H ελληνική κυβέρνηση αντιμετωπίζει με αρκετή καθυστέρηση το δίλημμα που αντιμετώπισαν οι περισσότερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις μετά τις 11 Σεπτεμβρίου: Πώς θα αντιμετωπίσει την απαγωγή ενός επιβατηγού αεροπλάνου, οι απαγωγείς του οποίου θα το στρέψουν εναντίον της ολυμπιακής Αθήνας;


Την περασμένη εβδομάδα το υπουργείο Αμυνας έδωσε άδεια σε συνεργείο της κρατικής τηλεόρασης να αποτυπώσει τμήμα της άσκησης «Renegade». Σε αυτήν άνδρες και αξιωματικοί που εξυπηρετούν τις μονάδες Πάτριοτ εξηγούσαν πώς θα αντιμετώπιζαν ένα «εχθρικό» αεροσκάφος το οποίο θα εισέδυε στο Λεκανοπέδιο με στόχο τους Αγώνες. Ο χρόνος κατάρριψής του, εξηγούσαν οι άνδρες της μονάδας στην Πάρνηθα, είναι ως 25 δευτερόλεπτα. Ποιος όμως θα δώσει την εντολή για την κατάρριψη του επιβατηγού αεροσκάφους και τον θάνατο των επιβατών του;


Θεωρητικά ο Πρωθυπουργός, ο οποίος προεδρεύει ενός νέου οργάνου, της Εθνικής Κυβερνητικής Αρχής, μέσω του Αρχηγείου Αεροπορίας. H συζήτηση δεν είναι καινούργια – είχε προηγηθεί τα τελευταία δύο χρόνια στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Στην αρχή της συζήτησης αυτής ο υπουργός Εσωτερικών της ΟΔ Γερμανίας Οτο Σίλι είχε αρνηθεί την ανάγκη ύπαρξης έκτακτης νομοθεσίας για την αντιμετώπιση της απαγωγής πολιτικών αεροπλάνων, αλλά πολύ σύντομα και ύστερα από παρέμβαση και του γερμανού καγκελαρίου Γκέρχαρντ Σρέντερ η γερμανική κυβέρνηση έκανε στροφή 180 μοιρών υιοθετώντας έναν νέο νόμο με τον οποίο νομιμοποιείται ο… θάνατος των επιβατών του αεροπλάνου εφόσον κριθεί αναγκαίος για την προστασία πόλεων, σταθμών ατομικής ενέργειας, υποδομών και μεγάλων δημοσίων κτιρίων. Ο νόμος για την «ασφάλεια του εναερίου χώρου» που επικρίθηκε έντονα στη Γερμανία και η εμπειρία της γερμανικής συζήτησης μελετώνται τώρα από την ελληνική κυβέρνηση.


Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι ο χρόνος για να διαπιστωθεί αν ένα αεροπλάνο έχει όντως απαχθεί ή όχι, ιδιαίτερα αν ξεκινήσει από το αεροδρόμιο της Αθήνας ή άλλο ελληνικό αεροδρόμιο, είναι πολύ λίγος. Μέσα σε μερικά λεπτά πρέπει να ολοκληρωθεί η εκτίμηση από το αντίστοιχο ελληνικό Κέντρο Επιχειρήσεων και να αποφασίσει η Εθνική Κυβερνητική Αρχή, δηλαδή ο Πρωθυπουργός, αν πρέπει να χτυπηθεί ή όχι το αεροσκάφος. Σύμφωνα με πληροφορίες, ουδείς από τους κυβερνητικούς αξιωματούχους που ενεπλάκησαν στη συζήτηση έδειξε ιδιαίτερη προθυμία να συζητήσει ως την τελική τους συνέπεια τα επακόλουθα μιας παρόμοιας απόφασης που «στρατοποιεί» σε μεγάλο αλλά αναγκαίο ίσως βαθμό τον έλεγχο της εναέριας κυκλοφορίας.