OI ΜΑΧΕΣ


Οταν ο Ηράκλειος απάλλαξε τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία από τον τύραννο Φωκά και έγινε αυτοκράτορας, τον Οκτώβριο του 610, βρήκε ένα κράτος διαλυμένο και σε άθλια οικονομική κατάσταση. Στο εσωτερικό βασίλευαν η διαφθορά και η πλήρης διοικητική παράλυση, ενώ οι Πέρσες στην Ανατολή και οι Αβαροι στη Χερσόνησο του Αίμου λυμαίνονταν τις βυζαντινές επαρχίες. Αφού δεν είχε στρατό ο Ηράκλειος προσπάθησε πρώτα απ’ όλα να συνάψει ειρήνη με τους δύο εχθρούς της αυτοκρατορίας. Δεν τα κατάφερε όμως.


Ο βασιλιάς της Περσίας Χοσρόης B’, ο οποίος είχε και το προσωνύμιο Παρβίζ, δηλαδή «Νικητής», συνέχιζε με τους σατράπες στρατηγούς του να κυριεύει τις βυζαντινές επαρχίες. Οι πρώτες απόπειρες του Ηρακλείου να αναχαιτίσει την προέλαση των Περσών απέτυχαν.


Το 611 οι Πέρσες εισέβαλαν στη Συρία και έφθασαν ως την Αντιόχεια. Δύο χρόνια αργότερα κατέλαβαν τη Δαμασκό, από όπου πήραν χιλιάδες αιχμαλώτους και τους πούλησαν δούλους. Το ίδιο έκαναν το 614 στην Ιερουσαλήμ, όπου με τη βοήθεια των Ιουδαίων έσφαξαν χιλιάδες χριστιανούς κατοίκους της και γύρω στις 100.000 τους πούλησαν δούλους. Κατέστρεψαν τις εκκλησίες, σύλησαν τον Πανάγιο Τάφο και πήραν ως λάφυρο τον Τίμιο Σταυρό, τον οποίο, όπως θρυλείται, ο Χοσρόης τον έστησε στα δεξιά του θρόνου του ενώ στα αριστερά τοποθέτησε έναν ψεύτικο πετεινό ώστε ο ίδιος να κάθεται ως «πατήρ» ανάμεσα στον «Υιό» και στο «Αγιο Πνεύμα».


Μετά την Παλαιστίνη σειρά κατάκτησης είχαν η Αίγυπτος και η Μικρά Ασία, όπου τα στρατεύματα του Χοσρόη έφθασαν ως τη Χαλκηδόνα, την οποία κατέλαβαν το 616.


Βοήθεια από την Εκκλησία


Χωρίς τον σιτοβολώνα της Αιγύπτου και χωρίς τις προμηθεύτριες πρώτων υλών επαρχίες της Συρίας και της Ιουδαίας η Κωνσταντινούπολη έπνεε τα λοίσθια οικονομικά. Ο Ηράκλειος προσπάθησε και πάλι να έρθει σε συμφωνία με τον Χοσρόη, αλλά ανένδοτος ο πέρσης βασιλιάς έριξε στη φυλακή τα μέλη της βυζαντινής αντιπροσωπείας.


Εξάλλου οι Αβαροι είχαν εντελώς αποθρασυνθεί. Το 619, ενισχυμένοι με Σλάβους και ενθαρρημένοι από τη βυζαντινή αδράνεια, έφθασαν ως τη Θεσσαλονίκη και απείλησαν την ίδια την Κωνσταντινούπολη. Ο Ηράκλειος, μη έχοντας στρατό για να φοβίσει τον χαγάνο των Αβάρων, σκέφτηκε να τον εντυπωσιάσει με ορχήστρες, ψαλτάδες, ιπποδρομίες και πλούσια δώρα.


Αλλά ο χαγάνος είχε άλλα σχέδια: σκόπευε να πιάσει όμηρο τον αυτοκράτορα. Του έστησε ενέδρα και καθώς η αυτοκρατορική πομπή, με μπροστά την ορχήστρα, πορευόταν προς το σημείο της συνάντησης, στη Σιλύστρια της Θράκης, οι Αβαροι επιτέθηκαν σφάζοντας αδιακρίτως μουσικούς, ακολούθους και όποιον άλλον τους τύχαινε προσπαθώντας να εντοπίσουν τον αυτοκράτορα. Ο Ηράκλειος έκρυψε τα βασιλικά του διάσημα και γλίτωσε καλπάζοντας με το άλογό του ως την Κωνσταντινούπολη, ακολουθούμενος από τις ορδές των Αβάρων, οι οποίοι σταμάτησαν μπροστά στα τείχη της πόλης και αφού λεηλάτησαν τα περίχωρά της υποχώρησαν μόνοι τους προς τη Θράκη μια και δεν είχαν τίποτε άλλο να λεηλατήσουν. (Τα γεγονότα αυτά άλλοι ιστορικοί τα τοποθετούν το 617 και άλλοι το 623.)


Απελπισμένος από όλη αυτή την κατάσταση ο Ηράκλειος έφθασε στο σημείο να θέλει να παραιτηθεί – πιθανώς το 619 – ή κατ’ άλλους να μεταφέρει την πρωτεύουσα του Βυζαντίου στη Λιβύη. Τελικώς όμως ο πατριάρχης Σέργιος, από τις σημαντικότερες μορφές του Βυζαντίου του 7ου αιώνα, όχι μόνο μετέπεισε τον Ηράκλειο και τον έβαλε να ορκιστεί στην Αγία Σοφία μπροστά στον λαό ότι δεν θα εγκατέλειπε την Πόλη αλλά του πρόσφερε, ως δάνειο, όλα τα χρυσά, ασημένια και χάλκινα σκεύη και αντικείμενα των εκκλησιών της Κωνσταντινούπολης, τα οποία παραδόθηκαν στο νομισματοκοπείο και κόπηκαν νομίσματα. Τα χάλκινα μάλιστα νομίσματα, τα οποία λόγω της μικρής τους αξίας είχαν και τη μεγαλύτερη διάδοση, έφεραν την επιγραφή «εν τούτω νίκα».


Ο αναπάντεχος αυτός πλούτος έδωσε την ελευθερία στον Ηράκλειο να διαπραγματευθεί εκ νέου συνθήκη ειρήνης με τους Αβάρους, έστω και απεχθή: «Ο χαγάνος μεθ’ ημών πάκτα πεποιηκώς» γράφει ο ποιητής και χρονικογράφος Γεώργιος Πισίδης. Οι Αβαροι δέχθηκαν να συνθηκολογήσουν με την προϋπόθεση ότι θα έπαιρναν 150.000 χρυσά νομίσματα ετησίως.


Προετοιμασίες για πόλεμο


Αφού ησύχασε από τους Αβάρους ο Ηράκλειος καταπιάστηκε με τη συγκρότηση του στρατού εγκαινιάζοντας το σύστημα των θεμάτων ιδίως στη Μικρά Ασία. Δημιούργησε, δηλαδή, μεγάλες στρατιωτικές περιφέρειες στις οποίες παραχώρησε μεγάλες εδαφικές εκτάσεις σε οικογένειες στρατιωτικών με αντάλλαγμα την προσφορά στρατιωτικής υπηρεσίας. Ετσι για πρώτη φορά το Βυζάντιο απέκτησε εθνικό στρατό και οι μισθοφόροι μειώθηκαν στο ελάχιστο. Επίσης ο Ηράκλειος, με σκοπό να επιτεθεί στους Πέρσες, οι οποίοι φημίζονταν για το ιππικό τους, άλλαξε και τη σύνθεση του στρατεύματος. Ως τότε ο στρατός στηριζόταν στο πεζικό. Στο εξής ο Ηράκλειος θα βασιζόταν και αυτός στο ιππικό του, το οποίο απετελείτο από τους κατάφρακτους ιππείς, δηλαδή που φορούσαν πανοπλία, και από τους ιπποτοξότες, οι οποίοι ήταν οπλισμένοι με τόξα. Οι προετοιμασίες για τον πόλεμο εναντίον των Περσών κράτησαν πάνω από δύο χρόνια.


Στις 4 Απριλίου 622, Κυριακή του Πάσχα, ο Ηράκλειος, ντυμένος σαν απλός στρατιώτης, κοινώνησε και προσευχήθηκε στην Αγία Σοφία. Την επομένη, κρατώντας σαν λάβαρο την Εικόνα του Σωτήρος, επιβιβάστηκε επικεφαλής του στόλου που θα τον μετέφερε από την Κωνσταντινούπολη στις Πύλες της Βιθυνίας.


Στην Κωνσταντινούπολη ο Ηράκλειος είχε αφήσει αντιβασιλέα τον 10χρονο γιο του και συναυτοκράτορα Κωνσταντίνο υπό την επιτροπεία του πατριάρχη Σέργιου και του μαγίστρου Βώνου, οι οποίοι ανέλαβαν και τη διοίκηση του κράτους.


Στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές, ο Ηράκλειος βρήκε να τον περιμένει ένας στρατός 120.000 ανδρών. Επί μήνες ο αυτοκράτορας εκπαίδευσε ο ίδιος τον στρατό του υπομένοντας τις ίδιες κακουχίες και τηρώντας την ίδια σιδερένια πειθαρχία. Παράλληλα με συνεχείς παραινέσεις και ομιλίες προς αξιωματικούς και απλούς στρατιώτες ο Ηράκλειος προσπαθούσε να τονώσει το ηθικό τους και να τους κάνει να πιστέψουν ότι η εκστρατεία τους εναντίον των Περσών θα ήταν τελικά νικηφόρα επειδή είχαν τη βοήθεια του Χριστού και της Παναγίας.


H μάχη στα Σάταλα


Το φθινόπωρο του 622 ο Ηράκλειος ξεκίνησε με τον ετοιμοπόλεμο πλέον στρατό του εναντίον των Περσών. Κατευθύνθηκε ανατολικά και μετά έκανε στροφή προς Βορρά, «επί τα μέρη της Αρμενίας», όπως μας πληροφορεί ο Πισίδης.


Στην πρώτη σύγκρουση με τους Πέρσες οι Βυζαντινοί αναδείχθηκαν νικητές. Αλλά όταν ο Ηράκλειος θέλησε να διασχίσει την ορεινή Αρμενία και να περάσει από εκεί στα περσικά εδάφη βρήκε όλα τα περάσματα αποκλεισμένα από τους Πέρσες. Με ένα ευφυές στρατηγικό σχέδιο ο Ηράκλειος ξεγέλασε τους Πέρσες. Εστρεψε την πορεία του προς τα βόρεια δίνοντας την εντύπωση ότι πήγαινε προς τον Πόντο για να ξεχειμωνιάσει. Ο Ηράκλειος, όμως, κάνοντας κύκλο, ξαναγύρισε στην Αρμενία, αλλά βορειότερα, και προχώρησε προς τα Σάταλα, πόλη μεγάλης στρατηγικής σημασίας, κοντά στις πηγές του ποταμού Λύκου.


Οι Πέρσες, όταν αντιλήφθηκαν ότι οι Βυζαντινοί τούς είχαν υπερκεράσει, δεν μπορούσαν να το πιστέψουν. Ο Χοσρόης προσπάθησε να κάνει και αυτός ελιγμό και διέταξε τον στρατηγό του Σαρβαραζά να βαδίσει με μεγάλη δύναμη εναντίον της Καισάρειας ώστε να εξαναγκάσει τον Ηράκλειο να γυρίσει πίσω. Ο Ηράκλειος όμως δεν έδειξε διαθέσεις οπισθοχώρησης και έτσι ο Σαρβαραζάς, φοβούμενος ότι οι Βυζαντινοί θα προελάσουν στην Περσία, εγκατέλειψε το σχέδιο της Καισάρειας και γύρισε πίσω για να αντιμετωπίσει τον Ηράκλειο.


Ο αγώνας δρόμου των δύο στρατών ήταν άνισος. Ο στρατός του Ηρακλείου βάδιζε προς τα Σάταλα μέσω της οδού Θεοδοσιουπόλεως, δηλαδή ακολουθούσε τον κεντρικό δρόμο, ενώ τα στρατεύματα του Σαρβαραζά, ακολουθώντας τους Βυζαντινούς, ήταν υποχρεωμένα να σκαρφαλώνουν στα δύσβατα μονοπάτια της ορεινής Αρμενίας.


Ο Σαρβαραζάς καραδοκούσε για την ευκαιρία να επιτεθεί νύχτα. Αλλά οι νύχτες ήταν φεγγαρόλουστες και δεν προσφέρονταν για αιφνιδιασμό. Επιπλέον μια έκλειψη σελήνης επέτεινε τη δυσθυμία των στρατιωτών του Σαρβαραζά επειδή τη θεώρησαν κακό οιωνό. Αλλά όταν ο πέρσης στρατηγός αποφάσισε τελικά να αιφνιδιάσει τον βυζαντινό στρατό, βρήκε τους στρατιώτες του Ηρακλείου να τον περιμένουν: το σχέδιο του το είχαν πληροφορηθεί οι κατάσκοποι του αυτοκράτορα.


H μάχη αυτή πρέπει να δόθηκε κάποια νύχτα ανάμεσα στις 7 και στις 12 Φεβρουαρίου 623. Μόλις οι Πέρσες κατέβηκαν από τα βουνά για να επιτεθούν έπεσαν στην ενέδρα: οι Βυζαντινοί τούς περίμεναν, τους περικύκλωσαν και τους σφαγίασαν κυριολεκτικά. Μόλις και μετά βίας σώθηκε ο Σαρβαραζάς με ελάχιστα υπολείμματα του στρατού του. Τα πλούσια εφόδια των Περσών έπεσαν στα χέρια των Βυζαντινών, οι οποίοι είδαν ότι οι Πέρσες δεν ήταν αήττητοι και ευχαριστούσαν τον Θεό για τη βοήθεια που τους προσέφερε και τον Ηράκλειο για την ιδιοφυή στρατηγική του και για το απαράμιλλο θάρρος του στο πεδίο της μάχης.


Αφού στρατοπέδευσε στα Σάταλα με σκοπό προφανώς να ξεχειμωνιάσει εκεί, ο Ηράκλειος άλλαξε ξαφνικά γνώμη. Στο σημείο αυτό οι απόψεις των ιστορικών διίστανται: άλλοι υποστηρίζουν ότι ο Ηράκλειος αναγκάστηκε να σπεύσει στην Κωνσταντινούπολη εξαιτίας των Αβάρων (το περιστατικό που αναφέρθηκε πιο πάνω) και άλλοι ότι απλώς ο αυτοκράτορας προτίμησε να περάσει τους υπόλοιπους μήνες του χειμώνα του 623 στην πρωτεύουσα.


Οι νίκες συνεχίζονται


Στο μεταξύ ο Χοσρόης, μετά την καταστροφή του στρατού του Σαρβαραζά, συγκρότησε εκ νέου μια μεγάλη στρατιά που, με επικεφαλής και πάλι τον Σαρβαραζά, έκανε επίδειξη δυνάμεως στην Κιλικία και στη Γαλατία.


Την άνοιξη του 623 ο Ηράκλειος έστειλε στον Χοσρόη επιστολή με την οποία ζητούσε συνθήκη ειρήνης αλλά ο πέρσης βασιλιάς απέρριψε την πρόταση. Ετσι τον Μάρτιο ο Ηράκλειος ξεκίνησε και πάλι εναντίον των Περσών από τα Σάταλα, όπου βρήκε τον στρατό του, γύρω στους 120.000 άνδρες.


Παρ’ όλο που ο Χοσρόης περίμενε ότι ο Ηράκλειος θα επέστρεφε στη Μικρά Ασία για να ανακαταλάβει τα εδάφη που είχαν κατακτήσει οι Πέρσες, ο βυζαντινός στρατός μπήκε στην περσική Αρμενία. Ο Χοσρόης αιφνιδιάστηκε και αναγκάστηκε να ανακαλέσει τον Σαρβαραζά από τη Μικρά Ασία και συγκέντρωσε και μια δεύτερη μεγάλη στρατιά στην οποία έβαλε αρχηγό τον σατράπη Σαήν.


Απτόητος ο Ηράκλειος συνέχισε την προέλασή του μέσα στην Περσία κυριεύοντας τις πόλεις Ντοβίν και Ναχκαβάν και την Ταυρίδα της Μηδίας, όπου κατέστρεψε τον περίφημο ναό του Ζωροάστρη σε αντίποινα για την καταστροφή του Ναού του Παναγίου Τάφου στην Ιερουσαλήμ. Με διαλείμματα τους χειμερινούς μήνες, τα επόμενα χρόνια η προέλαση του βυζαντινού στρατού μέσα στο περσικό έδαφος συνεχιζόταν ακάθεκτη παρά τις προσπάθειες του Χοσρόη.


H πολιορκία της Κωνσταντινούπολης


Στο μεταξύ οι Αβαροι, ενοχλημένοι προφανώς από τη βυζαντινή διπλωματία, η οποία προσπαθούσε να ενισχύσει και να έχει συμμάχους τους Χρωβάτους (Κροάτες) και τους Σέρβους, όχι μόνο καταπάτησαν τη συνθήκη ειρήνης που είχαν με τους Βυζαντινούς αλλά ήρθαν και σε συνεννόηση με τους Πέρσες για να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη ενόσω ο Ηράκλειος βρισκόταν μακριά. Οταν ο Ηράκλειος πληροφορήθηκε τη συμφωνία των Αβάρων με τους Πέρσες έστειλε στον Χαγάνο προτάσεις ειρήνης αλλά αυτός τις απέρριψε. Τότε ο Ηράκλειος, χωρίς ούτε καν να διανοηθεί να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη, έδωσε εντολή να επισκευασθούν οι οχυρώσεις της πόλης, να κατασκευασθούν αμυντικές μηχανές και να εξασφαλισθεί ο επισιτισμός των κατοίκων για αρκετόν καιρό. Για να ενισχύσει την άμυνα της Κωνσταντινούπολης ο Ηράκλειος έστειλε 12.000 άνδρες ενώ εμπιστεύθηκε το μεγαλύτερο μέρος της στρατιάς του στον αδελφό του Θεόδωρο με την εντολή να σπεύσει να βοηθήσει τους πολιορκημένους, αφού προηγουμένως συνέτριβε τον στρατό του Σαήν.


Πράγματι ο Θεόδωρος νίκησε τον Σαήν κοντά στα Σάταλα. Ο Σαήν από τη στενοχώρια του έπαθε συγκοπή και πέθανε, και ο Θεόδωρος συνέχισε την πορεία του προς την Κωνσταντινούπολη. Στο μεταξύ ο άλλος πέρσης στρατηγός, ο Σαρβαραζάς, έφθανε στα μέσα Ιουνίου του 626 με τον στρατό του στη Χαλκηδόνα και περίμενε τους Αβάρους να κάνουν την εμφάνισή τους.


H εμπροσθοφυλακή των Αβάρων από 30.000 άνδρες εμφανίστηκε έξω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης στις 29 Ιουνίου και με συνθηματικές πυρές έκαναν γνωστή την παρουσία τους στους Πέρσες. Εναν μήνα αργότερα εμφανίστηκε ο Χαγάνος με τον κύριο όγκο της στρατιάς του, πάνω από 150.000 άνδρες, στην οποία συμμετείχαν Σλάβοι και Βούλγαροι, και έστησε τις πολιορκητικές μηχανές του.


Στην πολιορκημένη Πόλη ο μάγιστρος Βώνος επιθεωρούσε τον στρατό και τις οχυρώσεις ενώ ο πατριάρχης Σέργιος, κρατώντας την εικόνα της Θεοτόκου, περιφερόταν στα τείχη εμψυχώνοντας τους μαχητές. Οι επιθέσεις των πολιορκητών συνεχίστηκαν, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ο μάγιστρος Βώνος ζήτησε και πάλι συνθηκολόγηση από τον Χαγάνο, αλλά αυτός απάντησε ότι απαιτούσε να του παραδώσουν την πόλη και οι πολίτες θα ήταν ελεύθεροι να φύγουν με ό,τι θα μπορούσε ο καθένας να πάρει μαζί του. Αν δεν το έκαναν όμως, δεν έπρεπε να περιμένουν το έλεός του. Θα γλίτωναν μόνο αν γίνονταν πουλιά και πετούσαν ψηλά ή ψάρια και έφευγαν κολυμπώντας.


H κατάσταση ήταν ανησυχητική αλλά όχι απελπιστική ως τις 6 Αυγούστου, οπότε οι Αβαροι κατέλαβαν την εκκλησία των Βλαχερνών και οχυρώθηκαν μέσα σε αυτήν. Ωστόσο ο Βώνος έμαθε το πώς οι Αβαροι θα έρχονταν σε συνεννόηση με τους Πέρσες για να επιτύχουν συντονισμένη επίθεση και αντί για τους Αβάρους στις 7 Αυγούστου άναψε ο ίδιος τις συνθηματικές φωτιές στην άκρη των θαλασσίων τειχών παρασύροντας τον αβαρικό στόλο που βρισκόταν στον Κεράτιο κόλπο να επιτεθεί χωρίς λόγο. Αποτέλεσμα: όλος ο στόλος των Αβάρων βυθίστηκε από τον βυζαντινό στόλο συμπεριλαμβανομένων και των μονόξυλων που μετέφεραν μυστικά 4.000 Πέρσες. Ο Χαγάνος θυμωμένος για το λάθος που είχαν κάνει οι άνδρες του έσφαξε τους επιζήσαντες και έλυσε την πολιορκία. Ο Σαρβαραζάς βλέποντας τις εξελίξεις μάζεψε τον στρατό του και πήρε τον δρόμο της επιστροφής.


Μετά την αναπάντεχη νίκη ο Αντιβασιλέας Κωνσταντίνος, ο πατριάρχης Σέργιος, οι προύχοντες και ο λαός πήγαν στην εκκλησία των Βλαχερνών για να ευχαριστήσουν τη Θεοτόκο. Εκεί πρωτακούστηκε ο Ακάθιστος Υμνος, γραμμένος για την περίσταση είτε από τον Πατριάρχη είτε από τον Γεώργιο Πισίδη.


Στο μεταξύ ο Θεόδωρος με τον στρατό του είχε φθάσει έξω από την Κωνσταντινούπολη και κυνήγησε τους Αβάρους ως τα βόρεια σύνορα της χερσονήσου του Αίμου, τους συνέτριψε και έκτοτε οι Αβαροι έπαψαν να ενοχλούν το Βυζάντιο.


H μάχη στη Νινευί


Οσο οι Αβαροι και ο στρατός του Σαρβαραζά πολιορκούσαν την Κωνσταντινούπολη, ο Ηράκλειος με τον λίγο στρατό που είχε κρατήσει συνέχιζε το κυνήγι του Χοσρόη. Ευρισκόμενος στη Λαζική εξασφάλισε τη συμμαχία των χαζάρων Τούρκων οι οποίοι τον ενίσχυσαν με 40.000 μαχητές. Ετσι τον Σεπτέμβριο του 627, αφού πέρασε τον ποταμό Αραξη και ενώθηκε πάλι με τον στρατό του Θεόδωρου, ο Ηράκλειος εισέβαλε στην Ατροπατηνή Μηδία και λεηλατώντας την περιοχή, σε αντίποινα προς τους Πέρσες, κατέβαινε προς τα Κορδυαία όρη. Στο μεταξύ οι Χάζαροι εγκατέλειψαν τον Ηράκλειο φοβούμενοι μήπως αποκλειστούν από τους Πέρσες και τον χειμώνα. Ο Αυτοκράτορας όμως ενθάρρυνε τους άνδρες του λέγοντας «τι να τους κάνουμε τους Χαζάρους όταν έχουμε τη βοήθεια του Χριστού και της Παναγίας;».


Οι Πέρσες με αρχηγό έναν άλλον σατράπη, τον Ραζάτη, προσπάθησαν να αναχαιτίσουν την προέλαση των Βυζαντινών επιδιώκοντας να κλείσουν τα ορεινά περάσματα των Κορδυαίων. Δεν πρόλαβαν όμως. Ο Ηράκλειος με τον στρατό του πέρασε τα Κορδυαία και κατευθυνόταν προς τη Μεσοποταμία. Απ’ όπου περνούσε ο βυζαντινός στρατός εξαντλούσε τα τρόφιμα της περιοχής, με αποτέλεσμα ο Ραζάτης που ακολουθούσε κατά πόδας να μη βρίσκει τίποτε για να θρέψει τους άνδρες του. Ηταν δηλαδή «οπίσω ως κύων πεινών μόλις εκ των ψιχίων αυτού ετρέφετο», όπως γράφει στη Χρονογραφία του ο Θεοφάνης Ομολογητής.


Φθάνοντας στην πεδιάδα της Μεσοποταμίας ο Ηράκλειος άφησε τους άνδρες του να ξεκουραστούν. Αλλά την 1η Δεκεμβρίου του 627 ξεκίνησε ξανά με προορισμό την πρωτεύουσα του περσικού κράτους, την Κτησιφώντα. Πέρασε τον ποταμό Ζάβατο και στρατοπέδευσε κοντά στην αρχαία πρωτεύουσα των Ασσυρίων Νινευί, «ου μακράν, και ίσως επ’ αυτού του πεδίου των Γαυγαμήλων, όπου ο μέγας Αλέξανδρος ενίκησε τον δεύτερον εκ παρατάξεως τον τελευταίον του πρώτου περσικού κράτους βασιλέα» γράφει ο K. Παπαρρηγόπουλος στην Ιστορία του Ελληνικού Εθνους.


Οι Πέρσες πέρασαν και αυτοί τον Ζάβατο και στρατοπέδευσαν λίγο πιο κάτω, στη συμβολή του Ζάβατου με τον Τίγρη, και ο Ραζάτης αποφάσισε να επιτεθεί. Για τούτη την αποφασιστική μάχη, στις 12 Δεκεμβρίου του 627, η οποία έκρινε το τέλος του πολέμου του Ηρακλείου κατά των Περσών, ελάχιστα έχουν διασωθεί στη χρονογραφία ως προς τις δυνάμεις και την τακτική που ακολουθήθηκε από τους δύο στρατούς «αλλ’ εξυμνούσι μόνον άπαντες την προσωπικήν του Ηρακλείου ανδρείαν, ήτις κατά την αείμνηστον ταύτην ημέραν ανεδείχθη φαίνεται ενάμιλλος της ακατασχέτου ορμής του Αλεξάνδρου» (Παπαρρηγόπουλος). Ο Ηράκλειος πάνω στο άλογό του, τον Δόρκωνα, παρ’ ότι πληγωμένος στο χείλος και στο πόδι, σκότωσε τρεις από τους κυριότερους αξιωματικούς των Περσών και τον ίδιο τον Ραζάτη. Οι απώλειες των Περσών ήταν πολύ μεγάλες. Οσοι γλίτωσαν τον θάνατο ή δεν πιάστηκαν αιχμάλωτοι τράπηκαν σε φυγή.


Το τέλος του Χοσρόη


Μετά τη νίκη του στη Νινευί ο Ηράκλειος στράφηκε νοτιοανατολικά κυνηγώντας τον Χοσρόη και προσπαθώντας επιτέλους να τον κάνει να πολεμήσει. Αλλά παρ’ όλο που ο Χοσρόης είχε μαζί του έναν στρατό 40.000 ανδρών απέφευγε την απευθείας σύγκρουση με τον Ηράκλειο, ταυτόχρονα όμως δεν δέχθηκε ούτε αυτή τη φορά να συνθηκολογήσει αλλά συγκέντρωνε πυρετωδώς και άλλα στρατεύματα. Ωσπου, τον Φεβρουάριο του 628, ο πρωτότοκος γιος του Χοσρόη, ο Σιρόης ή Καβάδης B’, ανέτρεψε τον πατέρα του, τον οποίο και σκότωσε, και έκλεισε ειρήνη με τον Ηράκλειο επιστρέφοντας στο Βυζάντιο όλες του τις κτήσεις, μαζί και τον Τίμιο Σταυρό, τον οποίο ο Ηράκλειος μετέφερε με μεγάλη επισημότητα στα Ιεροσόλυμα, είτε το 629 είτε το 630, ανάλογα με την ιστορική πηγή.


KEMENA: ΙΩΑΝΝΑ ΖΟΥΛΑ