Οι Διασκέψεις Κορυφής κατά τον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο


Στη διάρκεια του B’ Παγκοσμίου Πολέμου οι ηγέτες των τριών μεγάλων συμμαχικών δυνάμεων, της Μεγάλης Βρετανίας, των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και της Σοβιετικής Ενωσης, συναντήθηκαν τρεις φορές σε διάφορα σημεία του κόσμου. Οι συναντήσεις αυτές, που αργότερα ονομάστηκαν Διασκέψεις Κορυφής, είχαν δύο κύριους στόχους: να συντονίσουν την πολεμική προσπάθεια των Συμμάχων και να καθορίσουν τη μορφή και τον χαρακτήρα που θα είχε ο κόσμος μετά τη λήξη του πολέμου.


Μυστικές φιλοφρονήσεις


H πρώτη από αυτές τις τρεις Διασκέψεις Κορυφής συγκλήθηκε στην Τεχεράνη και διήρκεσε τέσσερις ημέρες, από τις 28 Νοεμβρίου ως την 1η Δεκεμβρίου 1943.


Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Φραγκλίνος Ντελάνο Ρούζβελτ και ο πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας Γουίνστον Τσόρτσιλ, μετά τις συζητήσεις που είχαν στο Κάιρο με τον πρόεδρο της Κίνας Τσιανγκ Κάι Σεκ (23-26 Νοεμβρίου), έφθασαν αεροπορικώς στην πρωτεύουσα του Ιράν για να συναντήσουν τον ηγέτη της Σοβιετικής Ενωσης Ιωσήφ Στάλιν.


Οι εργασίες της Διάσκεψης της Τεχεράνης ξεκίνησαν αργά το απόγευμα της 28ης Νοεμβρίου. Προτεραιότητα δόθηκε, όπως ήταν φυσικό, στον σχεδιασμό των συντονισμένων κινήσεων των συμμαχικών δυνάμεων εναντίον της ναζιστικής Γερμανίας. Ετσι η σημαντικότερη απόφαση της διάσκεψης ήταν η μεταφορά συμμαχικών στρατευμάτων στη Δυτική Γαλλία την άνοιξη του 1944 – η οποία τελικά πραγματοποιήθηκε με την απόβαση στη Νορμανδία τον Ιούνιο του 1944.


H ατμόσφαιρα της διάσκεψης ήταν φιλική και χαρακτηριζόταν από προσπάθεια καλής θέλησης. Οταν όμως ήρθε η ώρα να συζητηθεί το ακανθώδες ζήτημα της Πολωνίας, ο Τσόρτσιλ, ο οποίος γνώριζε καλύτερα τις διαθέσεις του Στάλιν, δεν ήταν πολύ υποχωρητικός. Ο Ρούζβελτ, όμως, είτε επειδή «γοητεύτηκε» από τον Στάλιν, όπως είχε τότε λεχθεί, είτε επειδή δεν ενδιαφερόταν και τόσο πολύ για το τι θα γινόταν μετά τον πόλεμο η Πολωνία, σε κατ’ ιδίαν συνάντηση που είχε με τον σοβιετικό ηγέτη τον άφησε να καταλάβει ότι ο ίδιος δεν θα διαφωνούσε αν τα σύνορα της Σοβιετικής Ενωσης με τη μεταπολεμική Πολωνία θα ορίζονταν στη Γραμμή Κόρζον. H συνοριακή αυτή γραμμή είχε προταθεί από τον υπουργό Εξωτερικών της Βρετανίας Λόρδο Κόρζον κατά τις ειρηνευτικές συζητήσεις μετά την εισβολή των Πολωνών στη Ρωσία το 1919-1920. Οι νικητές Πολωνοί ωστόσο δεν είχαν δεχτεί την πρόταση και τελικά τα σύνορα της Πολωνίας με τη Σοβιετική Ενωση χαράχτηκαν ανατολικότερα αυξάνοντας την έκταση της Πολωνίας κατά 135.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα περίπου. Αλλά με το γερμανοσοβιετικό Σύμφωνο μη Επιθέσεως του 1939 η Σοβιετική Ενωση προσάρτησε αυτά τα εδάφη και τα ρωσοπολωνικά σύνορα χαράχτηκαν εκεί όπου είχε προτείνει ο Κόρζον. Με άλλα λόγια, ο Στάλιν απαιτούσε να κρατήσει το τμήμα της Πολωνίας που η Σοβιετική Ενωση είχε αποκτήσει από τη συμφωνία της με τη ναζιστική Γερμανία.


Προφανώς ο Ρούζβελτ δεν πληροφόρησε τον Τσόρτσιλ για τα όσα είχε συζητήσει με τον Στάλιν σχετικά με την Πολωνία αφού γνώριζε τις βρετανικές ευαισθησίες απέναντι στους Πολωνούς: η Βρετανία είχε αποφασίσει να κηρύξει τον πόλεμο στη Γερμανία αμέσως μετά την εισβολή των ναζιστικών στρατευμάτων στην Πολωνία και έκτοτε δεν ήταν καθόλου λίγοι οι Πολωνοί οι οποίοι συνέχιζαν να πολεμούν το Γ’ Ράιχ στο πλευρό των Βρετανών. Αλλωστε και η εξόριστη πολωνική κυβέρνηση είχε βρει καταφύγιο στο Λονδίνο. Αλλά υπήρχε και άλλος λόγος που ο αμερικανός πρόεδρος δεν ήθελε να ανακοινώσει τη συνομιλία του με τον Στάλιν: δεν μπορούσε να μην υπολογίσει την ψήφο των επτά περίπου εκατομμυρίων Πολωνοαμερικανών, τους οποίους θα δυσαρεστούσε φυσικά αν αποκάλυπτε ότι σκόπευε να ενδώσει στις σοβιετικές απαιτήσεις. Γι’ αυτό προτίμησε να κρατήσει τη συνάντησή του με τον Στάλιν μυστική.


Το μέλλον της Γερμανίας


Τελικά επισήμως οι τρεις ηγέτες αποφάσισαν να αναθέσουν την επίλυση του προβλήματος της Πολωνίας στην Ευρωπαϊκή Συμβουλευτική Επιτροπή, η οποία είχε συσταθεί κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής συνάντησης που είχαν οι υπουργοί των Εξωτερικών των τριών Μεγάλων Δυνάμεων στη Μόσχα τον Οκτώβριο του 1943 για να προετοιμάσουν τη Διάσκεψη Κορυφής της Τεχεράνης. H επιτροπή αυτή είχε την έδρα της στο Λονδίνο και απετελείτο από τον βρετανό υπουργό Εξωτερικών και τους πρεσβευτές της Σοβιετικής Ενωσης και των Ηνωμένων Πολιτειών στο Λονδίνο.


Επίσης στη Διάσκεψη Κορυφής της Τεχεράνης οι Σύμμαχοι υποσχέθηκαν στο Ιράν την ανεξαρτησία του μετά τον πόλεμο και οικονομική βοήθεια.


Οταν όμως οι τρεις ηγέτες έφθασαν στο τι έμελλε γενέσθαι με τη μεταπολεμική Γερμανία, οι αντιθέσεις Τσόρτσιλ – Ρούζβελτ παρουσιάστηκαν ξεκάθαρα. Ο Ρούζβελτ πρότεινε η Γερμανία να διαμελιστεί σε επτά τμήματα: πέντε αυτοδιοικούμενα και δύο που τα θεωρούσε υψίστης σημασίας, το ένα από τη Διώρυγα του Κιέλου ως την πόλη του Αμβούργου και το άλλο με τις περιοχές του Ρουρ και του Σάαρ, οι οποίες θα έπρεπε να τεθούν υπό διεθνή έλεγχο. Ο Τσόρτσιλ, ο οποίος δεν επιθυμούσε τον διαμελισμό της Γερμανίας αλλά την αποδυνάμωσή της, πρότεινε να αποκοπεί η Πρωσία από τη Γερμανία και η Νότια Γερμανία να αποτελέσει τη Συνομοσπονδία του Δουνάβεως. Ο Στάλιν συμφώνησε με την πρόταση του Ρούζβελτ.


Ωστόσο αυτές οι συζητήσεις δεν προχώρησαν σε βάθος. Απλώς μπήκαν τα πλαίσια για μελλοντικές αποφάσεις. Αλλωστε η Γερμανία δεν είχε ακόμη ηττηθεί. Αρα τα σχέδια για το πώς θα διαμορφωνόταν ο μεταπολεμικός κόσμος βρίσκονταν ακόμη στη σφαίρα των εικασιών και των ευσεβών πόθων.


Εκείνο που ο Ρούζβελτ επιθυμούσε πάνω απ’ όλα ήταν να πεισθεί ο Στάλιν να κηρύξει τον πόλεμο κατά της Ιαπωνίας, πράγμα που ως εκείνη τη στιγμή ο Στάλιν το απέφευγε τιμώντας τη Συμφωνία Ουδετερότητας που είχε υπογράψει η Σοβιετική Ενωση με την Ιαπωνία τον Απρίλιο του 1941. Ο Στάλιν, ο οποίος και αυτός ήθελε να είναι φιλικός και αρεστός στον αμερικανό πρόεδρο, υποσχέθηκε ότι η Σοβιετική Ενωση θα έμπαινε στον πόλεμο του Ειρηνικού αλλά μετά την τελική ήττα της Γερμανίας ούτως ώστε να μπορεί να ενισχύσει τις στρατιωτικές δυνάμεις της στη Σιβηρία και να συμμετάσχει στο κοινό μέτωπο εναντίον της Ιαπωνίας.


Ευνοϊκή τροπή του πολέμου


Παρά τις όποιες διαφωνίες και τις μη τελεσίδικες αποφάσεις, κατά τη Διάσκεψη Κορυφής της Τεχεράνης φάνηκε ότι συσφίχθηκαν οι φιλικοί δεσμοί μεταξύ των ηγετών των τριών Μεγάλων Δυνάμεων. Στο θετικό κλίμα συνέβαλαν και τα γεγονότα της Ιταλίας. Στις 24 Ιουλίου 1943 ο Μπενίτο Μουσολίνι είχε εξαναγκαστεί σε παραίτηση και η Ιταλία είχε νέα κυβέρνηση υπό τον στρατάρχη Πιέτρο Μπαντόλιο, ο οποίος είχε υπογράψει στις 3 Σεπτεμβρίου 1943 μυστική ανακωχή με τους δυτικούς Συμμάχους και στις 13 Οκτωβρίου η Ιταλία είχε κηρύξει τον πόλεμο στη Γερμανία. Αμερικανοβρετανικά στρατεύματα είχαν αποβιβαστεί στην ιταλική χερσόνησο και πολεμούσαν κατά των Γερμανών μαζί με τους Ιταλούς.


Ο πόλεμος είχε πάρει πλέον ευνοϊκή τροπή για τους Συμμάχους. Τα συμμαχικά στρατεύματα που αποβιβάστηκαν στη Νορμανδία στις 6 Ιουνίου 1944 προέλασαν ταχέως μέσα από τη Γαλλία με τη βοήθεια και των γάλλων πατριωτών. Τα γεγονότα αυτά άλλαξαν τις διαθέσεις του Ρούζβελτ απέναντι στον στρατηγό Κάρολο ντε Γκωλ και στην Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης την οποία δεν ήθελε να αναγνωρίσει ως κυβέρνηση της Γαλλίας. Οι αντιρρήσεις του Ρούζβελτ δεν εμπόδισαν φυσικά τον Ντε Γκωλ να σχηματίσει στις 2 Ιουνίου προσωρινή κυβέρνηση της Γαλλικής Δημοκρατίας και γαλλικές στρατιωτικές μονάδες ενώθηκαν με τα στρατεύματα των Αγγλοαμερικανών. Το Παρίσι ελευθερώθηκε στις 25 Αυγούστου και στις 26 ο Ντε Γκωλ εισέβαλε θριαμβευτικά στη γαλλική πρωτεύουσα καθιστώντας σαφές στις τρεις Μεγάλες Δυνάμεις ότι στο εξής θα έπρεπε να υπολογίζουν και τη Γαλλία ως μεγάλη δύναμη.


Οι σφαίρες επιρροής


Οι στρατιωτικές επιτυχίες των Συμμάχων από το 1943 και ύστερα άφηναν πολλές ελπίδες ότι σύντομα η Γερμανία θα κατέρρεε και ότι οι Σύμμαχοι θα μπορούσαν να επιτύχουν την παράδοσή της επιβάλλοντας τους όρους τους. Αλλά προηγουμένως έπρεπε να συμφωνήσουν μεταξύ τους για αυτούς τους όρους. Οι εδαφικές απαιτήσεις του Στάλιν – να κρατήσει η ΕΣΣΔ την Εσθονία, τη Λιθουανία, τη Λετονία και τμήματα της Πολωνίας, της Φινλανδίας και της Βεσσαραβίας, που τα είχε αποκτήσει από τη συμφωνία της με τον Χίτλερ – έπρεπε να μετριαστούν. Για άλλα θέματα που αφορούσαν τη μεταπολεμική μορφή της Ευρώπης οι Σοβιετικοί φαινόταν ότι συμφωνούσαν απόλυτα με τους Δυτικούς. H Τσεχοσλοβακία, η Αλβανία, η Ελλάδα και η Γιουγκοσλαβία θα ανακτούσαν την ανεξαρτησία τους και την εδαφική έκταση που είχαν πριν από την κατάληψή τους από τις δυνάμεις του Αξονα. H Πολωνία θα έπαιρνε ένα κομμάτι από τη Γερμανία και η Γερμανία θα αποδυναμωνόταν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Ως τη Διάσκεψη Κορυφής της Τεχεράνης καμία από τις τρεις Μεγάλες Δυνάμεις δεν είχε αναφερθεί σε ζώνες επιρροής και σε δορυφόρους.


H ιδέα για τη μοιρασιά της Ευρώπης σε φιλοσοβιετικές και φιλοδυτικές περιοχές πρωτοεμφανίστηκε κατά το ταξίδι του Τσόρτσιλ στη Μόσχα στις 9 Οκτωβρίου 1944. Στη συνάντησή τους αυτή ο Τσόρτσιλ και ο Στάλιν συμφώνησαν ότι μετά την απελευθέρωση των Βαλκανίων από τη γερμανική κατοχή η Ρουμανία και η Βουλγαρία θα περνούσαν στη σοβιετική επιρροή ενώ η Ελλάδα στη βρετανική. Οσο για τη Γιουγκοσλαβία, όπου οι Βρετανοί είχαν βοηθήσει τους παρτιζάνους του στρατάρχη Τίτο στον αγώνα τους εναντίον των Γερμανών, αλλά και για την εκτός των Βαλκανίων Ουγγαρία, η απόφαση των δύο ηγετών ήταν να μοιραστούν εξ ημισείας την επιρροή.


Το παζάρι της Γιάλτας


Ενώ η προέλαση των δυτικών Συμμάχων προς τη Γερμανία συνεχιζόταν από τα δυτικά και ο σοβιετικός στρατός προχωρούσε ακάθεκτος από τα ανατολικά και έφτανε κοντά στον ποταμό Οντερ έτοιμος να εισβάλει στο Βερολίνο, οι ηγέτες των τριών Μεγάλων Δυνάμεων συναντήθηκαν πάλι.


Στη δεύτερη Διάσκεψη Κορυφής, η οποία έγινε από τις 4 ως τις 11 Φεβρουαρίου του 1945 στη Γιάλτα της Κριμαίας, το «πρόβλημα της Πολωνίας» ήταν πάλι ένα από τα κυρίαρχα θέματα. Ο Τσόρτσιλ και ο Ρούζβελτ φιλοξενήθηκαν από τον Στάλιν στα πρώην θερινά ανάκτορα του τσάρου Νικολάου και παρά τον εκνευρισμό τους για το γεγονός ότι ο Στάλιν είχε αναγνωρίσει πριν από ένα μήνα τη φιλοσοβιετική κυβέρνηση της Πολωνίας και τα σοβιετικά στρατεύματα έλεγχαν ήδη το μεγαλύτερο μέρος της χώρας, προσπάθησαν να βρουν κάποια συμβιβαστική λύση. Ο Στάλιν υποστήριζε ότι η κυβέρνηση της Βαρσοβίας ήταν το ίδιο αντιπροσωπευτική όσο ήταν και η κυβέρνηση του Ντε Γκωλ στη Γαλλία, την οποία είχαν αναγνωρίσει οι Αγγλοαμερικανοί. Τελικά ο σοβιετικός ηγέτης υποχώρησε και δέχτηκε να συμπεριληφθούν στην κυβέρνηση της Βαρσοβίας και μερικοί της εξόριστης πολωνικής κυβέρνησης του Λονδίνου και να προκηρυχθούν το «γρηγορότερο» ελεύθερες εκλογές. Οσο για τα σύνορα της Πολωνίας με τη Σοβιετική Ενωση θα ακολουθούσαν τη Γραμμή Κόρζον αλλά η έκταση της χώρας δεν θα μειωνόταν αφού η Πολωνία θα έπαιρνε εδάφη στα δυτικά από τη Γερμανία.


Ο διαμελισμός της Γερμανίας


Για τη Γερμανία αποφασίστηκε να «αποναζιστικοποιηθεί», να «αφοπλιστεί» και να «αποστρατοποιηθεί». Επίσης να χωριστεί σε τέσσερις τομείς – τον αμερικανικό, τον βρετανικό, τον σοβιετικό και τον γαλλικό -, οι πολεμικές βιομηχανίες της είτε να καταστραφούν είτε να κατασχεθούν και οι εγκληματίες πολέμου να συλληφθούν και να δικαστούν από διεθνές δικαστήριο (το οποίο στη συνέχεια συστήθηκε στη Νυρεμβέργη).


Για τα θέματα αυτά οι αποφάσεις ελήφθησαν ομόφωνα. Αλλά παρά τις συμφωνίες επί των γενικών αρχών, όταν ήρθε η στιγμή να υλοποιηθούν αυτές, ανέκυψαν τεράστια προβλήματα. Στη Γιάλτα, λόγου χάρη, συμφωνήθηκε ότι η Βρετανία θα κατείχε το βορειοδυτικό τμήμα της Γερμανίας, οι Ηνωμένες Πολιτείες το νότιο, η Γαλλία το νοτιοδυτικό και η Σοβιετική Ενωση το ανατολικό, στο Βερολίνο δε θα υπήρχε μια τετραπλή αρχή, η Συμμαχική Επιτροπή Ελέγχου, η οποία θα διοικούσε από κοινού. Αλλά το Βερολίνο βρισκόταν στην υπό σοβιετικό έλεγχο περιοχή, γεγονός που αργότερα δημιούργησε τα γνωστά προβλήματα.


Εξάλλου πλήρης και σαφής απόφαση για την αποβιομηχάνιση της Γερμανίας δεν ήταν δυνατό να ληφθεί και για αυτόν τον λόγο το θέμα παραπέμφθηκε προς μελέτη σε μια επιτροπή που συστήθηκε για αυτόν τον σκοπό. Πάντως ο Στάλιν, εκμεταλλευόμενος και την εφεκτικότητα του Ρούζβελτ, πρότεινε η Γερμανία να καταβάλει 20 δισεκατομμύρια δολάρια, εκ των οποίων η Σοβιετική Ενωση να πάρει τα μισά σε είδος, δηλαδή το 80% της βαριάς βιομηχανίας της Γερμανίας.


Σχετικά με το πρόβλημα του πολέμου με την Ιαπωνία ο Στάλιν υποσχέθηκε ότι θα έμπαινε στον πόλεμο «μέσα σε δύο-τρεις μήνες» μετά την παράδοση της Γερμανίας, με την προϋπόθεση ότι θα έπαιρνε ως αντάλλαγμα όλα όσα είχε χάσει η Ρωσία κατά τον πόλεμο του 1904-1905 με την Ιαπωνία, όπως τις Νήσους Κουρίλλες και τη Νότια Σαχαλίνη, καθώς και ότι θα εξακολουθούσε η Εξωτερική Μογγολία να βρίσκεται στη σοβιετική σφαίρα επιρροής, η Κορέα θα χωριζόταν σε Βόρεια και Νότια στον 38ο παράλληλο και η Σοβιετική Ενωση θα εξασφάλιζε διάφορες εμπορικές διευκολύνσεις στην Απω Ανατολή.


Οι βάσεις για τη συγκρότηση ενός διεθνούς οργανισμού με την ονομασία «Ηνωμένα Εθνη», ο οποίος στο εξής θα υπερασπιζόταν την παγκόσμια ειρήνη, είχαν ήδη τεθεί στη Διάσκεψη Κορυφής της Τεχεράνης και το προσχέδιο της Χάρτας των Ηνωμένων Εθνών είχε ήδη καταρτιστεί το φθινόπωρο του 1944 στο Ντάμπαρτον Οουκς, κοντά στην Ουάσιγκτον. Στη Γιάλτα ο Στάλιν, θέλοντας και αυτός να φανεί αρεστός στον Ρούζβελτ, του οποίου ιδέα ήταν τα Ηνωμένα Εθνη, δέχτηκε να εκπροσωπηθεί η ΕΣΣΔ στον νέο Οργανισμό με τρεις ψήφους (Ρωσία, Ουκρανία, Λευκορωσία) και όχι με 16, όσες και οι Δημοκρατίες της Σοβιετικής Ενωσης, όπως είχε ζητήσει αρχικά.


H ενδοτικότητα του Ρούζβελτ προς τον Στάλιν στη Διάσκεψη Κορυφής της Γιάλτας κατακρίθηκε αργότερα, όταν οι συμφωνίες δημοσιοποιήθηκαν το 1946. Αλλά, όπως φαίνεται, το μοναδικό μέλημα του αμερικανού προέδρου ήταν «να σώσει όσο περισσότερες ζωές αμερικανών στρατιωτών μπορούσε» πείθοντας τον Στάλιν να μπει στον πόλεμο κατά της Ιαπωνίας ώστε αυτός ο πόλεμος να τελειώσει μια ώρα αρχύτερα.


Οι διαπραγματεύσεις σκληραίνουν


H Γερμανία παραδόθηκε και τυπικά στις 8 Μαΐου 1945. Ο Ρούζβελτ είχε πεθάνει στις 12 Απριλίου και πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών ορκίστηκε ο Χάρι Τρούμαν, ο οποίος δεν έτρεφε τα ίδια αισθήματα για τον Στάλιν με τον προκάτοχό του και γι’ αυτό έσπευσε να τονίσει στον σοβιετικό υπουργό Εξωτερικών Βιάτσεσλαφ Μολότοφ: «Οι σχέσεις Ηνωμένων Πολιτειών και Σοβιετικής Ενωσης θα πάψουν να είναι μονόδρομος».


Ωστόσο ο πόλεμος στον Ειρηνικό συνεχιζόταν. Παρά τις μεγάλες απώλειές τους οι Ιάπωνες συνέχιζαν να αρνούνται να παραδοθούν. Επομένως και ο Τρούμαν έλπιζε ότι η Σοβιετική Ενωση θα έμπαινε επιτέλους στον πόλεμο εναντίον της Ιαπωνίας, αν και δεν ήταν διατεθειμένος να κάνει περισσότερες παραχωρήσεις προς τον Στάλιν. Αλλωστε το «νέο όπλο», η ατομική βόμβα, ήταν σχεδόν έτοιμο. Ετσι, όταν οι ηγέτες των τριών Μεγάλων Δυνάμεων συναντήθηκαν για τρίτη και τελευταία φορά, το κλίμα δεν ήταν το ίδιο με τις δύο προηγούμενες.


H συνάντηση έγινε στο Πότσδαμ, προάστιο του Βερολίνου, από τις 17 Ιουλίου ως τις 2 Αυγούστου 1945. Στη θέση του Ρούζβελτ ήταν ο Τρούμαν και στις 28 Ιουλίου ο Τσόρτσιλ έχασε τις εκλογές στη Βρετανία και παραχώρησε τη θέση του στο Πότσδαμ στον νέο βρετανό πρωθυπουργό, τον αρχηγό των Εργατικών Κλέμεντ Ατλι. Ο Στάλιν ήταν ο μόνος που παρέμενε ακλόνητος στη θέση του.


Κατά τις πρώτες ημέρες της διάσκεψης τόσο ο Τρούμαν όσο και ο Τσόρτσιλ προσπάθησαν να πείσουν τον Στάλιν να μπει επιτέλους στον πόλεμο εναντίον της Ιαπωνίας. Ο Στάλιν ωστόσο τους ανακοίνωσε ότι το Τόκιο του είχε προτείνει να συνάψει διμερή ειρήνη, με την υπόσχεση ότι η Ιαπωνία θα ικανοποιούσε όλες τις εδαφικές απαιτήσεις της Σοβιετικής Ενωσης που είχαν διατυπωθεί στη Διάσκεψη Κορυφής της Γιάλτας και ακόμη περισσότερες. Οι βρετανοαμερικανοί σύμμαχοι πήραν το μήνυμα του σοβιετικού ηγέτη και δεν έκαναν την παραμικρή προσπάθεια αναθεώρησης των συμφωνηθέντων στη Γιάλτα.


Στις 24 Ιουλίου ο Στάλιν ενημερώθηκε ότι το «νέο όπλο», η ατομική βόμβα, είναι έτοιμο προς χρήση και ζήτησε από τους άλλους δύο ηγέτες να στείλουν τελεσίγραφο παράδοσης στην Ιαπωνία. Πράγματι το τελεσίγραφο εστάλη προειδοποιώντας την Ιαπωνία για δραστικότερες επιθέσεις, χωρίς ωστόσο να αναφέρεται το «νέο όπλο». Στις 28 Ιουλίου η Ιαπωνία ανακοίνωσε ότι θα αψηφήσει την προειδοποίηση.


Οι συνομιλίες στο Πότσδαμ συνεχίστηκαν ως τις 2 Αυγούστου. Τα κυριότερα θέματα ήταν ο τρόπος διακυβέρνησης της ηττημένης Γερμανίας, η χάραξη των συνόρων της Πολωνίας, η κατοχή της Αυστρίας, η αποσαφήνιση του ρόλου της Σοβιετικής Ενωσης στην Ανατολική Ευρώπη και οι πολεμικές αποζημιώσεις που όφειλε να καταβάλει η Γερμανία στους νικητές, όλα δηλαδή όσα είχαν συζητηθεί και στη Γιάλτα. Απλώς τώρα έπρεπε να εφαρμοστούν.


Το τέλος του πολέμου


H ατμόσφαιρα καλής θέλησης, που είχε χαρακτηρίσει τις δύο προηγούμενες διασκέψεις, στο Πότσδαμ είχε εξαφανιστεί. Οι τρεις ηγέτες προσπάθησαν να αποσπάσουν όσο μπορούσαν περισσότερα οφέλη για τη δική του χώρα ο καθένας. H καθεμία από τις Μεγάλες Δυνάμεις θα έπαιρνε τις πολεμικές αποζημιώσεις της από το τμήμα της Γερμανίας που κατείχε. Αναγνωρίζοντας τις μεγάλες θυσίες του σοβιετικού λαού κατά τον πόλεμο, επιτράπηκε στη Σοβιετική Ενωση να λάβει επιπλέον το 10%-15% του βιομηχανικού εξοπλισμού που υπήρχε στις ζώνες των Δυτικών με αντάλλαγμα αγροτικά προϊόντα από τη σοβιετική ζώνη.


H Πολωνία οριοθετήθηκε προς ανατολάς με τη Γραμμή Κόρζον και προς δυσμάς με τους ποταμούς Οντερ και Νάισε παίρνοντας ένα τμήμα της πρώην Ανατολικής Πρωσίας. Αυτός ο διακανονισμός είχε ως αποτέλεσμα τη μετακίνηση εκατομμυρίων Γερμανών.


Στις 6 Αυγούστου η πρώτη ατομική βόμβα έπληξε τη Χιροσίμα. Στις 8 Αυγούστου η Μόσχα κήρυξε τον πόλεμο κατά της Ιαπωνίας και στις 9 έπεσε η δεύτερη ατομική βόμβα στο Ναγκασάκι. Στις 14 Αυγούστου η Ιαπωνία δέχτηκε να συνθηκολογήσει με τους όρους των Συμμάχων. Στις 2 Σεπτεμβρίου 1945 η Ιαπωνία παραδόθηκε και τυπικά. H παράδοσή της έγινε στον αμερικανό στρατηγό Ντάγκλας Μακ Αρθουρ πάνω στο θωρηκτό «Μισούρι» στον κόλπο του Τόκιο.


Ο B’ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε τελειώσει. Οι σοβιετικές στρατιωτικές δυνάμεις ανάμεσα στις 8 και στις 14 Αυγούστου 1945 κατέλαβαν όλες τις περιοχές που η Διάσκεψη της Γιάλτας είχε υποσχεθεί στον Στάλιν σε περίπτωση όπου θα έμπαινε στον πόλεμο με την Ιαπωνία.


Τα πρωτόκολλα της Διάσκεψης του Πότσδαμ διαπνέονταν από την ευχή και την επιθυμία να συνεχιστούν οι αρμονικές σχέσεις μεταξύ των Συμμάχων. Αλλά ήδη η Ευρώπη είχε χωριστεί σε Ανατολική και Δυτική, με διαφορετικούς και συγκρουόμενους στόχους. Λίγο αργότερα θα χωριζόταν και όλος ο κόσμος. H Χάρτα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών που είχε υπογραφεί στον Αγιο Φραγκίσκο στις 26 Ιουνίου 1945 από τους εκπροσώπους 50 κρατών (η Πολωνία υπέγραψε αργότερα και αποτέλεσε το 51ο μέλος των ιδρυτριών χωρών) με στόχο τη «διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφαλείας» δεν κατόρθωσε να εμποδίσει αυτόν τον παράξενο πόλεμο, ο οποίος ονομάστηκε «Ψυχρός» και βασάνισε ολόκληρη την υφήλιο επί δεκαετίες.


O Φραγκλίνος Ντελάνο Ρούζβελτ γεννήθηκε στο Χάιντ Παρκ της Πολιτείας της Νέας Υόρκης. Οι γονείς του προέρχονταν και οι δύο από παλαιές και εύπορες οικογένειες. Ο Ρούζβελτ σπούδασε στα πανεπιστήμια Χάρβαρντ και Κολούμπια και αρχικά ασχολήθηκε με τη δικηγορία, αλλά δεν άργησε να στραφεί στην πολιτική και να καταλάβει διάφορα αξιώματα με το Δημοκρατικό Κόμμα.


Το 1921 ο Ρούζβελτ προσβλήθηκε από πολιομυελίτιδα και έμεινε παράλυτος από τη μέση και κάτω, αν και αργότερα η κίνηση στα πόδια του επανήλθε σε μικρό βαθμό.


Ο Ρούζβελτ εξελέγη για τέσσερις συνεχείς θητείες πρόεδρος των ΗΠΑ (1932, 1936, 1940, 1944), περίπτωση μοναδική στην αμερικανική ιστορία. Με το πρόγραμμά του, το γνωστό ως New Deal – συνδυασμό δημοσίων έργων, μέτρων για την ενίσχυση των αγροτών και νομοθετικών βελτιώσεων των εργασιακών σχέσεων -, ο Ρούζβελτ βοήθησε τις ΗΠΑ να ξεπεράσουν τις συνέπειες της μεγάλης οικονομικής κρίσης των αρχών της δεκαετίας του 1930. Το 1933 με πρωτοβουλία του Ρούζβελτ οι ΗΠΑ αναγνώρισαν τη Σοβιετική Ενωση. Κατά τον B´ Παγκόσμιο Πόλεμο ο Ρούζβελτ, με την αφοσίωση και την ενεργητικότητά του, υπήρξε μία από τις κυριότερες κινητήριες δυνάμεις της συμμαχικής πολεμικής προσπάθειας.


Διάφορες πλευρές της πολιτικής του Ρούζβελτ, εσωτερικής και εξωτερικής, επικρίθηκαν από τους αντιπάλους του, αλλά η Ιστορία τον έχει αναγνωρίσει ως έναν από τους μεγαλύτερους πολιτικούς άνδρες του 20ού αιώνα.


ΓΟΥΙΝΣΤΟΝ ΤΣΟΡΤΣΙΛ (1874-1965)


O Γουίνστον Λέοναρντ Σπένσερ Τσόρτσιλ γεννήθηκε στο Γούντστοκ του Οξφορντσαϊρ και ήταν γόνος πλουσίων ευγενών. Εκπαιδεύτηκε στη στρατιωτική ακαδημία του Σάντχερστ και μοίρασε τα πρώτα χρόνια της σταδιοδρομίας του ανάμεσα στα καθήκοντά του ως αξιωματικού και στις πολεμικές ανταποκρίσεις. H διττή αυτή δραστηριότητα τον έφερε στην Κούβα και στην Ινδία, στο Σουδάν και στη Νότια Αφρική, κατά τον Πόλεμο των Μπόερς, όπου το 1899 αιχμαλωτίστηκε και φυλακίστηκε αλλά δραπέτευσε.


Ο Τσόρτσιλ εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής το 1900 με το Συντηρητικό Κόμμα αλλά το 1904 μεταπήδησε στο Κόμμα των Φιλελευθέρων, για να επανέλθει στους Συντηρητικούς το 1925, οριστικά πλέον. Κατέλαβε διάφορες κυβερνητικές θέσεις αλλά η μεγάλη στιγμή του ήρθε λίγο μετά την έναρξη του B’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν το 1940 έγινε πρωθυπουργός κυβέρνησης συνασπισμού και αναδείχθηκε ένας από τους σημαντικότερους ηγέτες του αγώνα κατά της ναζιστικής Γερμανίας, τόσο ώστε αποκλήθηκε «πατέρας της νίκης». Παρά ταύτα ηττήθηκε στις πρώτες μεταπολεμικές εκλογές, το 1945, και παρέμεινε αρχηγός της αντιπολίτευσης ώσπου επανήλθε στην πρωθυπουργία το 1951.


Ως πολιτικός ο Τσόρτσιλ ήταν συντηρητικός, υπέρμαχος της ακεραιότητας της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και εχθρός των εθνικιστικών κινημάτων. Ηταν δεινός ρήτορας, πείσμων και εξαιρετικά διορατικός. Αφησε επίσης πλούσιο και σημαντικό συγγραφικό έργο για το οποίο το 1953 τιμήθηκε με το Βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας. Ηταν ακόμη ερασιτέχνης ζωγράφος.


ΙΩΣΗΦ ΣΤΑΛΙΝ (1879-1953)


O Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Τζουγκασβίλι, γνωστός με το συνωμοτικό ψευδώνυμο Στάλιν (=Χαλύβδινος), γεννήθηκε κοντά στο Γκόρι της Γεωργίας. Σπούδασε σε ιεροδιδασκαλείο της Τιφλίδας, από το οποίο αποβλήθηκε λόγω των επαναστατικών ιδεών του. Σπουδαστής ακόμη εντάχθηκε στο ρωσικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, μετά τη διάσπαση του οποίου το 1903 ακολούθησε τον Λένιν και τους μπολσεβίκους. Ανέπτυξε έντονη επαναστατική δράση για την οποία εξορίστηκε επανειλημμένα, κατόρθωνε όμως πάντοτε να δραπετεύει.


Μετά την επανάσταση του 1917 ο Στάλιν άρχισε να ανέρχεται στην κομματική ιεραρχία και το 1923 έγινε γενικός γραμματέας του κόμματος. Από τη θέση αυτή και μετερχόμενος κάθε μέσον που θα εξυπηρετούσε τους σκοπούς του ο Στάλιν κατόρθωσε να αναδειχθεί απόλυτος και αδιαμφισβήτητος άρχων της Σοβιετικής Ενωσης. Εξόντωσε την παλαιά φρουρά του κόμματος με σκηνοθετημένες δίκες αλλά και με δολοφονίες, επέβαλε την αναγκαστική κολεκτιβοποίηση και εγκατέστησε κράτος τρόμου.


Στο διεθνές επίπεδο ωστόσο, με την ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεων της χώρας του και με τους διπλωματικούς χειρισμούς του, ο Στάλιν μετέβαλε την παρηκμασμένη Ρωσική Αυτοκρατορία σε κραταιή Σοβιετική Ενωση. Στα τέλη της δεκαετίας του 1930 ο Στάλιν προσέγγισε τη ναζιστική Γερμανία αλλά κατά τον B´ Παγκόσμιο Πόλεμο διαδραμάτισε πρωτεύοντα ρόλο στον εναντίον της αγώνα και συνομίλησε ως ίσος προς ίσους με τους δυτικούς ηγέτες πειθαναγκάζοντάς τους να δεχθούν τη μεταπολεμική σοβιετική κυριαρχία στην Ανατολική Ευρώπη.


(Για τον Στάλιν βλ. και τεύχος 03, «H λυκοφιλία δύο δικτατόρων»)


XAPI ΤΡΟΥΜΑΝ (1884-1972)


O Χάρι Τρούμαν γεννήθηκε στο Λαμάρ της Πολιτείας Μισούρι. Σπούδασε νομικά στο Κάνσας Σίτι και, αφού αποφάσισε να ασχοληθεί με την πολιτική, διετέλεσε γερουσιαστής την περίοδο 1935-1944. Αν και αντιπρόεδρος των ΗΠΑ το 1945, όταν με τον θάνατο του προέδρου Ρούζβελτ ανήλθε στο ύπατο αξίωμα της χώρας, ο Τρούμαν δεν είχε πείρα στη διακυβέρνηση. Ο B’ Παγκόσμιος Πόλεμος πλησίαζε στο τέλος του και ο Τρούμαν χρειάστηκε να αναλάβει αμέσως την ευθύνη της διεξαγωγής του. Στη Διάσκεψη του Πότσδαμ αναμετρήθηκε με δύο ιερά τέρατα της πολιτικής του 20ού αιώνα, τον Τσόρτσιλ και τον Στάλιν. Αλλά η κρισιμότερη απόφαση που χρειάστηκε να λάβει ο Τρούμαν ήταν η έγκριση για τη ρίψη της ατομικής βόμβας στην Ιαπωνία το 1945.


Μετά τη λήξη του B’ Παγκοσμίου Πολέμου ο Τρούμαν βρέθηκε αντιμέτωπος με σοβαρές πολιτικές κρίσεις: στο εσωτερικό των ΗΠΑ παρουσιάστηκε το φαινόμενο του μακαρθισμού και στη διεθνή σκηνή τα προβλήματα του Ψυχρού Πολέμου. Ο Τρούμαν ανέπτυξε τολμηρές πρωτοβουλίες, οι οποίες επρόκειτο να ασκήσουν καθοριστική επίδραση στην κατοπινή εξέλιξη της ανθρωπότητας.


Αποτέλεσε χαρακτηριστική περίπτωση πολιτικού ο οποίος, όταν το επέβαλαν οι περιστάσεις, αποδείχθηκε ανώτερος των προσδοκιών που επέτρεπε η ως τότε πορεία του. Παρά τις επικρίσεις που δέχτηκαν η πολιτική του γενικά και μερικές από τις επί μέρους αποφάσεις του, ο Τρούμαν επέδειξε ευψυχία, ευφυΐα και αποφασιστικότητα.


(Για τον Τρούμαν βλ. και τεύχος 06, «H θεσμοθέτηση του Ψυχρού Πολέμου»)


ΚΛΕΜΕΝΤ ΑΤΛΙ (1883-1967)


O Κλέμεντ Ρίτσαρντ Ατλι γεννήθηκε στο Πάτνεϊ του Σάρεϊ. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης αλλά το ενδιαφέρον του για τα προβλήματα της εργατικής τάξης τον έκανε να εγκαταλείψει τη δικηγορία και να στραφεί στην πολιτική. Κατά τον A’ Παγκόσμιο Πόλεμο πολέμησε στο Δυτικό Μέτωπο και στην Καλλίπολη και αποστρατεύθηκε με τον βαθμό του ταγματάρχη.


Το 1922 ο Ατλι εξελέγη βουλευτής του Εργατικού Κόμματος, του οποίου το 1935 ανέλαβε την αρχηγία. Ως αρχηγός των Εργατικών ο Ατλι επέκρινε σφοδρά την εξωτερική πολιτική της συντηρητικής κυβέρνησης και ιδίως την άρνησή της να παρέμβει στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο υπέρ των δημοκρατικών.


Κατά τον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο ο Ατλι μετείχε στην κυβέρνηση συνασπισμού του Τσόρτσιλ.


Με τη νίκη του Εργατικού Κόμματος στις πρώτες μεταπολεμικές εκλογές, το 1945, ο Ατλι έγινε πρωθυπουργός, οπότε και αντικατέστησε τον Τσόρτσιλ στη Διάσκεψη Κορυφής του Πότσδαμ. H κυβέρνηση των Εργατικών εθνικοποίησε την Τράπεζα της Αγγλίας και τις βιομηχανίες φωταερίου, ηλεκτρικού ρεύματος, άνθρακα, σιδήρου και χάλυβα, καθώς και τους σιδηροδρόμους. Εργο της ήταν και η ίδρυση της Εθνικής Υπηρεσίας Υγείας και άλλες σημαντικές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις. Επίσης αναγνώρισε την ανεξαρτησία της Βιρμανίας (Μιανμάρ), της Ινδίας, του Πακιστάν, της Κεϊλάνης (Σρι Λάνκα) και της Παλαιστίνης.


Το 1951 το Εργατικό Κόμμα έχασε τις εκλογές και ο Ατλι παρέμεινε αρχηγός της αντιπολίτευσης ως το 1955, οπότε αποσύρθηκε από την ενεργό πολιτική.


KEIMENA: ΙΩΑΝΝΑ ΖΟΥΛΑ