«Εκ των εκτεθέντων δήλον καθίσταται ότι εις τους καταλόγους των επισήμως ανακοινωθέντων και υπό της ερεύνης βεβαιωθέντων
τοιούτων, δέον να προστεθούν και έτεροι δέκα έξ (16) τουλάχιστον βασίμως προκύπτοντες, οίτινες, τονιστέον και πάλιν, ουδεμίαν έχουν, ως προς την ταυτότητα, σχέσιν με τους επισήμως ανακοινωθέντας».


Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξε ο εισαγγελέας Δημήτρης Τσεβάς στην προκαταρκτική εξέταση που διενήργησε για τα αιματηρά γεγονότα του Πολυτεχνείου. Μετά την εκτεταμένη έρευνα διαπίστωσε ότι τις ημέρες που συγκλόνισαν την Ελλάδα υπήρξαν δολοφονίες με γνωστούς σε αρκετές περιπτώσεις δράστες, αλλά με άγνωστα πάντοτε θύματα.


Δύο από τις σκοτεινές δολοφονίες τις εντόπισε στο Ρυθμιστικό Κέντρο Αθηνών. Δράστες ήταν αστυνομικοί που υπηρετούσαν στη μόνιμη αστυνομική φρουρά του νοσοκομείου. Τα θύματα όμως ήταν άγνωστα. Κατόπιν αυτού ο Δημήτρης Τσεβάς αναζήτησε τις απαντήσεις στον νεκροθάλαμο του μεγαλύτερου νοσοκομείου της χώρας, όπου διακομίστηκαν οι περισσότεροι τραυματίες και οι νεκροί του Πολυτεχνείου. Εκεί διαπίστωσε αμέσως ότι μόνο στις 16 προς 17 Νοεμβρίου διακομίστηκαν 10 νεκροί οι οποίοι δεν βρέθηκαν ποτέ! Αυτό προέκυψε από τις επίσημες αναφορές των νοσηλευτών που ήταν υπεύθυνοι του νεκροθαλάμου του Ρυθμιστικού Κέντρου Αθηνών.


Ο Νικ. Νίκας, ο οποίος είχε υπηρεσία ως τις 11 το βράδυ της 16ης Νοεμβρίου, κατέθεσε στον εισαγγελέα ότι «παρέλαβε και ετοποθέτησε εις τον νεκροθάλαμον επτά πτώματα νέων ανδρών, ηλικίας 22-25 ετών, τα οποία δεν συνωδεύοντο από πιστοποιητικόν θανάτου και κάρταν περί της ταυτότητος του νεκρού». Ο Ιωάννης Μάρας, που ανέλαβε υπηρεσία αμέσως μετά τον Νίκα, κατέθεσε ότι «παρέλαβε επτά πτώματα, νέων ομοίως ανδρών, ηλικίας 20-35 ετών, εκ των οποίων τα τέσσερα ήσαν αγνώστου ταυτότητος»!


Οταν ο Δημήτρης Τσεβάς θελήσει να μάθει τον επίσημο αριθμό των νεκρών στα αρχεία του νοσοκομείου, θα βρεθεί προ εκπλήξεως. «Και ούτω κατά την τραγικήν εκείνην νύκτα των γεγονότων, 16 προς 17 Νοεμβρίου 1973, ένδεκα πτώματα αγνώστων νέων διακομίζονται εις το Ρυθμιστικόν Κέντρον Αθηνών, άτινα όμως, πλην ενός – κατά τα επίσημα στοιχεία του νοσοκομείου -, ουδαμού εμφανίζονται, ούτε καταχωρίζονται!».


Στο πολυσέλιδο πόρισμα που συνέταξε τον Οκτώβριο του 1974 υπογράμμιζε για το θέμα: «… Και η ανυπαρξία επισήμων στοιχείων εν τω νοσοκομείω δεν αποδεικνύει βεβαίως την ανυπαρξία πτωμάτων, διότι αι καταθέσεις είναι κατηγορηματικαί και σαφείς και πλήρως εκ της ερεύνης εβεβαιώθη ότι ουδεμία εγένετο επίσημος εγγραφή του πλήθους των εισαγομένων τότε τραυματιών εις το Γενικόν βιβλίον της πύλης».


Ενδιαφέρον παρουσιάζει η πηγή από την οποία βρήκε ο εισαγγελέας τον αριθμό των τραυματιών. «Μόνον οι αυτόθι ευρισκόμενοι αστυνομικοί εμερίμνων διά τα καθ’ εαυτούς περί τούτου και τα υπ’ αυτών συλλεγέντα στοιχεία». Κατόπιν αυτών καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «θα ήτο μάταιον επομένως να ερευνηθή περαιτέρω, μολονότι επεχειρήθη, τι εγένοντο οι νεκροί ούτοι» στο Ρυθμιστικό Κέντρο Αθηνών.


Για τους λόγους αυτούς ο διακεκριμένος εισαγγελέας δεν θα καταφέρει να δώσει μια κατηγορηματική απάντηση σχετικά με την τύχη των άγνωστων νεκρών του Πολυτεχνείου. Χαρακτηριστική είναι η επισήμανση που κάνει το 1974: «Παραμένει βεβαίως πάντοτε το ερώτημα: Τι εγένοντο τα πτώματα των νεκρών τούτων και διατί οι οικείοι των εξακολουθητικώς σιωπούν; Δεν είναι εύκολος η απάντησις εις τον χαράσσοντα τας γραμμάς ταύτας. Είναι υποχρέωσις, όμως, η έναντι του προβλήματος θέσις και η κατανόησις των ανερμηνεύτων ή αδυνάτων». Τριάντα χρόνια μετά, το ερώτημα περιμένει απάντηση.