμα να βαρύνουν τη σημερινή κυβέρνηση τα προβλήματα που προέκυψαν από την πρόσφατη προκλητική αμερικανική πρωτοβουλία ως προς το όνομα των Σκοπίων.


Βασική συνεπώς λογική και πολιτική προϋπόθεση μιας εθνικής στρατηγικής είναι η σαφής τοποθέτηση της κυβέρνησης ως προς το αν θέλει ή όχι να διαμορφώσει και να διαχειριστεί αποφασιστικές στιγμές για όλα αυτά τα θέματα κατά τη διάρκεια της θητείας της. Οσο η κυβέρνηση και ο Πρωθυπουργός προσωπικά δεν απαντούν σε αυτό το καθοριστικό ερώτημα, θα αναπαράγεται και θα διαχέεται μια αμηχανία που δεν ενισχύει τη θέση της χώρας.


Αυτό επιτείνεται από το γεγονός ότι και τα τρία ζητήματα κινούνται μεν στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου και του ΟΗΕ, τοποθετούνται όμως πολιτικά πρωτίστως στο πεδίο των οργάνων και των διαδικασιών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Το ευρωπαϊκό πεδίο είναι ένα ανοικτό πεδίο διαρκούς και πολυεπίπεδης διαπραγμάτευσης στο οποίο τίθενται και εξελίσσονται όλα τα θέματα (από την «απογραφή» της ελληνικής οικονομίας ως τους μελλοντικούς πόρους του Δ’ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης και από τη μεταχείριση των μεσογειακών αγροτικών προϊόντων ως τους ρυθμούς της διεύρυνσης με την ένταξη των χωρών των δυτικών Βαλκανίων). Σε αυτό συνεπώς το πεδίο τίποτε δεν είναι πιο στείρο και αναποτελεσματικό από μια αμυντικού χαρακτήρα στάση που δεν διαμορφώνει ευρύτερες συσπειρώσεις και δεν εμφανίζεται με ευρωπαϊκό αλλά με στενά εθνικό μανδύα:


Ηδη αγωνιζόμαστε από τον Απρίλιο και μετά για την απόκρουση αρνητικών σχεδίων κανονισμών ως προς την Κύπρο και αφήνουμε προφανώς ανοικτό το ζήτημα των πολιτικών προϋποθέσεων που πρέπει να εκπληρώνει η Τουρκία πριν από την έναρξη ή κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για την πιθανή ένταξή της, σε σχέση με το Κυπριακό και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ανοίγουμε επίσης ζήτημα πιθανού ελληνικού βέτο στην ένταξη της FYROM, σύμφωνα με τις δηλώσεις του Πρωθυπουργού, αν δεν έχει βρεθεί ικανοποιητική λύση ως προς το όνομα. H διαχείριση των παραμέτρων αυτών, που βασίζονται στην αρχή της θεσμικής ισοτιμίας των κρατών-μελών και άρα της ομοφωνίας όπου αυτή προβλέπεται, πρέπει να γίνεται όμως έτσι, ώστε να διασφαλίζεται πολιτικά η διεθνής αξιοπιστία της χώρας. Για παράδειγμα, η προβολή ή η απειλή προβολής βέτο ως προς τη μελλοντική ένταξη των Σκοπίων, ενώ π.χ. αρχίζουν ή εξελίσσονται ομαλά οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Τουρκία, είναι μια θέση εξαιρετικά δύσκολα κατανοητή από τη διεθνή κοινότητα. Χρειαζόμαστε συνεπώς πιο λεπτομερείς και πιο πρωτότυπες προσεγγίσεις. Το ορόσημο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 17ης Δεκεμβρίου γίνεται έτσι πολύ πιο σημαντικό από ό,τι είχαν αρχικά προβλέψει τα συμπεράσματα του Ελσίνκι:


α. Το Ελσίνκι, σε συνδυασμό με τις πάγιες και δεδηλωμένες ελληνικές θέσεις και τους κανόνες του διεθνούς δικαίου, επιχειρούσε να δημιουργήσει, με καθοριστικό σημείο τον Δεκέμβριο του 2004, μια πύκνωση του χρόνου ως προς το ζήτημα της οροθέτησης της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.


β. Καθ’ οδόν, μετά την ένταξη της Κύπρου και την απόρριψη του Σχεδίου Αναν, ο Δεκέμβριος του 2004 απέκτησε υψηλή κρισιμότητα και ως προς το πολιτικό ζήτημα της Κύπρου ως σημείο ενδεχομένως καθοριστικό για τη δημιουργία μιας νέας διεθνούς δυναμικής.


γ. Τελευταίο στον κατάλογο αυτό προστέθηκε το ζήτημα των Σκοπίων με τη δήλωση του Πρωθυπουργού πως η Ελλάδα δεν θα συναινέσει στην ένταξη της χώρας αυτής στην Ευρωπαϊκή Ενωση και το ΝΑΤΟ χωρίς προηγούμενη συμφωνία ως προς το όνομα. Αυτό δεν τίθεται ως ζήτημα τον προσεχή Δεκέμβριο, ίσως όμως έπρεπε να τεθεί με τη μορφή μιας θετικής ελληνικής πρωτοβουλίας για την επιτάχυνση της ένταξης των Σκοπίων, με την προώθηση ενός ευρωπαϊκού σχεδίου υποστήριξης της οικονομίας της χώρας αυτής ώστε να εκπληρούνται οι ονομαστικές και τυπικές προϋποθέσεις της ένταξης και να αποκτούν έτσι νόημα οι σημαντικοί πολιτικοί λόγοι που θα είχε η Ευρωπαϊκή Ενωση για να υποστηρίξει την ενότητα και την υπόσταση του κράτους αυτού.


Δέχομαι απολύτως ότι οι συγκεκριμένοι χειρισμοί κάθε κυβέρνησης εν όψει μιας τόσο κρίσιμης στιγμής όσο το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 17ης Δεκεμβρίου δεν πρέπει να δηλώνονται δημόσια, αλλά να παραμένουν υπό συνθήκες «εποικοδομητικής ασάφειας». Αυτό όμως που πρέπει να γίνει επειγόντως είναι να αποφασίσουν ο Πρωθυπουργός και η κυβέρνηση με ποια αίσθηση του πολιτικού και διπλωματικού χρόνου θα κινηθούν. Με αίσθηση υπεκφυγής ή με αίσθηση ευθύνης;


Ο κ. Ευάγγελος Βενιζέλος είναι βουλευτής του ΠαΣοΚ, πρώην υπουργός.