«Σύντροφε Καρπόφ, συμφωνώ απολύτως με τα προτεινόμενα μέτρα σας», Ιωσήφ Στάλιν, 15 Μαρτίου 1945. Στο υπόμνημά του ο συνταγματάρχης της MKVD, προγόνου της KGB, περιλαμβάνει έξι σημεία ως «απαραίτητα μέτρα για την ενίσχυση της επίδρασης της Ρωσικής Εκκλησίας στο εξωτερικό». Οι αναφορές του σοβιετικού αξιωματικού στην Ελλάδα και στην Ουγγαρία αποτελούν ζήτημα έρευνας για τη Δικαιοσύνη καθώς τα δικαστήρια της Βουδαπέστης θα πρέπει σε σύντομο χρονικό διάστημα να αποφανθούν για το ποια θα είναι η τύχη του Ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Του ναού που βρίσκεται στο κέντρο της Βουδαπέστης, ανεγέρθηκε το 1780, ανήκε στην ελληνική παροικία και στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αλλά από την ημέρα που εισήλθε ο Κόκκινος Στρατός στην Ουγγαρία πέρασε στα χέρια των Ρώσων και του Πατριαρχείου Μόσχας. Το ζήτημα απασχολεί τους έλληνες διπλωμάτες. Ο πρεσβευτής της χώρας μας στη Βουδαπέστη κ. Ν. Καλεντζιανός προχώρησε σε παράσταση ενώπιον του δικαστηρίου υποβάλλοντας γραπτή δήλωση με στόχο την επιστροφή του ναού. Ζητεί την εφαρμογή των διεθνών κανόνων δικαίου και στηλιτεύει το ενδεχόμενο νομιμοποίησης της παράδοσης «εκκλησιαστικών κτισμάτων σε αλλότριες κατοχικές δυνάμεις, οι οποίες προφανώς και δημοσίως διεκήρυτταν την αθεΐα και μεταχειρίζονται τις εκκλησιαστικές και γενικότερα τις πολιτιστικές υποθέσεις για καθαρά πολιτικούς σκοπούς, αμφισβητούμενης νομιμότητας». Η απάντηση του Πατριαρχείου Μόσχας διά των εκπροσώπων του στη Βουδαπέστη είναι πολύ σκληρή και αμφισβητεί ακόμη και την ελληνικότητα της παροικίας μας στη Βουδαπέστη. Μάλιστα μεταξύ των επιχειρημάτων που παρουσιάστηκαν ήταν ότι η κοινότητα δεν ήταν ελληνική αλλά μακεδονοβλαχική.


Ενα από τα ισχυρότερα χαρτιά που διαθέτει ο Μητροπολίτης Αυστρίας και Εξαρχος πάσης Ουγγαρίας κ. Μιχαήλ – ο οποίος χειρίζεται εξ ονόματος του Οικουμενικού Πατριαρχείου την υπόθεση της επιστροφής των συνολικά έξι ναών που υπάρχουν στη Βουδαπέστη – είναι όσα περιλαμβάνονται στο υπόμνημα που φέρεται να απέστειλε ο συνταγματάρχης Καρπόφ στον Ιωσήφ Στάλιν το 1945. Το υπόμνημα – που κατατέθηκε στο δικαστήριο – δημοσιοποιήθηκε 46 χρόνια μετά τη σύνταξή του μέσα από τις σελίδες ενός βιβλίου στη Βουδαπέστη και σύμφωνα με τον συγγραφέα του Laszlo Puskas ο συνταγματάρχης προτείνει στον Στάλιν:


1. Την κατάργηση της Αυτοκεφαλίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Πολωνίας και την πλήρη ένταξή της στο Πατριαρχείο Μόσχας.


2. Την αποστολή εκπροσώπου του Πατριαρχείου Μόσχας στο Μπάρι της Ιταλίας προς διεκπεραίωση της εντάξεως των κληρικών του εκεί ρωσικού ναού και του πρεσβυτερίου, σύμφωνα με τη σχετική αίτηση που είχαν υποβάλει, στο Πατριαρχείο Μόσχας.


3. Την επίσπευση του ταξιδιού εκ Παρισίων στη Μόσχα του Εξάρχου του Οικουμενικού Πατριαρχείου εν Ευρώπη Μητροπολίτου Ευλογίου, ο οποίος είχε εκφράσει την επιθυμία ενώσεως αυτού με το Πατριαρχείο Μόσχας. Στην περίπτωση που κάτι τέτοιο επιτευχθεί, το Πατριαρχείο Μόσχας θα είχε μόνο στη Γαλλία 57 ναούς και άλλους στην Αγγλία, στην Τσεχοσλοβακία, στη Σουηδία, στην Αυστρία, στην Αλγερία και στο Μαρόκο. Αν ο Ευλόγιος λόγω ασθενείας δεν θα ήταν σε θέση να ταξιδέψει, τότε μπορούσε να κληθεί στη Μόσχα ο αναπληρωτής του Αρχιεπίσκοπος Βλαδίμηρος. Πρέπει να κληθεί στη Μόσχα εκ Παρισίων ο Ηγούμενος Στέφανος Σβετοζάροφ, εφημέριος ενορίας που αναγνωρίζει το Πατριαρχείο Μόσχας, και ο Πρωτοπρεσβύτερος Lossky, προϊστάμενος της Αδελφότητος και του Οίκου «Αγιος Φώτιος». Αυτοί οι δύο κληρικοί θα ήθελαν να ενωθούν με τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία.


4. Την αποστολή τον Μάιο του 1945 στην Αγγλία τριμελούς αντιπροσωπείας υπό τον Μητροπολίτη Νικόλαο σε ανταπόδοση της επίσκεψης του Αρχιεπισκόπου του Γιορκ στη Μόσχα και προς εξακρίβωση της δυνατότητας ίδρυσης ρωσικής ενορίας στο Λονδίνο, καθώς και προς συζήτηση με τον Αρχιεπίσκοπο του Καντέρμπουρι της συμμετοχής της Αγγλικανικής Εκκλησίας στο Παγκόσμιο Συνέδριο Εκκλησιών στη Μόσχα.


5. Την έγκριση αίτησης της Ρωσικής Εκκλησίας, μέσω του Γραφείου Εξωτερικών του Λαϊκού Κομισαριάτου της Σοβιετικής Ενωσης, για την επιστροφή των ρωσοπολωνικών ναών του εξωτερικού, πρωτίστως των χωρών Γαλλίας, Ιταλίας, Ουγγαρίας, Τσεχοσλοβακίας, Γιουγκοσλαβίας, Βουλγαρίας, Ελλάδας, Σουηδίας και Παλαιστίνης. Μετά την επιστροφή των κτιρίων πρέπει να εγκατασταθούν σε αυτά απεσταλμένοι κληρικοί του Πατριαρχείου Μόσχας. Οι ενορίες αυτές πρέπει να υπηρετήσουν τις πνευματικές ανάγκες των ορθοδόξων πιστών και την ενίσχυση της Ορθοδοξίας στις εν λόγω χώρες, καθώς και την εκεί προβολή του Πατριαρχείου Μόσχας. Σε αυτούς τους ναούς μπορεί να πραγματοποιηθεί ιεραποστολική δράση, στη διοργάνωση της οποίας ως σήμερα υπάρχουν σοβαρά εμπόδια.


Οι προτάσεις αυτές έγιναν αποδεκτές από τον Στάλιν, ο οποίος ζήτησε την υλοποίησή τους. Οι ναοί της Ουγγαρίας πέρασαν στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Μόσχας όταν στη χώρα εισέβαλε ο Κόκκινος Στρατός. Σαράντα χρόνια μετά από εκείνα τα τραγικά για τον ουγγρικό λαό γεγονότα, το Οικουμενικό Πατριαρχείο ζητεί την επιστροφή των ναών αλλά σκοντάφτει στη σθεναρή αντίδραση του Πατριαρχείου Μόσχας.


Οι Ελληνες της Βουδαπέστης δημιούργησαν στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας συνολικά οκτώ κοινότητες, οι οποίες διέθεταν ναούς, σχολεία, βιβλιοθήκες και μεγάλη ακίνητη περιουσία. Γνωστοί ομογενείς και εθνικοί ευεργέτες, όπως ο Γεώργιος Σίνας, κατασκευαστής της μεγάλης κρεμαστής γέφυρας του Δούναβη, και ο Παύλος Χαρίσης, δήμαρχος επί χρόνια της Πέστης, αποτέλεσαν μέλη της φημισμένης ελληνικής παροικίας της Βουδαπέστης.


Ως το 1918 – ωσότου υπήρχε η Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία – η περιοχή υπήγετο εκκλησιαστικά στο Πατριαρχείο Σερβίας. Υστερα όμως από ειδική συμφωνία το 1922 οι κοινότητες της Ουγγαρίας πέρασαν στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ανάμεσα στους Ιεράρχες του Φαναρίου που εποίμαιναν την περιοχή ήταν και ο ιστορικός Μητροπολίτης Αμασείας και Εξαρχος Κεντρώας Ευρώπης Γερμανός Καραβαγγέλης.


Αμέσως μετά τη λήξη του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου και την είσοδο του Κόκκινου Στρατού στη Βουδαπέστη οι ελληνικές κοινότητες διαλύθηκαν. Οι ναοί μετατράπηκαν σε ενοριακούς και υπήχθησαν στην Ουγγρική Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία αποτελεί ουσιαστικά παράρτημα του Πατριαρχείου Μόσχας. Οπως δηλώνουν οι τότε κληρικοί σε σχετικές επιστολές, εξαναγκάστηκαν να υπογράψουν την παραχώρηση των ναών με την απειλή της βίας και ενώ μεταφέρθηκαν ειδικά για αυτόν τον λόγο στη Μόσχα.


Με την πτώση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού στις αρχές της δεκαετίας του ’90 το Οικουμενικό Πατριαρχείο άρχισε να διεκδικεί την επιστροφή των ναών, γεγονός που ως σήμερα δεν κατέστη δυνατόν. Επειδή μάλιστα κάθε προσπάθεια εκκλησιαστικού διαλόγου μεταξύ Μόσχας και Κωνσταντινούπολης έχει καταστεί αδύνατη, η προσφυγή στα δικαστήρια θεωρήθηκε μονόδρομος. Η διεκδίκηση της επιστροφής του Ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου αποτελεί, όπως τονίζουν Ιεράρχες του Φαναρίου, ζήτημα τιμής. «Το Πατριαρχείο Μόσχας παρά πάσαν έννοιαν δικαίου και κανονικότητος και παρά τα σχετικά διαβήματα από μέρους του Οικουμενικού Πατριαρχείου αρνείται να επιστρέψει τον ναόν Της, ως και τους άλλους ναούς» δηλώνεται στην προσφυγή που έγινε στα ουγγρικά δικαστήρια.


ΠΡΕΣΒΕΙΑ «Νόμιμη κληρονομιά του ελληνισμού»


Ο πρεσβευτής της Ελλάδας στη Βουδαπέστη παρακολουθεί πολύ στενά το ζήτημα καθώς, όπως επισημαίνεται, ο ναός αποτελεί «νόμιμη κληρονομιά του ελληνισμού και πολύτιμο θησαυρό της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς στην Ουγγαρία». Στο γραπτό υπόμνημά του που κατέθεσε στο δικαστήριο ο κ. Ν. Καλεντζιανός, αφού δηλώνει την εκτίμηση και τον σεβασμό του, τονίζει:


* Η Ελλάδα ως μέλος της ΕΕ προσδοκά από την Ουγγαρία, εν όψει της επικείμενης εντάξεώς της, ότι θα εφαρμόσει τους νόμους που αφορούν την προστασία και τα δικαιώματα των εθνικών μειονοτήτων.


* Το γεγονός ότι η εκκλησία της πλατείας Petofi χτίστηκε από τους Ελληνες της Ουγγαρίας για τους ίδιους και τους απογόνους τους δεν έχει αμφισβητηθεί ποτέ από κανέναν. Για τον λόγο αυτόν η εκκλησία αποτελεί νόμιμη κληρονομιά του ελληνισμού και πολύτιμο θησαυρό της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς στην Ουγγαρία που είναι απαραίτητος για τη διατήρηση της ταυτότητάς του.


* Βάσει των ευρωπαϊκών κανόνων, δεν είναι δυνατόν να αναγνωρισθεί κανένα δικαίωμα που έχει υπεξαιρεθεί χωρίς βεβαίως να ερωτηθεί ο ελληνισμός της Ουγγαρίας, χωρίς τη συγκατάθεσή του και μάλιστα υπό ξένη στρατιωτική κατοχή. Οι γενικές αρχές των ψηφισμάτων των Ηνωμένων Εθνών και του Συμβουλίου της Ευρώπης αλλά και γενικά του διεθνούς δικαίου ουδαμού παραδέχονται τον manu militari εξαναγκασμό ούτε ποτέ τον νομιμοποίησαν με την παράδοση εκκλησιαστικών κτισμάτων σε αλλότριες κατοχικές δυνάμεις, οι οποίες προφανώς και δημοσίως διεκήρυτταν την αθεΐα και μεταχειρίζονταν τις εκκλησιαστικές και γενικότερα τις πολιτιστικές υποθέσεις για καθαρά πολιτικούς σκοπούς αμφισβητούμενης νομιμότητας.


* Οταν η Ουγγαρία επέστρεψε στο πλαίσιο του κράτους δικαίου και του εν γένει ευρωπαϊκού γίγνεσθαι όχι μόνον πολιτικά αλλά και θρησκευτικά και πολιτιστικά, βάσει της μακραίωνης ιστορίας της, και τη στιγμή που επιθυμεί να εφαρμόσει τους ευρωπαϊκούς κανόνες, είναι λογικό να περιμένει κανείς ότι, μετά την αδικία που έγινε σε βάρος της, η ελληνική μειονότητα θα πάρει πίσω τη νόμιμη κληρονομιά της.


Ακόμη δηλώνεται ότι εκτιμώνται «οι προσπάθειες των κυβερνήσεων και των προέδρων Δημοκρατίας που, έχοντας αντιληφθεί την αδικία σε βάρος του ελληνισμού, έκαναν – και, όπως ελπίζουμε, θα εξακολουθούν να κάνουν και στο μέλλον – ενέργειες για την επίλυση του θέματος, συμβατή με τα ευρωπαϊκά δεδομένα και τις αρχές που διέπουν τις σχέσεις μεταξύ των εταίρων στην Ευρωπαϊκή Ενωση.