Οι αστυνομικοί της Αστυνομικής Διεύθυνσης Καβάλας θα μπορούσαν να φθάσουν ευκολότερα στους ανθρώπους που δολοφόνησαν τον πρώην προϊστάμενο της Πολεοδομίας αν ο νόμος τούς έδινε τη δυνατότητα να «ακολουθήσουν τα χρήματα». Στην πόλη της Ανατολικής Μακεδονίας είναι πανθομολογούμενο πλέον ότι το φονικό της Θάσου, πριν από αρκετούς μήνες, έγινε από επαγγελματίες δολοφόνους που είχαν πληρωθεί από πρόσωπο με ιστορικό στην καταπάτηση δημόσιας περιουσίας. Ο νόμος που ισχύει για το «ξέπλυμα του βρώμικου χρήματος» (2331/1995) δεν έδινε τη δυνατότητα στους υπαλλήλους της προανάκρισης να χρησιμοποιήσουν το «άνοιγμα» λογαριασμών για να φθάσουν σε δράστες και φυσικούς αυτουργούς αλλά η Ελλάδα θα πρέπει τώρα να αλλάξει ως τις 31 Μαΐου τον πρώτο νόμο για το ξέπλυμα του χρήματος κατά τέτοιον τρόπο ώστε σχεδόν ο καθένας που παρανομεί να πρέπει να αποδείξει «πόθεν έσχε».


Σύμφωνα με την ευρωπαϊκή οδηγία για το «ξέπλυμα» του χρήματος, όπως έχει διαμορφωθεί σε σχέδιο νόμου που έχει στη διάθεσή του «Το Βήμα», δικηγόροι, συμβολαιογράφοι, έμποροι έργων τέχνης, κοσμηματοπώλες, καζίνα και μεσίτες ακινήτων θα υπόκεινται στην υποχρέωση αναφοράς «υπόπτων κινήσεων» πελατών τους εφόσον το τίμημα της συναλλαγής ξεπερνά τα 15.000 ευρώ. «Το Βήμα» είχε αποκαλύψει την προτεινόμενη αλλαγή στις 27 Απριλίου αλλά στο σχέδιο νόμου που συζητεί τώρα μια κυβερνητική ομάδα εργασίας συμπεριελήφθη και διάταξη σύμφωνα με την οποία ο υπότροπος πράξης «ξεπλύματος» θα καλείται στο εξής να αποδείξει την προέλευση των χρημάτων. Ως σήμερα συνέβαινε το αντίστροφο: οι αρχές έπρεπε να αποδείξουν ότι τα χρήματα ήταν «προϊόν εγκλήματος». H λεγόμενη «αντιστροφή του βάρους των αποδείξεων» που ισχύει σε μια σειρά από αγγλοσαξονικές χώρες (ΗΠΑ, Βρετανία, Ιρλανδία) συνιστά «νομική επανάσταση», αν ισχύσει, καθώς ανατρέπει μια σειρά «σταθερές» που χαρακτήριζαν το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης. H αρχή της «αμφιβολίας υπέρ του κατηγορουμένου» δεν ισχύει για μέλη ομάδων του οργανωμένου εγκλήματος όταν «ξεπλένουν», δηλαδή τοποθετούν σε άλλες, νόμιμες δραστηριότητες, κεφάλαια που έχουν αποκομίσει από εγκληματική δράση.


Οι αμερικανικές αρχές πιέζουν από τις 11 Σεπτεμβρίου για την εναρμόνιση της νομοθεσίας προς αυτή την κατεύθυνση, επικαλούμενες τις χρηματοοικονομικές ροές προς μέλη και «πυρήνες» του δικτύου της Αλ Κάιντα. Αλλά και το ΣΔΟΕ έχει επισημάνει ότι ιδιαίτερα στις περιπτώσεις των λαθρεμπόρων τσιγάρων οι ισχύουσες διατάξεις εξυπηρετούν το «οργανωμένο έγκλημα», καθώς η δυνατότητα των αρχών να ξετυλίξουν τον «μίτο της Αριάδνης» είναι πολύ μικρή. Το 2002 έγιναν 879 αναφορές, εξεδόθησαν 30 πορίσματα, 27 υποθέσεις υπεβλήθησαν στον εισαγγελέα ενώ 130 μπήκαν στο αρχείο.


* Ο ελεγκτικός μηχανισμός


Ενα σημαντικό πρόβλημα είναι ότι ο ελληνικός ελεγκτικός μηχανισμός αποτελείται από μόλις δύο υπαλλήλους, ενώ, για παράδειγμα, η Ιρλανδία διαθέτει 28 μόνιμους υπαλλήλους που έχουν τη δυνατότητα παρακολουθώντας τις ροές του χρήματος να παρεμβαίνουν όχι μόνο κατασταλτικά αλλά και προληπτικά, ιδιαίτερα στον τομέα της διακίνησης ναρκωτικών που κατά κανόνα αποτελεί το 80% των περιπτώσεων διακίνησης «βρώμικου» χρήματος. H έλλειψη αυτή δεν οδηγεί στην ανακάλυψη της παράνομης δραστηριότητας «ακολουθώντας» το χρήμα αλλά στη διοικητική κατάσχεση του χρήματος αφού προηγουμένως έχει αποκαλυφθεί η κυρίως δραστηριότητα. Ολες οι μεγάλες υποθέσεις εφαρμογής του Νόμου 2331/1995 για το ξέπλυμα του χρήματος κατά κανόνα εκτυλίχθηκαν κατ’ αυτόν τον τρόπο: H δραστηριότητα οδηγούσε στο χρήμα και όχι το αντίστροφο ­ από αυτή την άποψη η εφαρμογή νόμου για το «ξέπλυμα» του χρήματος υπήρξε «αποτυχία», σύμφωνα με ομολογία κυβερνητικού παράγοντα.


H αποτυχία αυτή έχει σχέση και με το γεγονός ότι σε περιόδους που οι δουλειές πάνε καλά ουδείς προθυμοποιείται να προχωρήσει σε αναφορές, όπως έδειξε και η περίοδος της ανόδου του Χρηματιστηρίου, στο οποίο οι διωκτικές αρχές εκτιμούν ότι επενδύθηκαν σημαντικά ποσά από παράνομες δραστηριότητες.


* Οι υποχρεώσεις των τραπεζών


Τα τραπεζικά ιδρύματα συνεργάζονται με τις διωκτικές αρχές με μεγάλη καθυστέρηση και σε ορισμένες περιπτώσεις «μετά το κλείσιμο του λογαριασμού από τον δικαιούχο», όπως είπε μιλώντας στο «Βήμα» αξιωματούχος των υπηρεσιών που ασχολούνται με τον εντοπισμό «βρώμικου» χρήματος. «Περνάει από έναν λογαριασμό ένα ποσό 50.000 ευρώ και μας κάνουν την αναφορά όταν ο λογαριασμός φθάσει τα 2 ευρώ και είναι πλέον φανερό πως ο «πελάτης» έχει καταφύγει σε ανταγωνίστρια τράπεζα». Ετσι οι τράπεζες καταλήγουν να γίνονται ανταλλακτήρια, από τα οποία συνήθως, όταν κάνουν την αναφορά, το «χρήμα» έχει κάνει… φτερά. Ετσι Ρωσοπόντιος «ξέπλυνε» πριν από δύο χρόνια σε ανταλλακτήριο της Δυτικής Ελλάδας ποσό 1,5 δισεκατομμυρίου ενώ έκανε φορολογική δήλωση μερικών εκατομμυρίων. H εμπλοκή του σε γιγάντιο κύκλωμα λαθρεμπορίας τσιγάρων δεν κατέστη δυνατόν να αποδειχθεί πλήρως ώσπου οι αρχές να ανακαλύψουν ότι τα κέρδη από τα τσιγάρα επενδύονταν και σε ναρκωτικά. Σε μια άλλη περίπτωση οι βρετανικές και ελληνικές αρχές οργάνωσαν μια κολοσσιαία επιχείρηση κατάσχεσης κοντέινερ με τσιγάρα από την Κύπρο στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, χωρίς να μπορέσουν να αποδείξουν την αιτιότητα που συνέδεε την κίνηση των κεφαλαίων προς έναν υπάλληλο του διακινητή με τα συγκεκριμένα φορτία. H ανάκριση οδηγήθηκε σε αδιέξοδο.


Ορισμένοι υπηρεσιακοί παράγοντες αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό την υπερβολική σκλήρυνση των μέτρων για το «ξέπλυμα» του χρήματος, υποστηρίζοντας ότι δραστηριότητες όπως το λαθρεμπόριο τσιγάρων ή πετρελαίου είναι σχετικά ανώδυνες και δεν σχετίζονται υποχρεωτικά με το οργανωμένο έγκλημα, αλλά άλλοι, ιδιαίτερα εκείνοι που δραστηριοποιούνται στη δίωξη, επισήμαναν μιλώντας στο «Βήμα» ότι τα δίκτυα δουλεύουν με βάση την αρχή του «σουπερμάρκετ»: τα κέρδη από τα τσιγάρα επενδύονται στα ναρκωτικά ή αυτά από τα ναρκωτικά «ξεπλένονται» στα τσιγάρα ή στο πετρέλαιο.


* Προστιθέμενη αξία


Σημαντικότερο πρόβλημα πάντως αναμένεται να δημιουργήσει η τροποποίηση της νομοθεσίας σε όσους αμείβονται με χρήματα που «ξεπλένονται», όπως δικηγόροι, έμποροι έργων τέχνης, χρηματιστές, μεσίτες και κοσμηματοπώλες. Αν κάνουν τις αναφορές, κινδυνεύουν, όπως άλλωστε και οι τράπεζες, προηγουμένως να χάσουν τους πελάτες τους. Το σχέδιο νόμου με το οποίο ενσωματώνεται η οδηγία της EE δίνει τη δυνατότητα να ανοίγονται λογαριασμοί πολιτών που διαπράττουν αδικήματα τα οποία τιμωρούνται με ποινές φυλάκισης από τρεις μήνες και πάνω. Ανάμεσα σε αυτά περιλαμβάνεται και μια σωρεία φορολογικών αδικημάτων που συνδέονται με την έκδοση διπλών ή εικονικών τιμολογίων. Τέτοιοι έλεγχοι δεν είναι πάντοτε εύκολοι, όπως έδειξε η υπόθεση γνωστού επιχειρηματία των Γιαννιτσών που είχε κατηγορηθεί πέρυσι για τα λεγόμενα «φρουτάκια». Με το προϊόν από τη δραστηριότητά του αυτή είχε προχωρήσει σε τοποθετήσεις στο Χρηματιστήριο, οι οποίες με τη σειρά τους του είχαν αποφέρει νέα πρόσθετα κέρδη. Με ποιον τρόπο θα μπορούσαν οι διωκτικοί υπάλληλοι να υπολογίσουν την προστιθέμενη αξία «απομονώνοντας» το αρχικό κεφάλαιο που προέρχεται από δραστηριότητες τις οποίες ο νομοθέτης χαρακτηρίζει παράνομες; Το πρόβλημα με βάση τις δυνατότητες του ελληνικού ελεγκτικού μηχανισμού είναι σχεδόν άλυτο.