Ο ιταλός πολιτικός Καμίλο Μπένσο κόμης του Καβούρ γεννήθηκε στο Τουρίνο, πρωτεύουσα του βασιλείου Σαρδηνίας-Πεδεμοντίου. Ηταν γόνος παλαιάς αριστοκρατικής οικογενείας με μακρά ιστορία στην υπηρεσία του οίκου της ΣαβοΪας που κατείχε τον θρόνο. Από 10 ως 16 ετών ο Καβούρ φοίτησε στη Στρατιωτική Ακαδημία του Τουρίνου, όπου ήλθε σε επαφή με τις φιλελεύθερες πολιτικές ιδέες της εποχής. Το ενδιαφέρον του για αυτές τις ιδέες και οι συναναστροφές που αυτό συνεπαγόταν ανησύχησαν τον πατέρα του, ενώ και ο ίδιος ο Καβούρ αντιλαμβανόταν ότι ο κοινωνικός αυτός προσανατολισμός του δεν συμβιβαζόταν με τη στρατιωτική σταδιοδρομία. Ετσι οδηγήθηκε ενωρίς στην απόφαση να την εγκαταλείψει.



Ο Καβούρ παραιτήθηκε από τον στρατό το 1831 και για ένα διάστημα ασχολήθηκε με τη διαχείριση των οικογενειακών κτημάτων. Αλλά τα κοινωνικοπολιτικά θέματα εξακολουθούσαν να τον απασχολούν ολοένα και περισσότερο, και ο Καβούρ έγραψε τότε και δημοσίευσε πραγματείες για το πρόβλημα της φτώχειας.


Την εποχή εκείνη επισκέφθηκε το Παρίσι και το Λονδίνο. Στις δύο ευρωπαϊκές πρωτεύουσες που αποτελούσαν τα διεθνή κέντρα των πολιτικών εξελίξεων ο Καβούρ είχε την ευκαιρία να ερευνήσει άμεσα τα θέματα που τον ενδιέφεραν. Μελέτησε τα κοινοβουλευτικά συστήματα των δύο χωρών, παρακολούθησε μαθήματα στα πανεπιστήμια, επισκέφθηκε χώρους εργασίας, νοσοκομεία, σχολεία και φυλακές.


Το κίνημα του Risorgimento


Μετά την επιστροφή του στην Ιταλία το 1835 ο Καβούρ, χάρη στις επιχειρηματικές του δραστηριότητες, συγκέντρωσε αξιόλογη περιουσία, ενώ παράλληλα άρχισε με τα γραπτά του να γίνεται γνωστός στους πολιτικούς κύκλους.


Το 1847 εξέδωσε την εφημερίδα Risorgimento. Με τον όρο αυτόν, που σημαίνει «ανάσταση», χαρακτηρίζεται το κίνημα το οποίο εκδηλώθηκε στην Ιταλία ως λογοτεχνικό τον 18ο αι. και ως πολιτικό τον 19ο αι., και που επεδίωκε την ανάκτηση της δόξας που είχε γνωρίσει η Ιταλία κατά την αρχαιότητα και την Αναγέννηση. Το κίνημα του Risorgimento υπήρξε η κινητήρια δύναμη των προσπαθειών για την ένωση της Ιταλίας.


Την εποχή του Καβούρ ο όρος «Ιταλία» δεν είχε παρά μόνο γεωγραφική σημασία. Υπό την κυριαρχία της Γαλλίας κατά τους επαναστατικούς και τους ναπολεοντείους πολέμους (1796-1815) το παλαιό καθεστώς της χερσονήσου είχε καταλυθεί, και στη θέση των διαφόρων ανεξάρτητων κρατών της με τους ξένους ηγεμόνες είχαν δημιουργηθεί νέα κράτη, δημοκρατίες στην αρχή και εξαρτήματα της Γαλλικής Αυτοκρατορίας αργότερα, όπου η ιταλική αστική τάξη είχε γνωρίσει ανάπτυξη και συμμετείχε στη διακυβέρνηση.


Μετά την πτώση του Ναπολέοντα το 1815, το Συνέδριο της Βιέννης είχε προσπαθήσει να αποκαταστήσει την παλαιά τάξη πραγμάτων αποδίδοντας στον πάπα τα εδάφη του, στους Βουρβόνους το βασίλειο της Νεαπόλεως και στον οίκο της Σαβοΐας το Πεδεμόντιο. Το συνέδριο είχε επίσης εδραιώσει την κυρίαρχη επιρροή της Αυστρίας στην Ιταλία επιτρέποντας στους Αψβούργους να προσαρτήσουν τη Λομβαρδία και την περιοχή της Βενετίας και στα παρακλάδια τους να κυβερνούν τα δουκάτα της Τοσκάνης, της Πάρμας και της Μόδενας.


Πρωθυπουργός του Πεδεμοντίου



Οι ιταλοί πατριώτες δεν έπαψαν να αντιδρούν σε αυτή την κατάσταση και οι εξεγέρσεις ξεσπούσαν η μία μετά την άλλη: στη Νεάπολη το 1820, στο Πεδεμόντιο το 1821, στη Μόδενα, στην Πάρμα και στα Παπικά Κράτη το 1831. H ήττα τους σε όλες αυτές τις απόπειρες δεν εμπόδισε τους ιταλούς πατριώτες να δώσουν ηχηρό «παρών» στο τεράστιο επαναστατικό κύμα που σάρωσε την Ευρώπη το 1848.


Ο Καβούρ δεν πήρε ενεργό μέρος στην Επανάσταση του 1848. Αμέσως μετά την καταστολή της όμως η ανάμειξή του στην πολιτική άρχισε να γίνεται όλο και πιο έντονη και ο ρόλος του όλο και πιο σημαντικός. Τον Ιούνιο του 1848 εξελέγη μέλος του κοινοβουλίου του Πεδεμοντίου και σύντομα άρχισε να καταλαμβάνει τη μία μετά την άλλη τις υπουργικές θέσεις στην κυβέρνηση του βασιλείου: Γεωργίας, Ναυτικών, Εμπορίου, Οικονομικών. Το 1852 έγινε πρωθυπουργός.


H κυβέρνηση του Καβούρ ανέπτυξε το εμπόριο, βελτίωσε το οικονομικό σύστημα, ενθάρρυνε την τραπεζική δραστηριότητα, αναδιοργάνωσε τον στρατό, κατασκεύασε δρόμους, σιδηροδρομικό δίκτυο και διώρυγες. Επίσης ο Καβούρ πήρε μέτρα περιορισμού της δύναμης της Εκκλησίας και του κλήρου: τροποποίησε την εκκλησιαστική νομοθεσία, κατάργησε τα μοναστικά τάγματα και απαλλοτρίωσε τις περιουσίες τους.


Αλλά η απώτερη επιδίωξη του Καβούρ παρέμενε πάντοτε η ένωση της Ιταλίας σε ενιαίο κράτος, με εδραιωμένες τις αστικοδημοκρατικές ελευθερίες και το σύνταγμά του, υπό το σκήπτρο του οίκου της Σαβοΐας. Γνώριζε ωστόσο ο Καβούρ ότι το μικρό Πεδεμόντιο δεν διέθετε τη δύναμη που απαιτούσε η επίτευξη ενός τόσο μεγαλεπήβολου στόχου. Εξάλλου, συντηρητικός και μετριοπαθής καθώς ήταν στην πολιτική του τοποθέτηση, ο Καβούρ προτιμούσε να μην εξαρτά την ένωση από τις ίδιες τις επαναστατικές δυνάμεις της Ιταλίας, τις οποίες δεν μπορούσε να είναι διόλου βέβαιος ότι θα ήταν σε θέση να ελέγξει ως προς τις απώτερες επιδιώξεις τους. Για τους λόγους αυτούς θεωρούσε απαραίτητη την ξένη βοήθεια και τη διεθνοποίηση του ζητήματος.


H επιτυχία του μεγάλου σκοπού


Σημαντική κίνηση του Καβούρ προς αυτή την κατεύθυνση ήταν η συμμετοχή του Πεδεμοντίου στον Κριμαϊκό Πόλεμο (1853-56), στο πλευρό της Γαλλίας και της Αγγλίας, οι οποίες υπερασπίζονταν την Οθωμανική Αυτοκρατορία απέναντι στις βλέψεις της Ρωσίας. Μετά την ήττα της Ρωσίας ο Καβούρ είχε την ευκαιρία να παρακαθήσει στις ειρηνευτικές συνομιλίες του Παρισιού και να εκθέσει στους διπλωμάτες των μεγάλων δυνάμεων τα σχετικά με την «ιταλική υπόθεση».


Το μεγάλο κέρδος του Καβούρ από αυτή την προσπάθεια ήταν ότι πήρε με το μέρος του τον αυτοκράτορα της Γαλλίας Ναπολέοντα Γ’. Οι δυο τους συμφώνησαν μυστικά το 1858 να προκαλέσουν ευρωπαϊκό πόλεμο κατά της Αυστρίας, αλλά το σχέδιό τους ματαιώθηκε λόγω της αντίδρασης των άλλων δυνάμεων και ιδίως της Αγγλίας. Ο πόλεμος περιορίστηκε ανάμεσα στη Γαλλία και στο Πεδεμόντιο από τη μία, και στην Αυστρία από την άλλη. Ο Ναπολέων όμως συνθηκολόγησε με την Αυστρία το 1859, και ο Καβούρ, απογοητευμένος και εξοργισμένος, παραιτήθηκε από την πρωθυπουργία.


Ο πόλεμος ωστόσο είχε προκαλέσει νέο κύμα εξεγέρσεων στην Ιταλία, και οι επαναστάτες στην Τοσκάνη, στη Μόδενα, στην Πάρμα και στα Παπικά Κράτη είχαν εκδιώξει τους ηγεμόνες και τους λεγάτους του πάπα. Ετσι, όταν επανήλθε στην πρωθυπουργία τον Ιανουάριο του 1860, ο Καβούρ μπόρεσε να διαπραγματευθεί την ένωση αυτών των περιοχών με το Πεδεμόντιο.


Την άνοιξη του 1860 το όνειρο για την ένωση της Ιταλίας, ένα βήμα πριν από την πραγματοποίησή του, αντιμετώπισε νέα απειλή: τη σύγκρουση ανάμεσα στον μετριοπαθή και φιλομοναρχικό Καμίλο Καβούρ και στον επαναστάτη και δημοκρατικό Ιωσήφ Γαριβάλδη. Ο ηρωικός στρατηγός, αφού είχε εκδιώξει τους Βουρβόνους από τη Σικελία και τη Νεάπολη, βάδιζε με τον στρατό του κατά της Ρώμης. Ο Καβούρ έστειλε τον στρατό του Πεδεμοντίου να ανακόψει την επέλαση του Γαριβάλδη. Αλλά ο Γαριβάλδης παρέδωσε τα εδάφη που είχε απελευθερώσει στον Βίκτωρα Εμμανουήλ B’, βασιλιά του Πεδεμοντίου και πρώτο βασιλιά του ενωμένου ιταλικού κράτους, η ίδρυση του οποίου διακηρύχθηκε στις 17 Μαρτίου 1861, τρεις μόλις μήνες πριν από τον θάνατο του πρώτου πρωθυπουργού του, του Καμίλο Καβούρ.


KEIMENA: ΙΩΑΝΝΑ ΖΟΥΛΑ