Τα τιμολόγια που διάβαζαν τα στελέχη θυγατρικής μιας μεγάλης ευρωπαϊκής ασφαλιστικής εταιρείας στα τέλη του 2001 τους έκαναν να μην πιστεύουν στα μάτια τους: εγχείρηση κοίλης 9.400 ευρώ, εγχείρηση σκωληκοειδίτιδας 4.400 ευρώ, άλλο τιμολόγιο με 5.300 ευρώ, απλό μπαϊπάς σε ιδιωτικό νοσοκομείο των βορείων προαστίων έναντι 17.600 ευρώ.


«Αρκετά μεγάλα ιδιωτικά νοσοκομεία στην Αθήνα έχουν φθάσει να κοστολογούν τις υπηρεσίες τους όπως τα συνεργεία αυτοκινήτων» συνεπέρανε ξένο στέλεχος της ίδιας εταιρείας. «Εφόσον πληρώνει η ασφάλεια τα νοσήλια, το ύψος τους, όπως συμβαίνει και με τα συνεργεία, θα μπορούσε να φθάσει οπουδήποτε…».


H διαπίστωση θα ήταν δικαιότερη αν οι ασφαλιστικές εταιρείες αναζητούσαν τον ένοχο για την «έκρηξη» των εξόδων νοσηλείας και στη δική τους πολιτική στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Οι εταιρείες επεχείρησαν τότε με την έκδοση καρτών νοσηλείας να προσελκύσουν νέους πελάτες. Ο σχεδιασμός τους στηριζόταν σε αναλογιστικές μελέτες αντίστοιχα και λιγότερο αξιόπιστες από εκείνες που αφορούν τη βιωσιμότητα του δημόσιου συστήματος.



Τον Μάρτιο του 2002 έφθασε στο γραφείο του υφυπουργού Ανάπτυξης κ. Χρήστου Θεοδώρου επιστολή ασφαλιστών που από μέσα περιέγραφε (Καταγγελία 75 προς το Τμήμα Προστασίας Καταναλωτών) τις μεθόδους μιας συγκεκριμένης ασφαλιστικής εταιρείας (το όνομά της είναι στη διάθεση της εφημερίδας). «Το Βήμα» σταχυολογεί αποσπάσματα: «Πριν από τέσσερα-πέντε χρόνια άρχισαν να γίνονται οι πρώτες νύξεις από υπευθύνους της εταιρείας για τις αποζημιώσεις των πελατών. Ελεγαν ότι είναι υπερβολικές. Οτι δεν μπορούσε να είναι «εντάξει» η εταιρεία με τόσο πολλές αποζημιώσεις. Αρχισαν να κάνουν πιο δύσκολη την όλη διαδικασία, και για τους ασφαλιστές που φρόντιζαν τα συμβόλαια και για τους αποζημιούμενους. Εγιναν σεμινάρια που προσπαθούσαν να πείσουν τους ασφαλιστές για την αναγκαιότητα να καθοδηγούν τους πελάτες τους έτσι ώστε να απευθύνονται πρώτα στο κρατικό ταμείο τους (αλήθεια, τι λένε τα κρατικά ταμεία γι’ αυτό;». H εν λόγω ασφαλιστική εταιρεία προχώρησε ένα βήμα παραπάνω. Συνέδεσε το ύψος των «αποζημιώσεων» – το οποίο στην αργκό των ασφαλιστικών εταιρειών αποκαλείται «δείκτης ζημιών» – με τα πριμ προς τα στελέχη της.


* Οι παραβιάσεις των συμφωνιών


Στην ίδια καταγγελία προς το υφυπουργείο Ανάπτυξης οι ασφαλιστές αναφέρουν ότι τα «παλαιά» ασφαλιστήρια συμβόλαια θα έπρεπε να αντικαθίστανται με ρυθμό 6% ανά τρίμηνο με καινούργια, με «πλαφόν» κόστους για την ιατρική υπηρεσία. Οι στόχοι αυτοί οδήγησαν σε καταγγελίες εκ μέρους των εργαζομένων για πλαστογράφηση της υπογραφής σε ένα παλαιό συμβόλαιο από ασφαλιστή και την αντικατάσταση του συμβολαίου που κάλυπτε προστατευόμενο μέλος (σύζυγο) ασφαλισμένου.


H διοίκηση της εν λόγω ασφαλιστικής εταιρείας παραδέχθηκε ότι παραβίαζε την αρχή pacta sunt servanda (τα συμβόλαια είναι σεβαστά). H κατάσταση φάνηκε ότι δεν αφορούσε μόνο τη συγκεκριμένη εταιρεία όταν η Ενωση Ασφαλιστικών Εταιρειών διέκοψε τη συνεργασία το 2002 με το «Υγεία» και το Ιατρικό Αθηνών εξαιτίας του δυσβάστακτου κόστους των νοσηλίων. Στη στάση αυτών των δύο νοσοκομείων έπαιξε σημαντικό ρόλο και η τοποθέτηση των γιατρών τους, που αρνήθηκαν να δεχθούν περικοπές αμοιβών κατά 10%-20%. Για τις ασφαλιστικές στην περιοχή της Αθήνας απέμεινε η διέξοδος της προσφυγής σε άλλα νοσοκομεία, όπως το «Ερρίκος Ντυνάν». Οι ασφαλισμένοι συνέχισαν να καταφεύγουν στις υπηρεσίες των μεγάλων ιδιωτικών νοσοκομείων της Αθήνας και να πληρώνουν «από την τσέπη τους», για να πάρουν στη συνέχεια τα χρήματά τους με αρκετή καθυστέρηση από τις ασφαλιστικές εταιρείες. Εκείνες με τη σειρά τους αντιπρότειναν τη θέσπιση ενός «ιατρικού πρωτοκόλλου» για κάθε ασθενή, το οποίο θα τηρείται σε ηλεκτρονική μορφή και θα δείχνει στον γιατρό τα βήματα που θα πρέπει να κάνει με βάση τα συμπτώματα κάθε ασθενούς. Οι ασφαλιστικές εταιρείες επικαλούνται την ανάγκη θέσπισης παρόμοιων μηχανισμών καθώς εκτιμούν το σύνολο των πλασματικών εξετάσεων στο 15%-25% του συνόλου, δηλαδή κάπου 15-25 εκατ. ευρώ σε ετήσια βάση.


* «Περάστε από το ταμείο»


Οι αποζημιώσεις που κατέβαλαν οι εταιρείες για νοσοκομειακές δαπάνες ξεπερνούν τα 100 εκατ. ευρώ και αφορούν το 50% της συνολικής αγοράς νοσηλίων.


Την ίδια περίοδο μία τουλάχιστον ελληνική ασφαλιστική εταιρεία στέλνει την εξής επιστολή σε ασφαλισμένους της: «…H εξέλιξη της ιατρικής, η ανάπτυξη σύγχρονων προγραμμάτων υγείας επιβάλλουν την αναθεώρηση τόσο της πολιτικής της εταιρείας σε θέματα αποδοχής κινδύνων και τιμολογήσεως όσο και της πολιτικής μάρκετινγκ για την προώθηση νέων σύγχρονων προγραμμάτων υγείας…». Οποιος ασφαλισμένος αρνιόταν να δεχθεί τα νέα σύγχρονα προγράμματα υγείας βρισκόταν αντιμέτωπος με:


* Αύξηση του ασφαλίστρου κατά 70%.


* Μείωση της αποζημίωσης, με την εξαγγελία από την εταιρεία ότι θα καλύπτει το 70% της οφειλομένης αποζημίωσης.


* Κάλυψη του τοκετού για περιπτώσεις ενάρξεως κυήσεως με 1.000 ως 450 ευρώ με την κατάργηση του χωρίς πλαφόν τρόπου αποζημίωσης.


Οι τοκετοί είχαν περιληφθεί αρχικά και εκείνοι στα παλαιότερα προγράμματα χωρίς να έχει τεθεί μια οροφή στα νοσήλια, με αποτέλεσμα να υπερκοστολογούνται και να προκαλούν μόνιμο πονοκέφαλο στις ασφαλιστικές εταιρείες.


Οι ασφαλιστικές εταιρείες κατέβαλαν εξαιρετικό κόπο για να πείσουν τους πελάτες τους να αποδεχθούν τα νέα συμβόλαια με τις οροφές στις αμοιβές των γιατρών. Μόνο το 1/3 περίπου των παλαιών ασφαλισμένων δέχθηκε τις οροφές στις αμοιβές των γιατρών, ενώ ορισμένοι κατέφυγαν στη Δικαιοσύνη με αγωγές, με αποτέλεσμα τα δικαστήρια να αποδεχθούν σε αρκετές περιπτώσεις τα επιχειρήματά τους.


Εγχείρηση δισκοκοίλης αντί 12.000 ευρώ!


Σε χώρες όπως οι ΗΠΑ η αδυναμία χρηματοδότησης των ιδιωτικών συστημάτων υγείας έχει φθάσει σε τέτοιο σημείο ώστε να αναπτυχθεί ένας ολόκληρος νέος κλάδος παροχής υπηρεσιών, οι claimers. Το νοσοκομείο παρουσιάζει έναν λογαριασμό 10.000 ευρώ, η ιδιωτική ασφάλεια αναγνωρίζει ως αξία των υπηρεσιών τις 5.000 ευρώ και o claimer «συμβιβάζει» τα δύο μέρη σε μια ενδιάμεση τιμή. Αυτό δεν φαίνεται να είναι σε θέση να «ανακόψει» την «προέλαση» των τιμών στα μεγάλα ιδιωτικά νοσοκομεία της Αθήνας. Ετσι, την περασμένη εβδομάδα μία εγχείρηση δισκοκοίλης έφθασε τις 12.000 ευρώ και μία άλλη, ουροδόχου κύστεως, προσήγγυσε τις 25.000 ευρώ. Οταν οι ασφαλιστικές εταιρείες δυσκολεύονται να καταβάλουν το ποσό, αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να πληρώσει ο ασφαλισμένος. Ή να οδηγήσει το ιδιωτικό νοσοκομείο ή εργαστήριο εξετάσεων (π.χ. αίματος, τσεκ απ κ.ά.) να «χωρίσει» τα παραστατικά μιας εξέτασης στα δύο: όσα μπορεί να πληρώσει το δημόσιο ταμείο «στέλνονται και χρεώνονται» σε αυτό, τα υπόλοιπα τα αναλαμβάνει η ιδιωτική ασφάλεια.


Προς τιμήν ενός συστήματος υγείας που γεννήθηκε επειδή υποστήριζε ότι είναι πιο αποτελεσματικό από το Δημόσιο!