H Εκθεση της Επιτροπής για την Τουρκία αναδεικνύει τρία σημαντικά πολιτικά ζητήματα και ταυτόχρονα «όρους» για να προχωρήσουν οι διαπραγματεύσεις ένταξης:


* Την ανάγκη για πραγματική, σταθερή και μη αναστρέψιμη προσαρμογή της Τουρκίας στους θεσμούς της δημοκρατίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, του «κράτους δικαίου» και του «πολιτικά αυτονόητου», που πρέπει να συντρέχει για μια χώρα που θέλει να ενταχθεί στο ευρωπαϊκό σύστημα.


* Την εξασφάλιση ενός πραγματικού και όχι απλώς «νομικού» μετασχηματισμού σχέσεων και ρυθμίσεων στην τουρκική κοινωνία, με τρόπο που να εξασφαλίζει τη θεσμική και λειτουργική σύγκλιση με την Ευρωπαϊκή Ενωση.


* Την πρόβλεψη ακόμη και για μόνιμες αποκλίσεις από το κοινοτικό κεκτημένο (π.χ., για την κίνηση των εργαζόμενων), προκειμένου να αποτραπούν εξελίξεις που θα μπορούσαν να θέσουν σε δοκιμασία τις σχέσεις των χωρών-μελών της EE με την Τουρκία, αλλά και τη σταθερότητα όλου του ευρωπαϊκού συστήματος.


H διαδικασία διαπραγμάτευσης προβλέπεται μακρόχρονη. H επεξεργασία απαντήσεων για ζητήματα που αφορούν τόσο το οικονομικό όσο και το πολιτικό και κοινωνικό πεδίο είναι εξαιρετικά σύνθετη και δύσκολη. Οι διεθνείς εξελίξεις που θα μεσολαβήσουν τα επόμενα 10-15 χρόνια προσθέτουν στο στοιχείο του μακρού χρόνου και το στοιχείο της αβεβαιότητας. H αβεβαιότητα ως προς το αποτέλεσμα επιτείνεται από την πρόθεση μιας σειράς χωρών να υποβάλουν την τελική Συμφωνία σε δημοψήφισμα, όταν η Τουρκία θα έχει αλλάξει όλα εκείνα τα πολιτικά και οικονομικά στοιχεία που είναι αναγκαία για την ένταξή της.


Στην Εκθεση υπάρχει μια μεγάλη απουσία: η Ελλάδα και τα συμφέροντά της. Το ανήσυχο ερώτημα κάθε έλληνα πολίτη είναι τι θα κερδίσει ή τι έχει να φοβηθεί η Ελλάδα από την ένταξη της Τουρκίας στην EE. Στη Σύνοδο Κορυφής του Ελσίνκι ο Κώστας Σημίτης ως πρωθυπουργός χάραξε μια νέα γραμμή. Δέχθηκε την αναγκαιότητα της υπέρβασης των εντάσεων που υπήρχαν μεταξύ των δύο χωρών. Ομως, σε μια στρατηγική θεώρηση των πραγμάτων, έθεσε δύο δικλείδες ασφαλείας για τα εθνικά συμφέροντα από το ενδεχόμενο της έναρξης διαπραγματεύσεων της Τουρκίας.


H πρώτη δικλείδα ασφαλείας αφορούσε την απεμπλοκή της ένταξης της Κύπρου από άλλες εξελίξεις, ακόμη και την επίλυση του Κυπριακού. Ευτυχώς, αυτό τουλάχιστον επιτεύχθηκε πριν από την κυβερνητική αλλαγή του Μαρτίου. H δεύτερη δικλείδα ήταν ότι πριν από οποιαδήποτε έναρξη διαπραγμάτευσης, και πάντως μέχρι τέλους του 2004, η Τουρκία θα έπρεπε να έχει ξεκαθαρίσει τι αμφισβητεί για την υφαλοκρηπίδα και, σε περίπτωση αδυναμίας διμερούς επίλυσης, να παραπεμφθεί το θέμα στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. H κυβέρνηση παραιτήθηκε από τον όρο αυτόν, επαναφέροντας στις διμερείς σχέσεις τα στοιχεία της αβεβαιότητας, του τυχαίου και της καλής διάθεσης της γείτονος χώρας.


Οποιος θεωρεί ότι πολιτικά το όφελος της Ελλάδας από μια Τουρκία μέλος της EE είναι τόσο μεγάλο, ώστε να πρέπει αυτή να στηριχθεί από την Ελλάδα – και πρέπει – περιπίπτει σε μια τεράστια αντίφαση αλλά και σε ένα στρατηγικό λάθος, όταν ταυτόχρονα παραιτείται από ένα κρίσιμο εργαλείο που μπορεί να εξασφαλίσει το ίδιον όφελος (δηλαδή τη μακρόχρονη ομαλότητα των σχέσεων) ανεξάρτητα από την αβέβαιη πορεία των διαπραγματεύσεων ένταξης. Θα ήταν εξαιρετικά κρίσιμη κίνηση η κυβέρνηση να επιδιώξει στη Σύνοδο Κορυφής του Δεκεμβρίου να επαναληφθεί ο όρος του Ελσίνκι με νέο χρονικό ορίζοντα.


Ο κ. Τάσος Γιαννίτσης είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, πρώην υπουργός Εξωτερικών.