Ρωσοτουρκικές Συνθήκες ως το Συνέδριο του Βερολίνου 1878


Ζωηρή ανησυχία είχε προξενήσει στις δυτικές δυνάμεις, ιδιαίτερα στην Αγγλία και στην Αυστρία, η έκβαση του τελευταίου από τους πολλούς ως τότε ρωσοτουρκικούς πολέμους, το 1877-78. H Τουρκία είχε υποστεί δεινή ήττα και τα ρωσικά στρατεύματα είχαν απειλήσει την Κωνσταντινούπολη. Από την πλεονεκτική της θέση η Ρωσία, με τη συνθήκη που υπογράφτηκε τον Μάρτιο του 1878 στον Αγιο Στέφανο, είχε επιβάλει στην Τουρκία βαρύτατους όρους για εδαφικές παραχωρήσεις υψίστης πολιτικής σημασίας.


H εφαρμογή της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου θα είχε πολύ ευρύτερες συνέπειες από την ταπείνωση και τον ακρωτηριασμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Θα ανέτρεπε άρδην τις γεωπολιτικές ισορροπίες στη Νοτιοανατολική Ευρώπη πραγματοποιώντας παλαιά επεκτατικά όνειρα της Ρωσίας και εξασφαλίζοντάς της ισχυρά πλεονεκτήματα απέναντι στις δυτικές δυνάμεις. Με άλλα λόγια, θα έδινε εξαιρετικά δυσμενή για αυτές τροπή στο περιβόητο Ανατολικό Ζήτημα, το οποίο εξέφραζε τις ανησυχίες και τους προβληματισμούς των Μεγάλων Δυνάμεων για την τύχη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αν η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατέρρεε, πράγμα που το καθιστούσε ολοένα πιθανότερο η προϊούσα παρακμή της, στις περιοχές που την αποτελούσαν θα προέκυπτε κενό εξουσίας. Ζωτική ανάγκη για την καθεμία από τις Μεγάλες Δυνάμεις αποτελούσε να μην επιτρέψει σε μία ή περισσότερες από τις υπόλοιπες να επωφεληθούν δυσανάλογα από αυτό το κενό. H ανάγκη αυτή καθόριζε και την πολιτική τους απέναντι στα γεγονότα που θα μπορούσαν να βλάψουν υπέρμετρα την ισχύ και την ακεραιότητα του κράτους των σουλτάνων. Αν έκριναν ότι τα γεγονότα θα εξελίσσονταν προς όφελός τους, τα υποβοηθούσαν. Αν διαπίστωναν ότι οι εξελίξεις θα ευνοούσαν κάποια άλλη δύναμη, μεταβάλλονταν σε προμάχους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Εξάλλου δεν έλειψαν οι περιπτώσεις όπου κάποιες από τις Μεγάλες Δυνάμεις είχαν σκεφθεί και συμφωνήσει μεταξύ τους, μυστικά συνήθως, να διαμελίσουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία και να μοιραστούν τα κομμάτια της. Αλλά στη μακρά ιστορία του Ανατολικού Ζητήματος η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, αν εφαρμοζόταν, θα ήταν η καταφανέστερη ίσως περίπτωση μονομερούς απολαβής των καρπών της τουρκικής αδυναμίας.


Οι δυτικές δυνάμεις αισθάνθηκαν ότι δεν μπορούσαν και δεν έπρεπε να το επιτρέψουν αυτό. Ασκώντας πίεση που έφθανε ως την απειλή του πολέμου κατά της Ρωσίας, η οποία αδυνατούσε να αντιταχθεί δυναμικά λόγω της εξάντλησης των δυνάμεών της από τον πόλεμο που είχε μόλις λήξει, απαίτησαν και πέτυχαν την αναθεώρηση της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου.


Το έργο αυτό, η αναθεώρηση, ανατέθηκε στο διεθνές Συνέδριο του Βερολίνου, το οποίο κατέληξε να μηδενίσει σχεδόν τα κέρδη της Ρωσίας από τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου.


Επικίνδυνες σχέσεις


Οι δύο αυτοκρατορίες, η ρωσική και η οθωμανική, είχαν και άλλες φορές στο παρελθόν αναμετρηθεί στα πεδία των μαχών, αν και οι σχέσεις τους είχαν επίσης γνωρίσει περιόδους σύμπνοιας. H Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν ανέκαθεν ο κυριότερος στόχος των προσπαθειών της Ρωσίας για εδαφική επέκταση. Ως έναν βαθμό η πολιτική της αυτή ενισχυόταν από θρησκευτικά κίνητρα, από τη ρομαντική επιθυμία να απελευθερωθεί η Κωνσταντινούπολη, η ιερή πόλη της Ορθοδοξίας. Πολύ επιτακτικότερη όμως ήταν η ανάγκη της Ρωσίας να αποκτήσει στον Εύξεινο Πόντο έξοδο για τις εξαγωγές των σιτηρών της. Σε μερικές περιόδους η Ρωσία επεδίωκε να δεσπόζει της Τουρκίας ως ισχυρός σύμμαχος. Οταν αυτή η πολιτική της απέδιδε, υποστήριζε την ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και δεν προέβαλλε εδαφικές απαιτήσεις. Οταν η πολιτική της δεν απέδιδε, η Ρωσία υπονόμευε την Τουρκία, είτε έμμεσα, υποστηρίζοντας τις εξεγέρσεις των υπόδουλων βαλκανικών λαών, είτε άμεσα, πολεμώντας εναντίον της. Οι πόλεμοι της Ρωσίας εναντίον της Τουρκίας αναπτέρωναν τις ελπίδες των υπόδουλων χριστιανών, οι οποίοι προσδοκούσαν ότι η νίκη της μεγάλης ομόδοξης δύναμης θα επέφερε και την πραγματοποίηση των δικών τους εθνικών πόθων. Σπεύδοντας να σταθούν στο πλευρό της εξεγείρονταν κατά του οθωμανού δυνάστη. Οταν τα συμφέροντά της επέβαλλαν στη Ρωσία ελιγμούς και αλλαγή πολιτικής, οι εξεγερμένοι αφήνονταν στο έλεος του δυνάστη, συχνά με φρικαλέα για αυτούς αποτελέσματα. Οι υπόδουλοι Ελληνες είχαν βρεθεί σε αυτή την κατάσταση περισσότερες από μία φορές.


Χαρακτηριστικό σύμπτωμα ειρηνικής συμβίωσης ανάμεσα στη Ρωσία και στην Τουρκία υπήρξε η Συνθήκη του Ουνκιάρ Σκελεσί, η οποία υπογράφτηκε από τις δύο χώρες τον Ιούλιο του 1833 και προέβλεπε την παροχή βοήθειας μεταξύ τους αν το ένα από τα δύο συμβαλλόμενα μέρη δεχόταν επίθεση από τρίτη δύναμη. Με μυστικό όρο της συνθήκης η Τουρκία απαλλασσόταν από αυτή την υποχρέωση εφόσον θα έκλεινε τα στενά των Δαρδανελίων για τα ξένα πολεμικά πλοία.


Πολύ περισσότερα ωστόσο είναι τα αξιομνημόνευτα παραδείγματα εχθρικής προσέγγισης ανάμεσα στις δύο χώρες.


Ιστορικό πολέμων



H μεγάλη επέκταση της Ρωσίας προς ανατολάς κατά τον 16ο και τον 17ο αιώνα είχε μολοντούτο αφήσει τις ακτές του Ευξείνου Πόντου στα χέρια των οθωμανών σουλτάνων και των υποτελών τους χάνων της Κριμαίας.


Οι ρωσοτουρκικοί πόλεμοι είχαν κυριότερη αιτία τις απόπειρες της Ρωσίας να εκμεταλλευθεί την αυξανόμενη αδυναμία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και να αποκτήσει διέξοδο στα θερμά νερά του Ευξείνου Πόντου και, σε μεταγενέστερα στάδια, να κατακτήσει τον Καύκασο, να κυριαρχήσει στη Βαλκανική Χερσόνησο, να θέσει υπό τον έλεγχό της τα στενά των Δαρδανελίων και του Βοσπόρου και να εξασφαλίσει πρόσβαση στις παγκόσμιες εμπορικές οδούς.


Οι πόλεμοι είχαν αποτέλεσμα την επέκταση των συνόρων της Ρωσίας νότια ως τον Εύξεινο Πόντο και τον Καύκασο και νοτιοδυτικά ως τον ποταμό Προύθο, που τη χώριζε από τις τουρκοκρατούμενες Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, τη Μολδοβλαχία, την κατοπινή Ρουμανία. Οι πόλεμοι είχαν επίσης συνέπεια την αύξηση της ρωσικής επιρροής στις οθωμανικές περιοχές.


Θέατρο των επιχειρήσεων του πρώτου πολέμου, 1676-81, ο οποίος δεν είχε θετικό αποτέλεσμα για τη Ρωσία, ήταν η Ουκρανία δυτικά του ποταμού Δνείπερου. H Ρωσία επανήλθε το 1687 και το 1689 με ανεπιτυχείς επιδρομές στην Κριμαία. Κατά τον πόλεμο του 1695-96 οι δυνάμεις του τσάρου της Ρωσίας Πέτρου A’ του Μεγάλου κατέλαβαν το Αζόφ.


Το 1710 η Τουρκία πήρε μέρος στον Βόρειο Πόλεμο μεταξύ Ρωσίας, Δανίας και Σαξονίας-Πολωνίας από τη μια, και Σουηδίας από την άλλη, και όταν η απόπειρα του Μεγάλου Πέτρου να απελευθερώσει τα Βαλκάνια από την τουρκική κυριαρχία κατέληξε σε ήττα στον ποταμό Προύθο το 1711, ο τσάρος υποχρεώθηκε να επιστρέψει το Αζόφ στην Τουρκία.


Νέος πόλεμος ξέσπασε το 1735, με τη Ρωσία και την Αυστρία σύμμαχες κατά της Τουρκίας. Οι Ρώσοι εισέβαλαν με επιτυχία στη Μολδαβία, αλλά οι Αυστριακοί ηττήθηκαν, με αποτέλεσμα η Ρωσία να μην κερδίσει σχεδόν τίποτε από τη Συνθήκη του Βελιγραδίου (18 Σεπτεμβρίου 1739).


Ο πρώτος μεγάλος ρωσοτουρκικός πόλεμος, του 1768-74, ξέσπασε όταν η Τουρκία απαίτησε να πάψει η αυτοκράτειρα της Ρωσίας Αικατερίνη B’ η Μεγάλη να επεμβαίνει στις εσωτερικές υποθέσεις της Πολωνίας. Οι Ρώσοι κατήγαγαν εντυπωσιακές νίκες επί των Τούρκων. Κατέλαβαν το Αζόφ, την Κριμαία και τη Βεσσαραβία, και υπό τον στρατάρχη Π.A. Ρουμιάντσεφ επέδραμαν στη Μολδαβία και νίκησαν τους Τούρκους στη Βουλγαρία. Οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να ζητήσουν ειρήνη και στις 21 Ιουλίου 1774 υπογράφτηκε η Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή. Με τη συνθήκη αυτή το χανάτο της Κριμαίας αποκτούσε την ανεξαρτησία του από τον σουλτάνο, τα νότια σύνορα της Ρωσίας προχωρούσαν ακόμη νοτιότερα, η Ρωσία εξασφάλιζε το δικαίωμα να διατηρεί στόλο στον Εύξεινο Πόντο και της αναγνωρίζονταν ασαφή δικαιώματα προστασίας των χριστιανών υπηκόων του σουλτάνου σε όλη τη Βαλκανική Χερσόνησο.


Περαιτέρω επέκταση


H Ρωσία ήταν τώρα σε ισχυρή θέση ώστε να επιχειρήσει περαιτέρω επέκταση και το 1783 η Μεγάλη Αικατερίνη προσήρτησε χωρίς προσχήματα τη Χερσόνησο της Κριμαίας. Ακολούθησε νέος πόλεμος το 1787, με την Αυστρία πάλι στο πλευρό της Ρωσίας (ως το 1791). Υπό τον στρατηγό A.B. Σουβόροφ οι Ρώσοι νίκησαν σε πολλές μάχες, με αποτέλεσμα σημαντικά εδαφικά κέρδη στις περιοχές των ποταμών Δνείστερου και Δούναβη. H Τουρκία αναγκάστηκε να υπογράψει τη Συνθήκη του Ιασίου, στις 9 Ιανουαρίου 1792, με την οποία παραχωρούσε στη Ρωσία τα επί της Δυτικής Ουκρανίας παράλια του Ευξείνου Πόντου.


Ο επόμενος ρωσοτουρκικός πόλεμος άρχισε ουσιαστικά το 1806, αλλά στην αρχική του φάση οι εχθροπραξίες ήταν ακατάστατες, δεδομένου ότι η Ρωσία, λόγω των αβέβαιων σχέσεών της με τη ναπολεόντεια Γαλλία, δεν ήταν πρόθυμη να συγκεντρώσει μεγάλες δυνάμεις κατά της Τουρκίας. Οταν όμως το 1811 το ενδεχόμενο ρωσογαλλικού πολέμου εμφανίστηκε περισσότερο συγκεκριμένο, η Ρωσία επεδίωξε γρήγορη λύση στα νότια σύνορά της. H επιτυχής εκστρατεία του στρατάρχη M.I. Κουτούζοφ το 1811-12 υποχρέωσε την Τουρκία, με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (28 Μαΐου 1812), να παραχωρήσει στη Ρωσία τη Βεσσαραβία.


H Ρωσία είχε πλέον εξασφαλίσει ολόκληρη τη βόρεια ακτή του Ευξείνου Πόντου. Με τους επόμενους πολέμους της κατά της Τουρκίας επεδίωξε να αποκτήσει επιρροή στην τουρκοκρατούμενη Βαλκανική Χερσόνησο, να εξασφαλίσει τον έλεγχο των στενών των Δαρδανελίων και του Βοσπόρου και να επεκταθεί στον Καύκασο.


Κατά τον πόλεμο του 1828-29 οι ρωσικές δυνάμεις προήλασαν στη Βουλγαρία, στον Καύκασο και στη Βορειοανατολική Μικρά Ασία. H Τουρκία ζήτησε ειρήνη και η Συνθήκη της Αδριανουπόλεως, που υπογράφτηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 1829, έδωσε στη Ρωσία το μεγαλύτερο μέρος των ανατολικών παραλίων του Ευξείνου Πόντου, ενώ η Τουρκία αναγνώρισε τη ρωσική κυριαρχία επί της Γεωργίας και μεγάλου μέρους της σημερινής Αρμενίας.


Ο Κριμαϊκός Πόλεμος


H επόμενη ρωσοτουρκική σύρραξη ήταν ο Κριμαϊκός Πόλεμος του 1853-56, στον οποίο αναμείχθηκαν και άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, η Αγγλία, η Γαλλία και το Βασίλειο Σαρδηνίας-Πεδεμοντίου, οι οποίες πολέμησαν στο πλευρό της Τουρκίας. Αμεση αιτία του πολέμου ήταν οι απαιτήσεις της Ρωσίας ως προς την προστασία των ορθοδόξων χριστιανών που ζούσαν στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αλλος σημαντικός παράγοντας ήταν η διαφορά Ρωσίας και Γαλλίας ως προς τα προνόμια ορθοδόξων και καθολικών στους Αγίους Τόπους, που κατέχονταν από τους Τούρκους (αν και αυτή η διαφορά είχε διευθετηθεί πριν από την έναρξη του πολέμου).


Με την υποστήριξη της Αγγλίας η Τουρκία τήρησε άτεγκτη στάση απέναντι στις ρωσικές απαιτήσεις. Τον Ιούλιο του 1853 η Ρωσία κατέλαβε τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Στις 23 Σεπτεμβρίου ο βρετανικός στόλος έπλευσε στην Κωνσταντινούπολη. Στις 4 Οκτωβρίου η Τουρκία κήρυξε τον πόλεμο κατά της Ρωσίας και τον ίδιο μήνα εξαπέλυσε επίθεση στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Οταν ο ρωσικός στόλος κατέστρεψε τον τουρκικό στη Σινώπη, ο βρετανικός και ο γαλλικός, στις 3 Ιανουαρίου 1854, εισέπλευσαν στον Εύξεινο Πόντο για να προστατεύσουν τις τουρκικές μεταφορές.


Στις 28 Μαρτίου 1854 η Αγγλία και η Γαλλία κήρυξαν τον πόλεμο κατά της Ρωσίας.


Ανταποκρινόμενη σε σχετική απαίτηση της Αυστρίας, και για να αποτρέψει και τη δική της είσοδο στον πόλεμο, η Ρωσία εξεκένωσε τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Τον Αύγουστο του 1854 τις κατέλαβε η Αυστρία.


Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους οι σύμμαχοι αποβίβασαν δυνάμεις στην Κριμαία και πολιόρκησαν τη Σεβαστούπολη. Οι Ρώσοι αντιστάθηκαν σθεναρά και η πολιορκία κράτησε έναν χρόνο. Την περίοδο αυτή δόθηκαν σκληρές μάχες, στην Αλμα στις 20 Σεπτεμβρίου, στην Μπαλακλάβα στις 25 Οκτωβρίου και στο Ινκερμαν στις 5 Νοεμβρίου.


H μάχη της Μπαλακλάβας κατέχει ιδιαίτερη θέση στην αγγλική στρατιωτική ιστορία ως τυπικό δείγμα περιττής ανδρείας και αυτοθυσίας συνδυασμένης με διοικητική ασυναρτησία και ανευθυνότητα. H μάχη άρχισε όταν οι Ρώσοι επιχείρησαν να καταλάβουν τη βάση των Αγγλων στην Μπαλακλάβα. Τους απώθησαν σκωτσέζικο σύνταγμα και αγγλική ταξιαρχία ιππικού. Κατόπιν η σύγχυση ανάμεσα στους άγγλους διοικητές οδήγησε στην ηρωική αλλά διόλου απαραίτητη επέλαση της Ελαφράς Ταξιαρχίας υπό τον Λόρδο Κάρντιγκαν. Ο διοικητής της βρετανικής δύναμης Λόρδος Ράγκλαν διέταξε τον διοικητή του ιππικού Λόρδο Λάκαν να στείλει τους άνδρες του να ανακτήσουν μερικά κανόνια αγγλικής κατασκευής που οι Ρώσοι είχαν πάρει από τους Τούρκους. Ο Λάκαν παρανόησε τις διαταγές που του έδωσε ο Ράγκλαν μέσω του αγγελιοφόρου του και με τη σειρά του διέταξε την Ελαφρά Ταξιαρχία του Κάρντιγκαν να καταλάβει τις κύριες θέσεις των Ρώσων και όχι απλώς να ανακτήσει τα κανόνια. Οι ρωσικές θέσεις καταλήφθηκαν, αλλά η Ελαφρά Ταξιαρχία έχασε πάνω από το ένα τρίτο των ανδρών της σε νεκρούς και τραυματίες. Τον μάταιο αυτόν ηρωισμό ύμνησε ο Αλφρεντ Τέννυσον στο ποίημά του «H επέλαση της Ελαφράς Ταξιαρχίας», το οποίο δάνεισε τον τίτλο του σε θρυλική χολιγουντιανή ταινία με το ίδιο θέμα, κατάλληλα επεξεργασμένο φυσικά.


Στις 26 Ιανουαρίου 1855 ο πρωθυπουργός του Βασιλείου Σαρδηνίας-Πεδεμοντίου Καμίλο Καβούρ, για λόγους εξωτερικής αλλά και εσωτερικής πολιτικής, πειθαναγκάστηκε να συμμετάσχει στον πόλεμο, στο πλευρό της Τουρκίας, και έστειλε στο μέτωπο δύναμη 10.000 ανδρών.


H απειλή της Αυστρίας να βγει και αυτή στον πόλεμο ανάγκασε τους Ρώσους να δεχθούν την έναρξη διαδικασίας ειρήνευσης, η οποία οδήγησε στο Συνέδριο του Παρισιού τον Φεβρουάριο-Μάρτιο 1856.


Κατά τους ιστορικούς, ο τρόπος διεξαγωγής του Κριμαϊκού Πολέμου αποκάλυψε απύθμενο διοικητικό χάος και από τις δύο πλευρές. Την κατάσταση επιδείνωσε η επιδημία χολέρας που έπληξε τον στρατό. Θύμα της υπήρξε δυσανάλογα μεγάλο μέρος των 250.000 ανδρών που έχασε η κάθε πλευρά. H χολέρα κόστισε τη ζωή ακόμη και διοικητών των συμμαχικών στρατευμάτων.


H Συνθήκη του Παρισιού, που υπογράφτηκε στις 30 Μαρτίου 1856, εγγυόταν την ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και υποχρέωνε τη Ρωσία να παραδώσει την περιοχή γύρω στις εκβολές του Δούναβη και μέρος της Βεσσαραβίας. H Ρωσία παραιτήθηκε των απαιτήσεών της για τη θρησκευτική προστασία των ορθοδόξων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Απαγορεύθηκαν τα πολεμικά πλοία και οι οχυρώσεις στον Εύξεινο Πόντο, ο οποίος ανακηρύχθηκε ουδέτερος και ελεύθερος για τα εμπορικά πλοία όλων των εθνών. Οι Παραδουνάβιες Ηγεμονίες τέθηκαν υπό την εγγύηση των Μεγάλων Δυνάμεων. Διεθνής επιτροπή ανέλαβε να ρυθμίζει την κίνηση στον ποταμό Δούναβη. Ταυτόχρονα το Συνέδριο αποσαφήνισε διαφιλονικούμενα σημεία του διεθνούς δικαίου σχετικά με τα δικαιώματα των ουδετέρων εν καιρώ πολέμου. Ο σημαντικότερος όρος της Συνθήκης του Παρισιού ήταν αυτός που προέβλεπε την αποστρατοποίηση του Ευξείνου Πόντου. Παρέμεινε σε ισχύ μόνο ως το 1870, όταν η Ρωσία δήλωσε πως δεν θεωρούσε πλέον ότι δεσμεύεται από αυτόν.


H τελευταία σύρραξη


Ο τελευταίος ρωσοτουρκικός πόλεμος, του 1877-78, που ήταν και ο σημαντικότερος, είχε τις ρίζες του στο συνεχιζόμενο ενδιαφέρον της Ρωσίας για τις τύχες των ορθοδόξων χριστιανών, και ιδίως των σλάβων, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.


Τον Ιούλιο του 1875 οι χριστιανοί χωρικοί της Ερζεγοβίνης εξεγέρθηκαν εναντίον των μουσουλμάνων κυρίων τους και των οθωμανικών αρχών. H εξέγερση, που δεν άργησε να μεταδοθεί στη Βοσνία, προκάλεσε μεγάλη συγκίνηση στη Σερβία, η οποία ήταν τότε αυτόνομο πριγκιπάτο υπό την κυριαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι Μεγάλες Δυνάμεις επιχείρησαν να μεσολαβήσουν ανάμεσα στους εμπολέμους, αλλά οι προσπάθειές τους δεν ευδοκίμησαν. Τότε οι ηγεμόνες της Σερβίας Μίλος Οβρένοβιτς Δ’ και του επίσης αυτόνομου Μαυροβουνίου Νικόλαος A’ δεν μπόρεσαν παρά να ενδώσουν στην πίεση των υπηκόων τους και στις 30 Ιουνίου 1876 κήρυξαν τον πόλεμο κατά της Τουρκίας.


H στρατιωτική δύναμη της Σερβίας ήταν εξαιρετικά περιορισμένη και μολονότι ρώσος στρατηγός είχε αναλάβει τη διοίκηση του στρατού της και ρώσοι εθελοντές τον είχαν ενισχύσει, η Ρωσία δεν είχε προσφέρει σε αυτή τη φάση την αναμενόμενη στρατιωτική βοήθεια. H προσπάθεια των σερβικών δυνάμεων να εισβάλουν στη Βοσνία απέτυχε και παρ’ όλο που οι μοναδικοί σύμμαχοί τους, οι Μαυροβούνιοι, μάχονταν αποτελεσματικά στην Ερζεγοβίνη, οι Σέρβοι, ηττώμενοι, αντιμετώπιζαν τουρκική προέλαση προς το Βελιγράδι. Μόνο τότε η Ρωσία απέστειλε τελεσίγραφο στην Τουρκία και την υποχρέωσε να δεχθεί ανακωχή. H Τουρκία και η Σερβία συνήψαν συνθήκη ειρήνης με βάση το status quo την 1η Μαρτίου 1877.


Ανάλογα γεγονότα διαδραματίζονταν την ίδια περίοδο και στη Βουλγαρία. H εξέγερση που εκδηλώθηκε στις 6 Απριλίου (παλαιό ημερολόγιο) / 2 Μαΐου (νέο) 1876 αντιμετωπίστηκε από τους Τούρκους με απίστευτη ωμότητα. Στη Φιλιππούπολη τούρκοι άτακτοι κατέσφαξαν 15.000 Βουλγάρους.


Οι τουρκικές αγριότητες προκάλεσαν την αγανάκτηση της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης. Ευρωπαίοι πολιτικοί ήρθαν σε διαπραγματεύσεις με τον σουλτάνο προσπαθώντας να του αποσπάσουν εγγυήσεις για την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που θα βελτίωναν τη θέση των χριστιανών υπηκόων του. Οταν πέρασαν δύο χρόνια χωρίς οι διαπραγματεύσεις να αποδώσουν καρπούς, στις 24 Απριλίου 1877 η Ρωσία κήρυξε τον πόλεμο κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου την ακολούθησαν η Σερβία και το Μαυροβούνιο.


Οι Ρώσοι επιτέθηκαν από τη Βουλγαρία και προήλασαν στη Θράκη, και τον Ιανουάριο 1878 κατέλαβαν την Αδριανούπολη.


Ο πόλεμος έληξε με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, χωριού στα δυτικά της Κωνσταντινούπολης, η οποία υπογράφτηκε στις 3 Μαρτίου 1878. H συνθήκη μετέβαλλε ριζικά την κατάσταση των ευρωπαϊκών κτήσεων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τερμάτιζε κάθε είδους τουρκικό έλεγχο επί της Βαλκανικής Χερσονήσου. Ο κυριότερος όρος της προέβλεπε την ίδρυση ανεξάρτητου βουλγαρικού πριγκιπάτου, της λεγόμενης Μεγάλης Βουλγαρίας, η οποία περιελάμβανε το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας και εκτεινόταν από το Αιγαίο Πέλαγος ως τον Εύξεινο Πόντο. Με τη συνθήκη αναγνωριζόταν η ανεξαρτησία της Σερβίας, του Μαυροβουνίου και της Ρουμανίας. Τα σύνορα της Σερβίας και του Μαυροβουνίου επεκτείνονταν και η Ρουμανία παραχωρούσε στη Ρωσία τη Νότια Βεσσαραβία λαμβάνοντας ως αντάλλαγμα τη Δοβρουτσά από την Τουρκία. H Βοσνία και η Ερζεγοβίνη ανακηρύσσονταν αυτόνομες. H Τουρκία παραχωρούσε στη Ρωσία μέρη των ασιατικών εδαφών της και υποχρεωνόταν να καταβάλει υψηλή πολεμική αποζημίωση. Ο σουλτάνος παρείχε εγγυήσεις για την ασφάλεια των χριστιανών υπηκόων του.


Ταπείνωση και αυθαιρεσία


Με τις ρυθμίσεις της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου η Αυστρία αντιλαμβανόταν ότι θα έπρεπε να εγκαταλείψει τις βλέψεις της για τα Βαλκάνια, όπου θα αυξανόταν και θα εδραιωνόταν η ρωσική επιρροή. H Αγγλία από την πλευρά της έβλεπε ότι κινδύνευε η κυριαρχία της στη Μεσόγειο, όπου η Ρωσία, πραγματοποιώντας το παλαιότατο όνειρό της, θα μπορούσε επιτέλους να έχει πρόσβαση μέσω της Μεγάλης Βουλγαρίας, η οποία δεν θα ήταν παρά απλός δορυφόρος της.


Οι εργασίες του Συνεδρίου του Βερολίνου, που συγκλήθηκε με σκοπό την αναθεώρηση της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, κράτησαν από τις 13 Ιουνίου ως τις 13 Ιουλίου 1878. Την προεδρία του προσφέρθηκε να ασκήσει ο πολύς καγκελάριος της Γερμανίας Οθων Βίσμαρκ, ο οποίος και κυριάρχησε σε αυτό. Οι περισσότερες από τις ρυθμίσεις του συνεδρίου συμφωνήθηκαν προκαταβολικά σε ιδιωτικές διπλωματικές διαπραγματεύσεις αλλά επικυρώθηκαν με τη Συνθήκη του Βερολίνου. H συνθήκη προέβλεπε τη δημιουργία αυτόνομου πριγκιπάτου της Βουλγαρίας. Νοτίως του πριγκιπάτου δημιουργήθηκε η αυτόνομη επαρχία της Ανατολικής Ρωμυλίας υπό τουρκική κυριαρχία αλλά με χριστιανό ηγεμόνα διοριζόμενο από τον σουλτάνο. Επικυρώθηκε η ανεξαρτησία της Σερβίας και του Μαυροβουνίου και τους παραχωρήθηκαν εδάφη. Αναγνωρίστηκε η ανεξαρτησία της Ρουμανίας, η οποία έλαβε τη Βόρεια Δοβρουτσά σε αντάλλαγμα για τη Βεσσαραβία, την οποία παραχώρησε στη Ρωσία. H κατοχή του Καυκάσου από τη Ρωσία επικυρώθηκε. Στην Αυστροουγγαρία δόθηκε το δικαίωμα να καταλάβει τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, και στην Αγγλία το δικαίωμα να καταλάβει την Κύπρο. Στην Κρήτη παραχωρήθηκε αυτονομία.


Σε γενικές γραμμές οι ρυθμίσεις του Συνεδρίου του Βερολίνου παρέμειναν σε ισχύ σχεδόν επί 30 χρόνια. H κυριότερη από τις αρνητικές πλευρές του συνεδρίου, εκτός από την ταπείνωση της Ρωσίας, ήταν ότι με τις αυθαίρετες αποφάσεις του ρύθμισε τις τύχες λαών των οποίων αγνόησε τις πραγματικές επιθυμίες, θέτοντας έτσι τις βάσεις για τις κρίσεις που επρόκειτο να εκδηλωθούν τα κατοπινά χρόνια.


O κόμης Οντρασι ανήκε στο ουγγρικό ριζοσπαστικό μεταρρυθμιστικό κόμμα του Λάγιος Κόσουτ όταν το 1847 έγινε μέλος της ουγγρικής Δίαιτας. Κατά την ουγγρική επανάσταση του 1848-49 εναντίον της Αυστρίας ο Οντρασι ήταν διοικητής τάγματος του επαναστατικού στρατού. Με την ήττα της επανάστασης κατόρθωσε να διαφύγει και αυτοεξορίστηκε. Καταδικάστηκε ερήμην εις θάνατον και το ομοίωμά του απαγχονίστηκε. Το 1857 ο Οντρασι αμνηστεύθηκε και επέστρεψε. Υποστήριξε κατόπιν τις διαπραγματεύσεις που οδήγησαν το 1867 στη δημιουργία της «δυαδικής μοναρχίας» της Αυστροουγγαρίας. Τον ίδιο χρόνο έγινε πρωθυπουργός και υπουργός Αμυνας της Ουγγαρίας. Θεωρώντας τους Σλάβους απειλή για τη χώρα του ο Οντρασι καλλιέργησε τις σχέσεις του με τη Γερμανία ως αντίβαρο στη Ρωσία και αντιτάχθηκε στη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, για την οποία πίστευε ότι θα συνεπαγόταν τεράστια πλεονεκτήματα για τις σλαβικές δυνάμεις. Το 1871 ο Οντρασι έγινε υπουργός Εξωτερικών της Αυστροουγγαρίας. Αργότερα πρωτοστάτησε στη σύγκληση του Συνεδρίου του Βερολίνου. Εκεί συμφώνησε στην κατάληψη της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης από την Αυστρία, πράξη που προκάλεσε την έντονη αποδοκιμασία της κοινής γνώμης τόσο στην Αυστρία όσο και στην Ουγγαρία. Αυτό συνέτεινε στην απόφαση του Οντρασι να παραιτηθεί στις 8 Οκτωβρίου 1879. Την προηγουμένη είχε υπογράψει τη μοιραία συμφωνία της γερμανοαυστριακής συμμαχίας, η οποία κράτησε δεμένες τις δύο χώρες ως το τέλος του A’ Παγκοσμίου Πολέμου.


BENIAMIN ΝΤΙΣΡΑΕΛΙ (1804-1881)


O άγγλος πολιτικός Βενιαμίν Ντισραέλι ήταν ιταλοεβραϊκής καταγωγής, αλλά ο πατέρας του ήρθε σε σύγκρουση με τη Συναγωγή και βάφτισε τα παιδιά του χριστιανούς. Ο Ντισραέλι άρχισε την καριέρα του ως δικηγόρος και συγγραφέας. Τη δεύτερη αυτή δραστηριότητα τη διατήρησε σε όλη του τη ζωή και εξέδωσε πολλά μυθιστορήματα. Αστοχες χρηματιστηριακές επενδύσεις κατά τη νεότητά του τον άφησαν χρεωμένο για όλη του τη ζωή σχεδόν. Ο Ντισραέλι δοκίμασε τρεις φορές να εκλεγεί βουλευτής αλλά απέτυχε. Τελικά εξελέγη για πρώτη φορά το 1837. Ηταν ριζοσπάστης συντηρητικός, οπαδός του Κινήματος της Νεαρής Αγγλίας και υπέρμαχος του προστατευτισμού. Διετέλεσε κατ’ επανάληψη υπουργός Οικονομικών. Το 1868 έγινε πρωθυπουργός για δέκα μήνες και ύστερα παρέμεινε αρχηγός της αντιπολίτευσης για έξι χρόνια. Ως πρωθυπουργός πάλι από το 1874 ως το 1880 ακολούθησε σθεναρή εξωτερική πολιτική, η οποία κορυφώθηκε με την παρουσία του στο Συνέδριο του Βερολίνου το 1878, όπου ο Ντισραέλι πέτυχε όλα όσα επεδίωκε. Στο εσωτερικό εφάρμοσε κοινωνικές μεταρρυθμίσεις για τη βελτίωση των συνθηκών στέγασης και υγιεινής του πληθυσμού και προώθησε την ιδέα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Με δική του πρόταση η βασίλισσα Βικτωρία ανακηρύχθηκε αυτοκράτειρα των Ινδιών και χάρη στους δικούς του παράτολμους όσο και ευφυείς χειρισμούς η Αγγλία αγόρασε το 40% των μετοχών της Εταιρείας της Διώρυγας του Σουέζ από τον σπάταλο χεδίβη της Αιγύπτου Ισμαήλ Πασά.


ΑΛΕΞΑΝΤΡ ΓΚΟΡΤΣΑΚΟΦ (1798-1883)


O ρώσος πρίγκιψ Αλεξάντρ Γκορτσακόφ μεγάλωσε μέσα στην ευρωπαϊκή ατμόσφαιρα των σαλονιών και της τσαρικής Αυλής της Αγίας Πετρούπολης. Μπήκε στη διπλωματική υπηρεσία το 1817 και ήταν μέλος της ρωσικής αντιπροσωπείας στα συνέδρια του Τρόπαου, του Λάιμπαχ και της Βερόνας (1820-22). Παρά τις προσπάθειες του υπουργού Εξωτερικών Νεσελρόντε να καθυστερήσει την πρόοδό του, ο Γκορτσακόφ τοποθετήθηκε σε διάφορες θέσεις ρωσικών πρεσβειών στην Ευρώπη και διακρίθηκε ιδιαίτερα ως πρεσβευτής στη Βιέννη κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου. Τον Απρίλιο του 1856 ο Γκορτσακόφ διαδέχθηκε τον παραιτηθέντα Νεσελρόντε στο υπουργείο Εξωτερικών και αποδύθηκε αμέσως στην προσπάθεια να ανορθώσει το κύρος της Ρωσίας ως μεγάλης ευρωπαϊκής δύναμης και να βελτιώσει τις σχέσεις της με τις άλλες δυνάμεις. Παρά τις αξιοσημείωτες διπλωματικές επιτυχίες του Γκορτσακόφ, διάφοροι παράγοντες συνέτειναν ώστε ο ρόλος του στη διαμόρφωση της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής να μειωθεί από τα μέσα της δεκαετίας του 1870 και ύστερα. Ετσι μετά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-78 ο Γκορτσακόφ δεν κατόρθωσε να εμποδίσει τον υφιστάμενό του κόμητα Νικολάι Ιγνάτιεφ να επιβάλει στην ηττημένη Τουρκία τη σκληρή Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου αλλά ούτε τις ευρωπαϊκές δυνάμεις να την αντικαταστήσουν με την ταπεινωτική για τη Ρωσία Συνθήκη του Συνεδρίου του Βερολίνου, όπου ο Γκορτσακόφ εκπροσώπησε τη χώρα του.


ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΑΡΑΘΕΟΔΩΡΗΣ (1833-1906)


O Αλέξανδρος Καραθεοδωρής Πασάς γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου και επέστρεψε, ύστερα από σπουδές νομικής και μαθηματικών στο Παρίσι, για να διοριστεί στο υπουργείο Εξωτερικών. H σταδιοδρομία του στον διπλωματικό κλάδο συνεχίστηκε με τον διορισμό του ως πρεσβευτή της Τουρκίας στη Ρώμη και με την προαγωγή του, το 1876, σε υφυπουργό Εξωτερικών. Ο Καραθεοδωρής ήταν επικεφαλής της τουρκικής αντιπροσωπείας στο Συνέδριο του Βερολίνου το 1878. Μετά την επιστροφή του διορίστηκε υπουργός Εξωτερικών αλλά αναγκάστηκε να παραιτηθεί όταν ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ B’ απέρριψε τις προτάσεις για φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις που ο Καραθεοδωρής είχε εισηγηθεί μαζί με τον Μεγάλο Βεζίρη Χαϊρεντίν Πασά. Το 1885 ο Καραθεοδωρής διορίστηκε ηγεμόνας της Σάμου. Παρέμεινε σε αυτή τη θέση δέκα χρόνια, πάλι όμως παραιτήθηκε λόγω της γενικής κατακραυγής των ντόπιων που ο ίδιος προξένησε όταν κάλεσε τουρκικές δυνάμεις να καταστείλουν τις ταραχές που είχαν προκαλέσει ορισμένα μέτρα του. H επόμενη θέση την οποία κατέλαβε ο Καραθεοδωρής στον κρατικό μηχανισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν του γενικού διοικητή Κρήτης. Στην αρχή η κατάσταση εξελισσόταν ομαλά αλλά η ισορροπία μεταξύ σουλτάνου και Κρητών δεν μπορούσε να διατηρηθεί για πολύ. Ακολούθησαν και εδώ συγκρούσεις και ο Καραθεοδωρής ανακλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και διορίστηκε αρχιμεταφραστής των ανακτόρων, καθ’ ότι γλωσσομαθής και γενικότερα πολυμαθέστατος.


ΓΟΥΙΛΙΑΜ XENPI ΒΑΝΤΕΝΓΚΤΟΝ (1826-1894)


Γιος άγγλου βιομηχάνου που ζούσε στη Γαλλία από το 1780, ο Γουίλιαμ Χένρι Βαντενγκτόν άρχισε τις σπουδές του στη Γαλλία και τις ολοκλήρωσε στην Αγγλία, στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ. Ταξίδεψε στην Ανατολική Μεσόγειο, δημοσίευσε μελέτες αρχαιολογικού περιεχομένου και το 1865 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Γραμμάτων και Επιγραφών. Στις δύο πρώτες απόπειρές του να εκλεγεί στη Βουλή ο Βαντενγκτόν απέτυχε, τελικά όμως εξελέγη βουλευτής το 1871 και γερουσιαστής το 1876. Διετέλεσε υπουργός Παιδείας και το 1877 τοποθετήθηκε υπουργός Εξωτερικών και αντιπροσώπευσε τη Γαλλία στο Συνέδριο του Βερολίνου το 1878. Τον Φεβρουάριο του 1879 ο Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας Ζυλ Γκρεβί επέλεξε τον Βαντενγκτόν ως πρωθυπουργό φοβούμενος ότι, αν επέλεγε τον Λέοντα Γαμβέτα, θα τον επεσκίαζε. Ως πρωθυπουργός ο Βαντενγκτόν πράγματι δεν προσπάθησε να επιβάλει τις απόψεις του στην κυβέρνηση αλλά ασχολήθηκε περισσότερο με την εξωτερική πολιτική. Ωστόσο ένα από τα μέλη της κυβέρνησής του, ο Ζυλ Φερί, ο οποίος αργότερα θα γινόταν πρωθυπουργός, εισήγαγε δραστικά μέτρα για τον περιορισμό της επιρροής της Καθολικής Εκκλησίας στην εκπαίδευση. H διαμάχη που προκάλεσαν αυτά τα μέτρα ανάγκασε τον Βαντενγκτόν να παραιτηθεί τον Δεκέμβριο του 1879.


KEIMENA: ΙΩΑΝΝΑ ΖΟΥΛΑ