Από την αγορά της Λουιζιάνας (1803) ως την αγορά των Νήσων της Παρθένου (1917)


Οταν με τη Συνθήκη των Παρισίων, στις 3 Σεπτεμβρίου 1783, οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής αναγνωρίστηκαν ως ανεξάρτητο κράτος, αριθμούσαν 13 Πολιτείες. Στην πρώτη απογραφή που έγινε το 1790 η έκταση της καινούργιας χώρας ήταν 2.308.632,76 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Σήμερα, 220 χρόνια μετά την ανεξαρτησία τους από τη Βρετανία, οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι 50 και η έκτασή τους στην αμερικανική ήπειρο 9.384.657,8 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Αν μάλιστα προστεθούν και οι υπερπόντιες κτήσεις τους, τότε η συνολική έκταση των Ηνωμένων Πολιτειών σήμερα φθάνει τα 9.402.357,86 τετραγωνικά χιλιόμετρα.


Το αξιοπερίεργο είναι ότι τον τετραπλασιασμό σχεδόν της έκτασής τους οι Ηνωμένες Πολιτείες τον πέτυχαν κυρίως με τα δολάριά τους, δηλαδή αγοράζοντας γη.


H αγορά της Λουιζιάνας


Πριν από ακριβώς 200 χρόνια οι Ηνωμένες Πολιτείες αγόρασαν από τη Γαλλία τη Λουιζιάνα, μια έκταση γύρω στα 2.144.520 τετραγωνικά χιλιόμετρα, διπλασιάζοντας έτσι την αρχική τους έκταση. H αγορά αυτή γιορτάζεται εφέτος με διάφορες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις στις Πολιτείες που μοιράστηκαν αυτή την αχανή περιοχή, δηλαδή τη Λουιζιάνα, το Μισούρι, το Αρκανσο, την Αϊόβα, τη Βόρεια Ντακότα, τη Νότια Ντακότα, τη Νεμπράσκα και την Οκλαχόμα, καθώς και το Κάνσας, το Κολοράντο, το Γουαϊόμινγκ, τη Μοντάνα και τη Μινεσότα, οι οποίες οφείλουν και αυτές το μεγαλύτερο μέρος της έκτασής τους σε κομμάτια γης που απέσπασαν από την αρχική Λουιζιάνα.


Αυτή η τεράστια έκταση η οποία το 1682 ονομάστηκε Λουιζιάνα προς τιμήν του βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκου ΙΔ’ από τον εξερευνητή της Ρενέ Ρομπέρ ντε Λα Σαλ, εκτεινόταν από την κοιλάδα του Μισισιπή ως τον Κόλπο του Μεξικού και παρέμεινε γαλλική αποικία ως το τέλος του Επταετούς Πολέμου. Το 1762 η Γαλλία, με μυστική συμφωνία, παραχώρησε τη Λουιζιάνα στη σύμμαχό της Ισπανία. Οταν όμως πήρε στα χέρια του την εξουσία της σπαραγμένης από την Επανάσταση Γαλλίας ο Ναπολέων υποχρέωσε τον βασιλιά της Ισπανίας Κάρολο Δ´ να επιστρέψει τη Λουιζιάνα στη Γαλλία, πράγμα που επετεύχθη το 1801 με τη Συνθήκη του Σαν Ιλντεφόνσο. Αυτό χάλασε τα σχέδια των Ηνωμένων Πολιτειών, οι οποίες από χρόνια σκέφτονταν πώς να πείσουν τους Ισπανούς να τους πουλήσουν τμήματα αυτής της περιοχής, δεδομένου ότι ήδη αμερικανοί έποικοι είχαν διεισδύσει στις πεδιάδες των ποταμών Κάμπερλαντ, Τενεσί και Οχάιο.


H επιβίωση των αμερικανών εποίκων σε αυτές τις περιοχές εξαρτιόταν από την ελεύθερη ναυσιπλοΐα στον ποταμό Μισισιπή και από τη χρησιμοποίηση του λιμανιού της Νέας Ορλεάνης ως διαμετακομιστικού σταθμού για τα εμπορεύματα που παράγονταν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αλλωστε με τη Συνθήκη του Σαν Λορέντσο το 1795, οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν πετύχει να τους δώσει η Ισπανία το δικαίωμα να μεταφέρουν εμπορεύματα μέσω του Μισισιπή χωρίς να πληρώνουν δασμούς καθώς επίσης και το δικαίωμα να αποθηκεύουν προσωρινά εμπορεύματα στο λιμάνι της Νέας Ορλεάνης με σκοπό τη μεταφόρτωσή τους για άλλους προορισμούς.


Με την επαναφορά της γαλλικής εξουσίας στη Λουιζιάνα, ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Τόμας Τζέφερσον, φοβούμενος ότι θα χάσει αυτή την εκπληκτική έξοδο στον Κόλπο του Μεξικού, αποφάσισε να προσεγγίσει τον Ναπολέοντα. Εδωσε λοιπόν εντολή στον πρεσβευτή των Ηνωμένων Πολιτειών στο Παρίσι Ρόμπερτ P. Λίβινγκστον να προσπαθήσει να συναντήσει τον υπουργό των Εξωτερικών του Ναπολέοντα Ταλλεϋράνδο και να τον πείσει να πουλήσει η Γαλλία στις Ηνωμένες Πολιτείες τμήμα της Λουιζιάνας. Στάθηκε όμως αδύνατον να επιτύχει ο Λίβινγκστον απευθείας διαπραγματεύσεις με τον Ταλλεϋράνδο. Επί μήνες ο αμερικανός πρεσβευτής αναζητούσε μια λύση στο πρόβλημα. Ο Τζέφερσον τότε, για να ενισχύσει τις προσπάθειες του Λίβινγκστον, έστειλε στο Παρίσι τον πολιτικό – και αργότερα πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών – Τζέιμς Μονρόε με τέσσερις εναλλακτικές προσφορές προς τους Γάλλους: 1) την αγορά της Ανατολικής και της Δυτικής Φλόριδας και της Νέας Ορλεάνης· 2) την αγορά μόνο της Νέας Ορλεάνης· 3) την αγορά της έκτασης στην ανατολική όχθη του Μισισιπή για να κατασκευαστεί ένα αμερικανικό λιμάνι· και 4) την εξαγορά εις το διηνεκές δικαιώματος ναυσιπλοΐας στον Μισισιπή και αποθήκευσης εμπορευμάτων στο λιμάνι της Νέας Ορλεάνης.


Μολονότι οι διαπραγματεύσεις δεν προχωρούσαν, οι Ηνωμένες Πολιτείες ευνοήθηκαν από τη διεθνή συγκυρία: Οταν ο Ναπολέων είχε απαιτήσει από την Ισπανία να επιστρέψει τη Λουιζιάνα στη Γαλλία σκόπευε να επεκτείνει την αυτοκρατορία του στην αμερικανική ήπειρο, αλλά μια εξέγερση δούλων στην Αϊτή και ο επαπειλούμενος πόλεμος με την Αγγλία τον έκαναν να αλλάξει σχέδια. Ο Ναπολέων, φοβούμενος ότι οι Βρετανοί θα μπορούσαν εύκολα να κατακτήσουν τη Λουιζιάνα, επέλεξε τη λιγότερο επιζήμια λύση για τη Γαλλία: να την πουλήσει ολόκληρη στους Αμερικανούς. Είχε μάλιστα δικαιολογήσει την απόφασή του με τα εξής λόγια: «Αυτή η παραχώρηση του εδάφους εδραιώνει διά παντός την ισχύ των ΗΠΑ και κατ’ αυτόν τον τρόπο έχω ήδη δημιουργήσει έναν αντίπαλο της Βρετανίας στο ναυτικό πεδίο, ο οποίος αργά ή γρήγορα θα την ταπεινώσει».


Ετσι, προς μεγάλη έκπληξη του Μονρόε και του Λίβινγκστον, ο Ταλλεϋράνδος άλλαξε τακτική από τη μια στιγμή στην άλλη και τους πρότεινε να αγοράσουν ή ολόκληρη τη Λουιζιάνα ή τίποτε. Μολονότι οι δύο αμερικανοί αξιωματούχοι δεν ήταν εξουσιοδοτημένοι από την κυβέρνησή τους να χειριστούν μια τόσο μεγάλη αγορά, έσπευσαν να συμφωνήσουν για την αγορά ολόκληρης της Λουιζιάνας αντί 15 εκατομμυρίων δολαρίων, δηλαδή λιγότερο από ένα σεντ το στρέμμα.


H Συνθήκη Αγοράς της Λουιζιάνας υπογράφτηκε στο Παρίσι στις 2 Μαΐου του 1803 και η έκταση των 2.144.520 τετραγωνικών χιλιομέτρων περιήλθε στην κυριότητα των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο Μονρόε και ο Λίβινγκστον είχαν κατά πολύ υπερβεί τις οδηγίες που τους είχαν δοθεί. Γι’ αυτό και οι αντιπολιτευόμενοι τον Τζέφερσον υποστήριξαν ότι το αμερικανικό σύνταγμα δεν προέβλεπε την αγορά ξένων εδαφών. Ωστόσο η συνθήκη πέρασε από τη Γερουσία στις 20 Οκτωβρίου 1803 και η εξάπλωση των Αμερικανών προς τη Δύση και τα νεοαποκτηθέντα εδάφη άρχισε αμέσως.


Οι αγορές συνεχίζονται


Ωστόσο η Συνθήκη Αγοράς της Λουιζιάνας άφηνε αρκετά σκοτεινά σημεία ως προς τα σύνορα των νεοαποκτηθέντων εδαφών. Ο πρόεδρος, τώρα, Τζέιμς Μονρόε αποφάσισε να λύσει το πρόβλημα αγοράζοντας από την Ισπανία την Ανατολική Φλόριδα. Με τη Συνθήκη των Ανταμς – Ονίς ή τη Διηπειρωτική Συνθήκη, όπως επίσης λέγεται, οι Ηνωμένες Πολιτείες αγόρασαν το 1819 από την Ισπανία μια έκταση γύρω στα 186.632 τετραγωνικά χιλιόμετρα αντί 5 εκατομμυρίων δολαρίων. Επιπλέον η Ισπανία παραιτήθηκε από τις όποιες διεκδικήσεις της στην περιοχή του Ορεγκον (έκταση 740.223 τετρ. χλμ. που προσαρτήθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες με τη Συνθήκη Παραχώρησης του Ορεγκον από τη Βρετανία το 1846). Οι Ηνωμένες Πολιτείες εξάλλου αναγνώρισαν με αυτή τη συνθήκη την κυριαρχία της Ισπανίας στο Τέξας και συμφώνησαν για τα σύνορα Μεξικού και Λουιζιάνας. Τη συνθήκη υπέγραψαν ο υπουργός Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών Τζον Κουίνσι Ανταμς και ο ισπανός ομόλογός του Λουίς ντε Ονίς.


H αναγνώριση της ισπανικής κυριαρχίας στο Τέξας από τις Ηνωμένες Πολιτείες δεν εμπόδισε φυσικά ούτε την Επανάσταση του Μεξικού ούτε την απόσχισή του από τη γηραιά Ισπανία τον Αύγουστο του 1821 ούτε τα όσα διαδραματίστηκαν λίγα χρόνια αργότερα στο Τέξας.


Στα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας του το Μεξικό ενθάρρυνε την αθρόα προσέλευση εποίκων στην αραιοκατοικημένη περιοχή του Τέξας. Μέσα σε μία δεκαετία γύρω στις 30.000 έποικοι από τις Ηνωμένες Πολιτείες πέρασαν τα σύνορα του Μεξικού και εγκαταστάθηκαν στο Τέξας. Και ξαφνικά η μεξικανική κυβέρνηση συνειδητοποίησε ότι ο μεγάλος αυτός αριθμός αμερικανών εποίκων θα μπορούσε να γίνει απειλή για τη χώρα. Ο πρόεδρος του Μεξικού, ο δαιμόνιος Αντόνιο Λόπες ντε Σάντα Αννα, αλλάζοντας το σύνταγμα της χώρας το 1836 κατήργησε όλα τα προνόμια που είχε παραχωρήσει το Μεξικό στους εποίκους τα προηγούμενα χρόνια. Αποτέλεσμα ήταν το Τέξας να εξεγερθεί και να αυτοανακηρυχθεί ανεξάρτητη δημοκρατία. Ο Σάντα Αννα μάζεψε αμέσως στρατό και προσπάθησε να καταπνίξει την τεξανική επανάσταση. Αρχικά είχε μερικές επιτυχίες, αλλά τελικά αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τις προσπάθειές του να σωφρονίσει τους Τεξανούς, χωρίς ωστόσο να αναγνωρίσει την καινούργια αυτή δημοκρατία.


Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε


Εκείνη την εποχή στις Ηνωμένες Πολιτείες επικρατούσε η αντίληψη του «Εκδηλου Πεπρωμένου» (Manifest Destiny), δηλαδή ότι οι Αμερικανοί των Ηνωμένων Πολιτειών ήταν ταγμένοι από τη μοίρα να κατακτήσουν όλη τη Βόρεια Αμερική και – γιατί όχι; – το Μεξικό. Ηδη από το 1823 ο πρόεδρος Τζέιμς Μονρόε είχε αποσαφηνίσει τη γεωπολιτική του θεώρηση σε μια διακήρυξη που έγινε διάσημη ως το «Δόγμα Μονρόε». Το κεντρικό σημείο του δόγματος αυτού ήταν ότι εφόσον οι ΗΠΑ δεν εμπλέκονταν σε ευρωπαϊκές υποθέσεις, θα θεωρούσαν στο εξής οποιαδήποτε παρέμβαση ευρωπαϊκής δύναμης σε οποιοδήποτε σημείο του δυτικού ημισφαιρίου ως «επικίνδυνη για την ειρήνη και την ασφάλειά μας». Ηταν ένας τρόπος να δικαιολογηθεί η άποψη των ΗΠΑ για τον επεκτατισμό τους, ότι δηλαδή δεν αποτελούσε ακριβώς «επεκτατισμό» αλλά κάποιου είδους «φυσικό δικαίωμα». Οπως παρατηρεί ο Χένρι Κίσιντζερ στο βιβλίο του «Διπλωματία», «κατά τη διάρκεια της εκατονταετούς εφαρμογής του Δόγματος Μονρόε, η σημασία του σταδιακά επεκτάθηκε για να αιτιολογήσει την αμερικανική ηγεμονία στο δυτικό ημισφαίριο».


Στο πνεύμα του Δόγματος Μονρόε εξήγησε και ο πρόεδρος Τζέιμς K. Πολκ τη στάση των ΗΠΑ στο θέμα του Τέξας. Οταν το 1945 η ανεξάρτητη – αλλά μη αναγνωρισμένη από το Μεξικό – Δημοκρατία του Τέξας ζήτησε να ενωθεί με τις Ηνωμένες Πολιτείες και το αίτημά της έγινε ασμένως αποδεκτό από την αμερικανική κυβέρνηση, ο πρόεδρος Πολκ είπε ότι η προσάρτηση ήταν αναγκαία ώστε μια ανεξάρτητη πολιτεία να μη μετατραπεί «σε σύμμαχο ή σε εξαρτημένη [πολιτεία] από κάποιο ξένο έθνος πιο ισχυρό από την ίδια», πράγμα που θα συνιστούσε κίνδυνο κατά της αμερικανικής ασφάλειας. Ετσι οι Ηνωμένες Πολιτείες πρόσθεσαν άλλα 1.010.410 τετραγωνικά χιλιόμετρα στην επικράτειά τους.


H προσάρτηση όμως του Τέξας στις Ηνωμένες Πολιτείες έκανε το Μεξικό να διακόψει τις διπλωματικές του σχέσεις με τη γείτονά του. Οι προσπάθειες του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών Τζέιμς K. Πολκ να διαπραγματευθεί με τη μεξικανική κυβέρνηση τη χάραξη των νότιων συνόρων του Τέξας στον ποταμό Ρίο Γκράντε και όχι στον ποταμό Νουέτσες, όπως δικαίως επέμεναν οι Μεξικανοί, απέτυχαν. Τότε ο Πολκ έστειλε αμερικανικά στρατεύματα να καταλάβουν τη διαφιλονικούμενη περιοχή ανάμεσα στους δύο ποταμούς. Οι Μεξικανοί, όπως ήταν φυσικό, έστειλαν και αυτοί στρατό, και με τις πρώτες συμπλοκές ο Πολκ, τον Απρίλιο του 1846, κήρυξε τον πόλεμο στο Μεξικό με τη δικαιολογία ότι «είχε χυθεί αμερικανικό αίμα σε αμερικανικό έδαφος», παρά τις αντιρρήσεις του γερουσιαστή τού Ιλινόι Αβραάμ Λίνκολν.


Ο μεξικανοαμερικανικός πόλεμος διήρκεσε κάτι λιγότερο από δύο χρόνια. Νικητές αναδείχθηκαν φυσικά οι Αμερικανοί. Με τη Συνθήκη του Γκουανταλούπε Ιντάλγκο (2 Φεβρουαρίου 1848), η οποία υπογράφτηκε σε προάστιο της Πόλης του Μεξικού με αυτό το όνομα, σύνορα ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και στο Μεξικό ορίζονταν οι ποταμοί Ρίο Γκράντε και Χίλα. Επιπλέον οι Ηνωμένες Πολιτείες ανάγκασαν το Μεξικό να τους πουλήσει αντί 15 εκατομμυρίων δολαρίων έκταση γύρω στα 1.360.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα.


Πέντε χρόνια αργότερα ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Φράνκλιν Πιρς έδωσε εντολή στον αμερικανό πρεσβευτή στο Μεξικό Τζέιμς Γκάντσντεν να αγοράσει την περιοχή την οποία σήμερα καταλαμβάνουν το Νέο Μεξικό και η Αριζόνα, καθώς και την Κάτω Καλιφόρνια και ένα λιμάνι στον Κόλπο της Καλιφόρνιας. Ο Γκάντσντεν πρόσφερε στον Σάντα Αννα, δικτάτορα πλέον του Μεξικού, 50 εκατομμύρια δολάρια για περίπου 650.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα, αλλά τελικά η συμφωνία έκλεισε για 142.560 τετραγωνικά χιλιόμετρα αντί 10 εκατομμυρίων δολαρίων. H Συνθήκη του Γκάντσντεν υπογράφτηκε το 1853.


Συνολικά οι Ηνωμένες Πολιτείες απέσπασαν από το Μεξικό τις περιοχές που είναι σήμερα η Αριζόνα, η Καλιφόρνια, το Δυτικό Κολοράντο, η Νεβάδα, το Νέο Μεξικό, η Γιούτα και το Τέξας, φυσικά.


Μέσα σε μόλις 70 χρόνια, από 13, οι Ηνωμένες Πολιτείες έγιναν 48.


Μια «ψυχρή» τρέλα


Αν όμως η εξάπλωση των Ηνωμένων Πολιτειών προς τα νοτιοδυτικά είχε λογικά συντελεστεί, στα βορειοδυτικά σύνορα υπήρχε η αχανής και παγωμένη Αλάσκα, η οποία ανήκε στη ρωσική επικράτεια. H Ρωσία, καταπονημένη από τον Κριμαϊκό πόλεμο, είχε ανάγκη από χρήματα και ο τσάρος Αλέξανδρος B’ σκέφθηκε να πουλήσει τις κτήσεις του επί της αμερικανικής ηπείρου. Το 1866 η Ρωσία, μέσω του πρεσβευτή της βαρόνου Εδουάρδου ντε Στεκλ, πρότεινε στην κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών να αγοράσει την Αλάσκα. H πρόταση ενθουσίασε μόνο τον υπουργό των Εξωτερικών Γουίλιαμ Χένρι Σιούαρντ, ο οποίος ήταν ένθερμος υποστηρικτής της περαιτέρω εξάπλωσης των Ηνωμένων Πολιτειών. Τα περισσότερα μέλη του Κογκρέσου υποστήριζαν ότι η αγορά αυτού του «ψυγείου» ήταν καθαρή τρέλα.


Ωστόσο ο Σιούαρντ άρχισε τις διαπραγματεύσεις με τον βαρόνο Στεκλ και τον Μάρτιο του 1867 το προσχέδιο της συμφωνίας ήταν έτοιμο. Αρχικά ο Σιούαρντ πρότεινε να αγοράσει την Αλάσκα αντί 5 εκατομμυρίων δολαρίων, αλλά ο Στεκλ, μολονότι ήταν έτοιμος να συμφωνήσει, καταλαβαίνοντας ότι ο Σιούαρντ επιθυμούσε διακαώς να αγοράσει την Αλάσκα, αποδείχθηκε δεινότερος μπίζνεσμαν από τον Αμερικανό. Τελικά η συμφωνία έκλεισε στα 7,5 εκατομμύρια δολάρια για μια έκταση 1.518.800 τετραγωνικών χιλιομέτρων.


Μολονότι όμως η Αλάσκα αγοράστηκε με περίπου δύο σεντς το στρέμμα, ο Σιούαρντ δεινοπάθησε για να αποσπάσει την έγκριση της συνθήκης από το Κογκρέσο. Στις Ηνωμένες Πολιτείες απ’ άκρου εις άκρον δεν άκουγες παρά για το «ψυγείο του Σιούαρντ» και για την «τρέλα του Σιούαρντ». Ο Σιούαρντ όμως ήταν τόσο πεπεισμένος ότι έπραττε το σωστό ώστε έδωσε πραγματική μάχη για να περάσει η συνθήκη του από το Κογκρέσο. Λέγεται μάλιστα ότι για να το καταφέρει εξαγόρασε έναντι αδράς αμοιβής τις ψήφους πολλών μελών. Τελικά η συνθήκη για την αγορά της Αλάσκας επικυρώθηκε στις 14 Ιουλίου 1868.


Εκ των υστέρων βεβαίως ο Σιούαρντ δικαιώθηκε: η Αλάσκα, η 49η Πολιτεία, εκτός των άλλων πλουτοπαραγωγικών πηγών της, είναι η δεύτερη πλουσιότερη περιοχή των Ηνωμένων Πολιτειών σε πετρέλαιο μετά το Τέξας.


Οι υπερπόντιες κτήσεις


H προσάρτηση των νησιών της Χαβάης στις Ηνωμένες Πολιτείες στις 7 Ιουλίου 1898 ήταν αποτέλεσμα μιας άλλου είδους εμπορικής συναλλαγής, πολύ σκληρότερης από τις ως τότε αγορές γης. H Χαβάη γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα άρχισε να κινεί το ενδιαφέρον των εμπόρων ζάχαρης και τις επόμενες δεκαετίες τα οικονομικά συμφέροντα έγιναν τόσο ισχυρά ώστε οι αμερικανοί επιχειρηματίες πίεζαν την κυβέρνησή τους να την προσαρτήσει. Κάτι τέτοιο βεβαίως δεν ήταν εύκολο, πόσο μάλλον που η βασίλισσα Λιλιουοκαλάνι αποφάσισε να ικανοποιήσει τους υπηκόους της δυσκολεύοντας αρκετά τις μπίζνες των αμερικανών επιχειρηματιών. Το αποτέλεσμα ήταν να εκθρονιστεί η βασίλισσα από την «επαναστατική επιτροπή» του Σάνφορντ Μπ. Ντόουλ, αμερικανικής καταγωγής γεννημένου στη Χονολουλού, με τη βοήθεια προφανώς του αμερικανού πρεσβευτή στη Χαβάη. Ο Ντόουλ κάλεσε τους πεζοναύτες ενός αμερικανικού πολεμικού πλοίου το οποίο βρισκόταν κάπου εκεί κοντά για την προστασία δήθεν των αμερικανών υπηκόων, αυτοανακηρύχθηκε πρόεδρος της Δημοκρατίας της Χαβάης, και ο αμερικανός πρεσβευτής, με δική του πρωτοβουλία, αναγνώρισε την προσωρινή κυβέρνηση του Ντόουλ και ανακήρυξε τη Χαβάη αμερικανικό προτεκτοράτο την 1η Φεβρουαρίου 1893.


Οταν όμως ο Ντόουλ ζήτησε από την αμερικανική Γερουσία την προσάρτηση της Χαβάης στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι Δημοκρατικοί γερουσιαστές κατάφεραν να καθυστερήσουν την ψηφοφορία ως την εκλογή του Γκρόουβερ Κλίβελαντ. Μόλις έγινε πρόεδρος ο Κλίβελαντ προσπάθησε να επαναφέρει στον θρόνο τη βασίλισσα Λιλιουοκαλάνι, αλλά ο Ντόουλ αρνήθηκε να της παραδώσει την εξουσία και ο Κλίβελαντ, μη θέλοντας να παρέμβει διά της βίας, αναγκάστηκε να αναγνωρίσει τον Ντόουλ ως πρόεδρο αλλά αρνήθηκε την προσάρτηση της Χαβάης.


Το 1897, με πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών τον Γουίλιαμ Μακ Κίνλεϊ και παρά τις αντιρρήσεις του Δημοκρατικού Κόμματος και των αντιαποικιοκρατών, ο Ντόουλ υπέβαλε εκ νέου αίτηση για προσάρτηση της Χαβάης. Οι συζητήσεις συνεχίστηκαν για πολλούς μήνες και παρά την αναμφισβήτητη στρατηγική σημασία της ναυτικής βάσης του Περλ Χάρμπορ, η Συνθήκη της Προσάρτησης της Χαβάης επικυρώθηκε το 1900 με ισχνή πλειοψηφία. (Το 1959 η Χαβάη έγινε η 50ή Πολιτεία μεγαλώνοντας την έκταση των Ηνωμένων Πολιτειών κατά 16.718 τετραγωνικά χιλιόμετρα.)


H γέννηση μιας αυτοκρατορίας


Οι Ηνωμένες Πολιτείες ως αυτό το σημείο δεν μπορούν να χαρακτηριστούν αποικιοκρατική δύναμη. H αμερικανική αποικιοκρατική αυτοκρατορία ξεκίνησε με τον ισπανοαμερικανικό πόλεμο του 1898. Αφορμή ήταν η επέμβαση των Ηνωμένων Πολιτειών υπέρ της Κούβας κατά τον αγώνα της για την ανεξαρτησία της από την Ισπανία.


H Κουβανική Επανάσταση άρχισε τον Φεβρουάριο του 1895 και τα μέτρα καταστολής που πήρε η ισπανική κυβέρνηση ήταν πραγματικά απάνθρωπα: ανάμεσα στο 1896 και στο 1898, 100.000 άμαχοι Κουβανοί πέθαναν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. H αμερικανική κοινή γνώμη, χειραγωγούμενη κατάλληλα από τις εφημερίδες, ευαισθητοποιήθηκε και το αίτημα για βοήθεια προς τον δοκιμαζόμενο κουβανικό λαό όλο και διογκωνόταν. Οι αρχηγοί της Κουβανικής Επανάστασης χρησιμοποιούσαν ως βάση των επιχειρήσεών τους εναντίον των Ισπανών το έδαφος των Ηνωμένων Πολιτειών, από όπου και λάβαιναν πλούσια χρηματοδότηση. Με τα μέσα αυτά οι Ηνωμένες Πολιτείες βοηθούσαν την Κουβανική Επανάσταση και καλλιεργούσαν το έδαφος για τα επεκτατικά τους σχέδια.


H αφορμή για τον πόλεμο δόθηκε στις 15 Φεβρουαρίου 1898 όταν το αμερικανικό πολεμικό πλοίο «Maine», το οποίο είχε σταλεί στην Αβάνα για να προστατεύσει τους αμερικανούς πολίτες και τις περιουσίες τους, ανατινάχθηκε παίρνοντας μαζί του 266 ζωές. Μολονότι τελικά αποδείχθηκε ότι το «Maine» δεν βυθίστηκε από ισπανική ή κουβανική νάρκη αλλά από κάποια έκρηξη στο μηχανοστάσιό του, το τραγικό γεγονός όξυνε ακόμη περισσότερο τα πνεύματα εναντίον της Ισπανίας. Ετσι όταν η Ισπανία πρότεινε ανακωχή για να αρχίσουν οι συζητήσεις για κάποια μορφή αυτοδιοίκησης της Κούβας, οι Ηνωμένες Πολιτείες επέμειναν στο δικαίωμα της Κούβας να αποκτήσει την πλήρη ανεξαρτησία της και ζήτησαν από την Ισπανία να αποσύρει όλες τις στρατιωτικές δυνάμεις της από το νησί με την απειλή ότι, αν δεν το πράξει, θα επέμβουν στρατιωτικά.


Τότε η Ισπανία έκανε τη λάθος κίνηση: αντί να συμβιβαστεί και να δώσει στην Κούβα την ανεξαρτησία της, κήρυξε στις 24 Απριλίου 1898 τον πόλεμο στις Ηνωμένες Πολιτείες. Την επομένη, 25 Απριλίου, οι Ηνωμένες Πολιτείες κήρυξαν και αυτές τον πόλεμο στην Ισπανία, αλλά στο διάταγμα της κήρυξης του πολέμου δόθηκε αναδρομική ισχύ από τις 21 Απριλίου.


Ο πόλεμος αυτός ήταν δραματικά μονόπλευρος. Από τη μια βρισκόταν η υπεροπλία των Ηνωμένων Πολιτειών και από την άλλη η ανεπάρκεια της Ισπανίας που δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει έναν τόσο απομακρυσμένο πόλεμο και να υπερασπιστεί τις ήδη εξεγερμένες αποικίες της.


Ο υπέροχος μικρός πόλεμος


Ο ισπανοαμερικανικός πόλεμος, αυτός «ο υπέροχος μικρός πόλεμος», όπως τον χαρακτήρισε ο υπουργός των Εξωτερικών και ένθερμος υποστηρικτής της επεκτατικής πολιτικής των Ηνωμένων Πολιτειών Τζον Χέι, κράτησε μόλις τέσσερις μήνες. Οι Αμερικανοί συνέτριψαν κυριολεκτικά τους Ισπανούς, από τον Κόλπο της Μανίλας στις Φιλιππίνες ως το λιμάνι του Σαντιάγο της Κούβας, κατέκτησαν τις Φιλιππίνες, με τη βοήθεια του αρχηγού των επαναστατών εναντίον των Ισπανών Εμίλιο Αγκινάλντο, μπήκαν στην Κούβα και στο Πουέρτο Ρίκο.


Με τη Συνθήκη των Παρισίων τον Δεκέμβριο του 1898 οι Ηνωμένες Πολιτείες έγιναν αποικιοκρατική υπερδύναμη: Οι Φιλιππίνες, το Γκουάμ και το Πουέρτο Ρίκο από κτήσεις της Ισπανίας έγιναν αμερικανικές κτήσεις. H Κούβα αποσχίστηκε από την Ισπανία αλλά τη διαφύλαξη της τάξης στο νησί ανέλαβαν οι ένοπλες δυνάμεις των Ηνωμένων Πολιτειών, τουλάχιστον ώσπου το νησί να κηρυχθεί ανεξάρτητη δημοκρατία. Ετσι, με εξαίρεση την Κούβα, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρόσθεσαν στην επικράτειά τους άλλα 309.088 τετραγωνικά χιλιόμετρα.


H αυτοκρατορία μεγαλώνει


H Κούβα ανακηρύχθηκε ανεξάρτητη δημοκρατία το 1901 και στο σύνταγμά της παρείχετο το δικαίωμα στις Ηνωμένες Πολιτείες να επέμβουν στρατιωτικά σε περίπτωση πολιτικής κρίσης· ένα δικαίωμα που οι Ηνωμένες Πολιτείες άσκησαν σε αρκετές περιπτώσεις ως το 1934, οπότε η στρατιωτική συμφωνία μετατράπηκε σε εμπορική και διατηρήθηκε ως την άνοδο στην εξουσία του Φιντέλ Κάστρο το 1958.


Στις Φιλιππίνες, όπως είπαμε, ενώ αρχικά οι επαναστάτες του Εμίλιο Αγκινάλντο βοήθησαν τους Αμερικανούς, γρήγορα άλλαξαν γνώμη και άρχισαν τον πόλεμο εναντίον των νέων κατακτητών. Ο Αγκινάλντο όμως συνελήφθη το 1901 και η ειρήνη αποκαταστάθηκε τρόπον τινά ως τον B´ Παγκόσμιο Πόλεμο, οπότε οι Φιλιππίνες κατελήφθησαν από τους Ιάπωνες. Μετά τον πόλεμο και την απελευθέρωσή τους από την Ιαπωνία, οι Φιλιππίνες έγιναν ανεξάρτητη δημοκρατία το 1946 αλλά οι Ηνωμένες Πολιτείες εξακολουθούν να διατηρούν στρατιωτικές βάσεις και μεγάλα οικονομικά συμφέροντα.


Το Γκουάμ και το Πουέρτο Ρίκο εξακολουθούν να ανήκουν στην κοινοπολιτεία των Ηνωμένων Πολιτειών, όπως και η Αμερικανική Σαμόα, σύμπλεγμα νησιών του Αρχιπελάγους Σαμόα στον Ειρηνικό Ωκεανό έκτασης 199 τετραγωνικών χιλιομέτρων, το οποίο περιήλθε στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1900 μετά από συμφωνία με τη Γερμανία και τη Μεγάλη Βρετανία.


Το τελευταίο κομμάτι γης που οι Ηνωμένες Πολιτείες απέκτησαν αγοράζοντάς το με τα δολάριά τους είναι οι Νήσοι της Παρθένου στη Βορειοανατολική Καραϊβική θάλασσα. Τα νησιά αυτά, έκτασης περίπου 345 τετραγωνικών χιλιομέτρων, οι Ηνωμένες Πολιτείες τα αγόρασαν από τη Δανία με συνθήκη το 1917. Εκτός από τις καθαυτό κτήσεις τους οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν στρατιωτικές βάσεις σε πολλές χώρες και με πολλές άλλες έχουν κάνει διάφορες στρατιωτικές και εμπορικές συμφωνίες. Οχι αδίκως λοιπόν οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να επαίρονται ότι «ο ήλιος δεν δύει ποτέ στην επικράτειά» τους, όπως είχε πει τον 16ο αιώνα ο Φίλιππος B´ της Ισπανίας.


Γεννημένος στο Αιάκειο της Κορσικής, τέταρτο παιδί και δεύτερο επιζήσαν από τα οκτώ παιδιά του Κάρλο Μπουοναπάρτε και της Λετίτσια Ραμολίνο, ο Ναπολεόνε ή Ναπολέων ή Μικρός Δεκανέας ή Κορσικανός, αφού ως στρατηγός αποκατέστησε την τάξη στους δρόμους του Παρισιού και κατέλυσε την εξουσία των ακραίων επαναστατικών στοιχείων που είχαν πάρει στα χέρια τους τις τύχες της Γαλλικής Επανάστασης, έγινε πρώτος ύπατος (1799-1804) και αυτοκράτορας (1804-1814/15).


Ο Ναπολέων, από τις σημαντικότερες μορφές της παγκόσμιας ιστορίας, έφερε επανάσταση στη συγκρότηση και στην εκπαίδευση του στρατού καθώς και στη διεξαγωγή των μαχών. Παράλληλα, όμως, ανάμεσα σε άλλες μεταρρυθμίσεις, οραματίστηκε και δημιούργησε τον Ναπολεόντειο Κώδικα, το υπόδειγμα όλων των νεότερων αστικών κωδίκων της Δύσης, και διαμόρφωσε το εκπαιδευτικό σύστημα της Γαλλίας. Πάνω απ’ όλα ωστόσο ο Ναπολέων ήταν στρατιωτική ιδιοφυΐα. Ακόμη και το θέμα της Λουιζιάνας το χειρίστηκε σαν να ήταν στρατηγικό σχέδιο εναντίον των Βρετανών. Πήρε χρήματα που χρειαζόταν για να πολεμήσει τους Βρετανούς, απέκλεισε τη δυνατότητα να κατακτήσουν οι Βρετανοί τη Λουιζιάνα και να αυξήσουν ακόμη περισσότερο την αυτοκρατορία τους, ενώ ταυτόχρονα, δίνοντάς τη στους Αμερικανούς, δημιουργούσε έναν ισχυρό αντίπαλο για τη Βρετανία.


Αντόνιο Λόπες ντε Σάντα Αννα (1794-1876)


Μεξικανός στρατηγός και πολιτικός, ο Σάντα Αννα υπήρξε μεγάλος οπορτουνιστής. Στον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας του Μεξικού συντάχθηκε πρώτα με τον αρχηγό της συντηρητικής πτέρυγας Αγκουστίν ντε Ιτούρμπιντε, για να τον εγκαταλείψει λίγο αργότερα και να πάει με το μέρος των αντιπάλων του. Το 1828 υποστήριξε τον Βισέντε Γκερέρο για πρόεδρο αλλά μετά βοήθησε στην καθαίρεσή του.


Τη μεγάλη φήμη του ο Σάντα Αννα την κέρδισε ως «ήρωας του Ταμπίκο» πολεμώντας το 1829 εναντίον των Ισπανών, οι οποίοι προσπάθησαν να ανακτήσουν το Μεξικό. Το ανδραγάθημά του το εξαγόρασε με το αξίωμα του προέδρου το 1833. Στα γεγονότα του Τέξας το 1836 ανέλαβε ο ίδιος δράση εναντίον των εξεγερθέντων και οι φρικαλεότητες στο Αλαμο ήταν έργο του. Με την επέμβαση του αμερικανικού στρατού ο Σάντα Αννα ηττήθηκε, συνελήφθη αιχμάλωτος και εξορίστηκε. H τύχη όμως τον βοήθησε και το 1838, σε μια συμπλοκή με τους Γάλλους στη Βερακρούς, ο Σάντα Αννα έχασε ένα πόδι και ξανάγινε ήρωας και πρόεδρος (1841-1845). Στις αρχές του μεξικανοαμερικανικού πολέμου ο Σάντα Αννα, που ήταν και πάλι εξόριστος, στάλθηκε από τους Αμερικανούς στο Μεξικό για να προσπαθήσει να επιτευχθεί ειρήνη. Αλλά, αντί για ειρήνη, μάζεψε στρατό εναντίον των Αμερικανών. Ο Σάντα Αννα πέθανε πάμπτωχος και τυφλός.


Γουίλιαμ Χένρι Σιούαρντ (1801-1872)


Αμερικανός πολιτικός. Γεννήθηκε στη Φλόριδα της Πολιτείας της Νέας Υόρκης, σπούδασε νομικά και ως κυβερνήτης της Πολιτείας της Νέας Υόρκης από το 1839 ως το 1843 προώθησε την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και τα δημόσια έργα. Από το 1843 ως το 1849 άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου με ειδίκευση στο ποινικό δίκαιο. Από το 1849 ως το 1861 ήταν γερουσιαστής και προώθησε την πολιτική κατά της δουλείας. Οταν ο Αβραάμ Λίνκολν έγινε πρόεδρος τις παραμονές του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου (Μάρτιος του 1861), διόρισε υπουργό Εξωτερικών τον Σιούαρντ, ο οποίος στα περισσότερα ζητήματα υπήρξε ο στενότερος συνεργάτης και σύμβουλος του προέδρου. Στις 14 Απριλίου 1865, εννέα ημέρες ύστερα από ένα σοβαρό ατύχημα που είχε με άμαξα, ο τραυματισμένος και κλινήρης Σιούαρντ μαχαιρώθηκε στον λαιμό από τον Λιούις Πάουελ, έναν σύντροφο και συνένοχο του Τζον Γουίλκς Μπουθ ο οποίος το ίδιο βράδυ είχε δολοφονήσει τον Λίνκολν. Τελικά ο Σιούαρντ επέζησε και παρέμεινε υπουργός Εξωτερικών και με τον επόμενο πρόεδρο, τον Αντριου Τζόνσον, ως το 1869. Το τελευταίο μεγάλο επίτευγμα του Σιούαρντ ήταν η αγορά της Αλάσκας από τους Ρώσους το 1867.


Βασίλισσα Λιλιουοκαλάνι (1838-1917)


Το πραγματικό της όνομα ήταν Λίντια Καμακαέχα. Γόνος επιφανούς οικογενείας της Χαβάης, καλλιεργημένη και έξυπνη, γεννήθηκε στη Χονολουλού και έζησε για αρκετό διάστημα στην Αυλή του βασιλιά Καμεχαμέχα Δ’. Το 1874 ο αδελφός της Καλακάουα επελέγη για βασιλιάς. H Λίντια ήταν τρίτη στη σειρά διαδοχής – μεσολαβούσε ένας αδελφός, ο οποίος όμως πέθανε. Ετσι η Λίντια, με το όνομα Λιλιουοκαλάνι, ορίστηκε διάδοχος του θρόνου και επί 14 χρόνια βοηθούσε τον αδελφό της στη διακυβέρνηση της χώρας. Οταν ο βασιλιάς πέθανε, τον Ιανουάριο του 1891, η Λιλιουοκαλάνι έγινε η πρώτη και μοναδική βασίλισσα της Χαβάης.


Ανεβαίνοντας στον θρόνο η Λιλιουοκαλάνι προσπάθησε να ανακτήσει λίγη βασιλική εξουσία, η οποία είχε χαθεί εξαιτίας των υπερβολικών προνομίων που είχε παραχωρήσει ο αδελφός της στους Αμερικανούς. H προσπάθειά της αυτή την έφερε αντιμέτωπη με τους «χαόλε» – τους ξένους επιχειρηματίες – της Χαβάης, οι οποίοι έκαναν το παν για να την ανατρέψουν και το κατόρθωσαν.


Μετά την εκθρόνισή της, με το σύνθημα «H Χαβάη στους Χαβανέζους» η Λιλιουοκαλάνι μάταια προσπάθησε να εμποδίσει την προσάρτηση των νησιών στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1898. Την ίδια χρονιά εξέδωσε την Ιστορία της Χαβάης από τη βασίλισσα της Χαβάης.


KEIMENA: ΙΩΑΝΝΑ ΖΟΥΛΑ