ΟΙ ΜΑΧΕΣ


Οταν αναλογίζεται κανείς το ασύλληπτο εύρος της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, τότε τα δημογραφικά και στρατηγικά κίνητρά της καθώς και η συστηματική ιδεολογική διατύπωσή τους φαντάζουν ισχνά.


Είναι ασφαλώς αλήθεια ότι η επεκτατική πολιτική της Μακεδονίας, όπως την «κληροδότησε» ο Φίλιππος Β’ στον γιο του Αλέξανδρο Γ’, αποτελούσε διέξοδο στο δημογραφικό πρόβλημα και στη δυσκολία επιβίωσης του πληθυσμού με τις περιορισμένες δυνατότητες της μακεδονικής γης. Είναι επίσης λογικό ότι ο μακεδονικός έλεγχος στην ευρωπαϊκή ακτή του Ελλησπόντου δεν θα μπορούσε να εδραιωθεί χωρίς την επέκτασή του στην αντίπερα όχθη.


Η πανελλήνια ιδέα


Και βέβαια οι δύο αυτοί στόχοι έβρισκαν την ιδεολογική κάλυψή τους στη λεγόμενη «πανελλήνια ιδέα», στη σταδιακή εγκατάλειψη της πίστης στην ανεξάρτητη πόλη-κράτος και στον οραματισμό μιας ισχυρής κεντρικής εξουσίας που θα κατόρθωνε να ενώσει τους διχασμένους Ελληνες κατά των βαρβάρων και να τερματίσει την υποταγή των ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας στην περσική αυτοκρατορία.


Εν τούτοις, μολονότι οι ιστορικές αυτές συγκυρίες είναι γενικά παραδεκτές, δύσκολα μπορούν να αιτιολογήσουν μια εκστρατεία που απλώθηκε σε τέτοια έκταση και είχε τέτοιες μακροπρόθεσμες πολιτισμικές συνέπειες. Ο Μέγας Αλέξανδρος είναι ίσως η περίπτωση στην οποία το τετριμμένο – αν και αδιευκρίνιστο – ερώτημα περί του ρόλου της «προσωπικότητας» στις ιστορικές ζυμώσεις γίνεται πιεστικό. Το σίγουρο είναι, δίχως η περίπτωση αυτή να είναι σε θέση να μας δώσει έναν κανόνα, ότι η προσωπικότητα του Αλεξάνδρου ήταν το πιο καθοριστικό κίνητρο για την πραγματοποίηση αυτής της εκστρατείας καθώς και για την επιτυχία της. Ισως ο Αλέξανδρος εκφράζει με εύληπτο τρόπο αυτό που επιγραμματικά έθεσε ο Αρθουρ Κέσλερ, ότι οι αντικειμενικές συνθήκες είναι η κλειδαριά της Ιστορίας και η προσωπικότητα το κλειδί της.


Οι προετοιμασίες


Οταν μετά τη δολοφονία του πατέρα του Φιλίππου Β’ το 336 π.Χ. ο Αλέξανδρος ανέβηκε στον θρόνο, δεν ήταν αμύητος ούτε στην ευθύνη της εξουσίας ούτε στην τέχνη των πολεμικών συγκρούσεων. Είχε διατελέσει αντιβασιλέας το 372 π.Χ., όσο ο πατέρας του πολεμούσε στην Πέρινθο και στο Βυζάντιο, και είχε ηγηθεί της αριστερής πτέρυγας του ιππικού στη μάχη της Χαιρώνειας το 338 π.Χ.


Μετά την ενθρόνισή του ο Αλέξανδρος επέδειξε έναν ιδιαίτερα επιτυχημένο συνδυασμό διπλωματικής ικανότητας και στρατιωτικής πυγμής απέναντι στην αποσταθεροποίηση που επέφερε ο θάνατος του Φιλίππου. Στη μεν Αμβρακία, για παράδειγμα, αναγνώρισε την αυτονομία της, στη δε Θεσσαλία κατέφθασε αμέσως με στρατό, όπως και στη Βοιωτία. Η στρατιωτική ορμή του Αλεξάνδρου εντυπωσίασε τους Αθηναίους, οι οποίοι έστειλαν πρέσβεις να απολογηθούν για το ότι η Αθήνα δεν είχε σπεύσει νωρίτερα να αναγνωρίσει τον μακεδόνα βασιλιά.


Οι αντιπρόσωποι των ελληνικών πόλεων το 336 π.Χ. στην Κόρινθο ανακήρυξαν τον Αλέξανδρο «στρατηγόν αυτοκράτορα» της εκστρατείας κατά της περσικής αυτοκρατορίας. Μόνο οι Σπαρτιάτες, διασήμως, αρνήθηκαν να στηρίξουν την απόφαση παρατηρώντας: «Μη είναι σφίσι πάτριον ακολουθείν άλλοις, αλλ’ αυτούς άλλων εξηγείσθαι»Δεν είναι στην παράδοσή τους να ακολουθούν τους άλλους αλλά να ηγούνται των άλλων»).


Στο διάστημα που προετοιμαζόταν για τη μεγάλη εκστρατεία ο Αλέξανδρος αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα τόσο με τις απειλές των Τριβαλλών και των Γετών στα βόρεια όσο και με τη διπλωματική δραστηριότητα του Μεγάλου Βασιλέως των Περσών Δαρείου Γ’ του Κοδομανού, ο οποίος προσπαθούσε να πείσει τις ελληνικές πόλεις να εξεγερθούν κατά της Μακεδονίας. Οσο ο Αλέξανδρος προσπαθούσε να διευθετήσει τα προβλήματα στα βόρεια σύνορά του, στην Ελλάδα διαδόθηκε η είδηση ότι σκοτώθηκε στη μάχη. Υπό την προτροπή του Δαρείου οι Θηβαίοι πίστεψαν ότι αυτή ήταν η ευκαιρία τους να εξεγερθούν. Αλλες πόλεις, ανάμεσά τους και η Αθήνα, έστειλαν οικονομική βοήθεια και όπλα στη Θήβα.


Μόλις έμαθε την είδηση της εξέγερσης ο Αλέξανδρος έσπευσε στη Θήβα. Εν τούτοις δεν επιτέθηκε αμέσως αλλά έδωσε την ευκαιρία στους Θηβαίους να «μετανοήσουν» και να ανανεώσουν τη δέσμευσή τους να μετάσχουν «της κοινής τοις Ελλησιν ειρήνης». Οταν οι Θηβαίοι αρνήθηκαν, ο Αλέξανδρος κατέπνιξε την εξέγερση με μεγάλη σκληρότητα, κατέστρεψε την πόλη – εκτός από το σπίτι του ποιητή Πινδάρου – και άφησε πίσω μόνιμη φρουρά. Οι πόλεις που είχαν βοηθήσει τους Θηβαίους προσπάθησαν και πέτυχαν να κατευνάσουν την οργή του μακεδόνα βασιλιά.


Το φθινόπωρο του 335 π.Χ. ο Αλέξανδρος επέστρεψε στη Μακεδονία και ανακάλεσε τον Παρμενίωνα από τη Μικρά Ασία όπου ήταν ως τότε. Φαίνεται ότι στην κίνηση αυτή ο Δαρείος διέβλεψε την προσωρινή τουλάχιστον απομάκρυνση του μακεδονικού κινδύνου, οι προβλέψεις του όμως ήταν κάθε άλλο παρά ακριβείς.


Ολον τον χειμώνα διήρκεσαν οι προετοιμασίες και την άνοιξη του 334 π.Χ. η στρατιά ήταν έτοιμη. Η δύναμή της δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλη: 30.000 πεζοί και 5.000 ιππείς, ανάμεσά τους Μακεδόνες, άλλοι Ελληνες και μισθοφόροι. Πυρήνας της στρατιάς ήταν η εμπειροπόλεμη μακεδονική φάλαγγα, ενώ στις τάξεις του ιππικού ξεχώριζαν οι «εταίροι», οι μακεδόνες ευγενείς. Η στρατιά διέθετε επίσης πολιορκητικές μηχανές και μηχανικούς, ειδικούς στην διάνοιξη λαγουμιών, καθώς και ανιχνευτές – τους λεγόμενους «βηματιστές» – οι οποίοι συγκέντρωναν πληροφορίες για τη μορφολογία του εδάφους. Ο Παρμενίων ήταν υπαρχηγός του στρατού, ενώ ο ένας γιος του, ο Φιλώτας, ήταν αρχηγός των εταίρων και ο άλλος, ο Νικάνωρ, αρχηγός των υπασπιστών. Η οικονομική κατάσταση της ελληνικής στρατιάς φαίνεται ότι δεν ήταν ιδιαίτερα καλή. Ο Αλέξανδρος υπολόγιζε στη νίκη, ώστε να μπορέσει να χρησιμοποιήσει τα αγαθά των τόπων που θα κατακτούσε για να συντηρήσει τους άνδρες του. Αντιβασιλέα στη θέση του ο Αλέξανδρος άφησε τον Αντίπατρο, με δύναμη 12.000 πεζών και 1.500 ιππέων.


Η μάχη στον Γρανικό ποταμό



Ο Αλέξανδρος με ένα τμήμα της στρατιάς αποβιβάστηκε στο Ιλιον και συναντήθηκε με τον Παρμενίωνα που ηγείτο της υπόλοιπης. Στη συνέχεια, τον Μάιο του 334 π.Χ., κινήθηκαν μαζί προς τον μικρό ποταμό Γρανικό, όπου βρίσκονταν συγκεντρωμένοι περί τους 20.000 Πέρσες, καθώς και έλληνες μισθοφόροι υπό την ηγεσία του σημαντικότερου στρατηγού του περσικού στρατού, του Μέμνονα του Ροδίου.


Ο Αλέξανδρος και οι Ελληνες εκτέλεσαν άριστα το λεγόμενο σχέδιο της «λοξής παράταξης», ο Αλέξανδρος δηλαδή επιτέθηκε με το δεξιό πλευρό της στρατιάς ενώ ο Παρμενίων αμυνόταν με το αριστερό. Οταν ο Αλέξανδρος όρμησε στη μάχη κινδύνευσε σοβαρά, τον έσωσε όμως ο φίλος του Κλείτος. Το ιππικό των Περσών αντιστάθηκε με μανία, όταν ωστόσο η μακεδονική φάλαγγα διέσπασε τους αντιπάλους και πέρασε το ποτάμι, οι περσικές δυνάμεις βρέθηκαν σε κλοιό και η μάχη είχε πια κριθεί. Μολονότι ο ίδιος ο Μέμνων κατόρθωσε να διαφύγει, οι Πέρσες είχαν τεράστιες απώλειες, ανάμεσά τους 1.000 περίπου ιππείς και σημαντικούς αξιωματούχους του στρατεύματος.


Ο μακεδόνας βασιλιάς φρόντισε να τονίσει τον πανελλήνιο χαρακτήρα της πρώτης αυτής νίκης, μολονότι, πλην των Μακεδόνων, μόνο το θεσσαλικό ιππικό πολέμησε στη μάχη. Ο Αλέξανδρος έστειλε 300 περσικές πανοπλίες στην Αθήνα ως δώρο στη θεά Αθηνά με την ξακουστή επιγραφή: «Αλέξανδρος Φιλίππου και οι Ελληνες πλην Λακεδαιμονίων από των βαρβάρων των την Ασίαν κατοικούντων».


Η προέλαση της στρατιάς των Ελλήνων


Μετά τη μάχη στον Γρανικό ποταμό ο Αλέξανδρος άρχισε να «απελευθερώνει» τις πόλεις της Μικράς Ασίας τη μία μετά την άλλη. Κατέλαβε την Εφεσο, τη Μίλητο, την Αλικαρνασσό και τις Σάρδεις, την παλαιά πρωτεύουσα των Λυδών. Στη σατραπεία της Λυδίας ο Αλέξανδρος όρισε ηγεμόνα τον αδελφό τού Παρμενίωνα Ασανδρο. Στη συνέχεια υπέταξε τη Λυκία και τη Φρυγία και στράφηκε προς το Γόρδιο, την πόλη στις όχθες του ποταμού Σαγγάριου, όπου βρίσκονταν τα ανάκτορα του βασιλιά Γορδίου, ιδρυτή της Φρυγικής δυναστείας. (Εκεί ο Αλέξανδρος έκοψε με το σπαθί του τον περίφημο «δεσμό» στην άμαξα του Γορδίου.)


Παρά την επιτυχή προέλαση της ελληνικής στρατιάς, ο Μέμνων είχε ήδη οργανώσει την αντίσταση της περσικής αυτοκρατορίας. Στρατηγός ικανός και θαρραλέος, ο Μέμνων είχε καταλάβει τη Χίο, ένα μεγάλο τμήμα της Λέσβου και βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις με πολλά νησιά των Κυκλάδων, ενώ στα σχέδιά του βρισκόταν κατά πάσα πιθανότητα η ανάκτηση των Στενών του Ελλησπόντου, ώστε να αποτραπεί κάθε ενίσχυση της ελληνικής στρατιάς. Ευτυχώς για τους Ελληνες ο Μέμνων πέθανε αιφνιδίως από αδιάγνωστη ασθένεια.


Οι Ελληνες ξεκίνησαν από το Γόρδιο την άνοιξη του 333 π.Χ. και πορεύθηκαν προς τη νότια Καππαδοκία. Πέρασαν την Κιλικία και στρατοπέδευσαν στη Μυρίανδρο. Η ξαφνική απώλεια του Μέμνονος είχε αφήσει τον Δαρείο εκτεθειμένο. Επρεπε ο ίδιος να αναλάβει την οργάνωση της άμυνας, καθώς οι Ελληνες απειλούσαν πλέον την καρδιά της αυτοκρατορίας.


Η μάχη στην Ισσό



Το καλοκαίρι του 333 π.Χ. ο Δαρείος, ο οποίος είχε αναλάβει ο ίδιος τη διοίκηση του στρατού του, πέρασε τον Ευφράτη ποταμό και έφθασε στα νότια της Ισσού. Η κίνηση αυτή είχε το πλεονέκτημα ότι τον έφερε πίσω από τις ελληνικές δυνάμεις δίχως να τον αντιληφθεί ο Αλέξανδρος, είχε όμως και το μειονέκτημα ότι συνέπτυσσε τον – πολύ μεγαλύτερο από τον ελληνικό – περσικό στρατό σε στενή τοποθεσία, όπου ο όγκος του δεν μπορούσε να ελιχθεί. Ο περσικός στρατός υπολογίζεται σε περίπου 500.000-600.000 Πέρσες, Μήδους, Σκύθες, Χαλδαίους, Αρμένιους, αλλά και έλληνες μισθοφόρους.


Μόλις ο Αλέξανδρος πληροφορήθηκε την κίνηση αιφνιδιασμού του Δαρείου, μεμιάς γύρισε προς τα πίσω ώστε να εκμεταλλευθεί τη στενότητα του χώρου. Ο Αλέξανδρος και πάλι παρέταξε λοξά τον στρατό του και επιτέθηκε ο ίδιος από δεξιά οδηγώντας τους εταίρους.


Στο κέντρο μαινόταν η σφοδρότερη σύγκρουση μεταξύ της μακεδονικής φάλαγγας και των Ελλήνων. Αφού όμως ο Αλέξανδρος έτρεψε σε φυγή το αριστερό πλευρό των Περσών, στράφηκε προς το κέντρο και τα νώτα των αντιπάλων. Μολονότι οι Πέρσες πολέμησαν με λύσσα, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν με βαριές απώλειες.


Ο ίδιος ο Δαρείος εγκατέλειψε τη μάχη, ενώ η βασιλική οικογένεια πιάστηκε αιχμάλωτη. Στη φυγή τους οι Πέρσες άφησαν πίσω περισσότερα από 3.000 τάλαντα σε ασήμι και χρυσό . Ο Αλέξανδρος συμπεριφέρθηκε στην αιχμάλωτη βασιλική οι-


κογένεια με σεβασμό, υποχρεώνοντας τους Ελληνες να μεταχειρίζονται τα μέλη της ανάλογα με τη θέση τους στην ιεραρχία της περσικής αυλής.


Η προέλαση συνεχίζεται


Ο Αλέξανδρος επέλεξε να μην καταδιώξει τον Δαρείο. Αντ’ αυτού πορεύθηκε προς τον Νότο, κατά μήκος των παραλίων της Μεσογείου, και στη συνέχεια προς τη Συρία. Τότε έστειλε τον Παρμενίωνα να καταλάβει τη Δαμασκό, όπου ο Μεγάλος Βασιλεύς φύλασσε τους θησαυρούς της αυτοκρατορίας. Οι θησαυροί αυτοί ήταν η ενίσχυση που χρειαζόταν ο ελληνικός στρατός και έλυσαν τα οικονομικά προβλήματα της εκστρατείας. Επειτα ο Αλέξανδρος κατέλαβε την Αραδο, τη Μάραθο και τη Σιδώνα.


Οσο βρισκόταν στη Μάραθο ο Αλέξανδρος δέχτηκε τους απεσταλμένους του Δαρείου, οι οποίοι του μετέδωσαν τις παρακλήσεις του πέρση βασιλιά να ελευθερωθεί η οικογένειά του και να συναφθεί ειρήνη. Ο Αλέξανδρος του αντέταξε ότι είχε έρθει να τιμωρήσει τους Πέρσες για τα αδικήματα που είχαν διαπράξει οι πρόγονοί τους κατά των Ελλήνων και του επισήμανε ότι, αν ο Δαρείος ήθελε κάτι, καλά θα έκανε να έρθει αυτοπροσώπως να το ζητήσει από τον «βασιλιά της Ασίας». Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ μέχρι πρότινος ο Αλέξανδρος θεωρούσε τον εαυτό του βασιλιά των Ελλήνων, τώρα αυτοαποκαλούνταν βασιλιάς της Ασίας.


Ο Δαρείος έστειλε νέα πρόταση στον Αλέξανδρο προσφέροντας 10.000 τάλαντα για την απελευθέρωση της οικογενείας του και παραχωρώντας την έκταση από τον Ευφράτη ως τα μεσογειακά παράλια. Ο Αλέξανδρος απέρριψε την πρόταση. Αναφέρεται μάλιστα ότι ο Παρμενίων του είπε: «Εγώ θα δεχόμουν, αν ήμουν ο Αλέξανδρος». Και ο Αλέξανδρος του απάντησε: «Κι εγώ θα δεχόμουν, αν ήμουν ο Παρμενίων».


Στη συνέχεια ο Αλέξανδρος βάδισε προς την Αίγυπτο, όπου οι πόλεις δεν προέβαλαν αντίσταση και τον αναγνώρισαν ως ελευθερωτή. Εκεί το 331 π.Χ. ίδρυσε την Αλεξάνδρεια. Κατόπιν προχώρησε στη Λιβύη και μετά επέστρεψε στην Αίγυπτο, όπου ασχολήθηκε εκτενώς με την πολιτική οργάνωση της περιοχής. Τελικά επέστρεψε στη Συρία και έφθασε στη Μεσοποταμία.


Η μάχη στα Γαυγάμηλα



Φαίνεται ότι ο Δαρείος, μετά την αποτυχία των προσπαθειών του να εξευμενίσει τον Αλέξανδρο, θεώρησε ότι δεν είχε άλλη επιλογή από το να επιστρέψει στην ένοπλη αντίσταση. Μολονότι οι εκδοχές για το μέγεθος της περσικής στρατιάς ποικίλλουν – κάποιες πηγές αναφέρουν ένα εκατομμύριο πεζούς και 40.000 ιππείς, αριθμό μάλλον υπερβολικό -, το σίγουρο είναι ότι οι Πέρσες ήταν πολυπληθέστεροι από τους Ελληνες.


Και ο ελληνικός στρατός βέβαια είχε δεχθεί ενισχύσεις από τη Μακεδονία, το πρόβλημα όμως ήταν ότι αυτή τη φορά το πεδίο της μάχης ήταν η ανοιχτή πεδιάδα κοντά στα Γαυγάμηλα, όπου η τεράστια περσική στρατιά μπορούσε να ελιχθεί με άνεση και να εκμεταλλευθεί τον όγκο της. Το γεγονός αυτό ανάγκασε τον Αλέξανδρο να καταφύγει σε νέα τακτική, με στόχο να δώσει στο στράτευμά του μεγαλύτερη δυνατότητα ευελιξίας, ώστε να ενισχύει κατά περίπτωση το τμήμα εκείνο της παράταξης που είχε ανάγκη. Η τακτική του αποδείχθηκε ιδιοφυής.


Την 1η Οκτωβρίου 331 π.Χ. η μάχη ξεκίνησε με την προσπάθεια των Περσών να επιτεθούν στο δεξιό πλευρό των Ελλήνων. Τότε ο Αλέξανδρος την ενίσχυσε με μισθοφόρους ιππείς. Σε απάντηση ο Δαρείος έστειλε και άλλες ενισχύσεις στο σημείο αυτό, δημιουργώντας κενό στο αριστερό του πλευρό. Ο Αλέξανδρος το αντιλήφθηκε αμέσως και με μια κίνηση αστραπιαία επιτέθηκε ο ίδιος στην κεφαλή των εταίρων του. Μέσα από το κενό αυτό στράφηκε προς το κέντρο του περσικού στρατεύματος, κατά του ίδιου του Δαρείου. Ο Δαρείος, τρομαγμένος από την εκπληκτική ταχύτητα της επίθεσης του Αλεξάνδρου, τράπηκε σε φυγή για άλλη μια φορά. Η φυγή γενικεύτηκε και όταν ο Αλέξανδρος έσπευσε προς ενίσχυση του Παρμενίωνα, η μάχη είχε ουσιαστικά λήξει. Ο Αλέξανδρος κατεδίωξε τους Πέρσες ως τα Αρβηλα, ενώ ο Δαρείος κατόρθωσε να διαφύγει στη Μηδία με φρουρά μερικών χιλιάδων ιππέων.


Ο «βασιλιάς της Ασίας»


Μετά τη μάχη στα Γαυγάμηλα και αφού είχε καταλάβει τα Αρβηλα, ο Αλέξανδρος στράφηκε στη Βαβυλώνα, η οποία τον δέχθηκε με τιμές. Ορισε σατράπη τον Πέρση Μαζαίο αλλά τη στρατιωτική διοίκηση ανέθεσε σε έμπιστους Μακεδόνες. Μετά τη Βαβυλώνα, πορεύθηκε προς τα Σούσα, όπου βρήκε τεράστιο πλούτο – περί τα 50.000 αργυρά και 9.000 χρυσά τάλαντα -, και τελικά έφθασε στην Περσέπολη. Ο Αλέξανδρος ήταν πια κυρίαρχος όλης της περσικής αυτοκρατορίας.


Εχοντας πληροφορίες ότι ο Δαρείος κρυβόταν στα Εκβάτανα της Μηδίας, όπου προσπαθούσε να συγκεντρώσει στρατό, ο Αλέξανδρος κατευθύνθηκε προς την περιοχή. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής όμως έμαθε ότι ο Δαρείος είχε εγκαταλείψει την πόλη. Αφού όρισε σατράπη της Μηδίας τον Παρμενίωνα, ο Αλέξανδρος κατεδίωξε τον Δαρείο με μια μικρή φρουρά, έφτασε όμως πολύ αργά. Ο Δαρείος είχε ήδη δολοφονηθεί.


ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΤΕΥΧΟΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΤΗΚΑΝ: Θ. ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ, ΝΙΝΑ-ΜΑΡΙΑ ΠΑΣΧΑΛΙΔΟΥ.