150 ευρώ για 278 ώρες δουλειά!


ΤΟΥΧΟΒΙΣΤΕ, ΜΑΪΟΣ.


Οταν έχει καθαρό καιρό, από αυτό το χωριό των 1.500 κατοίκων στη Νότια Βουλγαρία φαίνεται ο Νομός Δράμας. Το τζαμί στα μισά του χωριού, που είναι κτισμένο αμφιθεατρικά, μαρτυρά ότι πρόκειται για πομακοχώρι. Και τα πολλά καινούργια σπίτια αποδεικνύουν ότι οι «δουλειές» με την οργάνωση της παράνομης διάβασης λαθρομεταναστών προς την Ελλάδα πάνε καλά. Το χωριό της επαρχίας Σουχόφτσε είναι, όπως και τα άλλα πομακοχώρια της περιοχής, σταθερά στα χέρια των Ελλήνων. Οι γυναίκες δουλεύουν σε δύο επιχειρήσεις που ράβουν «φασόν» μπλουζάκια, παντελόνια και φόρμες για ελληνικές εταιρείες με έδρα το Γκότσε Ντέλτσεφ (βουλγαρικό Νευροκόπι), την πρωτεύουσα της γειτονικής επαρχίας, ή τη Θεσσαλονίκη. Οι άνδρες μαζεύουν τη σοδειά των ελλήνων αγροτών στον Νότο και κάποιοι από αυτούς προωθούν λαθρομετανάστες από όλον τον κόσμο «στην Ευρώπη», δηλαδή στους νομούς Δράμας, Σερρών και Ξάνθης. «Φτώχεια καταραμένη» ανακεφαλαιώνει την κοινωνική κατάσταση μιας περιοχής με 150.000 κατοίκους ο πρόεδρος του συνδικάτου «Ποτκρέπα» στην περιοχή Αντρέι Αντρέεφ. Στην ελληνική επιχείρηση (το όνομά της στη διάθεση του «Βήματος») το προσωπικό αλλάζει κάθε μήνα σχεδόν, καθώς οι νεαρές εργάτριες (όλες λένε ότι είναι άνω των 18 ετών, αλλά μερικές δείχνουν παιδιά) στο γειτονικό βουλγαρικό εργοστάσιο επιμένουν στο σύνολό τους πως «η δουλειά στον Ελληνα είναι σκλαβιά».


H Μαριάννα A. πριν από τρεις μήνες δούλευε στην ελληνική επιχείρηση αλλά καθυστερούσε να πάρει τα λεφτά της έναν και δύο μήνες, με αποτέλεσμα να φύγει και να πιάσει δουλειά σε βουλγαρική, «όπου οι συνθήκες είναι καλύτερες». Δεν είναι παντού έτσι, το Τουχόβιστε αποτελεί μάλλον την εξαίρεση στην περιοχή, καθώς συνήθως σε επιχειρήσεις τις οποίες διαχειρίζονται Βούλγαροι για λογαριασμό Ελλήνων, για φορολογικούς ή λόγους ποινικού μητρώου, η κατάσταση είναι χειρότερη απ’ ό,τι σε αμιγείς ελληνικές επιχειρήσεις. Και πόσα είναι τα χρήματα της εργάτριας; «Διακόσια λέβα (σ.σ.: 100 ευρώ) τον μήνα για 40 ώρες δουλειά την εβδομάδα». Στον Ελληνα έπαιρνε 160 λέβα και οι ώρες ήταν ατέλειωτες. Συνήθως ερχόμασταν και δεύτερο οκτάωρο μέσα στην ημέρα, κατά προτίμηση νύχτα. Και, το κυριότερο, η ασφάλιση στον Βούλγαρο υπολογιζόταν στα 200 λέβα ενώ στον Ελληνα στα 140, που είναι το εθνικό κατώτερο μεροκάματο. Παλαιότερα όλες οι επιχειρήσεις ιματισμού τηρούσαν για τη μισθοδοσία διπλά βιβλία, σύμφωνα με καταγγελίες που έγιναν σε επιθεωρήσεις εργασίας της περιοχής Μπλαγκόεβγκραντ. Το σύστημα, εξηγεί ο Αντρέεφ, δούλευε ως εξής: Μαζί με τις υπερωρίες οι γαζώτριες – το εργατικό δυναμικό αποτελείται κυρίως από γυναίκες – θα μπορούσαν να πάρουν και 300 λέβα (150 ευρώ) τον μήνα, φθάνοντας τις 278 ώρες δουλειά τον μήνα! Από αυτά 110 (55 ευρώ) γράφονταν ως μισθός στο επίσημο βιβλίο και πάνω σε αυτά υπολογίζονταν οι κρατήσεις. Τα υπόλοιπα ήταν «μαύρα», στο χέρι. «Ετσι πληρώνονταν και τα Σαββατοκύριακα» καταλήγει ο Αντρέεφ.


Καταγγελίες εργατών «έφεραν» αρκετές φορές την επιθεώρηση εργασίας και την οικονομική αστυνομία στα γραφεία των ελληνικών επιχειρήσεων της περιοχής. Σε καμία περίπτωση, διαβεβαιώνουν οι επιθεωρητές, δεν μπόρεσαν να διαπιστώσουν την ύπαρξη διπλών βιβλίων. Την τελευταία διετία η πρακτική αυτή έχει αλλάξει, όπως παραδέχονται ανώνυμα οι ίδιοι εκπρόσωποι των επιχειρήσεων οι οποίοι λίγο πριν επισήμως με διαβεβαίωναν ότι η πρακτική αυτή δεν… ακολουθείται.


Μόνο για μία επιχείρηση συνδικαλιστές, επιθεώρηση εργασίας και εργαζόμενοι διαβεβαιώνουν ότι ουδέποτε εφαρμόστηκε το κόλπο των διπλών βιβλίων: Πρόκειται για την ΠΙΡΙΝΤΕΧ που ανήκει στον όμιλο Ρόλμαν. Το εργοστάσιο έκλεισε πριν από χρόνια στην Κατερίνη, για να ακολουθήσει τον δρόμο του Πιρίν. Χωρίς τον Ρόλμαν η περιοχή του Γκότσε Ντέλτσεφ δεν υπάρχει, διαβεβαιώνουν οι συντάκτες μιας έκθεσης που έχει συνταχθεί από κοινού από το βουλγαρικό υπουργείο Εργασίας και το Πρόγραμμα του ΟΗΕ για την Ανάπτυξη το 2001. Ετσι χάρη σε αυτή μόνο την επένδυση το μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα της περιοχής είναι υψηλότερο από το μέσο βουλγαρικό και υπερβαίνει κατά 6,5% εκείνο του γεωγραφικού διαμερίσματος Μπλαγκόεβγκραντ στην οποία ανήκει ο νομός Γκότσε Ντέλτσεφ. H ανεργία με ποσοστό 11% (κατά τα συνδικάτα 14%) βρίσκεται κάτω από τον βουλγαρικό μέσο όρο, η ανεργία των γυναικών είναι σχεδόν μηδενική. Τα χωριά κρατούν τον πληθυσμό τους και η παρουσία και εξουσία της μαφίας σε σχέση με άλλες περιοχές της Νότιας Βουλγαρίας (Σαντάνσκι, Πέτριτς) είναι περιορισμένη.


Ο ίδιος ο δήμος του Γκότσε Ντέλτσεφ εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό για την ανακαίνιση σχολείων και παιδικών σταθμών από τις εταιρείες, όπως αυτή του ομίλου Ρόλμαν, δεδομένου ότι η κρατική χρηματοδότηση είναι μηδαμινή. Ο σοσιαλιστής δήμαρχος Βλαδίμηρος Μοσκόφ παραδέχεται ότι οι μισθοί είναι χαμηλοί και οι ώρες εργασίας ατελείωτες αλλά χωρίς τις ξένες και ειδικότερα τις ελληνικές επενδύσεις ο δήμος δεν θα μπορούσε να κρατήσει τον κόσμο στον τόπο του.


Το δίλημμα του Μοσκόφ είναι και δίλημμα όλων των κατοίκων της περιοχής, συμπεριλαμβανομένων και των εργατών. Με τρίμηνες συμβάσεις από τις εταιρείες ιματισμού πολλοί θα ήθελαν να διεκδικήσουν κάτι παραπάνω, «αλλά περιμένουν χιλιάδες απ’ έξω, είναι πολύ εύκολο να μας πάρει τη δουλειά κάποια άλλη» λέει μια εργάτρια σε μία από τις μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις. Οποιος επιχειρεί να ιδρύσει σωματείο απολύεται ή η σύμβασή του όταν λήξει δεν ανανεώνεται και μπαίνει στη «μαύρη λίστα». Οσοι ελάχιστοι καταγγέλλουν παρανομίες της επιχείρησης στην επιθεώρηση εργασίας «καρφώνονται» συνήθως από τους ίδιους τους επιθεωρητές. Το σύνθημα της περιοχής – ίσως όχι άδικα – είναι «δουλειά, δουλειά, δουλειά», ό,τι και αν κοστίζει.


Το «γαϊτανάκι» των τσιγγάνων


Αρκετοί στο Γκότσε Ντέλτσεφ πιστεύουν ότι μετά το 2007 – ημερομηνία κατά την οποία θα αρχίσει να λειτουργεί η σύνδεση της Βουλγαρίας με την EE, οπότε και οι συνθήκες εργασίας θα βελτιωθούν – θα αρχίσει ξανά το «γαϊτανάκι των τσιγγάνων», όπως το αποκαλεί ένας έλληνας εργοδότης που συνάντησα στην περιοχή: οι επιχειρήσεις ιματισμού, λέει, «θα πάρουν πάλι τον δρόμο για χώρες με φθηνότερα μεροκάματα». Μου διηγείται πώς έκλεισε πρόσφατα ένα τμήμα της επιχείρησής του στην Κεντρική Ελλάδα, «αφού το δούλεψε για έξι μήνες για να το κρατήσει», και πώς σταδιακά μετέφερε όλες τις δραστηριότητές του στη Βουλγαρία που ήταν η μοναδική διέξοδος. «Οταν αλλάξουν και εδώ οι συνθήκες» λέει με αφοπλιστική ειλικρίνεια «θα προσπαθήσουμε να πουλήσουμε τις επιχειρήσεις μας στους Βούλγαρους, όπως κάνουν οι Γερμανοί, και θα πάμε κάπου αλλού όπου είναι φθηνότερα».