Δεν είχε περάσει ούτε μία ώρα από τη στιγμή που ο Αλέξανδρος Γιωτόπουλος, επιχειρώντας να αποκρούσει την κατηγορία ότι είναι ο φυσικός ηγέτης της 17N, υποστήριξε πως δεν γνωρίζει κάποιον από τους συγκατηγορουμένους του όταν, σχεδόν αυτόματα, απευθυνόμενος προς τον εισαγγελέα κ. Χρήστο Λάμπρου είπε: «Οσες ύβρεις έχετε ξεστομίσει είναι τίτλοι τιμής για μας». Ηταν μία από τις λίγες φορές που ο κ. Γιωτόπουλος φάνηκε απρόσεκτος χρησιμοποιώντας τον πληθυντικό, πράγμα που του επισημάνθηκε τόσο από τον πρόεδρο του δικαστηρίου κ. Μιχάλη Μαργαρίτη όσο και από τον εκπρόσωπο της πολιτικής γωγής κ. Ηλία Αναγνωστόπουλο. Λίγο πριν ο φερόμενος ως αρχηγός της 17N είπε απευθυνόμενος μάλλον προς τους συγκατηγορουμένους του: «H σύλληψη χωρίς καταδίκη δεν σημαίνει εξάρθρωση, σημαίνει απελευθέρωση…».


Αλλά αυτές οι αναφορές του κ. Γιωτόπουλου σε μια συλλογική «θέση» των συγκατηγορουμένων του αφορά μόνο μία μερίδα τους, όπως φάνηκε και από την ακροαματική διαδικασία του τελευταίου μήνα.


Για τους Πάτροκλο Τσελέντη και Σωτήρη Κονδύλη που τον αναγνώρισαν ως έναν από τους φυσικούς ηγέτες της οργάνωσης ο Γιωτόπουλος είπε ότι οι απολογίες τους είναι προϊόν συναλλαγής με την Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία προκειμένου να τύχουν των ευεργετικών διατάξεων του αντιτρομοκρατικού νόμου, ενώ για τον Κώστα Τέλιο είπε υποτιμητικά ότι «είναι στα φάρμακα».


* Οι χειρόγραφες σημειώσεις


Οι Τσελέντης και Κονδύλης προσπάθησαν να κρατήσουν κάποια όρια στην αντιπαράθεσή τους με τον Γιωτόπουλο, όμως οι απολογίες τους εξέπεμπαν βαθιά περιφρόνηση για το «σύστημα καθοδήγησης» της 17N. Ο Τσελέντης μίλησε για «αλαζονεία» που μετατράπηκε σε «εκφυλισμό» της οργάνωσης και οδήγησε στη σύλληψη του Σάββα Ξηρού και στην αποκάλυψη των δύο σπιτιών της οργάνωσης (γιάφκες). H αποκάλυψη χειρογράφων σε αυτές οφείλεται κατά τον Τσελέντη στο γεγονός ότι ο Δημήτρης Κουφοντίνας μάζευε «σαν τη γριά» καθετί από την ιστορία της οργάνωσης. Κατά τον Σάββα Ξηρό η συσσώρευση των χειρογράφων οφείλεται στο γεγονός ότι ο Γιωτόπουλος του εμπιστεύθηκε τρεις μήνες πριν από την έκρηξη στον Πειραιά το προσωπικό του αρχείο.


Ο ίδιος ο Γιωτόπουλος, ο Βασίλης Τζωρτζάτος και άλλοι αμφισβήτησαν την αξία των γραφολογικών ευρημάτων της Αντιτρομοκρατικής θεωρώντας τα «χαλκευμένα». Αλλά «Το Βήμα» είναι σε θέση να γνωρίζει ότι δύο τουλάχιστον από τους κατηγορουμένους που αμφισβητούν τέτοια ευρήματα απευθύνθηκαν μέσω συνηγόρων τους σε εγνωσμένου κύρους εγχώριους γραφολόγους με τα πειστήρια ανά χείρας και εκείνοι τους συνέστησαν να μην τα αμφισβητήσουν επειδή τα θεώρησαν ισχυρά.


Ο Γιωτόπουλος παραδέχθηκε ότι κάποιες από τις σημειώσεις του σχετικά με βασανιστές της χούντας είναι γραμμένες με τα χέρια του, άλλες όμως έχουν γραφεί από άλλον, ενώ παρατήρησε ότι λείπει και καταγραφή του για τον Δημήτρη Ιωαννίδη. Αντίθετα αμφισβήτησε – σε αντίθεση με τον Τσελέντη – δακτυλικά αποτυπώματα που βρέθηκαν σε κείμενα της 17N – στο κείμενο του λεγόμενου καταστατικού και στις προκηρύξεις -, υποστηρίζοντας ότι δεν θα ήταν τόσο ερασιτέχνης ώστε να πιάνει έγγραφα, ενώ αναρωτήθηκε γιατί δεν βρέθηκε αποτύπωμά του, είτε δακτυλικό είτε βιολογικό, σε κάποιο σταθερό σημείο μιας από τις δύο γιάφκες. Μάλιστα ο Γιωτόπουλος υπολόγισε ότι σε σύνολο πέντε αποτυπωμάτων των Κουφοντίνα και Σάββα Ξηρού αντιστοιχούσε ένα σε σταθερό σημείο των διαμερισμάτων, ενώ αυτού και τα 26 ήταν σε κινητά. Από τους κατηγορουμένους που φέρονται να ανήκουν στην πρώτη γενιά της οργάνωσης κανενός το αποτύπωμα δεν βρέθηκε σε κάποιο από τα σπίτια. Στην Αντιτρομοκρατική λένε ότι τις προηγούμενες δεκαετίες οι ποινικοί θεωρούσαν πως τα αποτυπώματα σε χαρτιά δεν ήταν δυνατόν να αποτυπωθούν, εξέλιξη που έγινε εφικτή τα τελευταία χρόνια. Και τα 26 αποτυπώματα του Γιωτόπουλου είναι σε χαρτιά…


* Το ισχυρό δίδυμο


Σε ένα άλλο σημείο της έγγραφης απολογίας του ο Γιωτόπουλος επεσήμανε ότι οι διορθώσεις στην προκήρυξη Περατικού – κατηγορείται επίσης ότι τις έκανε ο ίδιος – δεν αφορούν ουσιώδη ζητήματα αλλά εντελώς επουσιώδη, όπως την αντικατάσταση της λέξης «αυτός» με το «εκείνος» και του ρήματος «κάνει» από το «πραγματοποιήσει». H παρατήρηση αυτή έχει ενδιαφέρον, αν συνδυαστεί με δύο ακόμη παρατηρήσεις:


– Την επισήμανση του Γιωτόπουλου ότι ο Σάββας Ξηρός και ο Δημήτρης Κουφοντίνας αποφάσισαν να κάνουν μια ληστεία στη Θεσσαλονίκη χωρίς να ρωτήσουν άλλο μέλος της οργάνωσης· επισήμανση που προκύπτει από την απολογία του Σάββα Ξηρού την οποία ο Γιωτόπουλος θεώρησε προϊόν χορήγησης ψυχοφαρμάκων.


– Την παρατήρηση του Γιωτόπουλου ότι ο Δημήτρης Κουφοντίνας με τον Πάτροκλο Τσελέντη αποτελούσαν ένα πολύ ισχυρό δίδυμο στην οργάνωση στα μέσα της δεκαετίας του ’80, χωρίς τους οποίους δεν θα μπορούσε να γίνει τίποτε. Στο σημείο αυτό ο Γιωτόπουλος μίλησε για όσους ήθελαν να ακούσουν – αρνούμενος πάντα ότι ήταν μέλος της 17N – για τις εντάσεις ανάμεσα σε έναν σαραντάρη (τόσο ήταν ο ίδιος το 1984) και σε δύο εικοσιπεντάρηδες (τόσο ήταν οι Κουφοντίνας και Τσελέντης) όταν οι τελευταίοι θεωρούν πως ο πρώτος δεν συμμετέχει τόσο ενεργά στα «χτυπήματα»: «Καλά όλα αυτά (σ.σ.: τα ιδεολογικά ) αλλά εσύ γιατί δεν έρχεσαι μαζί μας, θα μου έλεγαν…». Μάλιστα ο Γιωτόπουλος είπε ότι συχνά ηγέτες άλλων ενόπλων κινημάτων, όπως ο Τσε Γκεβάρα και ο Μαριγκέλα, αμφισβητούνταν από τους συντρόφους τους.


* Και μία και δύο οργανώσεις


Κατά κάποιον τρόπο αυτό το χάσμα παραμένει και σήμερα. Ολοι οι κατηγορούμενοι που έχουν αναγνωρίσει συμμετοχή ήταν το 1985 κάτω από 30 ετών. Ο (νεκρός) Γιάννης Σκανδάλης είναι ο μόνος «μεγάλος» για τον οποίο μιλούν όλοι, ως και ο Γιωτόπουλος. Μάλιστα ο φερόμενος ως αρχηγός της 17N είπε ότι το απόσπασμα από το βιβλίο του Μπαλζάκ «Χαμένες ψευδαισθήσεις» (σ.σ.: στην προκήρυξη της 2ας Φεβρουαρίου 1989) ίσως να προέρχεται από τα πολωνικά που γνώριζε ο Σκανδάλης. Σε σημείο της απολογίας του ωστόσο ο Πάτροκλος Τσελέντης ανέφερε ότι ο Σκανδάλης, που φαίνεται να μπήκε στην οργάνωση λίγο πριν από τους Κουφοντίνα και Τσελέντη, στις αρχές της δεκαετίας του ’80, εγκατέλειψε την οργάνωση το 1987.


Μιλώντας ο Τσελέντης για την εσωτερική ζωή της οργάνωσης στις 28 Αυγούστου στο δικαστήριο αναφέρθηκε σε δύο ακόμη «17 Νοέμβρη»: «Στην αρχή, τότε που έμπαινα εγώ, τον έβλεπα (σ.σ.: τον N. Παπαναστασίου) σε συζητήσεις που γίνονταν κυρίως για να έχει η οργάνωση μια πολιτική ομάδα που θα είναι σαν νόμιμη. Εμείς αυτό το λέγαμε «το μπροστά» ενώ «το πίσω» ήταν το παράνομο, το κρυφό μέρος…».


Αυτή η διάκριση φαίνεται να κλονίστηκε κατά τη δεκαετία του ’90, όπου πληθαίνουν οι συγκεντρώσεις σε ανοιχτούς χώρους (ρεμπετάδικα, καφετέριες κτλ.) ενώ «το μπροστά» και «το πίσω» είναι πλέον ταυτόσημα, όπως έδειξε με την απολογία του ο Σωτήρης Κονδύλης. Σύμφωνα με αυτήν και ο Κουφοντίνας εξέφραζε μετά την επίθεση εναντίον της αμερικανικής πρεσβείας το 1996 «αμφιβολίες για τη συνέχιση της δράσης της οργάνωσης» (Πρακτικά 28 Αυγούστου 2003 ). Αυτή η αμφιβολία οδήγησε τον Σωτήρη Κονδύλη στην απόφασή του να εγκαταλείψει την οργάνωση. Ο Κουφοντίνας παρέμεινε σε μια τροχιά που ο Τσελέντης χαρακτηρίζει εκφυλιστική. Ισως κάπως έτσι να εξηγείται το φαινόμενο της παγκόσμιας πρωτοτυπίας μιας οργάνωσης που έχει όλα τα «κειμήλιά» της συγκεντρωμένα σε δύο σπίτια και περιμένει για μία ακόμη φορά να νικήσει τον χρόνο…