Είχα κάμποσο καιρό ν’ ανέβω στη Θεσσαλονίκη κι όταν το αποφάσισα, άρχισα να παίρνω τηλέφωνο τους φίλους μου εκεί. Πρώτα τον Γιάννη.


«Πότε φτάνεις;».


«Δευτέρα πρωί, στις δέκα. Με την Ολυμπιακή».


«Εντάξει, θά ‘ρθω να σε πάρω. Θα πάμε κατευθείαν σπίτι, θα κολυμπήσουμε στην πισίνα και θα πούμε στον Βαγγέλη να μας ψήσει τα καλύτερα ψάρια».


Ηταν ό,τι χρειαζόμουν για να χαλαρώσω και να ξεκουραστώ. Επειτα τηλεφώνησα στον Τάκη.


«Αντε, καιρός ήταν. Νόμιζα πως μας ξέχασες. Θά ‘ρθω να σε πάρω, να πάμε στο Σέιχ Σου να πιούμε ένα τσιπουράκι».


«Θά ‘ρθει να με πάρει ο Γιάννης».


«Γιατί, επειδή έχει Μερσεντές; Μπαστάρδεψες κι εσύ εκεί στα Κολωνάκια. Ξέχασες σε τι βουνά και θάλασσες σ’ έχει πάει το αμαξάκι το δικό μου».


«Πού να κάτσω, ρε Τάκη; Πάντα γεμάτο μπογιές και γλάστρες είναι. Ασε τα καθίσματα…».


«T’ άλλαξα τα καθίσματα. Θα το ‘πλενα κιόλας, ρε συ, θα το στόλιζα…».


«Εντάξει, Τάκη, εντάξει. Ελα».


«Ετσι μπράβο. Πότε έρχεσαι;».


«Τρίτη πρωί, στις δέκα».


«Θα ‘μαι εκεί».


Μετά πήρα τον Διαμαντή.


«A, ωραία!» φώναξε περιχαρής. «Θα παραγγείλω ψάρια και φεύγοντας από το αεροδρόμιο θα περάσουμε να τα πάρουμε. Κουτσομούρα για τηγάνι, γαύρο για σαχανάκι, μπακαλιαράκια, γοβγιούς, ό,τι σου αρέσει».


«Διαμαντή, είπα στον Τάκη να ‘ρθει να με πάρει».


«Ποιον Τάκη, τον γνωστό Τάκη; Το «είπα ξείπα» αυτός δεν το ‘βγαλε, ρε συ; Πάρ’ τον και πες του «όχι». Εσύ δεν ορκίστηκες να μην ξαναμπείς στο αυτοκίνητό του, επειδή κάθε φορά σκίζεται στο κάθισμα το παντελόνι σου;»


«T’ άλλαξε, είπε, τα καθίσματα».


«Και τον πιστεύεις; Πάντα έτσι λέει. Θα σε πάει πάλι στο Σέιχ Σου και θα φύγετε πάλι νύχτα και μεθυσμένοι από ‘κεί. Εξάλλου εσύ λες ότι το μπαλκόνι μου είναι το καλύτερο τσιπουράδικο της Θεσσαλονίκης. Δεν το λες;».


«Το λέω. Τετάρτη φτάνω, δέκα το πρωί».


Θεώρησα καλό να μην τηλεφωνήσω σε άλλο φίλο.


Από το σπίτι του Γιάννη έφυγα νύχτα. Ολη τη μέρα τρώγαμε και πίναμε. Αυτός λίγο, εγώ πολύ, αφού δε θα τα ‘χα κι αύριο. Ξεκινήσαμε με τσίπουρο και χαβιάρι, περάσαμε στις γαρίδες, στις γλώσσες, στα καλύτερα άσπρα κρασιά, το απόγευμα αντί καφέ ήπιαμε σαμπάνια, μετά ένα καταπληκτικό ουίσκι και τέλος με το μοσχαρίσιο φιλέτο κόκκινο κρασί. Ημουν ανίκανος να περπατήσω, να μιλήσω, όμως επέμενα να κοιμηθώ σπίτι μου και καλέσαμε ταξί. Επεσα με τα ρούχα στο κρεβάτι και κάποια στιγμή ξύπνησα τρομαγμένος. Κοίταξα το ρολόι, ίσα που προλάβαινα. Στην εξώπορτα συνάντησα την αδερφή μου που πήγαινε στη δουλειά.


«Αδερφούλη, εδώ είσαι; Πότε ήρθες;».


«Χτες».


«Δεν είπες τίποτα και φεύγεις κιόλας;».


«Δε φεύγω, μια βόλτα πάω».


«Βόλτα με τη βαλίτσα στο χέρι;».


«Θα σε δω αργότερα».


Οπως τα είχε προβλέψει ο Διαμαντής, έτσι κι έγινε με τον Τάκη. Πήγαμε στο καφενείο του δάσους και φύγαμε σκοτάδι από ‘κεί. Το πρωί στην εξώπορτα συνάντησα πάλι την αδερφή μου.


«Εχεις τρελαθεί, καλέ; Πάλι βόλτα με τη βαλίτσα πας;».


Πήγα με ταξί στο αεροδρόμιο και περίμενα. Είχα μισοκοιμηθεί, όταν με σκούντησε ένα χέρι κι είδα από πάνω μου τον Διαμαντή.


«Εδώ είσαι; Μόλις μου είπανε ότι το αεροπλάνο σου έχει μισή ώρα καθυστέρηση. Εσύ πώς έφτασες, με αλεξίπτωτο σε πετάξανε;».


Δε μίλησα. Νομίζω πως όλη τη μέρα δε μίλησα. Ετρωγα όμως κι έπινα και το βράδυ με πήγε σπίτι. Ξύπνησα μούσκεμα στον ιδρώτα και παίρνοντας την τσάντα τράβηξα βιαστικά για την έξοδο. H αδερφή μου κρατούσε την πόρτα για να βγω κοιτώντας με παράξενα.


«Αλλαξε τουλάχιστον ρούχα, ξυρίσου λίγο».


Τη φίλησα και πήγα στο αεροδρόμιο. Κάθισα λίγο σε μια καρέκλα και μετά θυμήθηκα πως δεν περίμενα κανέναν πια. Με σερνάμενα βήματα πήγα στη θυρίδα κι έβγαλα επιστροφή με την επόμενη πτήση.


(απόσπασμα)