Ο πόλεμος των 28 ημερών στο Ιράκ τελείωσε. Δώδεκα δημοσιογράφοι από τους περίπου 1.000 διαπιστευμένους ρεπόρτερ σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεών του: πέντε από αμερικανικά πυρά, δύο από πυρά του ιρακινού πυροβολικού, ένας από ιρακινή νάρκη, ένας από παγιδευμένο αυτοκίνητο των ισλαμιστών στον Βορρά, τρεις σε ατυχήματα στενά συνδεδεμένα με την εξέλιξη του πολέμου. Τρεις από τους δημοσιογράφους ήταν ενταγμένοι σε μονάδες του αμερικανικού στρατού, τέσσερις από τους 12 σκοτώθηκαν σε περιοχές όπου τυπικά δεν γίνονταν επιχειρήσεις στο έδαφος, στον Βορρά, ίδιος αριθμός συναδέλφων σκοτώθηκαν στη διάρκεια των μαχών της Βαγδάτης.


Τα περισσότερα ξένα μέσα αντιμετώπιζαν με σκεπτικισμό τη δυνατότητα να παρακολουθήσει κανείς από πολύ κοντά αυτόν τον πόλεμο, γνωρίζοντας ότι δεν θα είναι σαν τους άλλους. Γι’ αυτό και ξόδεψαν μεγάλα ποσά σε τρεις τομείς:


– Στην εκπαίδευση των δημοσιογράφων και των τεχνικών για να αντιμετωπίσουν τους κινδύνους της αναμέτρησης. Το κάθε παρόμοιο εκπαιδευτικό πρόγραμμα στις ΗΠΑ, στη Μεγάλη Βρετανία και στην Ιταλία στοίχιζε από 10 ως 15.000 δολάρια.


– Στην αγορά κατάλληλου εξοπλισμού για την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη προστασία από τον συμβατικό και τον χημικό πόλεμο.


– Στην ασφάλιση έναντι υψηλών ποσών των δημοσιογράφων και τεχνικών που βρίσκονταν στην εμπόλεμη ζώνη.


Λίγο μετά την έξοδο του γράφοντος με τον δημοσιογράφο της ολλανδικής κρατικής τηλεόρασης Τόμας Λούρντον από το Ιράκ στο Ιράν, ο Λούρντον τηλεφώνησε στον σταθμό του και ζήτησε να σταματήσουν να του πληρώνουν το ασφάλιστρο για την ειδική ασφάλεια που είχε συνάψει η NOS (κρατική ολλανδική τηλεόραση) για τη διάρκεια της παραμονής του ολλανδού ρεπόρτερ στο Ιράκ: 50.000 ευρώ την ημέρα πλήρωναν οι Ολλανδοί, έξι ετήσιους μισθούς θα λάμβανε η οικογένεια του Λούρντον αν εκείνος δεν γύριζε από το Ιράκ. Οι αντίστοιχες παροχές της ελληνικής ΝΕΤ στην περίπτωση θανάτου θα ήταν λιγότερες από έναν ετήσιο μισθό, τα δε ιδιωτικά κανάλια έστελναν τις περισσότερες φορές ανασφάλιστο το προσωπικό τους στη Βαγδάτη. Η ΕΣΗΕΑ που ασχολήθηκε – προεκλογικά – με το να τιμήσει τους έλληνες πολεμικούς ανταποκριτές απέφυγε να θίξει το ζήτημα κατά τη διάρκεια των πύρινων διαβημάτων της για την ασφάλεια των ανταποκριτών.


Και στον τομέα της εκπαίδευσης οι απεσταλμένοι των μέσων περιορίστηκαν σε ένα δίωρο σεμινάριο του υπουργείου Αμυνας για τη χρήση της προσωπίδας χημικού πολέμου, το οποίο είχε γίνει στο Ρουφ και φυσικά δεν είχε επιβαρύνει τα ΜΜΕ.


* Αυτοκινούμενοι ρεπόρτερ


Αν στην ασφάλεια στο «τερέν» η ελληνική παρουσία ήταν αυτή του «φτωχού συγγενή», πολύ χειρότερα παρουσιάζονταν τα πράγματα στον τρόπο με τον οποίο είχαν οργανωθεί οι αποστολές των ΜΜΕ. Καμία δεν εξασφάλισε ένταξη απεσταλμένων σε μονάδες της «συμμαχίας», παρά το γεγονός ότι οι εκπρόσωποι του αμερικανικού Πενταγώνου αναζητούσαν μια «ελληνική αίτηση» λίγες ημέρες πριν από την έναρξη των επιχειρήσεων. Ο θεσμός των «ενταγμένων» σε μονάδες δημοσιογράφων πέτυχε δίνοντας μια πληρέστερη και πολύ πιο ζωντανή εικόνα από το τι πραγματικά συνέβαινε στην εμπόλεμη ζώνη. Τρεις από τους 500 ενταγμένους δεν βρήκαν τον δρόμο της επιστροφής, καθώς έχασαν τη ζωή τους στις συγκρούσεις. Γενικά πάντως οι «ενταγμένοι» από χώρες που δεν συμμετείχαν με δικές τους δυνάμεις στη συμμαχία είχαν προβλήματα, καθώς οι «καλές» επιχειρήσεις καλύπτονταν από Αμερικανούς και Βρετανούς ενώ Ολλανδοί, Γερμανοί και άλλοι κάλυπταν ιστορίες χωρίς μεγάλο ενδιαφέρον. Σημαντικό πρόβλημα θα παρέμενε, ακόμη και αν κάποιος Ελληνας «εντασσόταν», εκείνο της γλώσσας, καθώς οι διοικητές των σχηματισμών θα έπρεπε να εξασφαλίσουν ότι στο σχόλιο του δημοσιογράφου δεν θα δίνονταν λεπτομέρειες για την τοποθεσία και τον χρόνο κίνησης των μονάδων. Οι «ενταγμένοι» είχαν δικαίωμα να κάνουν οτιδήποτε άλλο.


Η διάβαση ωστόσο της μεθορίου και η μεγάλη ταχύτητα με την οποία κινούνταν οι μονάδες καθιστούσαν απαραίτητη την «αυτοκίνηση» των δημοσιογραφικών αποστολών πίσω από τις μονάδες, γύρω από ένα διαρκώς μετακινούμενο θέατρο επιχειρήσεων. Αν αυτό αποδείχθηκε δυνατό στο Βόρειο Ιράκ λόγω των μικρών αποστάσεων, στον Νότο ήταν σχεδόν αδύνατο. Αυτή η «μετακίνηση» της «σκηνής» του πολέμου καθιστούσε ωστόσο τον ρόλο των ανταποκριτών στο Κουβέιτ και στο Κατάρ περιορισμένο ως ανύπαρκτο, καθώς πολλά ευρωπαϊκά και όλα τα ελληνικά ΜΜΕ ξεκινούσαν από το προαπαιτούμενο ενός πολεμικού θεάτρου που «δεν κινείται».


* Αξιολόγηση πληροφοριών


Σε μεγάλες συντάξεις ΜΜΕ του εξωτερικού είχαν δημιουργηθεί οι λεγόμενοι «κόμβοι Βαγδάτης», δηλαδή ομάδες με project managers που συγκέντρωναν, αξιολογούσαν ανταποκρίσεις, δημοσιεύματα πρακτορείων και σε πολλές περιπτώσεις δημοσιεύματα του Τύπου της περιοχής. Σε ορισμένες περιπτώσεις τέτοιες ομάδες δημιουργήθηκαν και στην Ελλάδα – στη ΝΕΤ – σε ad hoc μορφή και χωρίς ουσιαστικό fact checking. Λίγες φορές ζητήθηκε από απεσταλμένους στην περιοχή να επιβεβαιώσουν πληροφορίες άλλης πηγής. Αυτοί ήταν απασχολημένοι με το να εμφανίζονται διαρκώς – ως και εννέα φορές σε ένα 24ωρο – σε ζωντανές συνδέσεις, όταν δίκτυα όπως το CNN δεν εμφάνιζαν απεσταλμένο τους πάνω από τρεις φορές το 24ωρο στην οθόνη.


Ο 28ήμερος πόλεμος στο Ιράκ ήταν μια εξαιρετικά σύνθετη και δύσκολη επιχείρηση για όλα τα ΜΜΕ, ιδιαίτερα για τα ελληνικά, που απέδειξε τα όρια της οργάνωσης και των δυνατοτήτων τους να ενημερώσουν γρήγορα, αξιόπιστα και χωρίς υπερβολές τους πολίτες.


Πόσο αυξήθηκε η τηλεθέαση * Οι έλληνες τηλεθεατές παρακολούθησαν τις εξελίξεις σε απευθείας μετάδοση


Μπορεί τις πρώτες ημέρες του πολέμου στο Ιράκ τα κανάλια να είχαν κάποια οφέλη, η συνολική τηλεθέαση όμως παίρνει τις τελευταίες δύο εβδομάδες καθοδική πορεία. Τα συνολικά στοιχεία της εταιρείας μετρήσεων AGB καταδεικνύουν ότι μόνο την πρώτη εβδομάδα του πολέμου το ενδιαφέρον των πολιτών ανέβασε κάπως τα νούμερα της τηλεθέασης.


Ας παρακολουθήσουμε όμως πώς κυμάνθηκε η τηλεθέαση το τελευταίο χρονικό διάστημα. Την εβδομάδα πριν από τον πόλεμο στο Ιράκ (13-19 Μαρτίου) ο μέσος ημερήσιος χρόνος τηλεθέασης έφθανε τα 281 λεπτά. Την πρώτη εβδομάδα των πολεμικών συγκρούσεων ανήλθε στα 293 λεπτά. Δηλαδή κατέγραψε μια άνοδο 12 λεπτών. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι και η αργία της 25ης Μαρτίου λειτούργησε θετικά, αφού οι πολίτες είχαν περισσότερο χρόνο να παρακολουθήσουν τηλεόραση. Η δεύτερη εβδομάδα πολέμου ωστόσο δεν ήταν το ίδιο «κερδοφόρα», αφού ο μέσος ημερήσιος χρόνος τηλεθέασης έπεσε στα 259 λεπτά και διατηρήθηκε σχεδόν στα ίδια επίπεδα (260′) και την περίοδο 3 ως 16 Απριλίου. Οπως φαίνεται, αρχίζει να «μυρίζει» το καλοκαιράκι, παρά τις «ιδιοτροπίες» του καιρού.


Οι ηλικίες που κράτησαν ψηλά την τηλεθέαση και κατά τη διάρκεια των σφοδρών πολεμικών συγκρούσεων είναι οι «συνήθεις ύποπτες». Ο μεγαλύτερος μέσος ημερήσιος χρόνος τηλεθέασης καταγράφηκε την πρώτη εβδομάδα του πολέμου (20-26 Μαρτίου) στην κατηγορία των ανδρών άνω των 65 ετών, με 418 λεπτά, δηλαδή σχεδόν επτά ώρες καθήλωση στον καναπέ!!! Σε σχέση με την προηγούμενη εβδομάδα (13-19 Μαρτίου) οι τηλεθεατές αυτοί αύξησαν την επίδοσή τους κατά 25 λεπτά, ρεκόρ αξιοσημείωτο αφού η μικρή οθόνη αποτελεί και σε κανονικές συνθήκες βασική ενασχόλησή τους.


Η επόμενη ομάδα είναι οι γυναίκες άνω των 65 ετών, με 404 ώρες μέσου ημερήσιου χρόνου τηλεθέασης και αύξηση σε σχέση με το προηγούμενο διάστημα κατά 12 λεπτά. Την τρίτη θέση στην τηλεθέαση του πολέμου κράτησαν οι γυναίκες 45-64 ετών, με «σκορ» 401 λεπτά. Ωστόσο το αξιοσημείωτο είναι ότι η ομάδα αυτή μείωσε κατά δύο λεπτά την προγενέστερη επίδοσή της.


Κατά 21 λεπτά αυξήθηκε ο μέσος ημερήσιος χρόνος τηλεθέασης την πρώτη εβδομάδα του πολέμου στην ομάδα των ανδρών 45-64 ετών: από τα 305 πέρασε στα 326 λεπτά, για να πέσει τις προηγούμενες ημέρες στα 291 λεπτά.


Οι γυναίκες 25-44 ετών εμφανίζονται πιο «τηλεορασόπληκτες» από τους άνδρες της ίδιας ηλικίας. Οι πρώτες εμφάνισαν μέσο ημερήσιο όρο τηλεθέασης 320 λεπτά την πρώτη εβδομάδα των συγκρούσεων. Στη συνέχεια όμως η επίδοση έπεσε στα 291 λεπτά (3-16 Απριλίου), κάτω και από το διάστημα πριν από τον πόλεμο, όπου το «σκορ» έφθανε τα 311 λεπτά. Οι άνδρες της ίδιας ηλικίας αποδεικνύονται σαφώς λιγότερο «δεμένοι» με την τηλεόραση, γεγονός που εξηγείται και από τον χρόνο που αφιερώνουν οι νοικοκυρές στη μικρή οθόνη. Ετσι, η δική τους «πολεμική» επίδοση έφθασε στα 251 λεπτά την ημέρα, ανεβάζοντας τον μέσο όρο τηλεθέασης της ομάδας τους κατά 27 λεπτά! Η συνέχεια ήταν η αναμενόμενη, με την τηλεθέαση να πέφτει την τελευταία εβδομάδα στα 206 λεπτά ημερησίως.


Οι μικρότερες ηλικίες συνέχισαν να βλέπουν λιγότερη τηλεόραση, με ελάχιστη διακύμανση της τηλεθέασης και κατά την πρώτη εβδομάδα του πολέμου. Οι άνδρες 15-24 ετών παρακολουθούσαν τηλεοπτικά προγράμματα πριν από τον πόλεμο 173 λεπτά ημερησίως. Την «καυτή» περίοδο η επίδοση ανήλθε στα 177 λεπτά, για να πέσει στα 159 λεπτά τη δεύτερη εβδομάδα των συγκρούσεων. Αναλλοίωτη στα 179 λεπτά έμεινε η επίδοση των γυναικών της ίδιας ηλικιακής ομάδας, ενώ την περίοδο 3-16 Απριλίου η πτώση στην τηλεθέαση ήταν μεγάλη, αφού έπεσε στα 163 λεπτά.


Οι πολίτες με υψηλή μόρφωση παραμένουν οι «χειρότεροι πελάτες» των καναλιών. Ωστόσο την πρώτη εβδομάδα του πολέμου αυξήθηκε σημαντικά ο μέσος ημερήσιος χρόνος τηλεθέασης της συγκεκριμένης κατηγορίας: από τα 238 λεπτά ανήλθε στα 262, δηλαδή ανέβηκε κατά 24 λεπτά, για να πέσει τις τελευταίες ημέρες στα 232 λεπτά.


Οι τηλεθεατές με μεσαία μόρφωση παρακολουθούσαν τηλεόραση πριν από τον πόλεμο 276 λεπτά την ημέρα. Την πρώτη εβδομάδα των συγκρούσεων η τηλεθέαση της κατηγορίας έφθασε στα 289 λεπτά, για να πέσει τις τελευταίες ημέρες στα 253 λεπτά.


Την πρώτη θέση κρατούν σταθερά οι τηλεθεατές με χαμηλή μόρφωση. Πριν από τον πόλεμο ο μέσος ημερήσιος χρόνος παρακολούθησης της μικρής οθόνης έφθανε τα 358 λεπτά. Την πρώτη εβδομάδα του πολέμου τα 362 λεπτά και τις τελευταίες ημέρες τα 326 λεπτά.