Μόλις έναν αιώνα νωρίτερα το μόνο που την απειλούσε ήταν οι πειρατές. Σήμερα οι «εισβολείς» που διαταράσσουν την «τάξη» στη λεκάνη της Μεσογείου είναι πολλοί και διαφορετικοί. H αλλαγή του κλίματος και η αύξηση της θερμοκρασίας που αυτή συνεπάγεται, η εντατική αλιεία, η αύξηση του πληθυσμού κάποιων ειδών, π.χ. των φυκών, αλλά και η μείωση του πληθυσμού άλλων, π.χ. του τόνου και της σαρδέλας, είναι μερικοί από τους «εχθρούς» της Μεσογείου, όπως καταγράφονται από τους επιστήμονες.


Σε αυτούς τους «εχθρούς» πρέπει να προστεθούν τα εμπορικά και πετρελαιοφόρα πλοία, καθώς η διέλευσή τους από τη Μεσόγειο επιβαρύνει με τόνους αποβλήτων την υδάτινη λεκάνη, αλλά και εκατομμύρια τουρίστες οι οποίοι συρρέουν κάθε καλοκαίρι στις ακτές της και φροντίζουν να κάνουν… αισθητή την παρουσία τους. Ολοι ετέθησαν (για μία ακόμη φορά) στο μικροσκόπιο των ειδικών την περασμένη εβδομάδα στο πλαίσιο συνάντησης με θέμα τη βιοποικιλότητα που πραγματοποιήθηκε στη Λευκωσία της Κύπρου από το Πρόγραμμα για το Περιβάλλον του ΟΗΕ.


Από το 1869, οπότε διανοίχθηκε η διώρυγα του Σουέζ, δεκάδες είδη του φυτικού και του ζωικού βασιλείου έχουν εισέλθει στη Μεσόγειο από τον Ινδικό ωκεανό. Από τα πλέον γνωστά «λεσεψιανά είδη», όπως ονομάστηκαν αυτοί οι «μετανάστες του νερού» από τον κατασκευαστή της διώρυγας Λεσέψ, είναι τα μακροφύκη Caulerpa Taxifolia και Caulerpa Racemosa, τα οποία παρακολουθούνται στενά από τους επιστήμονες μετά τη φρενήρη, καταστρεπτική σε πολλές περιπτώσεις, εξάπλωσή τους στη Δυτική και Κεντρική Μεσόγειο τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Οπως μάλιστα ανέφερε στο συνέδριο ο θαλάσσιος βιολόγος κ. A. Δημητρόπουλος, «το δεύτερο είδος φαίνεται ότι έδρασε πιο «ύπουλα» και παραπλανητικά διότι, αν και είχε εντοπιστεί από τα μέσα του περασμένου αιώνα, άρχισε να επεκτείνεται και να «ανταγωνίζεται» τα αυτόχθονα είδη πολύ αργότερα, από τις αρχές της δεκαετίας του ’70».


Σήμερα οι νέες «αφίξεις» καταγράφονται με προσοχή για έναν ακόμη λόγο: εκτός από τις ανατροπές που ενδέχεται να προκαλέσουν στο θαλάσσιο οικοσύστημα, οι ειδικοί θέλουν να παρατηρήσουν το πώς θα επιβιώσουν στις… τροπικές κλιματικές συνθήκες που χαρακτηρίζουν πλέον τη λεκάνη της Μεσογείου. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Εθνικού Συμβουλίου Ερευνών της Ιταλίας (Consiglio Nazionale delle Ricerche, CNR), η μέση θερμοκρασία στα νερά της Μεσογείου το περασμένο καλοκαίρι ήταν 27 βαθμοί Κελσίου, μια θερμοκρασία που απαντάται συνήθως σε τροπικά νερά!


H μείωση στους πληθυσμούς των φυτικών και των ζωικών ειδών είναι ένα ακόμη πρόβλημα που απασχολεί τους ειδικούς. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Προγράμματος για το Περιβάλλον που παρουσιάστηκαν στη Λευκωσία, συνολικά 104 θαλάσσια είδη κινδυνεύουν με εξαφάνιση – από αυτά το 18% είναι ψάρια και το 16% είναι μαλάκια. «H εντατική αλιεία σε συνδυασμό με την εξάπλωση των «λεσεψιανών εισβολέων» αποτελούν τον υπ’ αριθμόν 1 κίνδυνο για τη Μεσόγειο θάλασσα» τόνισε ο καθηγητής Ζάινεμπ Μπελκχάιρ, συντονιστής του Σχεδίου Δράσης για τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο.


H «κατάσταση» της Μεσογείου επιβαρύνεται από το γεγονός ότι πρόκειται για μια κλειστή υδάτινη λεκάνη της οποίας τα αποθέματα ανανεώνονται με πολύ αργούς ρυθμούς – χρειάζονται τουλάχιστον 80 χρόνια, όπως ανέφεραν οι επιστήμονες. Αυτό το στοιχείο ωστόσο δεν φαίνεται να επηρεάζει σημαντικά ούτε βέβαια να αποτρέπει όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες είτε στις ακτές είτε στη θάλασσα της Μεσογείου. Είναι ενδεικτικό ότι το 28% των θαλασσίων μεταφορών πετρελαίου παγκοσμίως γίνεται μέσω της Μεσογείου, η οποία κατά συνέπεια βρίσκεται διαρκώς υπό τον κίνδυνο κάποιας οικολογικής καταστροφής τύπου «Prestige», ενώ 60 διυλιστήρια «εναποθέτουν» στα νερά της κάθε χρόνο περίπου 20.000 τόνους πετρελαίου! Τέλος, αθόρυβη αλλά εξίσου «καταστρεπτική» είναι και μια άλλη δραστηριότητα: αυτή του τουρισμού. Περί τους 170 εκατ. τουρίστες κατακλύζουν κάθε καλοκαίρι τα 46.000 χιλιόμετρα των ακτών της Μεσογείου, ενώ, αν συνυπολογιστούν και οι μόνιμοι κάτοικοι των παραθαλάσσιων περιοχών, ο τελικός αριθμός των «εισβολέων» τριπλασιάζεται.