Τσάντες, τετράδια και φόρμες από τη μια πλευρά, φροντιστήρια, ιδιωτικά σχολεία και «εξωσχολικές δραστηριότητες» από την άλλη. Οι «χρυσοί ναοί» της εκπαιδευτικής διαδικασίας, που ανοίγουν σε λίγες ημέρες τις πύλες τους στις ελληνικές οικογένειες, θα απαιτήσουν μια «εισφορά» η οποία, ούτε λίγο ούτε πολύ, αντιστοιχεί σε σημαντικό κομμάτι του συνολικού κρατικού προϋπολογισμού για την παιδεία: όπως φανερώνει η ανάλυση των στοιχείων, 2 δισ. ευρώ αναμένεται ότι θα κοστίσουν εφέτος οι συνολικές ιδιωτικές δαπάνες για την εκπαίδευση στην Ελλάδα… Σε κάθε περίπτωση η οικονομική επιβάρυνση είναι πολύ μεγαλύτερη για τις οικογένειες που αποφασίζουν να εμπιστευθούν τη μόρφωση των παιδιών τους σε ιδιωτικά σχολεία, χωρίς όμως να λείπουν και τα σημαντικά – και αναγκαία – ποσά που πρέπει να ξοδέψουν και οι γονείς των μαθητών που φοιτούν στη δημόσια εκπαίδευση για την προμήθεια των «αναλώσιμων» ειδών που θα τους συνοδεύσουν στη διάρκεια του έτους. Οι αριθμοί που ακολουθούν στο σχετικό ρεπορτάζ παρουσιάζουν την ακριβή εικόνα της κατάστασης για τις οικογένειες που επιλέγουν την ιδιωτική εκπαίδευση αλλά και για τους μαθητές των δημοσίων σχολείων: H συνολική δαπάνη για την ιδιωτική εκπαίδευση υπολογίζεται ότι θα ανέλθει σε 495 εκατ. ευρώ, ενώ ταυτόχρονα: α) η συνολική ιδιωτική εκπαιδευτική δαπάνη για ξένες γλώσσες ξεπερνά τα 750 εκατ. ευρώ, β) η ιδιωτική εκπαιδευτική δαπάνη για φροντιστήρια δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης θα φθάσει εφέτος τα 400 εκατ. ευρώ, ενώ στο ποσό πρέπει να προστεθούν περίπου 90 εκατ. ευρώ που υπολογίζεται ότι κοστίζουν ετησίως τα ιδιαίτερα μαθήματα, γ) τα απαραίτητα σχολικά είδη (τσάντες, τετράδια, βοηθήματα κτλ.) επιβαρύνουν ετησίως κάθε μαθητή δημοτικού, γυμνασίου και λυκείου κατά μέσο όρο με 150-250 ευρώ και τον συνολικό προϋπολογισμό σχολικού εξοπλισμού με πάνω από 150 εκατ. ευρώ ετησίως.



Το δημόσιο σχολείο από εφέτος ανοίγει τις πόρτες του με οργανωμένα προγράμματα πρόσθετης διδακτικής στήριξης αλλά και διδασκαλίας των ξένων γλωσσών ώστε να περιορίσει όσο το δυνατόν περισσότερο το φαινόμενο της «παραπαιδείας» των φροντιστηρίων, που ήδη από πέρυσι έχουν απώλειες της τάξεως του 35% στις εγγραφές τους.


Ετσι ή αλλιώς όμως το σχολείο θα είναι και εφέτος ακριβό… Οπως αναφέρει ο εκπαιδευτικός και ερευνητής της εκπαίδευσης κ. Χρ. Κάτσικας μιλώντας στο «Βήμα της Κυριακής», με βάση τους «Εθνικούς λογαριασμούς της Ελλάδας» στους οποίους δίνονται στοιχεία για την εγχώρια κατανάλωση που αφορά την εκπαίδευση, φαίνεται καθαρά ότι το ποσοστό που αντιπροσωπεύουν οι ιδιωτικές δαπάνες για την εκπαίδευση στο σύνολο γενικά των δαπανών για την εκπαίδευση αυξάνεται σταθερά.


* Ιδιωτική εκπαίδευση


Ο χάρτης της εκπαίδευσης, που οργανώνεται και λειτουργεί από φυσικά και νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, περιλαμβάνει:


α) Τα νηπιαγωγεία, την πρωτοβάθμια (δημοτικά) και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (γυμνάσια – λύκεια και TEE), όπου φοιτούν περίπου 95.000 μαθητές, η φοίτηση των οποίων θα κοστίσει περίπου 300 εκατ. ευρώ.


β) Τα Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης (Ιδιωτικά IEK), στα οποία φοιτούν περίπου 15.000 σπουδαστές με ετήσιο κόστος 45 εκατ. ευρώ.


γ) Τα λεγόμενα Εργαστήρια Ελευθέρων Σπουδών – «Κολέγια», «Foundations». Σύμφωνα με στοιχεία πρόσφατων μελετών (ΕΜΠ, Πάντειο Πανεπιστήμιο), εκτιμάται ότι σήμερα στην Ελλάδα λειτουργούν 62 εγχώριοι, ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί οργανισμοί, οι οποίοι συνεργάζονται με 100 οργανισμούς-ιδρύματα ξένων χωρών. Εκτιμάται ότι σε αυτά σπουδάζουν περίπου 30.000 φοιτητές και οι ετήσιες ιδιωτικές δαπάνες ανέρχονται σε 150 εκατ. ευρώ.


H σύνθεση και η ανάλυση στοιχείων, που έγιναν από τον κ. Κάτσικα με βάση ερευνητικά στοιχεία από 350 μαθητές δημοτικού, γυμνασίου και λυκείου από δήμους της Αθήνας, του Πειραιά, της Θεσσαλονίκης, της Πάτρας, του Ηρακλείου Κρήτης, της Δράμας, της Κέρκυρας και των Ιωαννίνων, φανερώνουν ότι κατά μέσο όρο ένα παιδί που φοιτά στο δημόσιο δημοτικό σχολείο κοστίζει στον οικογενειακό προϋπολογισμό πάνω από 1.300 ευρώ, όταν φοιτά στο γυμνάσιο κοστίζει πάνω από 2.500 ευρώ και στο λύκειο περίπου 3.000 ευρώ.


H φοίτηση ενός μαθητή σε ιδιωτικό λύκειο κοστίζει 7.500 ευρώ καθώς πολλές από τις ιδιωτικές εκπαιδευτικές δαπάνες με τις οποίες συνδέεται η φοίτηση στο δημόσιο σχολείο συνοδεύουν και τη φοίτηση στο ιδιωτικό (π.χ., αξεσουάρ, φροντιστήριο κτλ.).


* Εκμάθηση ξένων γλωσσών


Τα μαθήματα ξένων γλωσσών βαρύνουν αρκετά τον οικογενειακό προϋπολογισμό καθώς ένα σημαντικό κονδύλι, που κυμαίνεται από 300 ως 1.100 ευρώ ανάλογα με το επίπεδο φοίτησης, διατίθεται ετησίως από κάθε οικογένεια για την ξενόγλωσση εκπαίδευση του παιδιού· συνολικά το κόστος στον προϋπολογισμό των οικογενειών υπολογίζεται σε περίπου 700 εκατ. ευρώ, ενώ οι δαπάνες για την αγορά των βιβλίων φτάνουν τα 30 εκατ. ευρώ.


Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ομοσπονδίας Ιδιοκτητών Κέντρων Ξένων Γλωσσών, περίπου ένα εκατομμύριο παιδιά (εκ των οποίων τα μισά είναι μαθητές δημοτικού) σε όλη την Ελλάδα διδάσκονται μία ξένη γλώσσα, ως επί το πλείστον την αγγλική. Οι ιδιοκτήτες των κέντρων θεωρούν μάλιστα ότι οι αριθμοί των μαθητών είναι «αδιάψευστοι μάρτυρες για την αναγκαιότητα της ύπαρξής μας».


Εφέτος όμως το υπουργείο Παιδείας περνά στην «αντεπίθεση» εντάσσοντας την αγγλική στο διδακτικό πρόγραμμα της γ’ τάξης του δημοτικού, αλλά και ανανεώνοντας την ύλη σε όλες τις τάξεις, ώστε οι μαθητές να αποκτούν το κρατικό πιστοποιητικό γλωσσομάθειας το αργότερο ως την τελευταία τάξη του γυμνασίου. «Στόχος μας είναι η ουσιαστική εκμάθηση της αγγλικής στα δημόσια σχολεία αλλά και η μείωση των δαπανών κάθε οικογένειας» υπογραμμίζει ο υφυπουργός κ. N. Γκεσούλης.


Αρκετοί πάντως είναι οι γονείς που σπεύδουν να εντάξουν στο πρόγραμμα του παιδιού τους την εκμάθηση ξένης γλώσσας ακόμη και από το νηπιαγωγείο! «Τα περισσότερα παιδιά προσέρχονται στα κέντρα όταν ξεκινούν την τρίτη τάξη του δημοτικού, υπολογίζοντας να έχουν λάβει την πιστοποίηση σπουδών B2 της EE ως τη δεύτερη τάξη του γυμνασίου» λέει ο κ. Γ. Μιχαηλίδης, πρόεδρος της Ομοσπονδίας, η οποία αριθμεί περί τα 8.500 κέντρα σε όλη τη χώρα.


* Ωδεία και γυμναστήρια



Κυρίως στις ηλικίες των μαθητών του δημοτικού και του γυμνασίου προστίθενται οι γνωστές «εξωσχολικές δραστηριότητες», όπως είναι τα ωδεία (μουσικά όργανα), οι σχολές χορού (μπαλέτο), τα γυμναστήρια, τα κολυμβητήρια και τα φροντιστήρια κομπιούτερ. Αποτελούν το ακριβό «τίμημα» της στρατηγικής η οποία έχει στόχο την παροχή στο παιδί «εφοδίων για το μέλλον». Το ετήσιο συνολικό κόστος υπολογίζεται ότι ξεπερνά τα 60 εκατ. ευρώ και μοιράζεται στο 15%-20% περίπου του οικογενειακού προϋπολογισμού των χιλιάδων μαθητών της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.


* Φροντιστήρια και ιδιαίτερα


Σύμφωνα με την Ομοσπονδία Εκπαιδευτικών Φροντιστών Ελλάδος (ΟΕΦΕ), περίπου 250.000 μαθητές παρακολουθούν φροντιστήρια δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.


Το υπουργείο Παιδείας αποδύεται όμως σε μια τεράστια προσπάθεια τα τελευταία χρόνια προκειμένου να περιορίσει τη φροντιστηριακή μάθηση προωθώντας θεσμούς στα δημόσια σχολεία όπως η διδακτική υποστήριξη και η ενισχυτική διδασκαλία, που έχουν κάνει πολλούς μαθητές να προτιμούν το… φροντιστήριο που γίνεται από τους καθηγητές τους εντός των αιθουσών του σχολείου.


Τα ιδιωτικά φροντιστήρια βέβαια, αν και έχουν χάσει σημαντική μερίδα των «πελατών» τους, παραμένουν βασική επιλογή για χιλιάδες μαθητές και για τις οικογένειες τους, οι οποίες δεν αργούν να διαπιστώσουν ότι λόγω αυτών το ταμείο τους γίνεται κάθε χρόνο… μείον κατά περίπου 3.600 ευρώ!


Στα περίπου 2.500 φροντιστήρια που υπάρχουν σε όλη τη χώρα (εκ των οποίων τα 800 είναι στην Αττική και τα 400 στη Θεσσαλονίκη) εγγράφεται κάθε χρόνο η συντριπτική πλειονότητα των μαθητών του λυκείου και σημαντική μερίδα των μαθητών που φοιτούν στα γυμνάσια. «Τουλάχιστον το 90% των μαθητών του λυκείου, κυρίως όσοι είναι στη β’ ή στην γ’ τάξη, καθώς και το 30% των μαθητών του γυμνασίου παρακολουθούν μαθήματα στα φροντιστήρια» αναφέρει η κυρία Εφη Παπαδέα, πρόεδρος της ΟΕΦΕ.


H οικονομική κρίση μάλιστα δεν φαίνεται να αγγίζει ιδιαίτερα τον συγκεκριμένο χώρο καθώς, σύμφωνα με ιδιοκτήτες φροντιστηρίων, «οι γονείς δεν ξεκινούν σε καμία περίπτωση τις όποιες περικοπές στα έξοδά τους από τις ανάγκες των παιδιών, ιδίως αν πρόκειται για θέματα εκπαίδευσης». Θα βρουν, με άλλα λόγια, τρόπο να εξασφαλίσουν κάθε μήνα το ποσό των 300 ευρώ που κοστίζει κατά μέσο όρο η διδασκαλία 60 ωρών σε κάποιο φροντιστήριο.


* Σχολικά βοηθήματα


Σύμφωνα με τα στοιχεία του Παρατηρητηρίου Βιβλίου του EKEBI, η ιδιωτική δαπάνη για σχολικά βιβλία και εγκυκλοπαίδειες αυξήθηκε τα τελευταία χρόνια κατά 226%! H αύξηση αποδίδεται κατά κύριο λόγο στα «σχολικά βοηθήματα», τα γνωστά μας «λυσάρια», αλλά και στα βιβλία εκμάθησης ξένων γλωσσών.


Οπως τονίζει ο κ. Κάτσικας, μια μέτρια ολοκληρωμένη σειρά από τα παραπάνω βιβλία για μια τάξη του λυκείου κοστίζει 120 ευρώ, για το γυμνάσιο 80 ευρώ και για το δημοτικό περίπου 50 ευρώ – το συνολικό κόστος ανέρχεται σε περίπου 45 εκατ. ευρώ.


Το πιο «δυναμικό» αγοραστικό κοινό είναι αυτό του λυκείου (230.000 μαθητές), ωστόσο διάφορες έρευνες έχουν δείξει ότι ένα μεγάλο μέρος του μαθητικού πληθυσμού των δημοτικών σχολείων και ένα μεγαλύτερο των γυμνασίων αγοράζουν αρκετά βοηθήματα.


H εκμάθηση της πληροφορικής


H πληροφορική «μπαίνει» με ταχείς ρυθμούς στα σχολεία αλλά πολλοί γονείς, αγχωμένοι να προλάβουν την «κούρσα» των νέων τεχνολογιών, προσπαθούν να κερδίσουν χρόνο στέλνοντας τα παιδιά τους σε ιδιωτικά κέντρα πληροφορικής. Το υπουργείο Παιδείας εφέτος αισιοδοξεί ότι θα καλύψει το σύνολο των σχολείων της χώρας με ηλεκτρονικούς υπολογιστές αλλά και λογισμικό υψηλού επιπέδου, κάτι που θεωρείται ότι θα έχει αντίκτυπο στους ιδιώτες που δραστηριοποιούνται στον χώρο της πληροφορικής. Σύμφωνα πάντως με την Πανελλήνια Ενωση Ιδιοκτητών Εκπαιδευτηρίων Πληροφορικής, επί του παρόντος η εκμάθηση του ηλεκτρονικού υπολογιστή από τον μαθητικό πληθυσμό γίνεται κυρίως στα ιδιωτικά κέντρα αποτελώντας μια (ακόμη) ευκαιρία… αφαίμαξης των γονιών. Τουλάχιστον 350 ευρώ ετησίως καταβάλλουν οι γονείς των λιλιπούτειων σπουδαστών της πληροφορικής, ενώ το ποσό διπλασιάζεται (περίπου 670 ευρώ) όταν το πρόγραμμα σπουδών δυσκολεύει (οπότε συνήθως απευθύνεται και σε μεγαλύτερα παιδιά, μαθητές γυμνασίου ή λυκείου).


Οσον αφορά τον αριθμό των μαθητών, εκπρόσωποι της Ενωσης εκτιμούν ότι κυμαίνεται περίπου στα 120.000 παιδιά σε όλη τη χώρα. «Το πλεονέκτημα των κέντρων πληροφορικής για παιδιά προσχολικής και σχολικής ηλικίας είναι το εκπαιδευτικό υλικό που παρέχουν στους μαθητές και η ιδανική αναλογία διδασκόντων προς διδασκομένους, που είναι ένας προς επτά παιδιά, σε αντιδιαστολή με την κατάσταση που επικρατεί στα σχολεία όπου και το υλικό είναι ελλιπές αλλά και οι συσκευές ηλεκτρονικών υπολογιστών και οι καθηγητές δεν επαρκούν για να καλύψουν τις ανάγκες των μαθητών» λέει ο κ. Εμμ. Λεοντίου, διευθυντής γνωστής αλυσίδας κέντρων πληροφορικής για παιδιά και ιδρυτικό μέλος της Πανελλήνιας Ενωσης Ιδιοκτητών Κέντρων Πληροφορικής.


Ο σχολικός εξοπλισμός και η μόδα


Ανάμεσα στα άλλα… βάρη που καλούνται να σηκώσουν γονείς και παιδιά εν όψει της νέας σχολικής χρονιάς είναι ο σχολικός εξοπλισμός (τσάντα, κασετίνα, τετράδια, μολύβια, βοηθήματα κτλ.). Ο εφοδιασμός με προϊόντα… νέας εσοδείας θεωρείται εκ των ων ουκ άνευ για την πλειονότητα των ελλήνων μαθητών· οι γονείς από την πλευρά τους τις περισσότερες φορές δεν έχουν άλλη επιλογή από το να καταβάλουν το διόλου ευκαταφρόνητο τίμημα όλων αυτών των ειδών.


Σύμφωνα πάντως με εκπροσώπους της αγοράς, τον ενθουσιασμό των λιλιπούτειων πελατών εμπρός στα ράφια των καταστημάτων δεν συμμερίζονται εφέτος πολλοί γονείς. Και αυτό διότι, όπως εκτιμούν, μπορεί οι τιμές να διατηρήθηκαν στα περυσινά επίπεδα, αλλά το ίδιο συνέβη και στο… βαλάντιό τους. Σε γενικές γραμμές, πάντως, το ξεκίνημα του σχολικού έτους δεν θα κοστίσει λιγότερο από 70 ευρώ – αυτή περίπου είναι η τιμή για ένα πλήρες «πακέτο», που περιλαμβάνει σάκα, κασετίνα, πέντε τετράδια και πέντε στυλό και μολύβια, ενώ το ανάλογο «πακέτο» για τα νήπια ξεκινά από 50 ευρώ. Για να προσελκύσουν πελάτες τα περισσότερα καταστήματα επιστρατεύουν τη γνωστή τακτική των προσφορών, των δώρων και των άτοκων δόσεων. «Πρόκειται για μια τακτική που τις περισσότερες φορές αποδεικνύεται πολύ αποτελεσματική» εκτιμά ο κ. Αλ. Βλάσης, υπεύθυνος αγορών μεγάλου βιβλιοχαρτοπωλείου, το οποίο τα τελευταία χρόνια ακολουθεί αυτή την πρακτική – «προς μεγάλη ικανοποίηση και των πελατών μας» όπως επισημαίνει ο κ. Βλάσης.


Αντίθετη άποψη εκφράζει η κυρία Τζένη Βαγκοπούλου, υπεύθυνη πωλήσεων σχολικών ειδών κεντρικού πολυκαταστήματος στην Αθήνα. «Ακόμη και με προσφορές οι καταναλωτές είναι πολύ συγκρατημένοι στις αγορές τους» λέει και προσθέτει ότι «πολλοί έχουν κάνει τη δική τους έρευνα αγοράς προτού καταλήξουν σε κάποιο κατάστημα». Οι απαιτήσεις βέβαια των παιδιών τούς φέρνουν συχνά σε δύσκολη θέση «καθώς ούτε το χατίρι θέλουν να τους χαλάσουν, ούτε όμως και να αγοράσουν ακριβά είδη».