Η ΜΑΧΗ


Η δεκαετία 1914-1924 υπήρξε η πλέον καθοριστική για την κατοπινή πορεία της σύγχρονης Ελλάδας στο διεθνές πολιτικό σκηνικό. Στη διάρκειά της η εθνική ταυτότητα των κατοίκων της χώρας διαμορφώθηκε στο σημείο που μας είναι γνωστή σήμερα. Σφραγίστηκε επίσης η μετέπειτα εξέλιξη της Ελλάδας εν μέσω πολιτικοκοινωνικών και οικονομικών αναταράξεων. Τέλος, παγιώθηκαν τα εξωτερικά σύνορα και η ανθρωπογεωγραφία της στη σημερινή τους σχεδόν μορφή, καθώς και οι σχέσεις του ελληνικού κράτους με τις υπόλοιπες χώρες της διεθνούς κοινότητας. Αυτή η δεκαετία υπήρξε επίσης τραγικός μάρτυρας του καταστροφικού Εθνικού Διχασμού, της ανόδου και της πτώσης της Μεγάλης Ιδέας και, ως απόρροια αυτής, του μεγαλύτερου ξεριζωμού και μεταναστευτικού κύματος που γνώρισε ποτέ το γένος στη μακραίωνη ιστορία του.


Ο Εθνικός Διχασμός


Ετος 1916. Οι θρίαμβοι των Βαλκανικών Πολέμων, συνοδευόμενοι από την πανηγυρική προσάρτηση των «Νέων Χωρών» στον ηπειρωτικό κορμό της χώρας, είχαν παραχωρήσει τη θέση τους σε ένα αμείλικτο εθνικό δίλημμα με φόντο τις κλιμακούμενες εχθροπραξίες του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου: έπρεπε η Ελλάδα να γίνει σύμμαχος των Δυνάμεων της Αντάντ (Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία), όπως πρέσβευε η κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου και η ανερχόμενη αστική τάξη, ή σύμμαχος των Κεντρικών Δυνάμεων, με επικεφαλής τη Γερμανία, με τη σύμφωνη γνώμη του βασιλιά Κωνσταντίνου, ο οποίος επεδείκνυε σε κάθε ευκαιρία τα φιλογερμανικά του αισθήματα; Ο διχασμός ήταν αναπόφευκτος.


Ακολούθησαν μήνες αναρχίας, παρεμβάσεων των ξένων στο εσωτερικό της χώρας, εναλλαγών κυβερνητικών σχημάτων και πολιτικών διώξεων κυρίως σε βάρος των οπαδών του Ελευθερίου Βενιζέλου. Τελικά η αγγλογαλλική συμμαχία που δραστηριοποιείτο έντονα στα ελληνικά πράγματα κατάφερε τον Ιούνιο του 1917 να «εκδιώξει» από το ελληνικό έδαφος τον βασιλιά Κωνσταντίνο, ο οποίος μετά την παραίτησή του αφήνει τον θρόνο στον γιο του Αλέξανδρο. Την ίδια χρονιά στο πηδάλιο της χώρας επιστρέφει ο Ελευθέριος Βενιζέλος με τη «Βουλή των Λαζάρων», κηρύσσει τον πόλεμο στη Γερμανία και στη Βουλγαρία, καλεί σε γενική επιστράτευση 300.000 στρατιώτες και συντάσσεται με τις συμμαχικές δυνάμεις.


Η λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου το 1918 βρήκε την Ελλάδα στο πλευρό των νικηφόρων συμμαχικών δυνάμεων της Αντάντ να αποκομίζει τα οφέλη της πολύτιμης συνεισφοράς της στην αντιμετώπιση της Γερμανίας και των συμμάχων της (μεταξύ των οποίων και η Οθωμανική Αυτοκρατορία). Χαρακτηριστικό είναι μάλιστα ότι το πέρας των Βαλκανικών Πολέμων και του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου βρήκε την Ελλάδα να διπλασιάζεται τόσο σε εδάφη όσο και σε πληθυσμό. Μετά δε τη σύναψη της Συνθήκης του Μούδρου, τον Σεπτέμβριο του 1918, ένα άγημα του ελληνικού στρατού, με αρχηγό τον Λεωνίδα Παρασκευόπουλο, συνόδευσε τα αγγλογαλλικά στρατεύματα που είχαν καταλάβει την Κωνσταντινούπολη, ενώ ταυτόχρονα ο ελληνικός στόλος αγκυροβολούσε στον Βόσπορο. Είχε φθάσει η ώρα των συνθηκών.


Οι συνθήκες


Με τη Συνθήκη του Νεϊγύ, στις 14 Νοεμβρίου 1919, η Βουλγαρία έχανε την κυριαρχία της στη Δυτική Θράκη (ως τον ποταμό Εβρο), η οποία μετά τη σύναψη της Συνθήκης των Σεβρών την 20ή Αυγούστου 1920 περιήλθε σε ελληνική διοίκηση. Το ίδιο έγινε και με την Ανατολική Θράκη, πλην της Κωνσταντινούπολης. Στην ίδια συνθήκη η Οθωμανική Αυτοκρατορία αναγνώριζε την πλήρη ελληνική κυριαρχία στα νησιά του Αιγαίου, στην Ιμβρο και στην Τένεδο και στα Δωδεκάνησα, πλην της Ρόδου την οποία κατείχαν οι Ιταλοί. Τελευταίο και σημαντικότερο, στην Ελλάδα ανετίθετο η προσωρινή διοίκηση της ευημερούσας Σμύρνης και της ενδοχώρας της, οι κάτοικοι της οποίας θα καλούνταν μετά το πέρας μιας πενταετίας να ψηφίσουν υπέρ ή κατά της οριστικής προσάρτησης στα εδάφη του ελληνικού κράτους. Το νέο όραμα μιας ισχυρής Ελλάδας, η περιώνυμη «Μεγάλη Ιδέα», συμπυκνωνόταν τώρα εύγλωττα στη φράση: «Η Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών».


Για μικρό χρονικό διάστημα αυτό υπήρξε όντως γεγονός… Ηδη από τις 2/15 Μαΐου* 1919, ύστερα από επιτυχημένους διεθνείς ελιγμούς του Ελευθέριου Βενιζέλου (αποδοχή σχετικού υπομνήματος από το Συμβούλιο των Τεσσάρων Μεγάλων), τα πρώτα ελληνικά στρατιωτικά αγήματα αποβιβάστηκαν στο πλούσιο λιμάνι της Σμύρνης (όπου παρεμπιπτόντως διατηρούσαν τότε την έδρα τους τουλάχιστον 11 τράπεζες και 61 ασφαλιστικές εταιρείες) και έτυχαν ενθουσιώδους υποδοχής από το ντόπιο ελληνικό στοιχείο.


Την εποχή εκείνη υπολογίζεται ότι στη Σμύρνη των 270.000 κατοίκων ζούσαν και δραστηριοποιούνταν 140.000 Ελληνες, 80.000 Τούρκοι, 12.000 Αρμένιοι, 20.000 Εβραίοι και 15.000 Ευρωπαίοι, χαρακτηριστικό δε είναι ότι το ελληνικό στοιχείο ήταν εκείνο που ευημερούσε καθώς διαχειριζόταν στο μεγαλύτερό τους μέρος το εμπόριο και την οικονομία της περιοχής.


Η τουρκική αντίσταση


Την ίδια ώρα στα βάθη της Μικράς Ασίας το εθνικιστικό κίνημα με επικεφαλής τον Μουσταφά Κεμάλ (τον μετέπειτα επονομαζόμενο «Ατατούρκ», δηλαδή «πατέρα των Τούρκων») εξαπλωνόταν ραγδαία στις λαϊκές μάζες της τουρκικής ενδοχώρας, αντιτιθέμενο στην παρηκμασμένη σουλτανική εξουσία. Μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών μάλιστα και ενώ η κεντρική σουλτανική εξουσία συναινούσε σε όλες σχεδόν τις επιταγές της συνθήκης, ο Κεμάλ και οι οπαδοί του δηλώνουν ανοιχτά την κάθετη αντίθεσή τους. Είχαν προηγηθεί ήδη από το 1915 οι σφαγές Αρμενίων και Ελλήνων Ποντίων, για να ακολουθήσουν στη συνέχεια επιθέσεις ενάντια σε κάθε ελληνικό στοιχείο, ιδιαίτερα μετά την άφιξη των ελληνικών στρατευμάτων στη Σμύρνη.


Οπως ήταν αναμενόμενο, η απόβαση αυτή, σε συνδυασμό με την επέκταση της σφαίρας της ελληνικής επιρροής σε όλη την περιφέρεια του Αϊδινίου (σε μια έκταση περίπου 17.000 τ. χλμ.), με την ενθάρρυνση αρχικά και των συμμαχικών δυνάμεων, θορύβησε έντονα το τουρκικό στοιχείο της περιοχής. Αυτή άλλωστε υπήρξε μια από τους κύριες παραμέτρους που καθιστούσαν το εν λόγω εγχείρημα εξαιρετικά δυσχερές. Πρώτον, γιατί τα ελληνικά στρατιωτικά σώματα καλούνταν να διεισδύσουν στη μικρασιατική ενδοχώρα, εκεί όπου ο τουρκικός πληθυσμός ήταν κυρίαρχος και εχθρικός· δεύτερον, γιατί όσο απομακρύνονταν από τη μικρασιατική ακτή τόσο αποκόπτονταν από τα κέντρα ανεφοδιασμού και εξαντλούνταν τα εφόδια. Τρίτη και σημαντικότερη τροχοπέδη στην πορεία του ελληνικού στρατού στάθηκε ο «κλεφτοπόλεμος» στον οποίο αποδύθηκε ο επαναστατικός στρατός του Μουσταφά Κεμάλ.


Το κλίμα αντιστρέφεται


Αυτός ακριβώς ο ενοχλητικός πόλεμος φθοράς σε βάρος των ελληνικών στρατευμάτων ώθησε τον Ελευθέριο Βενιζέλο να συνεχίσει να στέλνει πλήθος ενισχύσεων στη Μικρά Ασία, αφού προηγουμένως είχε λάβει την έγκριση των δυτικών δυνάμεων που είχαν διαμελίσει την Μικρά Ασία σε ξεχωριστές σφαίρες επιρροής. Το ενισχυμένο μέτωπο που κινούνταν τώρα με ορμή στο εσωτερικό της περιοχής του Αϊδινίου, εκτός από την τουρκική αντίδραση, βρέθηκε ξαφνικά αντιμέτωπο με τον «αντιπερισπασμό» των μέχρι πρότινος συμμάχων Ιταλών, οι οποίοι μετά την Αττάλεια και την Αλικαρνασσό κινούνταν να καταλάβουν και το Αϊδίνιο, πιέζοντας τις ελληνικές θέσεις και εξοπλίζοντας παντοιοτρόπως τους Τούρκους.


Τότε ήταν που ο Βενιζέλος ζήτησε την άδεια των Συμμάχων προκειμένου να επιτεθεί στις δυνάμεις του Ατατούρκ, οι οποίες όμως αυτή τη φορά βρίσκονταν εκτός ορίων ελληνικής δικαιοδοσίας. Η συναίνεση των Συμμάχων υπήρξε χλιαρή, με την ταυτόχρονη υπενθύμιση ότι από τούδε και στο εξής οι Ελληνες θα ενεργούσαν μόνοι, αβοήθητοι και με δική τους ευθύνη. Ωστόσο η ελληνική προέλαση συνεχίστηκε νικηφόρα, έστω και προσωρινά. Η προώθηση των ελλήνων στρατιωτών ως την Προύσα συνοδεύτηκε από υποχώρηση των κεμαλικών στρατευμάτων στη Νικομήδεια.


Στην Ελλάδα, παρά την αξιοσημείωτη διπλωματική επιτυχία της κυβέρνησης Βενιζέλου με τη Συνθήκη των Σεβρών, υπήρξαν και φωνές αντίθεσης. Ακολούθησαν πολιτικές αναταράξεις, τις οποίες πυροδότησαν και τα σενάρια διαδοχής μετά τον θάνατο του βασιλιά Αλεξάνδρου, οι οποίες με τη σειρά τους είχαν ως αποτέλεσμα την προκήρυξη εκλογών, τη βαριά ήττα της παράταξης του Βενιζέλου και, μετά τη διενέργεια δημοψηφίσματος, την επάνοδο στον θρόνο του Κωνσταντίνου Α’ τον Δεκέμβριο του 1920. Χαρακτηριστική ήταν δε η ανταπόκριση του αρχιστρατήγου Αναστάσιου Παπούλα με τηλεγράφημα προς τον βασιλιά του: «Η στρατιά Σμύρνης υπό την διοίκησίν μου υποβάλλει ευλαβώς εις την Υμετέραν Μεγαλειότητα τα αισθήματα αφοσιώσεως και υποταγής, αναμένουσα όπως οδηγήσετε αυτήν εις νέας νίκας». Ακολούθως ο Ελευθέριος Βενιζέλος αυτοεξορίστηκε στο Παρίσι. Η σύμπτωση ήταν άθλια: ο γερμανόφιλος βασιλιάς αποτελούσε κόκκινο πανί για τις συμμαχικές δυνάμεις της Αντάντ, οι οποίες σταδιακά ήραν την υποστήριξή τους στις ελληνικές θέσεις. Η αντίστροφη μέτρηση για την τύχη της μικρασιατικής εκστρατείας είχε πια αρχίσει και το μέλλον διαγραφόταν ζοφερό τόσο για τα πολυάριθμα σώματα στρατού όσο κυρίως για τους ελληνικούς πληθυσμούς της Σμύρνης και της μικρασιατικής ενδοχώρας, οι οποίοι απέμειναν έρμαιο των ραγδαίων εξελίξεων που ακολούθησαν.


Η Ελλάδα δίχως συμμάχους


Με το πρόσχημα ότι τα φιλογερμανικά αισθήματα του Κωνσταντίνου δεν συμφωνούσαν με τα δυτικά συμμαχικά συμφέροντα η μία μετά την άλλη οι Δυνάμεις της Αντάντ άρχισαν να εγκαταλείπουν την Ελλάδα στην τύχη της. Η Γαλλία μάλιστα θα κάνει πολιτική στροφή 180 μοιρών στηρίζοντας ανοιχτά και έμπρακτα (Σύμφωνο της Αγκυρας, Οκτώβριος 1921) τις θέσεις του Κεμάλ. Το παράδειγμά της ακολούθησε σύντομα και η Ιταλία, η οποία τώρα εφοδιάζει με όπλα και τεχνογνωσία τον κεμαλικό στρατό. Οι ΗΠΑ και η Σοβιετική Ενωση περί άλλα τυρβάζουν, διατυπώνοντας θέσεις υπέρ της αυτοδιάθεσης των λαών στην Εγγύς Ανατολή – οι Σοβιετικοί μάλιστα υπέγραψαν και σύμφωνο φιλίας με τους κεμαλικούς -, και, τέλος, η Αγγλία διατηρεί ιδιότυπη ουδετερότητα, που ουσιαστικά πλήττει τα ελληνικά συμφέροντα. Ξαφνικά η Ελλάδα βρίσκεται στο περιθώριο, ενώ οι πρώην σύμμαχοί της «ξιφουλκούν» με στόχο να προσεταιριστούν τον Κεμάλ στη διάδοχη κατάσταση.


Πίσω στα ελληνικά πράγματα τώρα, η Ηνωμένη Αντιπολίτευσις με επικεφαλής τον Δημήτριο Γούναρη είχε διαδεχθεί στο πηδάλιο της εξουσίας την κυβέρνηση Βενιζέλου. Αν και είχε προσάψει στη βενιζελική παράταξη την ευθύνη της μικρασιατικής περιπέτειας και ενώ προεκλογικά είχε υποσχεθεί απεμπλοκή των ελληνικών στρατευμάτων από τη Μικρά Ασία, η νεοεκλεγείσα κυβέρνηση αποφάσισε τελικά κλιμάκωση των επιχειρήσεων με στόχο την κατάληψη της Αγκυρας ως μοχλό πίεσης του Κεμάλ. Προς αυτή την κατεύθυνση στις 30 Μαΐου ο βασιλιάς Κωνσταντίνος μετέβη στο μέτωπο με το παλαιό βασιλικό επιτελείο του, ενώ ο αριθμός των στρατιωτών της Μικράς Ασίας από 80.000 που ήταν πριν από την εκλογή Γούναρη ανήρχετο τώρα σε 220.000. Στις αρχές Ιουνίου έγινε υπό την προεδρία του σύσκεψη στο Κορδελιό.


Η αντίδραση του Κεμάλ



Η άμεση αντίδραση διά στόματος Κεμάλ ήταν η κήρυξη «Ιερού Πολέμου» κατά των Ελλήνων. Ακολούθησε στις 27 Ιουνίου / 10 Ιουλίου 1921 η εφόρμηση του ελληνικού στρατού από τέσσερα διαφορετικά μέτωπα, με τελικό προορισμό την Αγκυρα, το κέντρο του κεμαλικού κινήματος. Κατά τις πρώτες επιτυχείς επιχειρήσεις κατελήφθησαν η Κιουτάχεια και το Εσκί Σεχίρ. Στην Κιουτάχεια μάλιστα πραγματοποιήθηκε στις 16 Ιουλίου 1921 μεγάλη σύσκεψη υπό την προεδρία του Κωνσταντίνου Α’, με τη συμμετοχή και της πολιτικής ηγεσίας. Παρά λοιπόν τις διατυπώσεις ενδοιασμών για την κλιμάκωση των επιχειρήσεων, αποφασίστηκε τελικά προέλαση. Ημέρες αργότερα τα ελληνικά στρατεύματα βάδισαν διά μέσου της δύσβατης Αλμυρής Ερήμου ως τον ποταμό Σαγγάριο – προς στιγμήν τον προσπέρασαν – με στόχο την περικύκλωση των αντίπαλων στρατευμάτων.


Στην αιματηρή μάχη που δόθηκε εκεί στις 4/17 Αυγούστου 1921 τα ελληνικά στρατεύματα ανακόπηκαν βίαια και εξαναγκάστηκαν σε υποχώρηση στις αρχικές τους θέσεις, ήτοι στο μέτωπο Εσκί Σεχίρ – Κιουτάχειας – Αφιόν Καραχισάρ, ενώ ο βασιλιάς Κωνσταντίνος επέστρεψε στην Αθήνα, την ίδια στιγμή που ο πρωθυπουργός Γούναρης δήλωνε ενώπιον της ελληνικής Βουλής ότι οι επιθετικές ελληνικές επιχειρήσεις είχαν λάβει τέλος. Το ελληνικό στράτευμα είχε φθάσει στα όρια αντοχής του και ποτέ πια δεν θα περνούσε στην αντίπερα όχθη του Σαγγάριου. Αντίθετα παρέμεινε καθηλωμένο για τον επόμενο χρόνο, μαστιζόμενο από την πείνα και την εξαθλίωση λόγω έλλειψης επαρκούς ανεφοδιασμού. Το πρώτο πλήγμα των κεμαλικών στρατευμάτων στις τάξεις του ελληνικού στρατού είχε ως τραγικό αποτέλεσμα τον θάνατο ή τον σοβαρό τραυματισμό περίπου 25.000 στρατιωτών. Δεν επρόκειτο πλέον για μέτωπο επίθεσης αλλά για αμυντικό μέτωπο.


Την πρώτη σημαντική ήττα των Ελλήνων στο πλαίσιο της μικρασιατικής εκστρατείας διαδέχθηκαν τώρα εκκλήσεις της ελληνικής κυβέρνησης προς συμμάχους της για οικονομική και στρατιωτική συνδρομή, οι οποίες έπεσαν στο κενό. Ο Κεμάλ και η παράταξή του είχαν πια την πρωτοβουλία των κινήσεων. Οι επαχθείς όροι που πρότεινε για τη σύναψη συμφώνου ειρήνης με την ελληνική πλευρά περιελάμβαναν μεταξύ άλλων επιστροφή της Σμύρνης στην Τουρκία και παραχώρηση τοπικής αυτονομίας στη Θράκη, καθώς και υψηλή πολεμική αποζημίωση.


Η απάντηση της ελληνικής πλευράς στις αξιώσεις του Κεμάλ υπήρξε αρνητική, πράγμα που σήμανε τη συνέχιση της ελληνικής παρουσίας εκατοντάδες χιλιόμετρα από τις ακτές της Σμύρνης. Το μέγεθος της αγωνίας εν μέσω της εσωτερικής κρίσης που ξέσπασε στην Ελλάδα ύστερα από αυτές τις εξελίξεις είναι έκδηλο και στο «Δημοκρατικό μανιφέστο» που εξέδωσαν οι Δημοκρατικοί Φιλελεύθεροι του Αλέξανδρου Παπαναστασίου τον Φεβρουάριο του 1922. Λίγους μήνες πριν από τον σχεδόν προδιαγεγραμμένο επίλογο της κρίσης η κυβέρνηση Γούναρη συνεχίζει τις διώξεις βενιζελικών και καταδικάζει τον Παπαναστασίου σε φυλάκιση. Η οικονομία καταρρέει, το νόμισμα υποτιμάται, δημιουργείται πολιτικό αδιέξοδο. Η αντικατάσταση του Γούναρη στην κεφαλή της κυβέρνησης πρώτα από τον Ν. Στράτο και εν συνεχεία από τον Π. Πρωτοπαπαδάκη συνοδεύτηκε και από την αντικατάσταση του ως τότε αρχιστρατήγου στο ελληνικό μέτωπο της Ασίας Αναστάσιου Παπούλα από τον στρατηγό Γεώργιο Χατζηανέστη, χωρίς ωστόσο αξιοσημείωτη μεταβολή της κατάστασης. Χαρακτηριστικό δε της οικονομικής κρίσης είναι ότι το μέσο ημερήσιο κόστος της μικρασιατικής εκστρατείας το 1922 είχε φθάσει τα 8 εκατ. δρχ. έναντι μόλις 2,8 εκατ. δρχ. το 1919.


Η καταστροφή


Εν μέσω γενικευμένων αντιδράσεων και βαθιάς πολιτικής, οικονομικής και διπλωματικής κρίσης στην ελληνική επικράτεια ο Ατατούρκ επιλέγει να εξαπολύσει τη γενική του επίθεση με σκοπό τη διάρρηξη του επιμήκους ελληνικού μετώπου. Το εναρκτήριο σάλπισμα δόθηκε την 13η/26η Αυγούστου 1922 στον τομέα του Αφιόν Καραχισάρ και αυτό που ακολούθησε αποτελεί μια από τις πιο θλιβερές σελίδες της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Μετά την αιφνιδιαστική ενορχηστρωμένη τουρκική αντεπίθεση το ελληνικό μέτωπο διαρρηγνύεται και από εκεί το πλήθος των κεμαλικών στρατευμάτων εισχωρεί και τρέπει σε άτακτη φυγή προς τα παράλια τις τάξεις των ελλήνων στρατιωτών. Τελικός προορισμός του Κεμάλ είναι η Σμύρνη, στην οποία σχεδιάζει να μπει ως απελευθερωτής.


Ελλείψει επαρκούς σχεδίου άμυνας ή έστω σχεδίου οργανωμένης υποχώρησης ο ελληνικός στρατός υποχωρεί άτακτα προς την Προποντίδα και τις δυτικές ακτές του Αιγαίου, με συνέπεια ολόκληρα τμήματά του να σφαγιασθούν ή να βρεθούν αιχμάλωτα στα χέρια των Τούρκων. Μια ανεξάρτητη μεραρχία κατάφερε να περάσει συντεταγμένη στο Δεκελί και εν συνεχεία στη Λέσβο. Και ενώ όλα αυτά συμβαίνουν στο μικρασιατικό μέτωπο, στην Αθήνα ο βασιλιάς Κωνσταντίνος μετά την παραίτηση της κυβέρνησης Πρωτοπαπαδάκη ορκίζει πρωθυπουργό τον Ν. Τριανταφυλλάκο.


Δεκατέσσερις ημέρες μετά, στις 27 Αυγούστου / 8 Σεπτεμβρίου 1922, και ενώ οι πρώτοι έλληνες στρατιώτες που κατέφθαναν κυνηγημένοι ύστερα από ακατάπαυστη πορεία 420 χιλιομέτρων επιβιβάζονταν όπως όπως στα πλοία, μπήκαν στη Σμύρνη οι πρώτες κεμαλικές δυνάμεις. Ακολούθησε πανδαιμόνιο. Την πυρπόληση των ελληνικών, αρμενικών και εβραϊκών συνοικιών ακολούθησαν σφαγές, αιχμαλωσίες και διωγμοί αμάχων από τις εστίες τους υπό την «ουδέτερη» επιτήρηση του συμμαχικού ναυτικού που παρακολουθούσε τα γεγονότα από απόσταση ασφαλείας χωρίς πρόθεση επέμβασης.


Στον μακρύ κατάλογο των συνολικά 700.000 θυμάτων μεταξύ των αμάχων και των 80.000 περίπου στρατιωτών συγκαταλέγεται και ο Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος, ο οποίος, σύμφωνα με μαρτυρίες, αρνήθηκε την πρόταση του γάλλου προξένου να εγκαταλείψει το ποίμνιό του και αντιμετώπισε μέχρι θανάτου τη μανία του τουρκικού όχλου. Οι περίπου 1.500.000 άνθρωποι της ευρύτερης περιοχής που κατάφεραν να μείνουν ζωντανοί πέρασαν άρον άρον στα κοντινά ελληνικά νησιά και προωθήθηκαν στη συνέχεια στην ηπειρωτική Ελλάδα.


Η Δίκη των Εξι


Στην απέναντι όχθη του Αιγαίου η πρωτόγνωρη αυτή εισροή προσφύγων σε συνδυασμό με τη στρατιωτική πανωλεθρία στο μικρασιατικό μέτωπο και την καταστροφή της Σμύρνης, που θα μείνει στην ιστορία ως Μικρασιατική Καταστροφή, είχαν οδηγήσει σε έκρυθμη κατάσταση στο εσωτερικό της χώρας. Προς αποφυγή λαϊκής εξέγερσης τα τμήματα εκείνα του στρατού που είχαν αποβιβαστεί στη Χίο και στη Μυτιλήνη κήρυξαν επανάσταση κατά του καθεστώτος και του βασιλιά. Με επικεφαλής την τριανδρία, δηλαδή τους συνταγματάρχες Νικόλαο Πλαστήρα και Στυλιανό Γονατά και τον αντιπλοίαρχο Δημήτριο Φωκά, το κίνημα προχώρησε με γνώμονα την επίτευξη τριών στόχων: την αποπομπή του Κωνσταντίνου Α’, τον σχηματισμό κυβέρνησης φίλα προσκείμενης στην Αντάντ και την ενίσχυση των δυνάμεων που βρίσκονταν στο μέτωπο της Θράκης.


Πράγματι, ημέρες αργότερα ο βασιλιάς παραιτήθηκε υπέρ του υιού του Γεωργίου Β’ και εγκατέλειψε τη χώρα. Ακολούθως τα ηνία της διακυβέρνησης παρέλαβε ο Σωτήριος Κροκιδάς, από τις πρώτες ενέργειες του οποίου υπήρξε η σύσταση έκτακτου στρατοδικείου για την καταδίκη των υπευθύνων για τη μικρασιατική τραγωδία. Τον Νοέμβριο του 1922 στην ιστορική Δίκη των Εξι καταδικάστηκαν σε θάνατο ο Δημήτριος Γούναρης, ο Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, ο Νικόλαος Στράτος, ο Γεώργιος Μπαλτατζής, ο Νικόλαος Θεοτόκης, όλοι τους πολιτικοί, καθώς και ο αρχιστράτηγος Γεώργιος Χατζηανέστης. Η ποινή εκτελέστηκε εν μέσω πλήθους αντικρουόμενων αντιδράσεων.


Τις πρώτες έντονες στιγμές αναρχίας, οργής και απόγνωσης διαδέχθηκαν ψύχραιμες ενέργειες για την οργάνωση της στρατιάς του Εβρου από τον Θεόδωρο Πάγκαλο, καθώς και η ανάθεση των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων με την τουρκική πλευρά στον Ελευθέριο Βενιζέλο. Σε πρώτη φάση η ανακωχή μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας στα Μουδανιά τον Οκτώβριο του 1922 ανάγκαζε τα ελληνικά στρατεύματα να εγκαταλείψουν την περιοχή της Ανατολικής Θράκης. Με τη Συνθήκη της Λωζάννης την 24η Ιουλίου του επόμενου έτους οι συμμετέχουσες πλευρές (Ελλάδα, Τουρκία, Γαλλία, Ιταλία και Αγγλία) όρισαν τον ποταμό Εβρο ως φυσικό σύνορο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, η δεύτερη πήρε τα νησιά Ιμβρο και Τένεδο, και ορίστηκε με τη συναίνεση των δύο πλευρών η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών, από την οποία εξαιρέθηκαν οι έλληνες κάτοικοι Ιμβρου, Τενέδου και Κωνσταντινούπολης και οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης.


Μήνες αργότερα και ύστερα από πολιτικές ζυμώσεις ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου ορκίζεται στις 24 Μαρτίου 1924 επικεφαλής του Υπουργικού Συμβουλίου. Ακολούθως η Βουλή με ιστορικό ψήφισμά της ανακηρύσσει τη Δημοκρατία και ο ως τότε εκτελών χρέη αντιβασιλέως ναύαρχος Κουντουριώτης εκλέγεται από τη Βουλή ο πρώτος Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Ενα νέο κεφάλαιο ανοίγει για την Ελλάδα του Μεσοπολέμου, η οποία καλείται πλέον να μαζέψει τα κομμάτια της και να ορθοποδήσει.


Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ήταν αδιαμφισβήτητα ο πιο χαρισματικός πολιτικός του πρώτου μισού του αιώνα και ο κύριος εκφραστής της πολιτικής για τη δημιουργία της Μεγάλης Ελλάδας. Υπό την καθοδήγησή του η χώρα συμμετείχε στους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913 με εντυπωσιακά οφέλη, αφού με την προσάρτηση της Μακεδονίας και των νησιών του Βορειοανατολικού Αιγαίου σχεδόν διπλασίασε τόσο την έκταση όσο και τον πληθυσμό της. Επιπλέον η επικράτηση του Βενιζέλου εναντίον του βασιλιά Κωνσταντίνου Α’ στον λεγόμενο «Εθνικό Διχασμό» βρήκε την Ελλάδα στο πλευρό των νικητών της Αντάντ στο τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μετά τον οριστικό ενταφιασμό της Μεγάλης Ιδέας, όμως, με τη Συνθήκη της Λωζάννης, και μετά την αναγκαστική ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, επήλθε ριζική μεταβολή της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Η νέα πολιτική δεν είχε ως στόχο την επέκταση των ορίων της ελληνικής επικράτειας αλλά τη διαφύλαξη της ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας, καθώς και την επίτευξη πολιτικής συνεργασίας με τις γείτονες χώρες και ειδικά με την Τουρκία. Ο κύριος εκφραστής και της νέας αυτής στρατηγικής ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Αυτή η νέα σχέση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας επικυρώθηκε με το Σύμφωνο Φιλίας που υπεγράφη στην Αγκυρα στις 30 Οκτωβρίου 1930.


Δημήτριος Γούναρης (1867 – 1922)


Στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920 ο Δημήτριος Γούναρης αναγνωριζόταν ως ο ηγέτης της παράταξης των αντιβενιζελικών. Την ισχύ αυτή διατήρησε σε όλες τις κυβερνήσεις ως την Καταστροφή, είτε ήταν πρωθυπουργός είτε υπουργός είτε απλώς κοινοβουλευτικός υποστηρικτής. Κρίθηκε κύριος υπαίτιος για τη Μικρασιατική Καταστροφή, καταδικάστηκε σε θάνατο στην περίφημη Δίκη των Εξι και εκτελέστηκε τον Νοέμβριο του 1922.


Νικόλαος Πλαστήρας (1883 – 1953)


Γεννημένος στο Μαυροβούνι Καρδίτσας και απόφοιτος της Σχολής Υπαξιωματικών Στρατού, ο Νικόλαος Πλαστήρας διακρίθηκε τόσο ως στρατιωτικός όσο και ως πολιτικός. Συμμετείχε σε όλες τις πολεμικές επιχειρήσεις της Ελλάδας από το 1912 ως το 1922. Υπήρξε ένα από τα πιο σημαντικά μέλη της Επαναστατικής Επιτροπής, όπου υποστήριξε σθεναρά την ανάθεση της διπλωματικής εκπροσώπησης της χώρας στον Ελευθέριο Βενιζέλο. Διατέλεσε πρωθυπουργός της Ελλάδας ανάμεσα στο 1951 και 1952.


* Οι διπλές ημερομηνίες αναφέρονται στο νέο και στο παλαιό ημερολόγιο αντιστοίχως.


ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΝΘΕΤΟΥ: Α. ΖΕΝΑΚΟΣ. ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΤΕΥΧΟΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΤΗΚΑΝ: Θ. ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ, ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΟΛΙΟΥ, ΝΙΝΑ-ΜΑΡΙΑ ΠΑΣΧΑΛΙΔΟΥ