Η ΜΑΧΗ


Αναλογιζόμενοι σήμερα την έκρηξη του μακεδονικού ελληνισμού και την ασύλληπτη εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ασία, το συναίσθημα της υπερηφάνειας είναι σχεδόν αναπόφευκτο – πρόκειται για το πλεονέκτημα που μας εξασφαλίζει ο χρόνος. Ετσι, συχνά επενδύουμε τα γεγονότα αυτά με έναν πατριωτικό συναισθηματισμό που ανήκει σε κατοπινές αντιλήψεις για την εθνική μας ταυτότητα και δυσκολευόμαστε να συνειδητοποιήσουμε τη βία της τεράστιας μεταστροφής που σήμανε για τα ελληνικά πράγματα η αυγή της μακεδονικής ισχύος. Η διεύρυνση των ελληνικών πολιτικών επιδιώξεων και η μετάβαση από τον «τοπικισμό» στον «διεθνισμό» – όπως θα έλεγε κανείς με σύγχρονους όρους – ήταν μια άγρια και αιματηρή υπόθεση που, μολονότι βρήκε υποστηρικτές σε όλον τον ελλαδικό χώρο, σε καμία περίπτωση δεν βασίστηκε στη συναίνεση και στην ομοψυχία.


Η πανελλήνια ιδέα


Εχουμε αναφερθεί ξανά στην πανελλήνια ιδέα, μιλώντας για τα κίνητρα της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου (τ. 4, 16.3.2003). «Πανελλήνια ιδέα» ονομάζουμε το ιδεολογικό μόρφωμα που βασίστηκε στη σταδιακή εγκατάλειψη της πίστης στην ανεξάρτητη πόλη-κράτος και στον οραματισμό μιας ισχυρής κεντρικής εξουσίας που θα κατόρθωνε να ενώσει τους διχασμένους Ελληνες κατά των βαρβάρων και να τερματίσει την υποταγή των ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας στην Περσική Αυτοκρατορία.


Η ιδέα της ένωσης υπό κοινή εξουσία είχε πολλούς υπερασπιστές. Ο Αριστοτέλης στα «Πολιτικά» εκφράζει την άποψη ότι από τη φύση της η μοναρχία υπερτερεί των άλλων μεθόδων, καθ’ ότι ο ηγεμόνας επιθυμεί τόσο τη συντήρηση του πλούτου των προνομιούχων όσο και την ευημερία του λαού. Ο δε Ισοκράτης, ίσως ο πιο θερμός υποστηρικτής της πανελλήνιας ιδέας, πίστευε ότι μόνο το ισχυρό χέρι ενός μονάρχη θα μπορούσε να τερματίσει τον αλληλοσπαραγμό των πόλεων-κρατών και να εδραιώσει την πολυπόθητη ενότητα.


Από την άλλη, το κοινό αίσθημα στις πάλαι ποτέ κραταιές πόλεις-κράτη μάλλον δεν συμφωνούσε με αυτές τις εκτιμήσεις. Η περίπτωση του Δημοσθένη είναι χαρακτηριστική κατά το ότι εκφράζει τη δυσκολία του αρχαίου πολίτη να αποσχισθεί από ένα modus vivendi που συνιστούσε την ίδια την ουσία της πολιτικής ύπαρξής του, να αποκηρύξει την πίστη στην ανεξαρτησία της πόλης του και το δικαίωμά του να συμμετέχει στις αποφάσεις της. Δεν είναι λοιπόν διόλου παράξενο το ότι πολλοί από τους υπόλοιπους Ελληνες είδαν την αντιπαράθεση με τους Μακεδόνες ως σύγκρουση μεταξύ πολιτισμού και βαρβαρότητας.


Μολαταύτα θα μπορούσε να πει κανείς ότι στις συνθήκες του 4ου αιώνα π.Χ., η πανελλήνια ιδέα ήταν μια τολμηρά σύγχρονη πολιτική θεώρηση. Από τη φύση της – λόγω της πίστης στην αναγκαιότητα κεντρικής εξουσίας – χρειαζόταν μια ισχυρή, θαρραλέα, ακόμη και αδίστακτη, προσωπικότητα για να την ενσαρκώσει. Η προσωπικότητα αυτή ήταν ο Φίλιππος Β’ ο Μακεδών.


Η Μακεδονία του Φιλίππου



Αμέσως μετά την ενθρόνισή του το 359 π.Χ., ο Φίλιππος επικέντρωσε τις προσπάθειές του στην εδραίωση της εξουσίας του. Αφότου εξασφάλισε την υποταγή των φύλων της Ανω Μακεδονίας, στράφηκε προς την στρατηγικής σημασίας Αμφίπολη, η κατάληψη της οποίας το 357 π.Χ. του έδωσε συν τοις άλλοις τη δυνατότητα να ελέγξει τα μεταλλεία του Παγγαίου Ορους. Στη συνέχεια ο Φίλιππος κατέλαβε την Πύδνα, την Ποτείδαια και τη Μεθώνη. Ο Ιερός Πόλεμος που είχε κηρύξει η Δελφική Αμφικτιονία – την οποία ηγεμόνευε ουσιαστικά η Θήβα – για την απελευθέρωση των Δελφών από τους Φωκείς, έδωσε την ευκαιρία στον Φίλιππο, το 352 π.Χ., να νικήσει τον στρατηγό των Φωκαίων Ονόμαρχο, να εκδιώξει τους Φωκείς από τη Θεσσαλία και να εγκαταστήσει στρατιωτικές φρουρές σε όλη τη Μαγνησία.


Ο Φίλιππος εκστράτευσε πλειστάκις κατά της Θράκης και έτσι ουσιαστικά πέτυχε να κυριαρχήσει σε όλη την περιοχή από τη Θεσσαλία ως τα στενά του Βοσπόρου – πλην της Χαλκιδικής. Ευλόγως ο Φίλιππος δεν επιθυμούσε αυτή την ενόχληση στη μέση των εδαφών του μακεδονικού κράτους και έτσι, ύστερα από μια σειρά άγριων πολιορκιών, κατόρθωσε να προσαρτήσει και τη Χαλκιδική, το 348 π.Χ. Αλλες πόλεις δέχθηκαν την εισβολή και υποτάχθηκαν ενώ άλλες – γνωστότερη ανάμεσά τους η Ολυνθος – αντιστάθηκαν και καταστράφηκαν ολοσχερώς.


Η σκληρότητα που επέδειξε ο Φίλιππος στην προσάρτηση της Χαλκιδικής τάραξε πολλούς Ελληνες. Οι αντίπαλοί του στην Αθήνα, όπως ο Δημοσθένης, σίγουρα μπορούσαν πλέον να μιλούν για τον «βάρβαρο κατακτητή», ακόμη και οι συμπαθούντες όμως αναρωτιόνταν πού θα σταματούσε ο μακεδόνας στρατηλάτης αν του επιτρεπόταν να κατέλθει στην Κεντρική Ελλάδα. Εν πάση περιπτώσει, ήταν ο Φίλιππος που, παρά το στρατηγικό πλεονέκτημά του, επιδίωξε την ειρήνη και όχι οι Θηβαίοι – που προσέβλεπαν σε αυτόν για να τους συνδράμει στη συνέχιση του Ιερού Πολέμου – ή οι Αθηναίοι – που είχαν ακόμη αξιώσεις για την Αμφίπολη και φοβούνταν για την εμπορική τους δραστηριότητα στα στενά του Βοσπόρου.


Η Φιλοκράτειος ειρήνη


Η πολιτική του Φιλίππου ήταν ιδιοφυής. Στον Βορρά εδραίωνε την ισχύ του, οργάνωνε τον στρατό του και παραδειγμάτιζε τις πόλεις-κράτη της Κεντρικής Ελλάδας με τη σκληρότητά του. Ταυτόχρονα, προς τον Νότο επεδείκνυε μεγάλη ανεκτικότητα, στέλνοντας το μήνυμα ότι επιθυμούσε τη συμμαχία και τη συμπόρευση και όχι τον πόλεμο. Η πολιτική αυτή άσκησε μεγάλη πίεση και τελικά απέδωσε, οδηγώντας στη λεγόμενη Φιλοκράτειο ειρήνη, το 346 π.Χ.


Ο Φίλιππος εκμεταλλεύθηκε την ειρήνη και άρχισε να εξαγοράζει τη συμπάθεια των μικρότερων πόλεων, επεκτείνοντας λίγο λίγο την επιρροή του. Η προσπάθειά του αυτή προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις στην Αθήνα. Ο Δημοσθένης στους λόγους του πάσχιζε να πείσει τους Αθηναίους για την απειλή που διαγραφόταν αλλά και τους Ελληνες γενικότερα ότι ο Φίλιππος ενσάρκωνε την εν δυνάμει κατάλυση της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας τους. Με τη συνδρομή του Υπερείδη και του Λυκούργου, ο Δημοσθένης πέτυχε τελικά να υπερισχύσει έναντι του Ισοκράτη και του Αισχίνη που υποστήριζαν τη σύμπραξη με τη Μακεδονία.


Η απόφαση του Φιλίππου να καταλάβει τις Θερμοπύλες ήταν καθοριστική για τη στάση των Αθηναίων. Ο Αισχίνης δικάστηκε ως προδότης και ο Φιλοκράτης εξορίστηκε. Ο Δημοσθένης είχε επικρατήσει και οι φιλομακεδόνες πλέον κινδύνευαν να κατηγορηθούν ως προδότες αν εξέφραζαν τις απόψεις τους. Ο Δημοσθένης πέτυχε να συνάψει συμμαχία μεταξύ της Αθήνας, της Φωκίδας, της Εύβοιας, των Μεγάρων, της Κορίνθου, της Αχαΐας και της Λευκάδας. Ο Φίλιππος ανησύχησε για την εξέλιξη αυτή αλλά η Δελφική Αμφικτιονία τού έδωσε και πάλι το πρόσχημα να επέμβει.


Η Δελφική Αμφικτιονία κήρυξε τον πόλεμο στην Αμφισσα της Λοκρίδας, με την αιτιολογία ότι είχε καταλάβει εκτάσεις που ανήκαν στο Ιερό των Δελφών, και ζήτησε από τον Φίλιππο να αναλάβει την ηγεσία. Οταν ο Φίλιππος άφησε πίσω του τις Θερμοπύλες και κατευθύνθηκε προς τη Φωκίδα, οι Αθηναίοι πανικοβλήθηκαν. Οι πρέσβεις των Αθηναίων με επικεφαλής τον Δημοσθένη έσπευσαν στη Θήβα, ζητώντας τη συνδρομή της κατά του Φιλίππου. Οι Θηβαίοι – ως τότε σύμμαχοι των Μακεδόνων, καθ’ ότι ουσιαστικά ήλεγχαν τη Δελφική Αμφικτιονία – επείσθησαν, ιδιαίτερα λόγω των ανταλλαγμάτων που τους προσέφεραν οι Αθηναίοι.


Η μάχη στη Χαιρώνεια



Ο Φίλιππος χτύπησε με αποτελεσματικότητα και κατέλαβε την Αμφισσα και τη Ναύπακτο. Οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοί τους συγκέντρωσαν τα στρατεύματά τους στη στενή πεδιάδα της Χαιρώνειας, η οποία ήταν πρόσφορη για αμυντικό πόλεμο. Νωρίς το πρωί, στις 2 Αυγούστου 338 π.Χ., τα δύο στρατεύματα βρέθηκαν αντιμέτωπα.


Μολονότι οι λιγοστές πληροφορίες που σώζονται δεν επαρκούν για να είμαστε βέβαιοι, υπολογίζεται ότι οι σύμμαχοι διέθεταν περί τους 35.000 πεζούς και 2.000 ιππείς. Το στράτευμα παρατάχθηκε από την κώμη της Χαιρώνειας ως τον Κηφισό ποταμό, σε μια απόσταση δύο περίπου χιλιομέτρων. Στο αριστερό πλευρό της παράταξης (στην κώμη της Χαιρώνειας) βρίσκονταν οι Αθηναίοι, υπό τις διαταγές των στρατηγών Λυσικλή, Στρατοκλή και Χάρη. Στο κέντρο βρίσκονταν σύμμαχοι από διάφορες περιοχές, Κορίνθιοι, Φωκείς κ.ά. Και στο δεξιό πλευρό (δίπλα στον Κηφισό ποταμό) βρίσκονταν οι Βοιωτοί, με τον Ιερό Λόχο των Θηβαίων υπό τις διαταγές του Θεαγένη.


Ο μακεδονικός στρατός ήταν κατά τι μικρότερος – αριθμούσε 30.000 πεζούς και 2.000 ιππείς -, ήταν όμως ασύγκριτα πιο αποτελεσματικός και ετοιμοπόλεμος. Στο δεξιό πλευρό, δηλαδή απέναντι από τους Αθηναίους, παρατάχθηκε το ελαφρύ πεζικό, μαζί με το επίλεκτο σώμα πεζικού, τους λεγόμενους «υπασπιστές», με επικεφαλής τον ίδιο τον Φίλιππο. Στο κέντρο και στο αριστερό πλευρό της παράταξης βρισκόταν το κύριο σώμα της μακεδονικής φάλαγγας με τις σάρισες, ενώ το άκρο του αριστερού πλευρού ενίσχυε το βαρύ ιππικό, με επικεφαλής τον μόλις δεκαοκτάχρονο Αλέξανδρο. Η άνιση αυτή κατανομή του στρατεύματος, γνωστή ως «λοξή παράταξη», ήταν ιδιοφυής επιλογή. (Θα τη χρησιμοποιούσε άλλωστε αργότερα και ο Αλέξανδρος στις μάχες του κατά των Περσών.)


Ο Φίλιππος διέταξε πρώτα το δεξιό πλευρό να επιτεθεί στους Αθηναίους. Οι Αθηναίοι αντεπιτέθηκαν, ενώ το ελαφρύ πεζικό των Μακεδόνων υποχωρούσε, παρασύροντάς τους ολοένα μακρύτερα από το κύριο συμμαχικό σώμα. Καθώς ο Φίλιππος έμοιαζε να υποχωρεί – με υποδειγματική πειθαρχία – οι Αθηναίοι πίστεψαν ότι νικούσαν και διέσπασαν ακόμη περισσότερο τη συνοχή του στρατεύματος. Λέγεται μάλιστα ότι ο στρατηγός τους Στρατοκλής τόσο ενθουσιάστηκε από την υποχώρηση των Μακεδόνων, ώστε κραύγασε «Ες Μακεδονίαν!», παροτρύνοντας τους άνδρες του να καταδιώξουν τον Φίλιππο ως τη Μακεδονία.


Στο άλλο άκρο της παράταξης, όμως, οι Βοιωτοί αντιμετώπιζαν προβλήματα από τους σαρισοφόρους Μακεδόνες, οι οποίοι πίεζαν σταθερά. Ο δε Ιερός Λόχος των Θηβαίων δεχόταν τις αλλεπάλληλες εφορμήσεις του μακεδονικού ιππικού υπό τον Αλέξανδρο.


Η ήττα των συμμάχων


Οι Αθηναίοι εξακολούθησαν να ακολουθούν τον Φίλιππο, με αποτέλεσμα να παρασύρουν και τμήματα του κέντρου της συμμαχικής παράταξης, η οποία διασπάστηκε, αφήνοντας ακάλυπτο το πλευρό που υπερασπίζονταν οι Θηβαίοι. Ο Αλέξανδρος αντιλήφθηκε αμέσως το κενό και εισχώρησε πλευροκοπώντας τους Θηβαίους. Πολλοί σύμμαχοι, βλέποντας τους μακεδόνες ιππείς μέσα στις γραμμές τους, τράπηκαν σε φυγή.


Μόλις ο Φίλιππος παρατήρησε ότι ο γιος του είχε διεισδύσει στην παράταξη του εχθρού, σταμάτησε να υποχωρεί και πέρασε στην αντεπίθεση. Οι Αθηναίοι αιφνιδιάστηκαν από τους εκπαιδευμένους και πειθαρχημένους Μακεδόνες. Στην αρχή προσπάθησαν να υποχωρήσουν συντεταγμένα αλλά γρήγορα η πειθαρχία τους έσπασε και τράπηκαν και αυτοί σε φυγή.


Οι μόνοι που δεν υποχώρησαν ήταν οι Ιερολοχίτες. Αντιστάθηκαν απελπισμένα στις επιθέσεις του Αλεξάνδρου, ακόμη και μετά τον θάνατο του Θεαγένη, και έπεσαν μέχρις ενός. Αλλά και οι άλλοι σύμμαχοι υπέστησαν βαριές απώλειες. Περίπου 1.000 Αθηναίοι κείτονταν νεκροί στην πεδιάδα της Χαιρώνειας και περίπου 2.000 είχαν αιχμαλωτιστεί. Ανάμεσα σε αυτούς που κατόρθωσαν να διαφύγουν λέγεται ότι ήταν και ο Δημοσθένης.


Η μοίρα των ηττημένων



Ο Φίλιππος ήταν μάλλον επιεικής με τους ηττημένους συμμάχους. Η στάση του βέβαια είναι εύλογη, αν αναλογιστεί κανείς ότι δεν επιθυμούσε τόσο τη σύγκρουση με τους υπόλοιπους Ελληνες όσο την ένωσή τους και τη συστράτευσή τους υπό μακεδονική ηγεσία. Πάνω από όλα ήθελε να τον αποδεχθούν οι Αθηναίοι – ίσως κάποιο ρόλο να έπαιξε και η επιθυμία του να τους αποδείξει ότι δεν ήταν «βάρβαρος» όπως τον κατηγορούσαν.


Εν πάση περιπτώσει, ο Φίλιππος επέτρεψε στην Αθήνα να διατηρήσει την αυτονομία της και της επέστρεψε τους αιχμαλώτους δίχως να ζητήσει λύτρα. Την αρχική έκπληξη των Αθηναίων διαδέχτηκε ο ειλικρινής θαυμασμός. Ανδριάντες του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου τοποθετήθηκαν στην Αγορά και τους απονεμήθηκε ο τίτλος του αθηναίου πολίτη.


Η Θήβα όμως δεν ήταν τόσο τυχερή. Αλλωστε, η στάση της δεν ήταν η ίδια με αυτή της Αθήνας· εφόσον η Θήβα ήταν μέχρι πρότινος σύμμαχος της Μακεδονίας μπορούσε να θεωρηθεί προδότρια και ως τέτοια υπέστη πιο σκληρή μεταχείριση. Οι ηγέτες της αντιμακεδονικής παράταξης θανατώθηκαν και ο Φίλιππος άφησε στη Θήβα μακεδονική φρουρά.


Ο Φίλιππος ήταν πια ο αδιαμφισβήτητος ηγεμόνας των Ελλήνων. Ο ίδιος δεν πρόλαβε να δει να γίνεται πραγματικότητα το όραμά του για συστράτευση των Ελλήνων κατά των Περσών. Το όραμα αυτό έφερε σε πέρας ο γιος του Αλέξανδρος. Ο Φίλιππος όμως πρόλαβε να δρέψει ορισμένους από τους καρπούς της δράσης του. Οι περισσότερες ελληνικές πόλεις – εκτός από τη Σπάρτη – αποδέχθηκαν την πρόσκλησή του και έστειλαν αντιπροσώπους στο Συνέδριο της Κορίνθου. Την άνοιξη του 337 π.Χ. οι αντιπρόσωποι αποφάσισαν ότι οι πόλεις θα ενώνονταν σε μία «ομοσπονδία» με το όνομα Ελληνες. Κάθε πόλη θα διατηρούσε την αυτονομία της αλλά όλες θα απολάμβαναν την «κοινή τοις έλλησιν ειρήνη».



Η μακεδονική φάλαγγα, όπως αναπτύχθηκε από τον Φίλιππο Β’, ήταν το μεγάλο πλεονέκτημα του μακεδονικού στρατού. Ο Φίλιππος κατά πάσα πιθανότητα είχε γνώση της παραδοσιακής φάλαγγας από την παραμονή του στη Θήβα. Είχε λοιπόν επισημάνει τόσο τα προτερήματα όσο και τα μειονεκτήματά της και έτσι κατόρθωσε να τη βελτιώσει. Διπλασίασε τις σειρές (στοίχους) των στρατιωτών – από οκτώ τις έκανε δεκαέξι – και εξόπλισε τους στρατιώτες με τη σάρισα, ένα δόρυ μήκους τεσσάρων-επτά μέτρων. Οι στρατιώτες έφεραν επίσης μια μικρή στρογγυλή ασπίδα, την «πέλτη». Η βασική μονάδα της φάλαγγας ήταν το σύνταγμα, το οποίο παρατασσόταν σε βάθος 16 ανδρών, και αριθμούσε 256 στρατιώτες. Στον σχηματισμό μάχης, οι πρώτες πέντε σειρές κρατούσαν τις σάρισες οριζόντια μπροστά τους, ενώ οι έντεκα που ακολουθούσαν τις κρατούσαν όρθιες. Σε κάθε πλευρό του συντάγματος αναπτυσσόταν ελαφρό πεζικό, καθώς και τοξότες, για προστασία, ενώ τα πλευρά της φάλαγγας συνολικά ενίσχυε το ιππικό. Στόχος της μακεδονικής φάλαγγας δεν ήταν τόσο η άμεση επίθεση – αποστολή την οποία εκπλήρωνε το βαρύ ιππικό – αλλά η διαρκής πίεση της παράταξης του εχθρού, ώστε να δημιουργηθούν κενά στα οποία το ιππικό θα μπορούσε να διεισδύσει.


ΚΕΙΜΕΝΑ: Α. ΖΕΝΑΚΟΣ (Η ΜΑΧΗ), ΙΩΑΝΝΑ ΖΟΥΛΑ (ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ), ΝΙΝΑ-ΜΑΡΙΑ ΠΑΣΧΑΛΙΔΟΥ (ΦΙΛΙΠΠΟΣ Β’).