ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ


Πατέρας του Λεωνίδα ήταν ο Αναξανδρίδης. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ο Λεωνίδας ήταν παιδί μιας παράδοξης σχέσης: σφόδρα ερωτευμένος με την κόρη της αδελφής του, ο Αναξανδρίδης αψήφησε την αντίληψη των Σπαρτιατών ότι ο έρωτας σήμαινε αδυναμία και ακολούθησε τον δρόμο της καρδιάς του. Οι έφοροι (αιρετό πενταμελές διοικητικό σώμα της αρχαίας Σπάρτης, με ετήσια θητεία) βέβαια απαιτούσαν διαδόχους από τους βασιλείς. Η γυναίκα του Αναξανδρίδη δεν είχε κατορθώσει να του δώσει παιδιά, οπότε κατ’ εξαίρεση του σπαρτιατικού νόμου που απαγόρευε τη διγαμία ο Αναξανδρίδης πήρε δεύτερη γυναίκα χωρίς να χωρίσει την πρώτη και μαζί της απέκτησε τον κατοπινό βασιλιά Κλεομένη Α’. Τελικά όμως απέκτησε παιδιά και από την πρώτη του γυναίκα, τον Δωριέα, τον Λεωνίδα και τον Κλεόμβροτο.


Οι έφοροι προώθησαν στη βασιλεία τον Κλεομένη Α’. Ο Δωριέας εγκατέλειψε νωρίς τη Σπάρτη και έχασε τη ζωή του στη Νότια Ιταλία. Οταν ο Κλεομένης ήρθε σε ρήξη με τους εφόρους εκείνοι προώθησαν στον θρόνο τον Λεωνίδα. Ο Λεωνίδας ενθρονίστηκε μετά τη θανάτωση του Κλεομένη, το 488 π.Χ. (οι έφοροι υποστήριξαν ότι επρόκειτο για αυτοκτονία) και αμέσως βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα λόγω των πολιτικών και κοινωνικών συγκρούσεων.


Την άνοιξη του 480 π.Χ. έφτασε η είδηση ότι ο Ξέρξης είχε ξεκινήσει την κάθοδό του από τη Μακεδονία στην Ελλάδα. Οι Ελληνες δεν έστειλαν τον στρατό τους στις Θερμοπύλες, παρά μόνο όταν βεβαιώθηκαν ότι ο Ξέρξης είχε φθάσει στον Θερμαϊκό Κόλπο, περίπου στο τέλος του Ιουνίου. Το πεζικό και ο στόλος είχαν σπαρτιάτες αρχηγούς, ο στόλος τον Ευρυβιάδη και το πεζικό τον βασιλιά Λεωνίδα. Ο Λεωνίδας έφερε μαζί του ελάχιστη δύναμη, 300 επίλεκτους Σπαρτιάτες, 500 οπλίτες από την Τεγέα, 500 Μαντινείς, 120 Αρκάδες Ορχομενίους και 1.700 περίπου λοιπούς πολεμιστές. Συνολικά ο ελληνικός στρατός στις Θερμοπύλες αριθμούσε 6.000 οπλίτες. Αριθμός μικρός, τουλάχιστον σε σύγκριση με τη μάχη του Μαραθώνα, όπου οι Αθηναίοι είχαν παρατάξει απέναντι στους Πέρσες 10.000 περίπου οπλίτες.



Ο Λεωνίδας, εύστροφος στρατηγός, προέβλεψε αμέσως την πανωλεθρία που θα ακολουθούσε, όχι μόνο λόγω του μικρού αριθμού του στρατού, αλλά κυρίως λόγω του φαραγγιού του Ασωπού, το οποίο, παρ’ όλο που ανέλαβαν οι Φωκείς να υπερασπιστούν, μπορούσε εύκολα να καταληφθεί από τον εχθρό.


Ο Λεωνίδας έσπευσε να ζητήσει βοήθεια. Η βοήθεια που ήρθε όμως δεν ήταν αρκετή. Η στρατηγική της επιλογής του φαραγγιού του Ασωπού αποδείχθηκε ολέθρια. Οι Πέρσες μπήκαν στη χαράδρα τη νύχτα της δεύτερης ημέρας και κατέλαβαν το πέρασμα. Η άμυνα των Θερμοπυλών ήταν αδύνατον να παραταθεί.


Οταν ο Ξέρξης έστειλε αγγελιοφόρους και ζήτησε από τους Ελληνες να καταθέσουν τα όπλα τους, ο Λεωνίδας απάντησε με το περίφημο «μολών λαβέ», δηλαδή «έλα να τα πάρεις».


Τότε φάνηκε ο ηρωισμός του σπαρτιάτη αρχηγού. Ο Λεωνίδας αρνήθηκε να εγκαταλείψει τη θέση της μάχης. Εδιωξε όλους τους συμμάχους και παρέμεινε στις Θερμοπύλες με 300 Σπαρτιάτες. Πολλοί είπαν ότι ο λόγος που παρέμεινε εκεί δεν ήταν τόσο η προσωπική του αυταπάρνηση αλλά ο νόμος της πατρίδας του, που του απαγόρευε την εγκατάλειψη της θέσης της μάχης (μολονότι ο Ευρυβιάδης, ο σπαρτιάτης αρχηγός του στόλου, είχε εγκαταλείψει τη θέση του προ πολλού).


Την τρίτη ημέρα της μάχης οι Πέρσες αποδεκάτισαν τους εναπομείναντες μαχητές. Ο Λεωνίδας όρμησε πρώτος στον πλατύ χώρο έξω από το στενό. Στην τελευταία του αυτή μάχη λέγεται ότι σκότωσε πολλούς Πέρσες προτού σκοτωθεί. Οι άνδρες του περικύκλωσαν το σώμα του για να το προφυλάξουν από τον εχθρό. Οι Πέρσες κατέβαλαν κάθε δυνατή προσπάθεια να πάρουν το σώμα του σπαρτιάτη βασιλιά για τρόπαιο. Σε αυτή τη φάση της μάχης έχασαν τη ζωή τους και οι δύο αδελφοί του Ξέρξη. Οι Ελληνες αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν μαζί με τον νεκρό τους βασιλιά έξω από το στενό. Οπως διηγείται ο Ηρόδοτος, οι Ελληνες αμύνονταν «μαχαίρησι, τοίσι αυτών ετύγχανον έτι περιέουσαι και χερσί και στόμασι» («με τα μαχαίρια που μερικοί έτυχε να έχουν, με τα χέρια και τα στόματά τους»).


Ξέρξης Α’ (522; π.Χ. – 465 π.Χ.)



Ο Ξέρξης Α’, βασιλιάς των Περσών, γεννήθηκε το 522 π.Χ., περίπου, και ήταν γιος του Δαρείου Α’ και της δεύτερης συζύγου του, Ατοσσας, κόρης του Κύρου του Μεγάλου. Το όνομά του είναι ο εξελληνισμένος τύπος του αρχαίου περσικού Κσαγιαρσά (ή Χσαγιάρ), που σημαίνει «κυρίαρχος ανθρώπων» ή «βασιλιάς». Πριν από την άνοδό του στον θρόνο, το 486 π.Χ., χρημάτισε επί 12 χρόνια διοικητής της Βαβυλώνας, αποκτώντας έτσι μεγάλη πείρα σε θέματα διακυβέρνησης. Ο Δαρείος τον όρισε διάδοχό του, με τη μεσολάβηση της φιλόδοξης μητέρας του, παραμερίζοντας από τον θρόνο τους μεγαλύτερους ετεροθαλείς αδελφούς του. Καθώς στο πρόσωπο του Ξέρξη ενώνονταν οι δύο βασιλικοί κλάδοι των Αχαιμενιδών, ο Δαρείος προφανώς θεώρησε ότι ο Ξέρξης μπορούσε να αποτελέσει εγγύηση για την ομαλή διαδοχή και τη συνέχιση της δυναστείας.


Μετά την ανάρρησή του στον θρόνο, ο Ξέρξης αναγκάστηκε να εκστρατεύσει το 484 π.Χ. κατά των επαναστατημένων σατραπειών της Αιγύπτου και της Βαβυλώνας προκειμένου να καταπνίξει τις αποσχιστικές φιλοδοξίες των εκεί σατραπών, εν τη γενέσει τους. Η καταστολή ήταν άγρια: ανέσκαψε και λεηλάτησε το Δέλτα του Νείλου και κατόπιν ισοπέδωσε τα τείχη της Βαβυλώνας και οδήγησε το σύνολο του πληθυσμού της στην αιχμαλωσία. Τότε ήταν που εγκατέλειψε τους τίτλους του βασιλιά της Βαβυλώνας και της Αιγύπτου (τίτλοι τους οποίους έφεραν οι προκάτοχοί του στον θρόνο), και αυτοανακηρύχθηκε απλώς «βασιλιάς των Περσών και των Μήδων».


Οι νίκες αυτές ανέβασαν το γόητρο του Μεγάλου Βασιλιά, ενισχύοντας παράλληλα τις φιλοπόλεμες φατρίες μέσα στα ανάκτορα. Με πρωτεργάτη τον εξάδελφο και γυναικαδελφό του, στρατηγό Μαρδόνιο, ο οποίος είχε για υποστηρικτές του μια ομάδα εξόριστων Ελλήνων, όπως ο έκπτωτος βασιλιάς της Σπάρτης Δημάρατος, η φιλοπόλεμη παράταξη κατόρθωσε να πείσει τον Ξέρξη να εκστρατεύσει εναντίον των Ελλήνων. Οι λόγοι της απόφασης του πέρση ηγεμόνα οπωσδήποτε δεν ήταν οικονομικοί, αφού η Ελλάδα δεν βρισκόταν ακόμη τότε στην περίοδο της ακμής της. Ισως να ήταν απλά η επίδειξη βασιλικού απολυταρχισμού αλλά και η επιθυμία του Ξέρξη να ξεπλύνει την ταπείνωση που είχε υποστεί η Περσία από τους Ελληνες με την ήττα της στον Μαραθώνα, το 490 π.Χ. Ο Ξέρξης, όπως αναφέρουν ερευνητές, δεν ήταν ούτε ανόητος ούτε άφρων, ωστόσο δεν έπαυε να είναι ένας μονάρχης ελέω θεού, για τον οποίο η αντίσταση και μόνο σήμαινε ιεροσυλία.


Για την πραγματοποίηση της εκστρατείας ο Ξέρξης εργάστηκε μεθοδικά τρία χρόνια (484-481 π.Χ.), συγκεντρώνοντας τεράστιες δυνάμεις από όλη την αυτοκρατορία και εκτελώντας απαραίτητα έργα υποδομής για τη μεταφορά και τον συνεχή ανεφοδιασμό του στρατού και του στόλου. Επικεφαλής των στρατευμάτων του ξεκίνησε από τις Σάρδεις την άνοιξη του 480 π.Χ. και προχώρησε νικηφόρα ως την Αθήνα, την οποία λεηλάτησε τον Σεπτέμβριο, έχοντας προηγουμένως επιτύχει να περάσει το εμπόδιο των Θερμοπυλών, στα μέσα Αυγούστου.


Υστερα όμως από την πανωλεθρία του στόλου του, από τον στόλο των Ελλήνων, στο στενό της Σαλαμίνας στα τέλη Σεπτεμβρίου, αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Ασία, αφήνοντας στη Θεσσαλία τον Μαρδόνιο. Μετά την ήττα και τον θάνατο του τελευταίου στη μάχη των Πλαταιών (τέλη Αυγούστου 479 π.Χ.), την πανωλεθρία της Μυκάλης (479 π.Χ.) και την συνακόλουθη κυριαρχία των Ελλήνων στο Αιγαίο, ο Ξέρξης, πικραμένος από την οικτρή αποτυχία της εκστρατείας, σταμάτησε να ασχολείται ενεργά με τα ελληνικά πράγματα.


Τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του τα αφιέρωσε σε ειρηνικά έργα, χτίζοντας μεγαλοπρεπή οικοδομήματα στα Σούσα και στην πρωτεύουσα Περσέπολη. Χάρη στις ανασκαφές της τελευταίας διακρίνονται σήμερα οι οικοδομικές προσθήκες του Ξέρξη: η ολοκλήρωση του ανακτόρου του πατέρα του, η ανέγερση του δικού του ανακτόρου, μιας μεγάλης υπόστυλης αίθουσας με έξι σειρές κιόνων, καθώς και του θησαυροφυλακίου της Αίθουσας των Εκατό Κιόνων ή Αίθουσας του Θρόνου.


Λίγα είναι γνωστά για τα τελευταία χρόνια της ζωής τού Ξέρξη. Λέγεται ότι έχοντας χάσει τις πνευματικές του δυνάμεις απομονώθηκε στον εαυτό του και αφέθηκε να παρασυρθεί σε ραδιουργίες των παρασκηνίων της αυλής, όντας υποχείριο της γυναίκας του. Η κακοδιοίκηση του κράτους προκάλεσε την επανάσταση του αδελφού του, τη διάλυση της βασιλικής οικογένειας και τη δολοφονία πολλών μελών της, κατ’ απαίτηση της βασίλισσας. Τελικά, το 465 π.Χ. έπεσε και ο ίδιος, μαζί με τον μεγαλύτερο γιο και διάδοχό του, θύμα δολοφονικής επίθεσης από τον διοικητή της προσωπικής του φρουράς, Αρτάβανο. Ο τάφος του Ξέρξη βρίσκεται λαξεμένος σε ένα μεγαλειώδες σύμπλεγμα βράχων, στο Νακς-ε-Ρουστάμ, τη νεκρόπολη των Αχαιμενιδών, 7 χιλιόμετρα δυτικά της Περσέπολης, κοντά στον τάφο του πατέρα του Δαρείου Α’.