Εννέα ημέρες μετά τη σύλληψη στη Θεσσαλονίκη του καταζητούμενου από την Ιντερπόλ Ντέγιαν Μιλένκοβιτς ή «Μπάγκσι», μέλους της «μαφίας του Ζέμουν», ο οποίος θεωρείται από τους βασικότερους υπόπτους για τη δολοφονία του σέρβου πρωθυπουργού Ζόραν Τζίντζιτς, στις 12 Μαρτίου του 2003, και οι άμεσα ενδιαφερόμενες σερβικές αρχές δεν ζήτησαν ακόμη επισήμως από την Ελλάδα την έκδοσή του. Τι συμβαίνει; Είναι απλώς θέμα γραφειοκρατίας, τρέχει κάτι άλλο ή μήπως έχουν βάση όσα κυκλοφορούν στο Βελιγράδι ότι κάποιοι στη σερβική πρωτεύουσα δεν επιθυμούν την επιστροφή του μαφιόζου στην πατρίδα του «για να μην ανοίξει το στόμα του»; Την ίδια στιγμή, οι αστυνομικές αρχές εξετάζουν τη σχέση που μπορεί να έχει με την υπόθεση ένας ακόμη σέρβος καταζητούμενος από την Ιντερπόλ, ο 44χρονος καταδρομέας Στράζιβουκ Σίνιτσα, που συνελήφθη στις αρχές της εβδομάδας κατά την είσοδό του στο ελληνικό έδαφος και για τον οποίον δεν ανακοινώθηκε μέχρι στιγμής τίποτε από τις αστυνομικές αρχές. Εναντίον του Σίνιτσα, που ήταν από τα μέλη της ασφάλειας του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, εκκρεμεί ένταλμα σύλληψης, καθώς κατηγορείται για τη δολοφονία συναδέλφου του καταδρομέα, ληστεία και εμπόριο όπλων.


Την πρώτη ημέρα, όταν έγινε γνωστή η σύλληψη του Μιλένκοβιτς, αρκετοί ήταν αυτοί που θεώρησαν ότι με την αναγκαστική επιστροφή του ο 34χρονος επαγγελματίας οδηγός αυτοκινήτου θα μπορούσε, καταθέτοντας στη διεξαγόμενη στο Βελιγράδι δίκη για τη δολοφονία Τζίντζιτς, να ρίξει φως στην υπόθεση, δεδομένου ότι είναι γνωστές οι σχέσεις του με τον βασικό κατηγορούμενο της υπόθεσης, τον Μίλοραντ Ούλεμεκ Λούκοβιτς ή «Λέγκια», πρώην διοικητή της Μονάδας Ειδικών Επιχειρήσεων, της γνωστής ως «Κόκκινοι Μπερέδες». Μάλιστα, η συνήγορος του «Μπάγκσι», Μπίλιανα Καΐγκανιτς, ζήτησε τη διακοπή της δίκης του «Λέγκια», ώσπου ο Μιλένκοβτς να οδηγηθεί από τη Θεσσαλονίκη στο Βελιγράδι για να καταθέσει. Ωστόσο, αυτή την κατάθεση φαίνεται ότι τρέμουν αρκετοί, ενώ η δικηγόρος του εκφράζει φόβους για τη ζωή του πελάτη της, καταγγέλλοντας ότι υπάρχει σχέδιο δολοφονίας του.


Ο «Μπάγκσι» κρυβόταν από τις 26 Φεβρουαρίου 2003, λίγες ημέρες αφότου αποπειράθηκε να δολοφονήσει τον Τζίντζιτς ρίχνοντας το φορτηγό που οδηγούσε πάνω στο αυτοκίνητό του. Ο σέρβος πρωθυπουργός, με το θωρακισμένο υπηρεσιακό του αυτοκίνητο, κατευθυνόταν προς το αεροδρόμιο του Βελιγραδίου για να ταξιδέψει στην Μπάνια Λούκα, όταν ένα φορτηγό με αυστριακές πινακίδες που οδηγούσε ο Μιλένκοβιτς με ιλιγγιώδη ταχύτητα έκοψε τον δρόμο στην αυτοκινητοπομπή και έπεσε πάνω στο πρωθυπουργικό αυτοκίνητο, χωρίς ευτυχώς να πετύχει τον στόχο του. Ο οδηγός του αυτοκινήτου συνελήφθη και κρατήθηκε δύο ημέρες στην Ασφάλεια, τελικά όμως αφέθηκε ελεύθερος, ενώ εναντίον του είχε απαγγελθεί μόνο η κατηγορία της πλαστογραφίας.


H αποφυλάκιση του Μιλένκοβιτς είχε προκαλέσει σάλο και την έντονη αντίδραση του υπουργού Δικαιοσύνης της Σερβίας, Βλάνταν Μπάτιτς, ο οποίος είχε τονίσει σε δηλώσεις του ότι «το σύστημα της Δικαιοσύνης χρίζει άμεσης εξυγίανσης», καταγγέλλοντας ότι οι αστυνομικές και δικαστικές αρχές προβαίνουν σε ενέργειες «που έχουν εκνευρίσει την κοινή γνώμη».


* H δολοφονία του Τζίντζιτς


Τελικά οι μαφιόζοι που επεδίωκαν να βγάλουν από τη μέση τον Τζίντζιτς πέτυχαν τον σκοπό τους, δύο εβδομάδες αργότερα, στις 12 Μαρτίου 2003, όταν ο πρωθυπουργός της Σερβίας έπεφτε νεκρός από σφαίρες ελεύθερου σκοπευτή ενώ εισερχόταν σε κυβερνητικό κτίριο στο Βελιγράδι. Τότε, ήταν φυσικό οι πρώτες υπόνοιες να στραφούν εναντίον του «Μπάγκσι», που πέρασε στην παρανομία και έγινε ένας από τους περισσότερο καταζητούμενους στη Σερβία, ενώ εναντίον του είχε εκδοθεί ένταλμα σύλληψης και από την Ιντερπόλ.


Παρά το γεγονός ότι ο Μιλένκοβιτς συμπεριλαμβανόταν στον κατάλογο των 10 πιο επικίνδυνων εγκληματιών της χώρας του, εν τούτοις όλο αυτό το διάστημα έμεινε στο απυρόβλητο από τη σερβική αστυνομία, επαληθεύοντας όσους τον ήθελαν να αποτελεί σύνδεσμο κάποιων υψηλά ιστάμενων κρατικών στελεχών και της μαφίας. «Πρέπει να θεωρείται σίγουρο ότι ισχυροί κύκλοι του παρακράτους, που από την εποχή ακόμη του Μιλόσεβιτς δρουν στο σερβικό κράτος, δεν επιθυμούν την παράδοση του Μιλένκοβιτς στα χέρια της Δικαιοσύνης» μας έλεγε πρόσφατα γνωστός σέρβος εκδότης. Στους 16 μήνες που μεσολάβησαν από τη δολοφονία του Τζίντζιτς, ο «Μπάγκσι» βρέθηκε τρεις τουλάχιστον φορές στα χέρια των σερβικών αστυνομικών αρχών, οι οποίες τον άφησαν να ξεφύγει. H τελευταία φορά, ήταν όταν, με βάση πάντα το διεθνές ένταλμα σύλληψης της Ιντερπόλ, συνελήφθη από τη βουλγαρική αστυνομία στις 11 Μαΐου και απελάθηκε στο Βελιγράδι μερικές ημέρες αργότερα. Οι σερβικές αρχές, όμως, τον άφησαν για μία ακόμη φορά ελεύθερο, κι εκείνος πέρασε με πλαστό διαβατήριο στην Ελλάδα, ενώ λίγο αργότερα τον ακολούθησε και η σύζυγός του, Γιάσνα.


Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η αποκάλυψη της συνηγόρου του Μιλένκοβιτς, ότι ο πελάτης της τρεις εβδομάδες πριν από τη σύλληψή του από την Ελληνική Αστυνομία, και ενώ μετακινούνταν συνεχώς μεταξύ Πιερίας και Χαλκιδικής, είχε επιχειρήσει να έρθει σε επαφή με τις Αρχές της Σερβίας, ώστε να παραδοθεί στο σερβικό προξενείο της Θεσσαλονίκης, θεωρώντας ότι απειλείται η ζωή του. Οπως όμως κατήγγειλε η κυρία Μπίλιανα Καΐγκανιτς, όταν προσπάθησε να επικοινωνήσει με τον υπουργό Εσωτερικών της Σερβίας, Ντράγκαν Γιότσιτς, για να συζητήσει τον τρόπο και τους όρους παράδοσης, έλαβε την απάντηση ότι δεν μπορούσε να γίνει καμία συζήτηση, καθώς «ο κύριος υπουργός λείπει σε διακοπές».


* H δίκη του αιώνα


Οπως προαναφέραμε, αυτοί που θέλουν να κρατήσουν τον «Μπάγκσι» μακριά από το Βελιγράδι και τα φώτα της δημοσιότητας, προσπαθούν να αποφύγουν μία δημόσια κατάθεσή του στο δικαστήριο της σερβικής πρωτεύουσας, όπου εκδικάζεται η υπόθεση της πιο εγκληματικής οργάνωσης που γνώρισε η Σερβία στη διάρκεια αυτού του αιώνα, της συμμορίας «Ζέμουν». H δίκη άρχισε στις 22 Δεκεμβρίου 2003 και αρχικά κατηγορούνταν 36 άτομα για 14 δολοφονίες, τρεις απαγωγές, τρεις τρομοκρατικές ενέργειες και σύσταση εγκληματικής οργάνωσης. Στις 17 Φεβρουαρίου του 2004 η υπόθεση της δολοφονίας του πρωθυπουργού της Σερβίας διαχωρίστηκε από τις υποθέσεις των υπόλοιπων εγκλημάτων. Για τη δολοφονία του Ζόραν Τζίντζιτς και την απόπειρα δολοφονίας του επικεφαλής της προσωπικής φρουράς του Μίλαν Βερούοβιτς κατηγορούνται 13 άτομα, από τους οποίους οι έξι κάθονται στο εδώλιο – οι Μίλοραντ Λούκοβιτς, Ζβέζνταν Γιοβάνοβιτς, Ντούσαν Κρσμάνοβιτς, Σάσα Πεγιάκοβιτς, Μπράνισλαβ Μπεζάρεβιτς, Ζέλκο Τόγιαγκα -, ενώ οι υπόλοιποι διαφεύγουν τη σύλληψη και δικάζονται ερήμην.


Ο Μίλοραντ Λούκοβιτς παραδόθηκε στις αρχές Μαΐου στις αστυνομικές αρχές, αφού επί 14 μήνες διέφευγε τη σύλληψη. Ο 36χρονος πρώην διοικητής της ειδικής αστυνομικής δύναμης «Κόκκινοι Μπερέδες» του Μιλόσεβιτς και πρώην μέλος της Λεγεώνας των Ξένων θεωρείται εγκέφαλος της δολοφονίας του Τζίντιτς στις 12 Μαρτίου 2003 και βασικός μάρτυρας για ορισμένα πολιτικά εγκλήματα που διαπράχθηκαν επί εποχής Μιλόσεβιτς.


ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΟ ΕΓΚΛΗΜΑ Εργα και ημέρες της «μαφίας του Ζέμουν»


H «μαφία του Ζέμουν» κατηγορείται για τη δολοφονία του πρώην προέδρου της Σερβίας και αυτή του μέντορα του Μιλόσεβιτς, Ιβάν Στάμπολιτς, στις 25 Αυγούστου 2000, για δύο απόπειρες κατά του Ντράσκοβιτς, για δεκάδες απαγωγές τα τελευταία χρόνια, για περισσότερες από 50 δολοφονίες στο Βελιγράδι και σε άλλες πόλεις της Σερβίας, για εμπόριο ναρκωτικών και οργάνωση δικτύου πώλησης όπλων και παροχής «προστασίας» στην πρώην Γιουγκοσλαβία και στην Ευρώπη.


Ο «Λέγκια» υπήρξε μέλος, από το 1991, των παραστρατιωτικών ομάδων του Αρκάν και έγινε αρχηγός των Μονάδων Ειδικών Επιχειρήσεων («Κόκκινοι Μπερέδες») τον Οκτώβριο του 1998. H συνεργασία του με τον Τζίντζιτς στις 5 Οκτωβρίου 2000 για την ανατροπή του Μιλόσεβιτς θεωρήθηκε σωτήρια από τον σέρβο πρωθυπουργό, που είπε αργότερα: «Πολλοί του χρωστάνε τη ζωή τους, ανάμεσά τους κι εγώ». Αυτές οι ενέργειες του Λούκοβιτς αύξησαν τις μετοχές του βοηθώντας τη μαφία να αποκτήσει τεράστια οικονομικά μέσα, με άμεση επιρροή σε εφημερίδες και δημοσιογράφους, με πρόσβαση στην αστυνομία και στη Δικαιοσύνη και με δυνατότητες εξαγοράς προσώπων και θεσμικών παραγόντων. Αλλα ηγετικά στελέχη της «Ζέμουν» υπήρξαν ο Μίλε Λούκοβιτς, γνωστός με το παρατσούκλι «Νονός», ο Βλαντίμιρ Μιλισάβλιεβιτς, ο επονομαζόμενος «Ηλίθιος», και ο Μλάντιαν Μίτσιτς, με το παρατσούκλι «Ποντικός».


Το βασίλειο του Λούκοβιτς άρχισε να κλονίζεται όταν απαλλάχθηκε των καθηκόντων του, στους «Κόκκινους Μπερέδες», τον Ιούνιο του 2001, μετά το κάψιμο μιας ντισκοτέκ και πυροβολισμούς σε κλαμπ του Βελιγραδίου. Παράλληλα, άρχισε ανοιχτή σύγκρουση της κυβέρνησης Τζίντζιτς με τη «μαφία του Ζέμουν», που άρχισε να κατηγορεί τον σέρβο πρωθυπουργό για έλλειψη πατριωτισμού.


Μετά τη σύγκρουση αυτή με τις Αρχές, ο «Λέγκια» ανέλαβε αρχηγός της «Ζέμουν», η οποία επί των ημερών του αύξησε τα μέλη της σε περισσότερα από 200 και κατάφερε να κυριαρχήσει στον υπόκοσμο του Βελιγραδίου με κύριο αντίπαλο την εγκληματική οργάνωση Σούρτσιν. Ενα από τα βασικά στελέχη της «Ζέμουν» ήταν ο Μιλένκοβιτς. Σύμφωνα με τη δήλωση της σερβικής κυβέρνησης, η αποφασιστικότητα του Τζίντζιτς να καταστείλει το οργανωμένο έγκλημα ήταν αυτή που σφράγισε τη μοίρα του.