Τα «χρέη» των νοσοκομειακών προϋπολογισμών δεν αποτελούν παρά την εκτίμηση ενός δομικού ελλείμματος του τρόπου οικονομικής λειτουργίας και χρηματοοικονομικής διαχείρισης των νοσηλευτικών ιδρυμάτων. Το φαινόμενο εμφανίζεται στις αρχές της δεκαετίας του 1990 με προοδευτικά αυξανόμενη ένταση ως σήμερα και όλες οι προσπάθειες χειραγώγησής του έχουν αποδεχθεί ατελέσφορες. Στον πυρήνα του προβλήματος βρίσκεται η δομή του νοσηλίου (σχετικά κλειστό), η οποία δεν συνδέει το κόστος παραγωγής και το παραγόμενο έργο με αντίστοιχες χρηματοδοτικές ροές.


Ως ένας από τους βασικούς αιτιολογικούς παράγοντες θεωρείται η μη ύπαρξη «κλειστών – σφαιρικών» προϋπολογισμών, φαινόμενο το οποίο μεταβάλλει τη διαχείριση των προϋπολογισμών (κορυφαία οικονομική λειτουργία) σε απλή ταμειακή διαχείριση. Στους παράγοντες αυτούς είναι αναγκαίο να προσθέσει κανείς την απουσία μηχανισμών συγκράτησης του κόστους και ελέγχου των δαπανών, όπως είναι ο έλεγχος της προσφοράς και κυρίως της υψηλής βιοϊατρικής τεχνολογίας. Τα προβλήματα πλημμελούς διαχείρισης των προμηθειών βεβαίως έχουν συμβολή, αλλά η υπερτίμησή τους υποτιμά το ουσιαστικό διαχρονικό πρόβλημα.


Ανεξάρτητα από τις προθέσεις και τις επιδιώξεις του πολιτικού συστήματος, η αγορά υγειονομικών υπηρεσιών στη χώρα μας έχει ισχυρά ανταγωνιστικά στοιχεία, δεδομένου ότι χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό ελευθερίας επιλογής των χρηστών, και σχετικά μη ελέγξιμη λειτουργία της προσφοράς και των επενδυτικών δραστηριοτήτων.


Κατά συνέπεια, σε μια τέτοια αγορά «τα χρήματα οφείλουν να ακολουθούν τους ασθενείς», δηλαδή να συνδέουν την αποζημίωση των νοσοκομείων με το παραγόμενο έργο, το οποίο στην περίπτωση αυτή συγκεκριμενοποιείται με τη διαμόρφωση νοσηλίου ανάλογα με τη βαρύτητα της νόσου. Είναι προφανές ότι το σύστημα αυτό θα δημιουργήσει προβλήματα βιωσιμότητας στις μικρομεσαίες και περιφερειακές νοσοκομειακές μονάδες, κυρίως του δημοσίου τομέα, και δεν μπορεί να εφαρμοστεί υπό την καθαρή του μορφή. Αντιθέτως, ο συνδυασμός αυτού του συστήματος με την ύπαρξη κλειστών σφαιρικών προϋπολογισμών, μέσω ενός φορέα κατανομής των πόρων, είναι πιθανώς η κατάλληλη απάντηση στο πρόβλημα και αποτελεί την ικανή και αναγκαία συνθήκη για να εφαρμοστούν κοινωνικά αποδεκτές πολιτικές ελέγχου του κόστους και της συγκράτησης των δαπανών. Το υπόδειγμα αυτό μπορεί να εφαρμοστεί με τη μεταφορά των κρατικών επιχορηγήσεων προς τους ασφαλιστικούς φορείς, πράγμα το οποίο θα ενισχύσει τη διαπραγματευτική θέση τους στην αγορά και θα προκαλέσει μια πιο ισόρροπη σχέση ανάμεσα στην προσφορά (νοσοκομεία) και τη ζήτηση (ασφάλιση – ασθενείς).


Συμπερασματικά, η ρύθμιση του «χρέους» των νοσοκομείων με ομόλογα, μέσω των αλληλόχρεων λογαριασμών ή με δανεισμό, είναι χωρίς προοπτική αν δεν έχει ως προϋπόθεση την εφαρμογή σοβαρών διαρθρωτικών αλλαγών.


Ο κ. Γιάννης Κυριόπουλος είναι καθηγητής Οικονομικών της Υγείας.