Ο Αρμάν-Ζαν ντυ Πλεσί, δούκας του Ρισελιέ, καταγόταν από οικογένεια μικροευγενών της επαρχίας του Πουατού. Ο πατέρας του, Φρανσουά ντυ Πλεσί, ήταν αρχιδικαστής επί Ερρίκου Γ’ αλλά, όταν πέθανε το 1590, άφησε τη χήρα του Συζάν ντε λα Πορτ και τα πέντε ορφανά του – τρεις γιους και δύο θυγατέρες – σε δεινή οικονομική κατάσταση.


Εξαιτίας της κακοδιαχείρισης αλλά και των συνεπειών των θρησκευτικών πολέμων (1562-1598) οι πόροι της οικογένειας Ντυ Πλεσί είχαν περιοριστεί στα έσοδα από την Επισκοπή της Λυσόν, στη Βορειοδυτική Γαλλία κοντά στην πόλη Λα Ροσέλ, την οποία είχε παραχωρήσει στον πατέρα Ντυ Πλεσί ο Ερρίκος Γ’ το 1516.


Επίσκοπος από ανάγκη


Για να διατηρηθεί το κληρονομικό δικαίωμα της οικογένειας στα έσοδα της επισκοπής έπρεπε ένας από τους γιους να ακολουθήσει τον ιερατικό κλάδο. Ο πρώτος γιος Ντυ Πλεσί, ο Ανρί, ήταν δικαιωματικά κληρονόμος του φέουδου του Ρισελιέ, ο δεύτερος επέλεξε τον μοναστικό βίο, και έτσι ο κλήρος (κυριολεκτικά) έπεσε στον Αρμάν, ο οποίος, μολονότι θα προτιμούσε τη στρατιωτική καριέρα, δεν δυσαρεστήθηκε, όπως λέγεται, με αυτή την επιλογή της οικογένειάς του καθ’ ότι – ευφυής και μελετηρός όπως ήταν – διέβλεψε έναν δρόμο γεμάτο ευκαιρίες.


Ο Ρισελιέ χειροτονήθηκε επίσκοπος της Λυσόν σε ηλικία 22 ετών και αμέσως έδωσε δείγματα της στιβαρής πυγμής του στην επισκοπή του. Υπέρμετρα φιλόδοξος αλλά ταυτόχρονα προικισμένος με ατσάλινη θέληση και ακούραστη εργατικότητα, ο Ρισελιέ παρά την εύθραυστη υγεία του κατόρθωσε μέσα σε λίγα χρόνια να ξεφύγει από τον ασφυκτικό κλοιό της επαρχίας.


Με τη δολοφονία του Ερρίκου Δ’ το 1610 οι θρησκευτικές έριδες που εξακολουθούσαν να ταλανίζουν τη Γαλλία οξύνθηκαν. H αντιβασιλεία της Μαρίας των Μεδίκων, μητέρας του ανηλίκου Λουδοβίκου ΙΓ’, αποδείχθηκε ανίκανη και διεφθαρμένη και οι διάφοροι ευγενείς και αξιωματούχοι προσπαθούσαν να εξυπηρετήσουν τις προσωπικές τους επιδιώξεις σε βάρος των συμφερόντων της χώρας.


H άνοδος αρχίζει


Το 1614 παρουσιάστηκε η μεγάλη ευκαιρία για τον νεαρό επίσκοπο της Λυσόν. Εκπροσωπώντας τον κλήρο του Πουατού στη συνέλευση των Τριών Τάξεων, ο Ρισελιέ ανέλαβε τη δύσκολη αποστολή να κατευνάσει τα οξυμμένα πνεύματα. Ευφυής, εύστροφος και καλός ρήτορας, ο Ρισελιέ εντυπωσίασε όχι μόνο τα μέλη της συνέλευσης αλλά και την ίδια τη βασιλομήτορα. Ετσι, λίγους μήνες αργότερα, η Μαρία των Μεδίκων έχρισε τον Ρισελιέ προσωπικό πνευματικό της βασίλισσας Αννας της Αυστριακής, συζύγου του Λουδοβίκου ΙΓ’.


Ωστόσο η ιεροσύνη δεν ενδιέφερε ιδιαίτερα τον Ρισελιέ. Πολύ σύντομα τα καθήκοντα του πνευματικού αντικαταστάθηκαν με τα καθήκοντα του γραμματέα (υπουργού) του Πολέμου και των Εξωτερικών. Εξι μήνες αργότερα όμως, τον Απρίλιο του 1617, η αντιβασιλεία της Μαρίας των Μεδίκων ανατράπηκε από τον ίδιο τον Λουδοβίκο και ο Ρισελιέ αναγκάστηκε να επιστρέψει στη Λυσόν. Στη συνέχεια ο βασιλιάς τον εξόρισε στην παπική πόλη της Αβινιόν, όπου ο Ρισελιέ, για να καταπραΰνει την πίκρα του και την οργή του άρχισε να συγγράφει, δραστηριότητα που τη συνέχισε κατά καιρούς ως το τέλος της ζωής του.


Δύο χρόνια αργότερα, ο Λουδοβίκος ΙΓ’, με ανάμεικτα αισθήματα προς τον Ρισελιέ, τον ανακάλεσε στην Αυλή σε μια προσπάθεια συμφιλίωσης με τη μητέρα του. Ο Ρισελιέ άρχισε σιγά σιγά να γίνεται παντοδύναμος. Το 1622 ο βασιλιάς τον πρότεινε για καρδινάλιο και το 1624, με τον διορισμό του ως γραμματέα του Ναυτικού και του Εμπορίου, καθώς και προέδρου του Ανακτοβουλίου, ο Ρισελιέ έγινε ουσιαστικά ο κυβερνήτης της Γαλλίας. Για χάρη του μάλιστα, το 1628, θεσπίστηκε για πρώτη φορά το αξίωμα του πρωθυπουργού.


Αδίστακτος παντοκράτορας


Προσπαθώντας να εξουδετερώσει τις διάφορες συνωμοσίες εναντίον του – ακόμη και η βασιλομήτωρ από προστάτριά του είχε μεταβληθεί σε άσπονδη εχθρά του – ο Ρισελιέ απέδειξε πόσο σκληρός μπορούσε να είναι. Αποφασισμένος να παραμείνει στην εξουσία με κάθε τρόπο, αφενός για να ικανοποιήσει τη δική του φιλοδοξία και αφετέρου για να διασφαλίσει την ενότητα της Γαλλίας και την ισχυροποίηση του βασιλικού θεσμού, ο Ρισελιέ έθεσε τρεις στόχους: πρώτον, τη συντριβή των γάλλων καλβινιστών (Ουγενότων) ως πολιτικής δύναμης· δεύτερον, την κατάργηση των προνομίων των ισχυρών ευγενών της επαρχίας που εξασθένιζαν τη βασιλική εξουσία· και τρίτον, τη γιγάντωση του γοήτρου της Γαλλίας με πόλεμο εναντίον των Αψβούργων, και κυρίως του ισπανικού κλάδου τους.


Στα 14 χρόνια της πρωθυπουργίας του ο Ρισελιέ πέτυχε και τους τρεις αυτούς στόχους του, υποχρεώνοντας όμως τον γαλλικό λαό να πληρώσει βαρύ τίμημα. Τους Ουγενότους τους συνέτριψε το 1628 εκστρατεύοντας αυτοπροσώπως εναντίον της πόλης Λα Ροσέλ όπου, με τη βοήθεια του βασιλιά της Αγγλίας Καρόλου A’, είχαν οχυρωθεί οι επαναστατημένοι Ουγενότοι. Υστερα, αφού κατέστειλε και διάφορες άλλες μικρότερες εξεγέρσεις τους, ο Ρισελιέ, χωρίς να θίξει τα θρησκευτικά τους δικαιώματα τα οποία τους είχε παραχωρήσει ο Ερρίκος Δ’ το 1598 με το Διάταγμα της Νάντης, πρότεινε στον Λουδοβίκο και τον έπεισε να υπογράψει άλλο διάταγμα (28 Ιουνίου 1629) το οποίο στερούσε από τους καλβινιστές της επικράτειάς του τα πολιτικά και τα στρατιωτικά τους δικαιώματα.


Αφού αφόπλισε τους Ουγενότους, ο Ρισελιέ στράφηκε προς τους μεγαλοευγενείς και εξουδετέρωσε όλους εκείνους που θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν την απόλυτη βασιλική εξουσία. Το 1632, λόγου χάρη, καρατομήθηκε ο Ερρίκος B´ του Μονμορανσί, ο οποίος είχε τολμήσει να εξεγερθεί κατά του θρόνου. Εξουδετερώνοντας τους ισχυρούς ευγενείς και επανδρώνοντας τον μηχανισμό της διοίκησης με ανθρώπους του, ο Ρισελιέ κατόρθωσε να διασφαλίσει την εσωτερική συνοχή της χώρας και να σταθεροποιήσει την απόλυτη εξουσία του βασιλιά.


Το γόητρο και οι θυσίες


Αφού τακτοποίησε – με τον τρόπο του – τα εσωτερικά προβλήματα της χώρας, ο Ρισελιέ καταπιάστηκε με το τρίτο μέρος του σχεδίου του. Παρ’ ότι καρδινάλιος της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας ο Ρισελιέ δεν δίστασε κατά τον Τριακονταετή Πόλεμο να χρηματοδοτήσει τους σουηδούς προτεστάντες εναντίον των ρωμαιοκαθολικών Αψβούργων, με αποτέλεσμα οι σχέσεις του με τον πάπα Ουρβανό H´ να ενταθούν επικίνδυνα. Με την εξωτερική πολιτική του ο Ρισελιέ κατόρθωσε πράγματι να περιορίσει την κυριαρχία των Αψβούργων και να ενισχύσει τη θέση της Γαλλίας στην Ευρώπη. Ο ίδιος ωστόσο δεν μπόρεσε να δρέψει τους καρπούς των κόπων του. Το όραμά του υλοποιήθηκε μετά τον θάνατό του, με τη Συνθήκη της Βεστφαλίας, το 1648.


Αλλά η προσπάθεια του Ρισελιέ να ανυψώσει το γόητρο της Γαλλίας εμπλέκοντάς την σε πολέμους απέβη εις βάρος του γαλλικού λαού. H φορολογία έγινε δυσβάστακτη και η εξαθλίωση της υπαίθρου οδήγησε στην εξέγερση των Ξυπόλυτων η οποία πατάχθηκε με αφάνταστη αγριότητα. Από την άλλη, ο φτωχός μικροευγενής του Πουατού έγινε βαθύπλουτος, και ως λάτρης των γραμμάτων και των τεχνών ίδρυσε τη Γαλλική Ακαδημία, επεξέτεινε το κτιριακό συγκρότημα του Πανεπιστημίου της Σορβόννης και συνέγραψε διάφορα έργα, θεολογικά και άλλα. Ο Ρισελιέ ήταν επίσης αρκετά καλός ζωγράφος και μουσικός.


Ο Ρισελιέ υπήρξε αναμφισβήτητα ο μεγαλύτερος πολιτικός στην ιστορία της Γαλλίας. Ωστόσο τον μίσησαν οι πάντες. Γλίτωσε από δεκάδες απόπειρες δολοφονίας, και παρά την κακή υγεία του κατόρθωσε να ζήσει 57 χρόνια. Πέθανε από μόλυνση λόγω σταφυλόκοκκου, αφού όμως είχε προλάβει να υποδείξει στον βασιλιά τον διάδοχό του, τον καρδινάλιο Μαζαρίνο.


KEIMENA: ΙΩΑΝΝΑ ΖΟΥΛΑ