Ο γερμανός πολιτικός Φρίντριχ Εμπερτ γεννήθηκε στη Χαϊδελβέργη. Ο πατέρας του ήταν ράφτης. Ο ίδιος έγινε σαγματοποιός. Από πολύ νεαρή ηλικία αναμείχθηκε στο σοσιαλιστικό κίνημα και το 1889 εντάχθηκε στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα.


Λόγω της πολιτικής δράσης του ο Εμπερτ αναγκαζόταν να αλλάζει συχνά τόπο διαμονής ώσπου το 1891 εγκαταστάθηκε στη Βρέμη. Εκεί εξέδωσε εφημερίδα και ανέπτυξε συνδικαλιστική δράση, και το 1894 έγινε υπεύθυνος της τοπικής οργάνωσης του κόμματος. Το 1900-1905 χρημάτισε δημοτικός σύμβουλος και έγινε ευρύτερα γνωστός όταν άσκησε καθήκοντα προέδρου του συνεδρίου των σοσιαλδημοκρατών στη Βρέμη το 1904.


Χάρη στη φήμη που είχε αποκτήσει ο Εμπερτ κατόρθωσε το 1905 να εκλεγεί γενικός γραμματέας του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος στο Βερολίνο. Το 1912 εκλέχθηκε μέλος του Ράιχσταγκ, της γερμανικής Βουλής, και το 1913, μετά τον θάνατο του προέδρου του κόμματος Αουγκουστ Μπέμπελ, εκλέχθηκε συμπρόεδρος μαζί με τον Χούγκο Χάαζε. Οι σοσιαλδημοκράτες είδαν την επιρροή τους στον γερμανικό λαό και τη δύναμή τους στο κοινοβούλιο να αυξάνονται αξιοσημείωτα υπό την ηγεσία του Εμπερτ, ο οποίος, το 1916, μετά την παραίτηση του Χάαζε, παρέμεινε μόνος πρόεδρος του κόμματος.


Κατά τον A’ Παγκόσμιο Πόλεμο ο Εμπερτ υιοθέτησε φιλοπόλεμη στάση και υπό την πίεσή του οι σοσιαλδημοκράτες ψήφισαν στο Ράιχσταγκ τις πολεμικές δαπάνες, εγκαταλείποντας έτσι τα διεθνιστικά και φιλειρηνικά ιδεώδη του σοσιαλισμού. Το 1917 όμως το κόμμα διασπάστηκε όταν μεγάλη μερίδα των σοσιαλδημοκρατών διαφώνησε με τη συνέχιση του πολέμου. Ετσι προέκυψε άλλος ένας σοσιαλιστικός πολιτικός σχηματισμός, το Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας.


Ο σοσιαλιστής καγκελάριος


Στις 3 Οκτωβρίου 1918, ενώ η Γερμανία βρισκόταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης, ο Κάιζερ Γουλιέλμος B´ διόρισε καγκελάριο (πρωθυπουργό) τον Πρίγκιπα Μαξιμιλιανό της Βάδης, με την ελπίδα ότι αυτός, που έχαιρε γενικής εκτιμήσεως λόγω του ανθρωπιστικού έργου του στις τάξεις του Ερυθρού Σταυρού, θα μπορούσε να επιτύχει τον ομαλό τερματισμό του πολέμου. Ο Μαξιμιλιανός πίστευε ότι ο Γουλιέλμος θα πρόσφερε υπηρεσίες στη Γερμανία αν δεχόταν να παραιτηθεί. Ο Κάιζερ δίσταζε, και έτσι, στις 9 Νοεμβρίου 1918, ο Μαξιμιλιανός ανακοίνωσε, με δική του πρωτοβουλία, ότι ο Γουλιέλμος είχε παραιτηθεί. Κατόπιν παραιτήθηκε και ο ίδιος και ανέθεσε την καγκελαρία στον Εμπερτ. Τρεις ημέρες αργότερα, στις 11 Νοεμβρίου, υπογράφθηκε η ανακωχή.


H κατάσταση στη Γερμανία ήταν απελπιστική. Τα τέσσερα χρόνια πολέμου που είχαν προηγηθεί και η συντριπτική ήττα είχαν οδηγήσει την οικονομία της χώρας σε κατάρρευση. Αν και ο πόλεμος είχε τελειώσει, ο αποκλεισμός της Γερμανίας από τους Συμμάχους συνεχιζόταν. Οι ελλείψεις σε τρόφιμα και καύσιμα ήταν τρομακτικές και η επιδημία θανατηφόρου γρίπης που σάρωνε την Ευρώπη έκανε θραύση στην κατεστραμμένη χώρα προκαλώντας καθημερινά πολυάριθμα θύματα. Οι εκατοντάδες χιλιάδες ηττημένοι στρατιώτες που επέστρεφαν από τα διάφορα μέτωπα ήταν αφημένοι στην τύχη τους, άνεργοι, άστεγοι, πεινασμένοι και αγανακτισμένοι, όπως άλλωστε και ο υπόλοιπος πληθυσμός.


H «εβδομάδα των Σπαρτακιστών»



Φιλοδοξία του Εμπερτ όταν ανέλαβε την καγκελαρία ήταν να οδηγηθεί η χώρα στον δρόμο της συνταγματικής μοναρχίας, στην οποία πίστευε. Αργότερα οι συνθήκες τον ανάγκασαν να δεχτεί τη λύση της αβασίλευτης δημοκρατίας, της οποίας μάλιστα εκλέχθηκε πρώτος πρόεδρος. Προς το παρόν όμως ήταν υποχρεωμένος να θέσει άλλες προτεραιότητες, η πιο επείγουσα από τις οποίες ήταν να εκκαθαρίσει τον επαναστατικό αναβρασμό που επικρατούσε σε πολλές πόλεις και κυρίως στο Βερολίνο. Επικεφαλής της επαναστατικής κίνησης βρίσκονταν οι πρώην σοσιαλδημοκράτες Καρλ Λίμπκνεχτ και Ρόζα Λούξεμπουργκ (η οποία ωστόσο θεωρούσε πρόωρη την εξέγερση), ιδρυτές το 1915 της μαχητικής αντιπολεμικής ομάδας των Σπαρτακιστών, που είχαν ήδη μετεξελιχθεί στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Γερμανίας. Με επιδίωξή τους την εγκαθίδρυση σοσιαλιστικής δημοκρατίας οι επαναστατικές αυτές δυνάμεις κλιμάκωσαν τις δυναμικές εκδηλώσεις τους στις 6 Ιανουαρίου 1919 για να προλάβουν την κατάσταση που φοβούνταν ότι θα παγίωνε το αποτέλεσμα των εκλογών που είχαν προκηρυχθεί για τις 19 του ίδιου μηνός. Μαζικές εκδηλώσεις διοργανώθηκαν στο Βερολίνο, οι ταραχές εξαπλώθηκαν και καταλήφθηκαν σημαντικά κυβερνητικά κτίρια.


Ηδη όμως τα μέσα καταστολής είχαν προετοιμαστεί. Από τη μάζα των περιπλανώμενων ανδρών του διαλυμένου αυτοκρατορικού στρατού είχαν από τον Δεκέμβριο του 1918 συγκροτηθεί και εκπαιδευτεί υπό την καθοδήγηση αξιωματικών ειδικές ομάδες, οι λεγόμενες Freicorps (ελεύθερα σώματα), με αποστολή αντεπαναστατικές επιχειρήσεις. Τα χρόνια που ακολούθησαν οι παρακρατικές αυτές ομάδες όργωναν τη Γερμανία και κατέπνιγαν κάθε επαναστατική απόπειρα που εκδηλωνόταν. Τις ίδιες αυτές δυνάμεις χρησιμοποίησε η κυβέρνηση Εμπερτ για να καταστείλει την εξέγερση του Ιανουαρίου. H όλη επιχείρηση κράτησε μόλις μία εβδομάδα, που έμεινε στην ιστορία ως «εβδομάδα των Σπαρτακιστών» και που κατέληξε στη δολοφονία της Λούξεμπουργκ και του Λίμπκνεχτ από τους παρακρατικούς.


Στις εκλογές της 19ης Ιανουαρίου 1919, ο συνασπισμός κομμάτων του οποίου επικεφαλής ήταν ο Εμπερτ αναδείχθηκε νικητής με το 85% των ψήφων. H νέα Βουλή συνήλθε στις 6 Φεβρουαρίου 1919 στη Βαϊμάρη, η οποία έδωσε το όνομά της στο νέο πολίτευμα της Γερμανίας: Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Ο λόγος που η εθνική αντιπροσωπεία επέλεξε αυτή την πόλη ήταν επειδή θεωρήθηκε ότι εκεί θα μπορούσε να συνεδριάζει περισσότερο απερίσπαστη από ό,τι στο ανήσυχο Βερολίνο απέναντι στις δυναμικές οχλήσεις της επαναστατικής Αριστεράς.


H νεοπαγής δημοκρατία


Στις 11 Φεβρουαρίου ο Εμπερτ εκλέχθηκε πρόεδρος με 277 ψήφους επί συνόλου 375. Το νέο Σύνταγμα ψηφίστηκε στις 11 Αυγούστου 1919 και τέθηκε σε ισχύ στις 19 Αυγούστου. Στις 21 Αυγούστου ο Εμπερτ ορκίστηκε στο νέο Σύνταγμα κατά την τελευταία συνεδρία της Εθνοσυνέλευσης στη Βαϊμάρη.


H πρώτη μεγάλη κρίση που αντιμετώπισε η νεοπαγής δημοκρατία ήταν το ακροδεξιό πραξικόπημα του Μαρτίου του 1920 με επικεφαλής τον δημοσιογράφο Βόλφγκανγκ Καπ και τον στρατηγό Εριχ Λούντεντορφ, ήρωα του A’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι δυνάμεις των πραξικοπηματιών, άνδρες των Freicorps κυρίως, κατέλαβαν το Βερολίνο και η κυβέρνηση κατέφυγε στην επαρχία και κάλεσε τους εργαζόμενους σε γενική απεργία. Το πραξικόπημα κατέρρευσε τελικά αλλά η απόπειρα απέδειξε την ύπαρξη ισχυρών ακροδεξιών στοιχείων στη γερμανική κοινωνία και στο στράτευμα. Οι άνδρες της Ταξιαρχίας Ερχαρτ, που πήραν μέρος στο πραξικόπημα, είχαν στα κράνη τους ένα νέο σύμβολο φερμένο από τη Βαλτική όπου είχαν πολεμήσει: τον αγκυλωτό σταυρό.


H κατάληψη του Ρουρ


Το 1923, ενώ τον προηγούμενο χρόνο, με συνταγματική τροπολογία, η προεδρική θητεία του είχε παραταθεί ως το 1925, ο Εμπερτ κλήθηκε να αντιμετωπίσει νέο σοβαρό πρόβλημα. Λόγω της ασυνέπειας της Γερμανίας ως προς τη δόση των πολεμικών αποζημιώσεων που η Συνθήκη των Βερσαλλιών την είχε υποχρεώσει να καταβάλει, η Γαλλία και το Βέλγιο κατέλαβαν την περιοχή του Ρουρ, το σημαντικότερο κέντρο βιομηχανιών και ορυχείων της χώρας. Οι γερμανοί εργάτες απάντησαν κηρύσσοντας γενική απεργία στην περιοχή του Ρουρ. Οι συνδυασμένες συνέπειες από την κατάληψη και την απεργία υπήρξαν εξαιρετικά επώδυνες για τη χώρα και προκάλεσαν βαθιά οικονομική και πολιτική κρίση. Εκατομμύρια εργαζόμενοι έμειναν χωρίς δουλειά και ο πληθωρισμός έφτασε σε τρομακτικά ύψη. Τον Νοέμβριο του 1923 εκδηλώθηκε στο Μόναχο το λεγόμενο «πραξικόπημα της μπιραρίας» (μια μπιραρία ήταν το αρχηγείο της κίνησης), όταν ο Αδόλφος Χίτλερ και οι οπαδοί του επιχείρησαν να καταλάβουν την εξουσία στη Βαυαρία. Το πραξικόπημα κατεστάλη αφού η αστυνομία σκότωσε 16 διαδηλωτές, οπαδούς του Χίτλερ.


Τα στρατεύματα κατοχής αποσύρθηκαν από το Ρουρ το καλοκαίρι του 1925. Ο Εμπερτ είχε πεθάνει τον Φεβρουάριο του ίδιου χρόνου. Λίγους μήνες πριν, τον Δεκέμβριο του 1924, δικαστήριο είχε αποφανθεί ότι κατά τη διάρκεια του πολέμου ο Εμπερτ είχε διαπράξει εσχάτη προδοσία όταν, το 1918, είχε υποστηρίξει την απεργία εργατών εργοστασίου πυρομαχικών.


KEIMENA: ΙΩΑΝΝΑ ΖΟΥΛΑ