Η ΜΑΧΗ


Τρεις χειμώνες προετοίμαζε ο Βασίλειος τη μάχη στο Κλειδί. Εχοντας ως βάση και κέντρο ανεφοδιασμού τις Σέρρες συγκέντρωνε στρατό και οπλισμό. Την άνοιξη του 1014 ξεκίνησε για το Κλειδί, το σημερινό Ρούπελ. Η διάταξη του στρατεύματός του είχε πάντα την ίδια μορφή: δύο ίλες ιππικού ως εμπροσθοφυλακή, μία από κατάφρακτους και μία από μονόζωνους και ακολουθούσε το κύριο σώμα. Ο Βασίλειος επιδίωκε να φθάσει στο στενό ανάμεσα σε Κλειδί και Κίμβα Λόγγο, με απώτερο στόχο την κοιλάδα του Μελένικου και της Στρούμνιτζας, όπου υπήρχαν ακόμη τότε αρκετές βουλγαρικές κτήσεις. Η κατάκτησή τους θα του άνοιγε τον δρόμο για τις Πρέσπες και την Αχρίδα, την καρδιά του βουλγαρικού κράτους.


Ο αντιπερισπασμός του Σαμουήλ



Ο τσάρος Σαμουήλ γνωρίζοντας ότι το στενό στο Κλειδί αποτελούσε το σημείο από όπου διέβαινε κάθε φορά ο Βασίλειος, οσάκις εκστράτευε κατά της Ανατολικής Βουλγαρίας, αποφάσισε να συγκεντρώσει το σύνολο του στρατού και να οχυρωθεί στο Κλειδί για να δώσει την αποφασιστική μάχη. Παράλληλα επιχείρησε με αντιπερισπασμό να διασπάσει την ενότητα των βυζαντινών δυνάμεων, στέλνοντας έναν από τους πλέον έμπιστους στρατηγούς του, τον Δαβίδ Νεστορίτση, με σημαντικές δυνάμεις νότια, με στόχο την κατάληψη της Θεσσαλονίκης, δεύτερης τη τάξει πόλης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο Βασίλειος όμως δεν πτοήθηκε από την είδηση αυτή και έχοντας πια συνετιστεί από το νεανικό του πάθημα στη Φιλιππούπολη παρέμεινε με τον στρατό του παρατεταγμένο στο Κλειδί.


Τη Θεσσαλονίκη υπερασπιζόταν τότε ο Θεοφύλακτος Βοτανειάτης σε αντικατάσταση του στρατηγού Δαβίδ Αριανίτη, που είχε σπεύσει να συνεπικουρήσει τους Βυζαντινούς και να αναλάβει τη διοίκηση μοίρας του ενεργού στρατού στο Κλειδί. Ο Θεοφύλακτος Βοτανειάτης με τη σύμπραξη του γιου του Μιχαήλ κατόρθωσε να αναχαιτίσει τη βουλγαρική επίθεση, να συντρίψει το σώμα του Νεστορίτση έξω από τη Θεσσαλονίκη και να τρέψει τους Βουλγάρους σε φυγή, συλλαμβάνοντας πλήθος αιχμαλώτων και πολλά λάφυρα και τελικά να επιστρέψει στο Κλειδί για να συμπράξει με τον αυτοκράτορα.


Ο φόβος της ενέδρας



Ο Βασίλειος, φθάνοντας στο Κλειδί, στρατοπέδευσε σε απόσταση δύο ωρών από το στενό και έστειλε ανιχνευτές να εντοπίσουν τον εχθρό. Αν και το στενό είχε κλείσει με πρόχειρα αναχώματα από πέτρες και κορμούς, κάρα και βράχους, οι Βούλγαροι ήταν άφαντοι. Η απειλή ενέδρας φόβισε τον Βασίλειο που αποφάσισε να αλλάξει τη διάταξη του στρατού και να τοποθετήσει μπροστά το πεζικό και πίσω το ιππικό, θεωρώντας ότι οι άνδρες του δεν θα ανακόπτονταν από πιθανά εμπόδια, σε αντίθεση με τα άλογα.


Η διαταγή του αυτοκράτορα ήταν σαφής, το στράτευμα όφειλε να βρίσκεται σε διαρκή εγρήγορση, οπλισμένο, με πλήρη εξάρτυση, ετοιμοπόλεμο ανά πάσα στιγμή. Η πρώτη νύχτα κύλησε ήρεμα, οι Βούλγαροι δεν φαίνονταν πουθενά στις γύρω βουνοκορφές. Την επομένη ο αυτοκράτορας έδωσε εντολή στον στρατό να προχωρήσει προς το στενό, ενώ ήταν σίγουρος ότι οι Βούλγαροι θα επετίθεντο όταν οι Βυζαντινοί θα πλησίαζαν τα αναχώματα.


Πράγματι, μόλις η εμπροσθοφυλακή του βυζαντινού στρατού ζύγωσε τα εμπόδια, εκδηλώθηκε η πρώτη επίθεση από τους Βουλγάρους, οι οποίοι έσπρωχναν βράχους από ψηλά, ενώ παράλληλα στόχευαν με βέλη και πέτρες τους Βυζαντινούς. Παρά την ορμή του βυζαντινού στρατού, και οι δύο προσπάθειές τους να περάσουν τα αναχώματα απέβησαν άκαρπες, με αποτέλεσμα πολυάριθμους νεκρούς και τραυματίες.


Ο αυτοκράτορας, βλέποντας τη δυσκολία του εγχειρήματος, διέταξε υποχώρηση του στρατεύματος. Επιθυμούσε την ανασύνταξη των βυζαντινών δυνάμεων και την ενίσχυση του ηθικού των στρατιωτών του πριν από τη νέα επίθεση. Χρειαζόταν δε επιτακτικά τη νίκη, καθώς επρόκειτο για την πρώτη μάχη της χρονιάς εκείνης, την πρώτη μιας σειράς αναγκαίων συγκρούσεων προς την επίτευξη των μεγαλεπήβολων στόχων του.


Το νέο σχέδιο


Ο Βασίλειος κατέστρωσε νέο σχέδιο: έστειλε την ίδια νύχτα τον στρατηγό του Θέματος της Μακεδονίας Νικηφόρο Ξιφία με τρεις τούρμες να ανέβει στο όρος Βαλαθίστα που υψωνόταν νοτίως του Κλειδίου, στα νώτα δηλαδή του βουλγαρικού στρατεύματος, ώστε οι Βούλγαροι, κατά την εκδήλωση της επίθεσης, να βρεθούν περικυκλωμένοι. Ο στρατηγός θα ειδοποιούσε όταν το σώμα του θα είχε λάβει θέσεις μάχης με τριπλό σάλπισμα.


Το μεσημέρι της επομένης, της 29ης Ιουλίου 1014, εκδηλώθηκε η πολυπόθητη επίθεση. Μόλις ακούστηκε το σύνθημα του στρατηγού Ξιφία, το αυτοκρατορικό φουσάτο, από νωρίς σε ετοιμότητα, όρμησε προς τα αναχώματα με ηγέτη τον ίδιο τον Βασίλειο. Ο αυτοκράτορας, παρά τα πενήντα εννέα χρόνια του, πολεμούσε πάντα – από την πρώτη μάχη της Φιλιππούπολης ακόμη – στην πρώτη γραμμή, σύμβολο γενναιότητας και θάρρους για τους στρατιώτες του.


Η μάχη ήταν σκληρή αλλά το σχέδιο δοκιμασμένο και αλάνθαστο. Ο βουλγαρικός στρατός καταλήφθηκε εξαπίνης και γρήγορα εγκατέλειψε τη μάχη. Οι περισσότεροι πετούσαν τα όπλα τους και έτρεχαν να σωθούν. Λίγοι πολέμησαν μέχρι τέλους, μεταξύ αυτών και ο τσάρος Σαμουήλ με τον γιο του και την προσωπική φρουρά του, αλλά και αυτοί τελικά αναζήτησαν καταφύγιο την τελευταία στιγμή στο φρούριο Πρίλαπο (το σημερινό Περλεπέ).


Ο απολογισμός της μάχης στο Κλειδί ήταν οδυνηρός, σήμανε περί τους δεκαπέντε χιλιάδες αιχμαλώτους Βούλγαρους αλλά και χίλιους νεκρούς για τον βυζαντινό στρατό καθώς και χίλιους πεντακόσιους τραυματίες, περισσότερους από όσους σε κάθε άλλη μάχη στο παρελθόν.


Η τύφλωση των αιχμαλώτων


Για τον Βασίλειο η μάχη στο Κλειδί ήταν ορόσημο: πολεμούσε τους Βουλγάρους περισσότερα από είκοσι συναπτά έτη, ο πόλεμος έπρεπε πλέον να λάβει τέλος. Κάτι τέτοιο θα ήταν δυνατόν να επιτευχθεί μόνο με μια σκληρή απόφαση σχετικά με την τύχη των πολυάριθμων βουλγάρων αιχμαλώτων. Ο αυτοκράτορας συγκάλεσε αμέσως μετά τη μάχη το συμβούλιο των στρατηγών του. Η πρότασή τους ήταν σχεδόν ομόφωνη: η τιμωρία που άρμοζε στους αιχμαλώτους ήταν ο θάνατος. Ελάχιστοι στρατηγοί αντιπρότειναν να πουληθούν οι αιχμάλωτοι σε σκλαβοπάζαρα.


Ο αυτοκράτορας ωστόσο έκρινε πως ο θάνατος με όποια μορφή ήταν μια ποινή που γρήγορα θα ξεχνιόταν, ενώ το να πουληθούν σε σκλαβοπάζαρα δεν θα παραδειγμάτιζε καθόλου τους Βουλγάρους. Οι Βούλγαροι ήταν σκληρός και αδυσώπητος λαός, δεν είχαν καμφθεί από τόσες ήττες χρόνια τώρα, η δήωση, η σφαγή και η καταστροφή έμοιαζαν να είναι στη φύση τους.


Οι χρονικογράφοι της εποχής μαρτυρούν ότι ο αυτοκράτορας ταλαντεύτηκε στην απόφασή του και προβληματίστηκε εξαιρετικά. Βαρύνοντα ρόλο πάντως δεν έπαιξε η εκδίκηση για τον θάνατο χιλιάδων στρατιωτών και συμπολεμιστών του επί σειρά ετών αλλά η σκέψη της ανασύνταξης του Σαμουήλ που είχε διαφύγει και που σε τακτά διαστήματα κατόρθωνε, παρά τα πλήγματα και την ταπείνωση κάθε ήττας, να αναδιοργανώνει τις δυνάμεις του και να συνεχίζει τον πόλεμο επί τριάντα σχεδόν έτη.


Ο Βασίλειος ήταν πεπεισμένος ότι έπρεπε να καταφέρει προσωπικό πλήγμα κατά του βούλγαρου ηγέτη, πλήγμα ικανό να τον καταρρακώσει ψυχικά και να τον υποτάξει οριστικά. Επέλεξε την τύφλωση των αιχμαλώτων, θέλοντας να καταστήσει σαφές ότι ήταν αδίστακτος σε ό,τι αφορούσε τους εχθρούς της Αυτοκρατορίας και ότι δεν θα ορρωδούσε προ ουδενός προκειμένου να συντρίψει τη βουλγαρική αντίσταση μέχρι τέλους.


Μπροστά σε ολόκληρο τον στρατό του και αφού συνεχάρη και επιβράβευσε τους στρατιώτες του για την ανδρεία τους στη μάχη, διέταξε την τύφλωση των βουλγάρων αιχμαλώτων. Οι Βυζαντινοί χώριζαν τους αιχμαλώτους σε ομάδες των εκατό, και ανά χίλιους τους οδηγούσαν σε ειδικό χώρο του στρατοπέδου, όπου, αφού τους έδεναν, με πυρωμένες στη φωτιά σιδερένιες βέργες τύφλωναν τους ενενήντα εννέα και από τα δύο τους μάτια, ενώ τον εκατοστό μόνο από το ένα, ούτως ώστε να χρησιμεύσει, μονόφθαλμος ων, ως οδηγός των υπολοίπων. Αμέσως μετά την τιμωρία τους οι αιχμάλωτοι αφήνονταν ελεύθεροι να επιστρέψουν στον διασωθέντα τσάρο τους.


Ο θάνατος του Σαμουήλ


Το πλήγμα ήταν όντως τραγικό για τον τσάρο Σαμουήλ, ο οποίος, ήδη καταρρακωμένος από το μέγεθος της συντριβής, ανέμενε τις ειδήσεις για την τύχη των αιχμαλώτων. Το βουλγαρικό φουσάτο αριθμούσε 30.000 άνδρες πριν από την αναμέτρηση, περίπου χίλιοι κατάφεραν να σωθούν μετά τη μάχη και να διαφύγουν, εκ των οποίων δώδεκα μόνο από την προσωπική φρουρά του Σαμουήλ.


Οι βουλγαρικές πηγές ιστορούν ότι η επιστροφή των αιχμαλώτων προκάλεσε μέγα πένθος στην Αχρίδα, η οποία ήταν τότε πρωτεύουσα του βουλγαρικού κράτους. Οι χιλιάδες τυφλοί αδυνατούσαν να πορευθούν συντεταγμένα, με αποτέλεσμα να ανατρέπονται, να συμπαρασύρουν τους συμπολεμιστές τους και να πορεύονται ουρλιάζοντας και βογκώντας προς την πόλη τους. Ο Σαμουήλ δεν άντεξε την ταπείνωση αυτή του φρικτού θεάματος και δύο μέρες μετά ξεψύχησε από τη συντριβή και τον ψυχικό κλονισμό.


Ανεξάρτητα όμως από την αλληλουχία των ιστορικών γεγονότων, η αναμφισβήτητα ανηλεής πράξη αυτή του Βασίλειου, που του προσέδωσε άλλωστε το επίθετο «Βουλγαροκτόνος», δεν πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο κρίσης και κριτικής μόνο με βάση τα σύγχρονα κριτήρια, κυρίως τον συναισθηματικό αποτροπιασμό που προκαλεί σήμερα η μεταχείριση αυτή των αιχμαλώτων σε σχέση με τις ισχύουσες αρχές του δικαίου του πολέμου. Αντίθετα, η βυζαντινή νομοθεσία προέβλεπε ως ποινή κολασμού τόσο την τύφλωση όσο και τον ακρωτηριασμό για κάθε βυζαντινό πολίτη που θα προέβαινε σε επαναστατική ενέργεια, συνωμοσία ή στάση κατά της νόμιμης βυζαντινής εξουσίας, φορέας της οποίας ήταν ο ίδιος ο αυτοκράτορας. Συνακόλουθα, ο Βασίλειος αντιμετώπισε και τιμώρησε τους βούλγαρους αιχμαλώτους, όχι ως εχθρούς της Αυτοκρατορίας αλλά ως υπηκόους του και βυζαντινούς πολίτες που είχαν επαναστατήσει, δεδομένου ότι ήδη από το 971 το σύνολο της σημερινής βουλγαρικής επικράτειας είχε κατακτηθεί από τον αυτοκράτορα Ιωάννη Τσιμισκή και υπαχθεί στη βυζαντινή διοίκηση.


Πρέπει να σημειωθεί ότι ορισμένες ιστορικές πηγές (Κεδρηνός) αμφισβητούν ότι ο αριθμός των αιχμαλώτων που τυφλώθηκαν ήταν 15.000, ενώ κάποιοι χρονογράφοι της εποχής δεν διστάζουν να εκφράσουν επιφυλάξεις για το όλο γεγονός θεωρώντας ότι το μίσος και η ένταση μεταξύ των δύο εθνών ήταν τέτοια ώστε ήταν δυνατόν πράξεις εκδίκησης να διογκωθούν και να λάβουν άλλες διαστάσεις. Με την άποψη αυτή συνάδει άλλωστε και η επισήμανση ότι το επίθετο Βουλγαροκτόνος, που αποδόθηκε στον Βασίλειο εξαιτίας της τύφλωσης των Βούλγαρων, προϋποθέτει θανάτωση και όχι τύφλωση.


Πόλεμος με τους διαδόχους


Σε κάθε περίπτωση πάντως, ο Βασίλειος δικαιώθηκε, καθώς ο θάνατος του Σαμουήλ επέφερε εξασθένηση της βουλγαρικής ισχύος. Ο γιος του Γαβριήλ – Ρωμανός, που τον διαδέχθηκε, δεν είχε ούτε τη σύνεση ούτε την ηγετική προσωπικότητα του πατέρα του, με αποτέλεσμα να ατονήσει η βουλγαρική επιθετικότητα.


Παρά τη μεγαλειώδη νίκη στο Κλειδί, ο Βασίλειος δεν εφησύχασε. Στόχος του ήταν η οριστική κατάλυση του βουλγαρικού κράτους, η παράδοση της πρωτεύουσας Αχρίδας και η πλήρης υποταγή των διαδόχων του Σαμουήλ. Ετσι, έδωσε άμεσα διαταγή στον στρατηγό Θεοφύλακτο Βοτανειάτη να κατευθυνθεί προς τη Στρούμνιτζα, να καταλάβει την πόλη και να διανοίξει την οδό επικοινωνίας με τη Θεσσαλονίκη.


Η πολιορκία της πόλης όμως δεν είχε άμεσα αίσια έκβαση και ο Βοτανειάτης έλαβε εντολή να επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη. Στον δρόμο της επιστροφής όμως προς τη Συμβασιλεύουσα, καθώς διέσχιζε με τον στρατό του μια στενή χαράδρα, δέχθηκε επίθεση. Οι Βούλγαροι σφυροκόπησαν τους Βυζαντινούς από παντού, τραυμάτισαν θανάσιμα τον Βοτανειάτη και διέλυσαν το τμήμα αυτό του βασιλικού φουσάτου. Η ήττα ήταν σημαίνουσα, καθώς σε σύνολο πέντε χιλιάδων στρατιωτών μόλις δύο χιλιάδες κατόρθωσαν να γλιτώσουν τη σφαγή ή την αιχμαλωσία.


Ο αυτοκράτορας, με την είδηση της καταστροφής αυτής, οργισμένος αποφάσισε να κινηθεί κατά του φρουρίου του Μελενίκου, το οποίο παραδόθηκε αμαχητί. Εν συνεχεία, κατευθύνθηκε προς την Πελαγονία, όπου κατέλαβε το Βιτόλιο και τα Στύπεια και έφθασε στο Πρίλαπο, του οποίου η πολιορκία δεν διήρκεσε πολύ, καθώς και αυτό παραδόθηκε γρήγορα. Ο χειμώνας όμως εμπόδιζε τον αυτοκράτορα να ολοκληρώσει τα σχέδιά του που προέβλεπαν κατάληψη της Καστοριάς και των Πρεσπών και οριστική συντριβή των Βουλγάρων, με αποτέλεσμα να επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη.


Η νέα εκστρατεία


Ο Βασίλειος ξεκίνησε πάλι την άνοιξη του 1016 για την Εδεσσα, η οποία είχε στασιάσει και ήταν ξανά υπό βουλγαρική κατοχή. Αφού την ανακατέλαβε, πολιόρκησε τα Μογλενά που αντιστάθηκαν σθεναρά για ημέρες. Η πολιορκία έδειχνε να έχει διάρκεια, το πείσμα όμως του αυτοκράτορα ήταν τέτοιο, ώστε διέταξε να γυρίσουν οι στρατιώτες του το ρεύμα του ποταμού που γέμιζε με τα νερά του τη βαθιά τάφρο γύρω από το φρούριο των Μογλενών, αποξέρανε την τάφρο, ενώ οι μηχανικοί του έσκαψαν τα θεμέλια του φρουρίου, με αποτέλεσμα ένα μεγάλο τμήμα του να γκρεμιστεί. Εντρομοι οι Βούλγαροι, άνοιξαν τις πύλες του φρουρίου και παραδόθηκαν.


Οι αιχμάλωτοι ήταν χιλιάδες. Ο Βασίλειος τους εξόρισε στην Ανατολική Αρμενία, στα περσικά σύνορα, στο λεγόμενο Βασπουρακάν. Αφού πυρπόλησε το φρούριο των Μογλενών, κατέλαβε το γειτονικό φρούριο των Ενωτίων, όπου έλαβε την είδηση ότι δολοφονήθηκε ο τσάρος Γαβριήλ και στον θρόνο τον διαδέχθηκε ο πρώτος εξάδελφός του Ιωάννης Βραδισλάβος. Ο νέος τσάρος ζήτησε από τον Βασίλειο να δεχθεί την άνευ όρων υποταγή του. Βέβαια η πρόταση του Ιωάννη Βραδισλάβου ήταν παραπλανητική, διότι στην πράξη επιζητούσε μόνο να κερδίσει χρόνο προκειμένου να ανασυντάξει αρκετό στρατό. Τότε ο Βασίλειος εξοργισμένος αποφάσισε ότι η μόνη ικανοποιητική εκδίκηση ήταν η κατάληψη της Αχρίδας. Η πόλη δεν αντιστάθηκε και το αυτοκρατορικό φουσάτο με τον Βασίλειο επικεφαλής την κυρίευσε. Παράλληλα, ο στρατηγός Αριανίτης είχε καταλάβει τη Στρούμνιτζα και τη Θερμίτζα, ενώ ο Νικηφόρος Ξιφίας κυρίευσε τα φρούρια γύρω από την Τριαδίτσα.


Δεν είχε όμως ακόμη φθάσει η ώρα της αμετάκλητης υποταγής των Βουλγάρων. Ο στρατηγός Ιβατζής, έμπιστος του Σαμουήλ, είχε στήσει ενέδρα και εξόντωσε ένα τμήμα του αυτοκρατορικού στρατού στην Πελαγονία. Ο Βασίλειος απάντησε χτυπώντας τον Λόγγο και τη Σέταινα, νέα όμως ενέδρα του Ιωάννη σε τμήμα του βυζαντινού στρατού, που διοικούσε ο Κατεπάνω Κωνσταντίνος Διογένης, τον έστειλε προς βοήθεια του Διογένη. Με την παροιμιώδη φράση του «όστις πολεμιστής ακολουθήτω μοι», έφιππος όρμησε μόνος να συντρέξει τον Διογένη, ενώ το αυτοκρατορικό φουσάτο τον ακολουθούσε. Μόνη η εμφάνισή του στο πεδίο της μάχης έσπειρε τον πανικό στους Βουλγάρους και έγειρε την πλάστιγγα της νίκης προς το βυζαντινό στρατόπεδο.


Η υποταγή των Βουλγάρων


Το 1018 σήμανε την οριστική κρίση του αγώνα κατά των Βουλγάρων. Ο τσάρος Ιωάννης, ενώ πολιορκούσε το Δυρράχιο, δολοφονήθηκε. Παράλληλα, ο στρατηγός του Σαμουήλ Κρακράς έστειλε αγγελιοφόρο στον Βασίλειο, παραδίδοντάς του το Περνίκο και άλλα 35 φρούρια. Στην Αδριανούπολη κατέφθασαν νέοι αγγελιοφόροι που του παρέδωσαν και άλλα φρούρια της Πελαγονίας, ενώ ακολούθησε η παράδοση της κραταιάς Στρούμνιτζας.


Τότε ο αυτοκράτορας δέχθηκε επιστολή παράδοσης και της τσαρίνας Μαρίας, χήρας του Ιωάννη, που του παρέδιδε τον θρόνο και τα δικαιώματά της, ζητώντας μόνο την εξασφάλιση της ζωής των παιδιών της. Ταυτόχρονα ο τοπάρχης Πρεσπών και Καστοριάς παρέδωσε στον Βασίλειο τα κλειδιά των πόλεων της περιοχής του. Η λήξη του πολέμου σήμανε με τη θριαμβευτική είσοδο του Βασιλείου στην Αχρίδα, τροπαιοφόρου αυτή τη φορά, και την παράδοση της πόλης.


Ο αυτοκράτορας όρισε διοικητή της πόλης τον Ευστάθιο Δαφνομήλη και αναχώρησε για τις Πρέσπες, και μετά για τη Δεάβολη, οργανώνοντας την εξόντωση του Ιβατζή, του τελευταίου βούλγαρου στρατηγού που δεν είχε ακόμη υποταχθεί. Ο Ιβατζής, ασκώντας παρελκυστική πολιτική, καθυστερούσε να απαντήσει στον Βασίλειο, προσπαθώντας παράλληλα να σχηματίσει εκ νέου στρατό και να αντεπιτεθεί στους Βυζαντινούς. Η λύση όμως δόθηκε από τον στρατηγό Δαφνομήλη, ο οποίος προσποιούμενος τον αποστάτη προσήλθε μόνος στο φρούριο του Ιβατζή, τον παραπλάνησε, τον τύφλωσε και στη συνέχεια κατόρθωσε να πείσει τους υπόλοιπους Βουλγάρους να παραδοθούν με την απειλή της ανηλεούς εκδίκησης του Βασιλείου. Στη Δεάβολη παραδόθηκε και ο Νικολιτζάς, ο έτερος βούλγαρος προδότης, ζητώντας συγχώρεση, αλλά ο Βασίλειος, ενθυμούμενος τις προδοσίες του, τον φυλάκισε στη Θεσσαλονίκη.


Χρειάστηκαν τριάντα έξι χρόνια αδιάκοπων αγώνων για να υποταγούν οι Βούλγαροι τελικά το 1018. Ο αυτοκράτορας, νικητής, αποφάσισε να ολοκληρώσει την πορεία του επισκεπτόμενος ένδοξους ελλαδικούς τόπους, τον Σπερχειό, τις Θερμοπύλες, τη Θήβα, την Αθήνα, όπου σταμάτησε για να προσκυνήσει στον Παρθενώνα που είχε μετατραπεί σε Ναό της Παναγίας. Τελικά τον Ιανουάριο του 1019 εισήλθε θριαμβευτής στην Κωνσταντινούπολη, έχοντας νικήσει οριστικά τους Βουλγάρους και έχοντας αποκαταστήσει τα σύνορα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στα όρια της εποχής του Ιουστινιανού. Δικαιωματικά θεωρήθηκε ο επιφανέστερος εκπρόσωπος της Μακεδονικής Δυναστείας, ενώ η βασιλεία του αποτέλεσε μία από τις λαμπρότερες περιόδους ακμής και ισχύος μέσα στη χιλιετή βυζαντινή ιστορία.


ΚΕΙΜΕΝΑ: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ