Οι ευρωπαϊκές επαναστάσεις και το Σύστημα των Συνεδρίων 1818-22


Το Σύστημα των Συνεδρίων, συνέχεια του Συνεδρίου της Βιέννης (1814-15), που ρύθμισε τα ευρωπαϊκά πράγματα μετά την πτώση του Ναπολέοντα και την παλινόρθωση της δυναστείας των Βουρβόνων στη Γαλλία, ήταν μέθοδος διπλωματίας μέσω διασκέψεων. Θεσμοθετήθηκε με το Αρθρο VI της Συνθήκης της Τετραπλής Συμμαχίας Αυστρίας, Βρετανίας, Πρωσίας και Ρωσίας, η οποία υπεγράφη στο Παρίσι στις 20 Νοεμβρίου 1815. Ψυχή του Συστήματος, όπως άλλωστε είχε συμβεί και με το Συνέδριο της Βιέννης, απέβη ο καγκελάριος της Αυστρίας Κλέμενς Μέτερνιχ, ο φανατικότερος υπερασπιστής του συντηρητικού status quo που είχε δημιουργηθεί στην Ευρώπη.


Το Αρθρο VI της Συνθήκης της Τετραπλής Συμμαχίας προέβλεπε ότι αντιπρόσωποι των Τεσσάρων Δυνάμεων θα συναντούνταν κατά τακτά διαστήματα για να διαβουλευθούν «επί των κοινών συμφερόντων τους» και να συζητήσουν μέτρα που θα ήταν «τα πλέον σωστικά για τη γαλήνη και την ευημερία των εθνών και για τη διατήρηση της ειρήνης στην Ευρώπη».


Οι ιστορικοί θεωρούν ότι το Σύστημα των Συνεδρίων υπήρξε ως έναν βαθμό πρόδρομος των προσπαθειών που άρχισαν να καταβάλλονται τον προηγούμενο αιώνα και συνεχίζονται και τον τωρινό για διεθνή διπλωματική συνεργασία. H θεσμοθέτησή του ωστόσο πραγματοποιήθηκε την επαύριο του Συνεδρίου της Βιέννης, όταν οι ευρωπαϊκές μοναρχίες δεν είχαν ακόμη λησμονήσει τον τρομερό κίνδυνο που είχαν διατρέξει από τη Γαλλική Επανάσταση του 1789 και από τη σαρωτική πορεία του απειλητικότερου τέκνου της, του Μεγάλου Ναπολέοντα, που μόλις πρόσφατα τότε είχαν κατορθώσει να τον κατανικήσουν. Γι’ αυτόν τον λόγο οι ιστορικοί αναγνωρίζουν επίσης ότι κύριος προορισμός του Συστήματος ήταν να αποτελέσει όπλο των συντηρητικών και αντιδραστικών δυνάμεων της Ευρώπης εναντίον των επαναστατικών κινημάτων και μέσο για επεμβάσεις στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων κρατών.


Συναντήσεις-συνέδρια σε αυτό το πλαίσιο έγιναν στην Αιξ-λα-Σαπέλ το 1818, στο Τρόπαου το 1820, στο Λάιμπαχ το 1821 και στη Βερόνα το 1822. Για δικούς της λόγους, όπου συνδυάζονταν η φιλελεύθερη παράδοση και τα στενότερα συμφέροντά της, η Βρετανία διαφοροποιήθηκε μερικές φορές από τις θέσεις και τους χειρισμούς των υπολοίπων μελών του Συστήματος και μετά το Συνέδριο της Βερόνας αποχώρησε εντελώς από αυτό. H Γαλλία των Βουρβόνων, που δεν άργησε να ενταχθεί στο Σύστημα, δεν στάθηκε ούτε αυτή πάντοτε πειθήνια στις αποφάσεις του.


Ακολούθησε άλλο ένα συνέδριο, στην Αγία Πετρούπολη το 1825, όπου παρακάθησαν μόνο τα τρία εναπομείναντα μέλη, αλλά κατά τη διάρκειά του ανέκυψαν μείζονες διαφορές μεταξύ Αυστρίας και Ρωσίας και το Σύστημα εγκαταλείφθηκε.


H ανάνηψη της Γαλλίας


Το πρώτο συνέδριο του Συστήματος συνήλθε το διάστημα 1η Οκτωβρίου – 15 Νοεμβρίου 1818 στην πόλη Αιξ-λα Σαπέλ, το σημερινό Ααχεν της Γερμανίας, με τη συμμετοχή της Αυστρίας, της Βρετανίας, της Πρωσίας και της Ρωσίας. Παρακάθησαν σε αυτό ο τσάρος της Ρωσίας Αλέξανδρος A’, ο αυτοκράτορας της Αυστρίας Φραγκίσκος A’, ο βασιλιάς της Πρωσίας Φρειδερίκος Γουλιέλμος Γ’ και οι αντιπρόσωποί τους. Τη Βρετανία εκπροσώπησαν ο υποκόμης Κάσελρι και ο δούκας του Γουέλινγκτον, τη Γαλλία ο πρωθυπουργός της Αρμάνδος Εμμανουήλ, δούκας του Ρισελιέ.


Κατά την πρώτη συνεδρίαση ο Ρισελιέ πρότεινε να καταβάλει η Γαλλία το μεγαλύτερο μέρος των πολεμικών αποζημιώσεων που όφειλε στους Συμμάχους ως ηττημένη χώρα μετά την πτώση του Ναπολέοντα, με αντάλλαγμα ως τις 30 Νοεμβρίου εκείνου του έτους να αποσύρονταν από το έδαφός της οι συμμαχικές δυνάμεις κατοχής.


H προσφορά του Ρισελιέ έγινε δεκτή και με συνθήκη που υπεγράφη στις 9 Οκτωβρίου ρυθμίστηκαν οι απαιτήσεις των Συμμάχων κατά της Γαλλίας. Επιπλέον η Γαλλία έγινε δεκτή στη νέα Πενταπλή Συμμαχία ως ισότιμο μέλος.


Με μυστικό πρωτόκολλο που υπεγράφη στις 15 Νοεμβρίου η Τετραπλή Συμμαχία Αυστρίας, Βρετανίας, Πρωσίας και Ρωσίας ανανεώθηκε.


Το συνέδριο συζήτησε επίσης τη θέση των εβραίων και άλλα ζητήματα.


Οι πρώτες διαφωνίες


Τον Οκτώβριο – Δεκέμβριο του 1820 συνήλθε το δεύτερο συνέδριο στο Τρόπαου της Σιλεσίας, τη σημερινή Οπαβα της Δημοκρατίας της Τσεχίας. Εκεί, στις 19 Νοεμβρίου 1820, υπεγράφη το πρωτόκολλο του Τρόπαου, διακήρυξη της πρόθεσης των συμβαλλομένων για ανάληψη κοινής δράσης κατά των επαναστάσεων.


Το συνέδριο παρακολούθησαν ο Φραγκίσκος A’ της Αυστρίας, ο Αλέξανδρος A’ της Ρωσίας, ο Φρειδερίκος Γουλιέλμος Γ’ της Πρωσίας, οι υπουργοί τους των Εξωτερικών και αντιπρόσωποι της Βρετανίας και της Γαλλίας.


Το Συνέδριο του Τρόπαου αποφάσισε επέμβαση στη Νεάπολη, πρωτεύουσα του Βασιλείου των Δύο Σικελιών, όπου τον Ιούλιο του 1820 είχε εκδηλωθεί δημοκρατική επανάσταση, η οποία είχε υποχρεώσει τον βασιλέα Φερδινάνδο A’ να παραχωρήσει σύνταγμα. Προς τούτο υπεγράφη επίσης πρωτόκολλο το οποίο γενικότερα προέβλεπε ότι τα κράτη όπου θα εκδηλωνόταν και θα επικρατούσε επανάσταση θα αποκλείονταν από την ευρωπαϊκή συμμαχία, ότι οι συμμαχικές δυνάμεις δεν θα αναγνώριζαν παράνομες μεταβολές σε αυτά τα κράτη και ότι οι μεγάλες δυνάμεις θα χρησιμοποιούσαν βία προκειμένου να τα επαναφέρουν στους κόλπους της Συμμαχίας.


H Αυστρία, η Πρωσία και η Ρωσία κάλεσαν τον βασιλέα των Δύο Σικελιών Φερδινάνδο A’ να συμμετάσχει σε προσεχές συνέδριο στο Λάιμπαχ, όπου θα αποφασίζονταν οι όροι για την επέμβαση στη Νεάπολη. H Βρετανία και η Γαλλία αρνήθηκαν να δεχθούν αυτό το πρωτόκολλο.


H ελληνική επανάσταση


Το τρίτο συνέδριο συνήλθε από τις 26 Ιανουαρίου ως τις 12 Μαΐου 1821 στο Λάιμπαχ, τη σημερινή Λουμπλιάνα της Σλοβενίας, και αποφάσισε τους όρους για την επέμβαση στο Βασίλειο των Δύο Σικελιών και για την κατάληψή του.


Στο συνέδριο ήταν παρόντες οι μονάρχες της Αυστρίας, της Ρωσίας και της Πρωσίας με τις αντιπροσωπείες τους, οι βασιλείς των Δύο Σικελιών και της Σαρδηνίας-Πεδεμοντίου, οι δούκες της Μόδενας και της Τοσκάνης και παρατηρητές από τη Βρετανία και τη Γαλλία.


Το συνέδριο διακήρυξε την εχθρότητά του προς τα επαναστατικά καθεστώτα, συμφώνησε να καταργήσει το σύνταγμα της Νεαπόλεως και εξουσιοδότησε τον στρατό της Αυστρίας να αποκαταστήσει την απόλυτη μοναρχία στο Βασίλειο των Δύο Σικελιών. H Βρετανία και η Γαλλία εξέφρασαν τις αντιρρήσεις τους γι’ αυτή την απόφαση, πράγμα που ενθάρρυνε τους δημοκράτες της Νεαπόλεως να αντισταθούν, μάταια όμως.


Με απόφαση του συνεδρίου στις 8 Απριλίου 1821 ο αυστριακός στρατός κατέστειλε στη Νοβάρα άλλη δημοκρατική εξέγερση που είχε εκδηλωθεί στο Πεδεμόντιο.


Μεσούντος του συνεδρίου έφθασε η είδηση για την έκρηξη της ελληνικής επανάστασης στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Στις 22 Φεβρουαρίου 1821 ο Αλέξανδρος Υψηλάντης είχε διαβεί τον ποταμό Προύθο και δύο ημέρες αργότερα, στο Ιάσιο, πρωτεύουσα της Μολδαβίας, εξέδωσε προκήρυξη με την οποία καλούσε τους Ελληνες να πάρουν τα όπλα κατά των Τούρκων. Μεταξύ άλλων η προκήρυξη έλεγε: «Κινηθείτε, ω φίλοι, και θέλετε ιδεί μίαν κρατεράν δύναμιν να υπερασπισθή τα δίκαιά μας!».


Αν και δεν την κατονόμαζε, η αναφορά της προκήρυξης στη Ρωσία ήταν προφανής και το γεγονός ότι ο αρχηγός της επανάστασης Αλέξανδρος Υψηλάντης ήταν υπασπιστής του τσάρου – είχε μάλιστα ξεκινήσει από ρωσικό έδαφος – ανησύχησε ιδιαίτερα τον Μέτερνιχ. Οι αμφιβολίες του για τη στάση του τσάρου απέναντι στο ελληνικό εγχείρημα ήταν εύλογες, αφού θα ήταν προς το συμφέρον της Ρωσίας αν αυτό στεφόταν με επιτυχία. Κατέβαλε λοιπόν ο Μέτερνιχ σύντονες προσπάθειες ώστε το συνέδριο, περιλαμβανομένου και του τσάρου, να καταδικάσει την ελληνική επανάσταση. Χάρη ωστόσο στις ενέργειες του Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος, ως υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας, παρευρισκόταν στο Λάιμπαχ, όπως και στα προηγούμενα συνέδρια, η διατύπωση της καταδικαστικής απόφασης του τσάρου μετριάστηκε.


Στις αρχές Μαΐου 1821 οι σύνεδροι τερμάτισαν τις συνομιλίες τους, αλλά με επίμονη εισήγηση του Μέτερνιχ αποφασίστηκε να τις επαναλάβουν αργότερα στη Βερόνα, όπου, εκτός από τα άλλα εκκρεμή ζητήματα, της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Λατινικής Αμερικής, θα συζητιόταν και το ελληνικό πρόβλημα, το οποίο γινόταν οξύτερο, δεδομένου ότι η επανάσταση είχε μεν συντριβεί στη Μολδοβλαχία, από την άλλη όμως είχε εξαπλωθεί στην κυρίως Ελλάδα σημειώνοντας αξιόλογες επιτυχίες.


«Μέγα πολιτικόν γεγονός»


Από τις 20 Οκτωβρίου ως τις 14 Δεκεμβρίου 1822 συνήλθε στη Βερόνα της Ιταλίας το τέταρτο συνέδριο του κύκλου, το οποίο επρόκειτο να είναι και το τελευταίο με πλήρη σύνθεση.


Το κυριότερο από τα προβλήματα που οι Σύμμαχοι είχαν να αντιμετωπίσουν αυτή τη φορά ήταν η κατάσταση που είχε δημιουργηθεί στην Ισπανία και στην ισπανική Λατινική Αμερική και είχε φέρει σε απελπιστική θέση τις συντηρητικές δυνάμεις. Το 1820 δημοκρατική εξέγερση στην Ισπανία είχε υποχρεώσει τον βασιλέα Φερδινάνδο Z’ να παραχωρήσει σύνταγμα, ενώ στην ισπανική αυτοκρατορία της Λατινικής Αμερικής είχε ξεσπάσει επανάσταση για την ανεξαρτησία, με αρχηγούς στον Βορρά τον Σιμόν Μπολιβάρ και στον Νότο τον Χοσέ Σαν Μαρτίν.


Ολες οι προσπάθειες του Φερδινάνδου Z’ να καταστείλει την επανάσταση είχαν αποτύχει. Το 1820 ο στρατός που προοριζόταν να σταλεί για να καθυποτάξει τις επαναστατημένες ισπανικές λατινοαμερικανικές αποικίες εξεγέρθηκε κατά του βασιλιά υπό την ηγεσία του ταγματάρχη Ραφαέλ ντε Ριέγκο υ Νούνιες και με την υποστήριξη των δημοκρατικών πολιτών.


Στο Συνέδριο της Βερόνας ο βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος IH’ ζήτησε την έγκριση των συνέδρων να επέμβει στην Ισπανία υπέρ του Φερδινάνδου Z’ και η έγκριση του δόθηκε. Οσο για τη Λατινική Αμερική, τα σχέδια των υπολοίπων Συμμάχων ναυάγησαν εξαιτίας των αντιρρήσεων της Βρετανίας, η οποία, για λόγους εμπορικών συμφερόντων, όπως άλλωστε και οι Ηνωμένες Πολιτείες, ήταν αντίθετη σε οποιαδήποτε επέμβαση. Απείλησε μάλιστα η Βρετανία ότι, σε περίπτωση που θα λαμβάνονταν μέτρα, θα χρησιμοποιούσε τον στόλο της για να τα εξουδετερώσει.


Εν όψει της συζήτησης του ελληνικού ζητήματος η προσωρινή κυβέρνηση της Ελλάδας είχε συγκροτήσει επιτροπή η οποία, μεταφέροντας «ικετήρια έγγραφα», θα προσπαθούσε να παρουσιαστεί ενώπιον του συνεδρίου και να αναπτύξει στους συνέδρους τις θέσεις των επαναστατημένων Ελλήνων. H επιτροπή, την οποία αποτελούσαν ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης, ο Ανδρέας Μεταξάς και ο φιλέλληνας γάλλος πλοίαρχος Ζουρντέν, δεν κατόρθωσε να λάβει την έγκριση να παρουσιαστεί στο συνέδριο. Δεν καρποφόρησαν επίσης οι προσπάθειές της να επιτύχει τη μεσολάβηση του Πάπα.


Τελικά το Συνέδριο της Βερόνας καταδίκασε την ελληνική επανάσταση. Το ανακοινωθέν, που εκδόθηκε στις 2 Δεκεμβρίου 1822, διελάμβανε μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα:


«Μέγα πολιτικόν γεγονός εξερράγη περί τα τέλη της τελευταίας συνελεύσεως (του Συνεδρίου του Λάιμπαχ). Ο,τι το ανατρεπτικόν των κοινωνιών πνεύμα ήρχισεν εν τη δυτική χερσονήσω, ό,τι εδοκίμασε να πράξη εν τη Ιταλία, το κατώρθωσεν εις τας ανατολικάς εσχατιάς της Ευρώπης. Καθ’ ον καιρόν κατευνάσθησαν αι εν τοις βασιλείοις της Νεαπόλεως και της Σαρδηνίας στρατιωτικαί επαναστάσεις διά της δυνάμεως, ερρίφθη ο επαναστατικός δαυλός εν μέσω της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι άνακτες, έχοντες σταθεράν απόφασιν ν’ απωθήσωσι την αρχήν της επαναστάσεως καθ’ οποίον μέρος και εν οποία μορφή και αν εφαίνετο, έσπευσαν να την καταδικάσωσιν εκ συμφώνου, ασχολούμενοι δε αμεταθέτως εις το έργον της κοινής φροντίδος των, αντέκρουσαν παν ό,τι εδύνατο να τους παρεκτρέψη της οδού των. Αλλ’ ακούοντες και την φωνήν της συνειδήσεως και του ιερού χρέους συνηγόρησαν υπέρ των θυμάτων ασυνέτου και εγκληματικού επιχειρήματος. Αι πολλαί και φιλικαί των πέντε αυλών προς αλλήλας διακοινώσεις διαρκούσης της εποχής ταύτης, μιας των σημαντικωτέρων της συμμαχίας των, έφεραν εις σύμπνοιαν όλας ως προς το ζήτημα της Ανατολής, απέκειτο δε εις την εν Βερώνη συνέλευσιν να καθιερώση και επιβεβαιώση τα ορισθέντα. Αι δε σύμμαχοι της Ρωσίας αυλαί ελπίζουν ότι διά των κοινών προσπαθειών θα εξομαλυνθούν τα μέχρι τούδε εμπόδια διά την ευόδωσιν των ευχών αυτών».


Συμφέροντα και ειρήνη


Από τη στιγμή σχεδόν που δημιουργήθηκε το Σύστημα των Συνεδρίων, το 1815, βαθιές διαφωνίες εμφανίστηκαν στους κόλπους της πρώην συμμαχίας. Ουσιαστικά, μόλις εξέλιπε ο κοινός εχθρός, ο Μέγας Ναπολέων, η κάθε δύναμη άρχισε να εργάζεται για το δικό της εθνικό συμφέρον μάλλον παρά για την ειρήνη στην Ευρώπη. Ακόμη και το Συνέδριο της Βιέννης είχε φέρει τους Συμμάχους στο χείλος του πολέμου εξαιτίας ζητημάτων όπως η κυριαρχία της Ρωσίας στην Πολωνία ή της Πρωσίας στη Σαξονία.


H εισδοχή της Γαλλίας στη λεγόμενη Πενταπλή Συμμαχία είχε ως αποτέλεσμα να βαθύνουν ακόμη περισσότερο οι διαφωνίες ανάμεσα στις άλλες δυνάμεις. Τα χρόνια που ακολούθησαν, η Βρετανία και η Ρωσία αποδύθηκαν σε ανταγωνισμό για την πλήρωση του κενού εξουσίας που είχε δημιουργήσει η κατάρρευση της γαλλικής ηγεμονίας, με την υποστήριξη της Αυστρίας η πρώτη, της Πρωσίας και της Γαλλίας η δεύτερη.


Για την ανάπτυξη της οικονομίας και την εξυπηρέτηση των εμπορικών συμφερόντων της η Βρετανία έβλεπε στην Αυστρία ένα καλό στήριγμα στο κέντρο της νέας Ευρώπης. Αυτή η ταυτότητα συμφερόντων οδηγούσε στη διεύρυνση της αγγλοαυστριακής συνεργασίας. Ο Μέτερνιχ όμως, φοβούμενος τη γαλλορωσική συμμαχία, προσπαθούσε να διατηρεί καλές σχέσεις με τη Ρωσία.


H Ρωσία, καχύποπτη απέναντι στην αγγλοαυστριακή συνεργασία και δυσαρεστημένη λόγω των προσπαθειών της Βρετανίας να περιορίσει τη ρωσική ισχύ ενώ η ίδια οικοδομούσε τη ναυτική υπεροχή της, προσέβλεπε ολοένα περισσότερο προς τη Γαλλία για να τη βοηθήσει να αποτρέψει τον αγγλοαυστριακό έλεγχο επί της συμμαχίας. H Γαλλία, επιθυμώντας απελπισμένα να τερματιστεί η περίοδος της απομόνωσής της, θεώρησε ότι της δινόταν η ευκαιρία να συνδέσει τις δύο μεγαλύτερες στρατιωτικές δυνάμεις της Ευρώπης οι οποίες εν καιρώ θα μπορούσαν ενδεχομένως να στραφούν κατά της Βρετανίας.


H σύγκρουση συμφερόντων ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις φάνηκε καθαρά στα συνέδρια του Τρόπαου και του Λάιμπαχ. Είχαν και τα δύο να αντιμετωπίσουν επαναστατικά κινήματα που εκδηλώνονταν σε διάφορα σημεία όχι μόνο της Ευρώπης αλλά και της Λατινικής Αμερικής, με διεκδικήσεις κοινωνικές, πολιτικές, εθνικοαπελευθερωτικές. Ο Μέτερνιχ, πρόμαχος αυτοκρατορίας που απαρτιζόταν από ποικίλες εθνικές ομάδες, είδε τις επαναστάσεις ως απειλή για την ασφάλεια της μοναρχίας των Αψβούργων. Μολονότι προετοιμαζόταν να συμμαχήσει με τη Βρετανία για να ματαιώσει την πρόταση του τσάρου για αποστολή ρωσικών στρατευμάτων στην Ισπανία, καθώς η επανάσταση εξαπλωνόταν στην Ιταλία, προσέβλεψε αλλού για βοήθεια. Βρήκε στον Αλέξανδρο A’ έναν σύμμαχο που ανησυχούσε και αυτός εξίσου για την εξάπλωση του γαλλικού φιλελευθερισμού.


Μέτερνιχ και Κάσελρι


Αυτές οι διαφοροποιήσεις, οι μετατοπίσεις και η μόνιμη σύγκρουση διαρκώς μεταβαλλόμενων συμφερόντων υπήρξαν μοιραίες για το μέλλον του Συστήματος των Συνεδρίων. H Βρετανία λόγου χάρη, ως μέλος της Συμμαχίας, δεν μπορούσε να έχει αντίρρηση για την επέμβαση της Αυστρίας στην Ιταλία, αρκεί η Αυστρία να ενεργούσε αφ’ εαυτής και όχι με εξουσιοδότηση της Συμμαχίας στην οποία θα περιλαμβανόταν και η συναίνεση της Βρετανίας. Και τούτο επειδή η Βρετανία, ως φιλελεύθερη μοναρχία, δεν θα είχε καμία ηθική – ούτε καν τυπική – δικαιολογία να συγκατατεθεί στην επίθεση εναντίον ενός λαού που επιθυμούσε να κυβερνηθεί από καθεστώς παρόμοιο με το δικό της. Το αποτέλεσμα ήταν ότι η Βρετανία περιορίστηκε να στείλει μόνο παρατηρητές στα συνέδρια του Τρόπαου και του Λάιμπαχ. H Γαλλία από την πλευρά της, διχασμένη ανάμεσα στους δεσμούς της με τις ανατολικές δυνάμεις και στην ανάγκη της να μην αποξενωθεί από τη Βρετανία, έπραξε το ίδιο.


Ενας από τους παράγοντες που συνετέλεσαν ώστε το Σύστημα των Συνεδρίων να ζήσει όσο έζησε και να μη διαλυθεί ενωρίτερα ήταν ο στενός δεσμός φιλίας και αλληλοκατανόησης που ένωνε τον Μέτερνιχ και τον Κάσελρι. Οι δυο τους συμφωνούσαν σε πολλά πράγματα και η Βρετανία δεν μπορούσε να παραβλέψει το γεγονός ότι η διπλωματία του Μέτερνιχ ευνοούσε την επιθυμία της να παραμείνει παρούσα στα ευρωπαϊκά πράγματα σταθμίζοντας τον βαθμό και τον τρόπο της ανάμειξής της σε αυτά ανάλογα με τα συμφέροντά της.


Το άδοξο τέλος


H ελληνική επανάσταση έφερε στην επιφάνεια ένα επιτεινόμενο πρόβλημα στους κόλπους της Συμμαχίας. Τόσο ο Μέτερνιχ όσο και ο Κάσελρι ανησύχησαν με την εξέγερση των Ελλήνων αλλά για διαφορετικούς λόγους. Ο Κάσελρι προβληματιζόταν από το γεγονός ότι αν η Ρωσία βοηθούσε τους ομόδοξούς της χριστιανούς ορθόδοξους Ελληνες, «ο ασθενής της Ευρώπης», η Οθωμανική Αυτοκρατορία, θα μπορούσε να πεθάνει αφήνοντας κενό εξουσίας στα Βαλκάνια. Παρόμοια εξέλιξη θα συνιστούσε πραγματική απειλή για την ειρήνη στην Ευρώπη, δεδομένου ότι η Ρωσία θα έσπευδε να καλύψει αυτό το κενό, και με μια επεκτεινόμενη Ρωσία δεν θα ήταν καθόλου εύκολη η συνεννόηση.


Ο Μέτερνιχ από την πλευρά του δεν νοιαζόταν διόλου για τους Ελληνες και την επανάστασή τους. Μπορεί να συμμεριζόταν τους λόγους ανησυχίας της Βρετανίας αλλά εκείνο που τον απασχολούσε πολύ περισσότερο ήταν η περιφρούρηση του Πρωτοκόλλου του Τρόπαου, δηλαδή η δεδηλωμένη πρόθεση της Συμμαχίας για κοινή δράση εναντίον των επαναστάσεων. Ενδεχόμενη υποστήριξη της Ρωσίας προς τους Ελληνες θα εξασθένιζε τη θέση της στο μέτωπο κατά των επαναστάσεων και θα έθετε σε δοκιμασία τη συνοχή της Συμμαχίας.


H Ρωσία δημιούργησε και άλλα προβλήματα όταν η επανάσταση του 1820 στην Ισπανία εξελίχθηκε σε εμφύλιο πόλεμο. Ο τσάρος Αλέξανδρος A’ προσφέρθηκε να στείλει στρατεύματά του στην Ιβηρική Χερσόνησο. H προοπτική να δουν τον ρωσικό στρατό να βαδίζει προς την Ισπανία διά μέσου της Ευρώπης προκάλεσε ανατριχίλες φρίκης τόσο στον Μέτερνιχ όσο και στον Κάσελρι.


Στο Συνέδριο της Βερόνας ωστόσο, ο Τζορτζ Κάνινγκ, ο οποίος, μετά την αυτοκτονία του Κάσελρι, είχε τοποθετηθεί υπουργός των Εξωτερικών της Βρετανίας, είχε δώσει στον αντιπρόσωπο της Βρετανίας δούκα του Γουέλινγκτον την εντολή «σε καμία περίπτωση» να μη συναινέσει η Βρετανία σε επέμβαση στην Ισπανία εξ ονόματος της Συμμαχίας. Ακολούθησε η αποχώρηση της Βρετανίας και το Σύστημα των Συνεδρίων κατέρρευσε.


Μολονότι το Σύστημα των Συνεδρίων υπήρξε βραχύβιο, αν αναλογιστεί κανείς πόσο διαφορετικές και αντίθετες ήταν μεταξύ τους οι βλέψεις και οι επιδιώξεις των πέντε μεγάλων δυνάμεων, εμφανίζεται ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτο το γεγονός ότι το Σύστημα έζησε όσο έζησε. H αλήθεια είναι ότι συνετέλεσαν στη διατήρησή του οι φιλικές σχέσεις που είχαν σφυρηλατηθεί κατά τα χρόνια των ναπολεόντειων πολέμων. Ο Μέτερνιχ, ο Αλέξανδρος και ο Κάσελρι, παρά τις διαφορές τους, είχαν τον τρόπο να συνεννοούνται. Μερικοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι αν δεν είχε αυτοκτονήσει ο Κάσελρι το 1822 και αν δεν είχε πεθάνει ο Αλέξανδρος το 1825, ίσως το Σύστημα των Συνεδρίων να είχε ζήσει περισσότερο. Δικαιολογείται όμως η σοβαρή αμφιβολία αν η φιλία και η αλληλοκατανόηση των ισχυρών, όσο βαθιές και αν ήταν, θα μπορούσαν για πολύ ακόμη να καταπνίγουν το διογκούμενο κύμα των λαϊκών εξεγέρσεων. Αυτές ήταν που δημιουργούσαν τη σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, αυτές ήταν στο βάθος που επέφεραν το άδοξο τέλος του αντιδραστικού αυτού θεσμού.


O Αρθουρ Γουέλσλι, δούκας του Γουέλινγκτον, σπούδασε στο Κολέγιο του Ιτον και κατατάχθηκε στον στρατό το 1785. Υπηρέτησε στην Ιρλανδία, στη Φλάνδρα και στην Ινδία, σε στρατιωτικές ή διοικητικές θέσεις, και κατόπιν έγινε μέλος της Βουλής των Κοινοτήτων. Το 1808 ο Γουέλινγκτον πέρασε από στρατοδικείο επειδή, ως διοικητής βρετανικής στρατιωτικής δύναμης στην Πορτογαλία, νίκησε μεν τους Γάλλους αλλά τους άφησε να φύγουν. Αθωώθηκε, και το 1809 επέστρεψε στην Ιβηρική Χερσόνησο και στον πόλεμο κατά των δυνάμεων του Ναπολέοντα, όπου παρέμεινε ως το 1814, όταν διέβη νικηφόρος τα Πυρηναία. Ο Γουέλινγκτον πήρε μέρος στο Συνέδριο της Βιέννης και θεωρείται ο κυριότερος νικητής του Ναπολέοντα στο Βατερλό, όπου ήταν διοικητής των βρετανικών δυνάμεων. Πήρε επίσης μέρος στο Συνέδριο της Αιξ-λα-Σαπέλ και στο Συνέδριο της Βερόνας. Από το 1819 και ύστερα ο Γουέλινγκτον κατέλαβε διάφορες δημόσιες θέσεις και διετέλεσε πρωθυπουργός για δύο περιόδους. Αν και ενέδωσε σε συγκεκριμένα προοδευτικά μέτρα, ήταν εχθρός των μεταρρυθμίσεων και αυτό επέσυρε την αποδοκιμασία της κοινής γνώμης. Παρά ταύτα, στα γεράματά του ο «Σιδηρούς Δουξ» έγινε το ίνδαλμα των πρώτων χρόνων της βικτωριανής Αγγλίας. Σε γενικές γραμμές πάντως η ιστορική μνήμη τον ταυτίζει με τον άκρατο συντηρητισμό.


ΑΡΜΑΝΔΟΣ ΡΙΣΕΛΙΕ (1766-1822)


O Αρμάνδος Εμμανουήλ ντυ Πλεσί, δούκας του Ρισελιέ, ήταν γόνος παλαιάς αριστοκρατικής οικογένειας, απόγονος του καρδιναλίου Ρισελιέ. Διετέλεσε αξιωματούχος της βασιλικής Αυλής. Το 1790, δεύτερο έτος της Γαλλικής Επανάστασης, έφυγε στη Βιέννη και ακολούθως κατατάχθηκε στον ρωσικό στρατό. Ο Ρισελιέ κέρδισε την εύνοια του τσάρου Αλεξάνδρου A’ ο οποίος το 1803 τον διόρισε κυβερνήτη της Οδησσού και το 1805 γενικό κυβερνήτη της λεγόμενης τότε Νέας Ρωσίας, της περιοχής ανάμεσα στον ποταμό Δνείστερο και στον Καύκασο. Ως κυβερνήτης της Οδησσού ο Ρισελιέ κατόρθωσε να τη μεταβάλει από ασήμαντο χωριό στις όχθες του Ευξείνου Πόντου σε σύγχρονη πόλη. Επιστρέφοντας στη Γαλλία μετά την πτώση του Ναπολέοντα, το 1815 ο Ρισελιέ διαδέχθηκε τον Ταλλεϋράνδο ως πρωθυπουργός και υπεύθυνος για την εξωτερική πολιτική. Εκπροσώπησε τη Γαλλία στο Συνέδριο της Αιξ-λα-Σαπέλ το 1818 και με τη βοήθεια του τσάρου Αλεξάνδρου A’ πέτυχε να περιοριστούν οι απαιτήσεις των Συμμάχων κατά της Γαλλίας, να αποχωρήσουν από το γαλλικό έδαφος τα στρατεύματα κατοχής και να καταστεί η Γαλλία μέλος της συμμαχίας. Κατηγορούμενος από τους αντιπάλους του για επιείκεια απέναντι στους πρώην επαναστάτες και στους βοναπαρτιστές ο Ρισελιέ αναγκάστηκε να παραιτηθεί το 1818, αλλά επανήλθε στην πρωθυπουργία το 1820, για να αναγκαστεί να παραιτηθεί πάλι το 1821.


ΦΕΡΔΙΝΑΝΔΟΣ A’ (1751-1825)


Μέλος του οίκου των Βουρβόνων της Ισπανίας, γιος του βασιλιά της Ισπανίας Καρόλου Γ’, ο Φερδινάνδος A’, βασιλιάς των Δύο Σικελιών (1816-25), είχε προηγουμένως διατελέσει βασιλιάς της Νεαπόλεως (1759-1799, 1799-1805, 1805-1816) ως Φερδινάνδος Δ’, και βασιλιάς της Σικελίας (1759-1816) ως Φερδινάνδος Γ’. Ο Φερδινάνδος διαδέχθηκε τον πατέρα του και προκάτοχό του στον θρόνο των Δύο Σικελιών το 1759, όταν εκείνος έγινε βασιλιάς της Ισπανίας και ο ίδιος ήταν ανήλικος. Οταν ενηλικιώθηκε, εγκατέλειψε τη φιλελεύθερη πολιτική του πατέρα του και υπό την επίδραση της συζύγου του Μαρίας Καρολίνας της Αυστρίας εγκαθίδρυσε καθεστώς αντιδραστικό και καταπιεστικό. Συντασσόμενος με τις δυνάμεις που πολεμούσαν την επαναστατική Γαλλία ο Φερδινάνδος αναγκάστηκε δύο φορές να εγκαταλείψει την πρωτεύουσά του Νεάπολη, την οποία κατελάμβαναν τα γαλλικά στρατεύματα, και να καταφύγει στη Σικελία, όπου τη δεύτερη φορά κυβέρνησε υπό την προστασία της Βρετανίας. Οταν το 1816 επέστρεψε οριστικά στη Νεάπολη, ανακηρύχθηκε βασιλιάς των Δύο Σικελιών. H τυραννική διακυβέρνησή του προκάλεσε εξέγερση και ο Φερδινάνδος αναγκάστηκε να παραχωρήσει σύνταγμα. Με τη βοήθεια της Αυστρίας αποκατέστησε την απόλυτη εξουσία του και παραβαίνοντας τη συμφωνία που είχε κάνει με τους δημοκρατικούς για την παράδοσή τους τους θανάτωσε.


ΦΕΡΔΙΝΑΝΔΟΣ Z’ (1784-1833)


O Φερδινάνδος Z’ ήταν γιος του βασιλιά της Ισπανίας Καρόλου Δ’, εναντίον του οποίου, νεότατος ακόμη, εξύφανε συνωμοσία. Ο πατέρας του όχι μόνο τον συγχώρησε αλλά και, όταν η εξέγερση του Αρανχουέθ τον ανέτρεψε το 1808, παραιτήθηκε υπέρ του γιου του. Αλλά τα γαλλικά στρατεύματα κατέλαβαν τη Μαδρίτη και ο Ναπολέων κάλεσε πατέρα και γιο στη μεθοριακή Μπαγιόν για να τους συνετίσει. Εκεί υπέδειξε στον Φερδινάνδο να παραδώσει το στέμμα στον Κάρολο. Ο Κάρολος με τη σειρά του το εμπιστεύθηκε στον Ναπολέοντα. Ο Ναπολέων το φόρεσε στον αδελφό του Ιωσήφ ανακηρύσσοντάς τον βασιλιά της Ισπανίας. Τον Φερδινάνδο τον πήρε μαζί του στο Παρίσι και τον φυλάκισε ως το 1813. Τα χρόνια της κράτησης του Φερδινάνδου οι ισπανοί πατριώτες, με τη βοήθεια των Βρετανών υπό τον δούκα του Γουέλινγκτον, πολεμούσαν λυσσαλέα για την απελευθέρωσή τους από τον ναπολεόντειο ζυγό. Σύμβολο του αγώνα τους ήταν ο έγκλειστος βασιλόπαις, «el Deseado», όπως τον έλεγαν, ο Περιπόθητος. Επίσης το 1812 οι Ισπανοί έδωσαν σύνταγμα στον εαυτό τους. Το 1814 ο Φερδινάνδος επέστρεψε στην Ισπανία, ανακάλεσε το σύνταγμα του 1812 και επέβαλε στυγνό απολυταρχικό καθεστώς. Οι Ισπανοί εξεγέρθηκαν για μία ακόμη φορά το 1820 και υποχρέωσαν τον Φερδινάνδο να δεχθεί πάλι το σύνταγμα του 1812. Ακολούθησε επέμβαση γαλλικών στρατευμάτων και ο Φερδινάνδος επανέφερε το απολυταρχικό καθεστώς του εξαπολύοντας άγριους διωγμούς κατά των δημοκρατικών.


ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ A’ (1768-1835)


Τελευταίος αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (1792-1806) ως Φραγκίσκος B’, πρώτος αυτοκράτορας της Αυστρίας ως Φραγκίσκος A’ (1804-1835), βασιλιάς της Βοημίας και της Ουγγαρίας (1792-1835). Διαδέχθηκε τον πατέρα του Λεοπόλδο B’ λίγο προτού ο Ναπολέων επιτεθεί κατά της Αυστρίας. Μετά τις αλλεπάλληλες ήττες της Αυστρίας από τον Ναπολέοντα, και κυρίως εκείνη στο Αουστερλιτς, ο Φραγκίσκος αναγκάστηκε να συγκατατεθεί στη διάλυση της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 1806 με τη συνθήκη του Πρεσβούργου. Ως αυτοκράτορας της Αυστρίας πλέον ο Φραγκίσκος κήρυξε το 1809 και πάλι τον πόλεμο κατά του Ναπολέοντα και ο Ναπολέων μπήκε θριαμβευτής στη Βιέννη και επέβαλε στον Φραγκίσκο τη Συνθήκη του Σένμπρουν με την οποία η Αυστρία έχασε τη Γαλικία, την Ιστρια και μεγάλο τμήμα της Δαλματίας. Το 1810 ο Φραγκίσκος πάντρεψε την κόρη του Μαρία Λουίζα με τον Ναπολέοντα, σε έναν γάμο τον οποίο μηχανεύτηκε ο Μέτερνιχ. Μολονότι ο Ναπολέων ήταν πλέον γαμβρός του, ο Φραγκίσκος δεν δίστασε το 1813 να προσχωρήσει στην Τετραπλή Συμμαχία, μαζί με τη Ρωσία, την Πρωσία και την Αγγλία, για να τον συντρίψει. Λίγο αργότερα, και με τις συμβουλές πάντα του Μέτερνιχ, ο Φραγκίσκος συμφώνησε με τον τσάρο Αλέξανδρο A’ για την ίδρυση της Ιερής Συμμαχίας. Συντηρητικός και αντιδραστικός μονάρχης ο Φραγκίσκος κυβέρνησε την αυτοκρατορία του ελέω Θεού.


KEIMENA: ΙΩΑΝΝΑ ΖΟΥΛΑ