Ιανουάριος 1948. Παρίσι. Πρεσβεία της Ελλάδας. Οι πληγές του Πολέμου είναι ακόμη ανοιχτές, το Σχέδιο Μάρσαλ βρίσκεται ακόμη υπό συζήτηση αλλά ορισμένοι πολιτικοί συζητούν και συσκέπτονται για το μέλλον της Ευρώπης. Τα τηλεγραφήματα από την Αθήνα που λαμβάνει ο πρέσβης Ραφαήλ Ραφαήλ είναι λιγοστά – πρωτόγονες συγκριτικά οι συνθήκες επικοινωνίας εκείνη την εποχή – και όλα σχεδόν μιλούν για μάχες με «ληστοσυμμορίτες» στην Ελλάδα, για καταστροφές και για κυβερνητική ρευστότητα. Ξαφνικά, το μεσημέρι της 24ης φθάνει ένα τηλεγράφημα που εκπλήσσει τον πρέσβη και τον απασχολεί τις επόμενες αρκετές ημέρες. Αποστολέας ο μόνιμος υφυπουργός Εξωτερικών Παναγιώτης Πιπινέλης. Περιεχόμενο το ενδιαφέρον της Ελλάδας «να αναπτύξει πολιτικούς δεσμούς» με μια προσπάθεια της Βρετανίας και άλλων δυτικοευρωπαϊκών κυβερνήσεων που τότε ξεκινούσε να δημιουργηθεί αυτό που ύστερα από λίγα χρόνια έγινε το κύτταρο της ΕΟΚ. Ο Πιπινέλης ζητεί από τον πρέσβη, όπως και από τους πρέσβεις στο Λονδίνο, στη Ρώμη και στην Ουάσιγκτον στους οποίους έχει στείλει ταυτόσημο τηλεγράφημα, να βολιδοσκοπήσουν τους υπουργούς Εξωτερικών των χωρών στις οποίες είναι διαπιστευμένοι «περί των σχετικών διαθέσεών των» στο ελληνικό ενδιαφέρον. [Βλέπε έγγραφο 1]



Είναι η πρώτη συγκεκριμένη εκδήλωση του ενδιαφέροντος της Ελλάδας να μετάσχει στη διαφαινόμενη από τότε, το 1948, κίνηση για την οικονομική και πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης. Κατά τον πρέσβη ε.τ. Βύρωνα Θεοδωρόπουλο, το 1948 και όχι το 1945, όταν τελείωσε ο Πόλεμος, είναι το «έτος σταθμός» για την Ελλάδα. «Από τότε άρχισε η πορεία της χώρας μας προς την Ευρώπη» γράφει προλογίζοντας την έκδοση του υπουργείου Εξωτερικών. Λίγους μήνες μετά την επιστολή Πιπινέλη δημιουργείται το Συμβούλιο της Ευρώπης – σχεδόν ταυτόχρονα με την εξαγγελία της συγκρότησης του ΝΑΤΟ. Για την ιστορία, ας σημειώσουμε πως το όραμα της ενωμένης Ευρώπης είχαν στην Ελλάδα, από τη δεκαετία του ’20 ακόμη, και ο Ελευθέριος Βενιζέλος και ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, ιδιαίτερα ο δεύτερος, αλλά την έβλεπαν υπό άλλο πρίσμα και προς άλλες κατευθύνσεις την προσδιόριζαν.


Δεν προκάλεσε ενδιαφέρον στους ξένους η πρόθεση της Αθήνας να λάβει μέρος στο θεσμικό συγκρότημα που δημιουργούσαν οι χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Απωθούσε το Λονδίνο και ιδίως το Παρίσι και τη Ρώμη η εσωτερική κατάσταση στην Ελλάδα, η έντονη παρουσία της Αμερικής στον πολιτικό χώρο της και κυρίως η αβυσσαλέα καθυστέρησή της στον οικονομικό τομέα σε σύγκριση με τις χώρες που είχαν την πρωτοβουλία της ενοποίησης. Ωστόσο, όταν τον Σεπτέμβριο 1948 στο Ιντερλάκεν της Ελβετίας γίνεται το συνέδριο της Ευρωπαϊκής Κοινοβουλευτικής Ενωσης για «να συζητήσει επί των γενικών αρχών υφ’ ων θα διέπεται η Ευρωπαϊκή Ενωσις και η διατύπωσις αυτών εις Σχέδιον Συντάγματος», η αντιπροσωπεία της ελληνικής Βουλής μετέχει ενεργώς στις συζητήσεις, μάλιστα ηγείται με επιτυχία και ομάδας για την απόρριψη γαλλικής πρότασης που σήμαινε ουσιαστικά υποβιβασμό των δικαιωμάτων των μικρών κρατών… Δεν κατορθώνει όμως η Ελλάδα να είναι μεταξύ των ιδρυτικών κρατών-μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης όταν αυτό παίρνει σάρκα και οστά με την υπογραφή της Συνθήκης του Λονδίνου, στις 5 Μαΐου 1949. Το σχετικό διάβημα του πρεσβευτή στο Λονδίνο Λέοντα Μελά, στις 20 Φεβρουαρίου 1949, δεν είχε αποτέλεσμα ούτε είχε καλύτερη τύχη η «επίσημος προφορική αίτησις της Ελληνικής Κυβερνήσεως» που υπέβαλε στις 22 Μαρτίου 1949 ο πρεσβευτής στις Βρυξέλες Τρύφων Τριανταφυλλάκος στον βέλγο πρωθυπουργό Πολ Ανρί Σπάακ, «περί συμμετοχής Ελλάδος εις Ευρωπαϊκόν Συμβούλιον».


Ισως να φέρει κάποια ευθύνη και η ελληνική πλευρά σ’ αυτό. Εξαρχής, μέσα στο κλίμα της ομοθυμίας που δημιουργούσε ο Ψυχρός Πόλεμος, η Αθήνα υποστήριξε ότι και η Τουρκία έπρεπε να γίνει μέλος του νέου ευρωπαϊκού σχήματος, κάτι που εκείνη την εποχή ελάχιστους συγκινούσε. Ο Μελάς στις 2 Μαΐου 1949 πληροφορεί το υπουργείο ότι «ο (πρεσβευτής της Γαλλίας στο Λονδίνο) κ. Massigli καίτοι έχων υπ’ όψιν του σχετικάς επιφυλάξεις ωρισμένων Κυβερνήσεων αίτινες ως μοι είπεν εμπιστευτικώς διετυπώθησαν περισσότερον όσον αφορά την Τουρκίαν, υποστηριχθείσης μάλιστα υπό τινων εξ αυτών απόψεως όπως επί του παρόντος κληθή συμμετάσχη εις Ευρωπαϊκόν Συμβούλιον μόνον η Ελλάς…» κτλ. Τελικώς, τον Αύγουστο 1949 επί κυβερνήσεως Αλέξανδρου Διομήδη η Ελλάδα, όπως και η Τουρκία, εντάσσονται στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Η Αθήνα είχε ενωρίτερα, από τις 11 Μαΐου, το σχετικό μήνυμα. [Βλέπε έγγραφο 2]



Η διπλωματική υποστήριξη εκ μέρους της Ελλάδας της υποψηφιότητας της Τουρκίας σε ευρωπαϊκούς θεσμούς και οργανώσεις ήταν συνεχής από τη δεκαετία του ’50. Ισως το πιο εντυπωσιακό στοιχείο είναι η σχετική «έκφραση επιθυμίας» του Κωνσταντίνου Καραμανλή στον ολλανδό πρωθυπουργό και προεδρεύοντα της τότε ΕΟΚ Τζόζεφ Λουνς, με τον οποίο είχε συνομιλίες στη Χάγη τον Μάρτιο του 1963. [Βλέπε έγγραφο 3]



Η Ελλάδα έχει ήδη υπογράψει τη Συμφωνία Σύνδεσης με την ΕΟΚ και σε όλη τη διάρκεια των πολύμηνων διαπραγματεύσεων η Αγκυρα επεκαλείτο συνεχώς την ελληνική βοήθεια. Στις 19 Νοεμβρίου 1959 ο πρεσβευτής στην Αγκυρα Α. Μάτσας πληροφορεί το υπουργείο ότι η Τουρκία επιθυμεί «όπως κατά τας προσεχείς διεξαχθησομένας εν Βρυξέλλαις διαπραγματεύσεις μετά των χωρών ΕΟΚ η Τουρκική Αντιπροσωπεία τηρήση γραμμήν παράλληλον προς ημετέραν» και γι’ αυτό ζητεί ο τούρκος αντιπρόσωπος «συναντηθή ει δυνατόν μετά των ημετέρων αρμοδίων». Μία εβδομάδα αργότερα, στις 24 Νοεμβρίου, ο υπουργός Ευάγγελος Αβέρωφ του απαντά ότι αποδέχεται το τουρκικό αίτημα, μάλιστα ζητεί από τον Μάτσα «όπως πληροφορήσητε εμπιστευτικώς Τουρκικήν Κυβέρνησιν ότι κατά συνομιλίας Βρυξελλών διά την σύνδεσιν Ελλάδος μετά ΕΟΚ διεπιστώθησαν σοβαρώταται διαφωνίαι (…) Ελληνική Κυβέρνησις θεωρεί διαφωνίαν δημιουργούσαν ανυπερβλήτους δυσχερείας εις συνομιλίας…».


Ας σημειώσουμε εδώ ένα ενδιαφέρον στοιχείο. Παράλληλα σχεδόν με την επίσημη κυβερνητική πρωτοβουλία εμφανίζεται στην Ελλάδα και μια μη κυβερνητική οργάνωση – ίσως η πρώτη ελληνική NGO -, ο Ελληνικός Σύνδεσμος Ευρωπαϊκής Συνεργασίας, που ιδρύεται στα μέσα Ιουλίου 1948 με πρόεδρο τον τότε πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας Παναγιώτη Πουλίτσα. Σκοπός του Συνδέσμου, «η καλλιέργεια και η διάδοσις της ιδέας της συνεργασίας και της ενώσεως των Κρατών και των Λαών της Ευρώπης», πληροφορεί τον υφυπουργό Πιπινέλη ο γενικός γραμματέας Α. Ταμπακόπουλος του Συνδέσμου.


Ο αναγνώστης των εγγράφων του πρώτου τόμου θα δοκιμάσει έκπληξη διαβάζοντας ότι δύο από τα θέματα τα οποία εξακολουθούν να βρίσκονται και σήμερα στην ατζέντα της ΕΕ είχαν εμφανιστεί πριν από πενήντα και πλέον χρόνια. Το ζήτημα του κοινού ευρωπαϊκού διαβατηρίου και ο ευρωπαϊκός στρατός. Μάλιστα υπάρχει και ένα πολύ ενδιαφέρον στοιχείο. Η Βρετανία τηρεί – και τότε – μάλλον παθητική στάση όταν δεν εκδηλώνει αντιρρήσεις, γεγονός το οποίο διαπιστώνει τον Απρίλιο 1950 ο μόνιμος υφυπουργός Εξωτερικών Ιωάννης Πολίτης. Η Αθήνα δεν δείχνει πρόθυμη να αποδεχθεί ό,τι έχουν ετοιμάσει «οι Μεγάλοι», δεν είναι ικανοποιημένη από τα κριτήρια και τους όρους που διαμόρφωσαν και εξηγεί τους λόγους. Με επιστολή του της 22ας Απριλίου προς τον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης J.C. Paris, ο Πολίτης δηλώνει ότι η Ελλάδα «αποδέχεται κατ’ αρχήν το ευρωπαϊκό διαβατήριο», έχει όμως επιφυλάξεις, τις οποίες υπαγορεύει η ιδιόμορφη κατάσταση που επικρατούσε εκείνη την εποχή στην Ελλάδα. «Προσωρινώς, διά λόγους ασφαλείας, και μέχρις ότου επιτρέψουν οι περιστάσεις να υπάρξουν μέτρα πλέον φιλελεύθερα, η ισχύς του ευρωπαϊκού διαβατηρίου διά την είσοδον εις την Ελλάδα χωρίς θεώρησιν θα εξαρτηθεί από την αίτησιν του ενδιαφερομένου…» γράφει ο υφυπουργός.


Από τα μέσα Οκτωβρίου 1950 η Γαλλία προωθεί μέσα στο Συμβούλιο της Ευρώπης την ιδέα του ευρωπαϊκού στρατού και ενημερώνει σχετικώς την Αθήνα, χωρίς όμως να της απευθύνει πρόσκληση συμμετοχής ενώ έχει προσκαλέσει άλλες χώρες. Οπως σημειώνει ο πρεσβευτής Ραφαήλ στις 30 Ιανουαρίου 1951, «η γενομένη ανακοίνωσις δεν απορρέει κατά την κρίσιν της Γαλλικής Κυβερνήσεως εξ υποχρεώσεως λόγω συμμετοχής εις το Συμβούλιον της Ευρώπης αλλά απετέλεσεν εκδήλωσιν πολιτικής σημασίας προσδιορισθείσαν εκάστοτε από τους προσιδιάζοντας εις εκάστην περίπτωσιν λόγους…». Η ελληνική κυβέρνηση αντέδρασε με διαμαρτυρία προς τη γαλλική και έθεσε τη διαμαρτυρία της υπ’ όψιν και άλλων εταίρων. Στην απάντησή της προς το Παρίσι τονίζει: «… δραττόμεθα της ευκαιρίας να μεμφθώμεν συστηματικής νοθεύσεως Ευρωπαϊκής εννοίας…». [Βλέπε έγγραφο 4]



Είναι όμως αρκετά ενοχλημένη η Αθήνα από τη συμπεριφορά των εταίρων της προς τις μικρές χώρες γενικώς και αυτή την απογοήτευση υπογράμμισε δύο περίπου χρόνια αργότερα ο Ευάγγελος Αβέρωφ, υφυπουργός Εξωτερικών τότε. Σε «εμπιστευτικόν» έγγραφο, με ημερομηνία 10 Οκτωβρίου 1952, προς τον πρέσβη Ν. Χατζηβασιλείου, που αναλάμβανε αντιπρόσωπος της Ελλάδας στο Συμβούλιο της Ευρώπης, τονίζει ότι αποτελεί «επιθυμία της Ελλάδος όπως μη απουσιάζη από μίαν κίνησιν προς την οποίαν την συνδέουν οι ιστορικοί και εκπολιτιστικοί της τίτλοι», αλλά προσθέτει: «Δυστυχώς το Συμβούλιον της Ευρώπης ως θεσμός και προ παντός ως μηχανισμός εργασίας υπέστη κατά την γένεσίν του ένα πραγματικόν ευνουχισμόν». [Βλέπε έγγραφο 5]



Ας κάνουμε εδώ μια ιστορική παρένθεση. Η Ελλάδα ενδιαφέρεται να φέρει το Κυπριακό, όταν θα κρίνει κατάλληλη τη στιγμή, έστω και κατά έμμεσο τρόπο, στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Σε τηλεγράφημά του στις 18 Μαρτίου 1952 προς τον πρέσβη Ραφαήλ στο Παρίσι ο Αβέρωφ σημειώνει και τα εξής: «Δεδομένου ότι δεν αποκλείεται (…) να φέρωμεν εν τω μέλλοντι ενώπιον του Συμβουλίου της Ευρώπης το Κυπριακόν – θέμα εμφανίζον πολλάς παραλλήλους όψεις προς το της Σάαρ – ως ζήτημα ευρωπαϊκόν και κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος (…) νομίζομεν ότι η στάσις μας επί του ζητήματος της Σάαρ δέον να είναι τοιαύτη ώστε να μη δυσχεράνη την εν τω μέλλοντι πραγματοποίησιν των ως άνω προθέσεών μας…». Για το Κυπριακό όμως έχουμε αργότερα, και μάλιστα από πολύ υπεύθυνο πρόσωπο, μια σοβαρή επισήμανση. Ο πρεσβευτής στις Βρυξέλλες Χαρ. Ζαμαρίας ενημερώνει στις 22 Φεβρουαρίου 1957 το υπουργείο για τη συνομιλία του με τον βέλγο υπουργό Εξωτερικών Πολ Ανρί Σπάακ «επί τη αναχωρήσει του, προς ανάληψιν των νέων του καθηκόντων ως Γενικού Γραμματέως του ΝΑΤΟ. (…) Ο κ. Σπάακ (…) μοι επανέλαβεν ότι η εξεύρεσις λύσεως (στο Κυπριακό) είναι δυνατή αλλ’ ότι εκείνο το οποίον τον ανησυχεί είναι η πείσμων στάσις των Τούρκων. Μοι προσέθηκε δε ότι, βάσει του δεδομένου τούτου, δέον να «προχωρήσωμεν μετά συνέσεως» (avec prudence). Εις τον βέλγον Υπουργόν δεν παρέλιπον να επαναλάβω τα (…) ημέτερα επιχειρήματα…».


Η παρουσία της Ελλάδας στο Συμβούλιο της Ευρώπης δεν ήταν επιφανειακή ή συμβολική. Ολη την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1953 υπάρχει αλληλογραφία μεταξύ της (αρμόδιας) Β´ Πολιτικής Διεύθυνσης του υπουργείου και των πρεσβευτών Ραφαήλ και Χατζηβασιλείου στο Παρίσι και στην έδρα του ΣτΕ, στη Γενεύη, αντιστοίχως. Το προσχέδιο του ευρωπαϊκού συντάγματος δεν ικανοποιεί τον Ραφαήλ, ο οποίος στις 17 Μαρτίου διερωτάται «τι ακριβώς θα είναι η Πολιτική Αρχή», την οποία προβλέπει το σύνταγμα, αναγνωρίζει ότι «ο κυριώτερος συνεκτικός κρίκος της Ενώσεως θα είναι ο κοινός κίνδυνος, δηλαδή η συνείδησις ότι εάν δεν ενωθεί η Ευρώπη κινδυνεύει να χαθή» και διαπιστώνει ότι «υπάρχουν πολλά ακόμη εμπόδια και ιδίως επίμαχα πολιτικά ζητήματα από την εξέλιξιν των οποίων θα εξαρτηθή η πρόοδος όλης της προσπαθείας…». [Βλέπε έγγραφο 6]



Στις 10 Σεπτεμβρίου ο Χατζηβασιλείου υποβάλλει στον Α.Η. Lincoln, γενικό γραμματέα του ΣτΕ, πολυσέλιδο υπόμνημα της ελληνικής κυβέρνησης για τις «αναγκαίες αλλαγές» που η Ελλάδα κρίνει ότι πρέπει να γίνουν στο Συμβούλιο. Ελληνες διπλωμάτες και ο υπουργός Εξωτερικών Στέφανος Στεφανόπουλος είχαν την ευκαιρία τον Δεκέμβριο του 1953 να προωθήσουν απόψεις για τον «συντονισμό δράσεως των Διεθνών Οργανισμών σε ευρωπαϊκά πλαίσια» κ.ά., οι οποίες έγιναν κατ’ αρχήν δεκτές.


Ολη τη δεκαετία του ’50 η Βρετανία, την οποία δεν ικανοποιούσαν οι ευρύτεροι πολιτικοί στόχοι του ΣτΕ, προσπάθησε και τελικώς πέτυχε να δημιουργήσει μια καθαρώς εμπορικοοικονομική ομάδα κρατών, την Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελευθέρων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ), προσελκύοντας τις μικρές ευρωπαϊκές χώρες (Δανία, Πορτογαλία, Νορβηγία κ.ά.). Η Αθήνα δεν απορρίπτει κατ’ αρχήν τη σχετική βρετανική πρόταση – η οποία καθιστούσε την Ελλάδα αυτομάτως πλήρες μέλος – και ο γενικός διευθυντής του υπουργείου Αλ. Αργυρόπουλος σε «εμπιστευτικόν-λίαν επείγον» έγγραφό του της 21ης Σεπτεμβρίου 1957 προς τους πρεσβευτές μας σε φιλικές και συμμαχικές χώρες κάνει ανάλυση των βρετανικών σχεδίων και διατυπώνει τις ελληνικές προτάσεις καθώς και τις επιφυλάξεις μας. [Βλέπε έγγραφο 7]



Η ελληνική στάση θα καθοριστεί λίγο αργότερα με γνώμονα την πολιτική πτυχή της ευρωπαϊκής ένωσης – υπέρ της ΕΟΚ την οποία συγκρότησαν οι Εξι. Στις 22 Ιανουαρίου 1960 ο υπουργός Προεδρίας Κώστας Τσάτσος, αναπληρών τον υπουργό Αβέρωφ, ζητεί από τους πρεσβευτές μας στις χώρες της ΕΟΚ να «επιδιώξητε άμεσον συνάντησιν με ίδιον Υπουργόν Εξωτερικών ίνα εγκαίρως υπογραμμίσητε εκ μέρους Ελληνικής Κυβερνήσεως υψίστην σημασίαν ταχυτέραν δυνατήν πραγματοποίησιν ικανοποιητικής συμφωνίας…». [Βλέπε έγγραφο 8]



Η Ελλάδα πάντως είναι η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα η οποία διορίζει αντιπρόσωπο στην ΕΟΚ. Με ρηματική διακοίνωση της 17ης Οκτωβρίου 1958 προς την Επιτροπή της ΕΟΚ η Πρεσβεία της Ελλάδας στο Βέλγιο «έχει την τιμήν να φέρει εις γνώσιν της Επιτροπής ότι η Βασιλική Ελληνική Κυβέρνησις προτίθεται να τοποθετήση τον παρ’ αυτήν κύριο Θεόδωρο Χρηστίδη, πληρεξούσιο υπουργό ως μόνιμο αντιπρόσωπο της Ελλάδας στην ΕΟΚ». Αυτό δεν επέσπευσε τη διαδικασία σύνδεσης της χώρας μας με την Κοινότητα.


Ας προστεθεί εδώ ότι ο Καραμανλής, ο οποίος εξ αρχής ήταν υπέρ της πολιτικής ένωσης της Ευρώπης, έβλεπε τη σύνδεση της Ελλάδας με την ΕΟΚ και ως «λύσιν των προβλημάτων της με τους γείτονές της». Το «απόρρητον Υπηρεσιακόν Σημείωμα» της Β´ Πολιτικής Διεύθυνσης του υπουργείου, με ημερομηνία 20 Ιουλίου 1960, αναφέρεται στις συνομιλίες που είχε στο Παρίσι με τον στρατηγό Ντε Γκωλ και τον υπουργό Εξωτερικών Ντε Μιρβίλ ο Καραμανλής κατά την εκεί επίσημη επίσκεψή του και σημειώνει: «Ο κ. Πρόεδρος της Κυβερνήσεως εξέθεσεν εις τους συνομιλητάς του (…) Αι δυσκολίαι τας οποίας συναντά η Ελλάς εις το πεδίον της οικονομίας είναι πολιτικαί (χώρα εντεταγμένη ιδεολογικώς εις την Δύσιν αλλά περιβαλλομένη από λαούς και καθεστώτα μη φιλικά) και οικονομικοκοινωνικαί τας οποίας εκμεταλλεύεται η Μόσχα με διαφόρους δελεαστικάς προτάσεις καθ’ ων η Ελλάς ανθίσταται αποβλέπουσα εις την αλληλεγγύην των Μεγάλων Συμμάχων μας. Η λύσις των προβλημάτων τούτων έγκειται εις την σύνδεσιν με την ΕΟΚ η οποία υπαγορεύεται από οικονομικούς αλλά και πολιτικούς λόγους…».


Χρειάστηκαν «κοπιώδεις και πολύωραι διαβουλεύσεις και διαπραγματεύσεις» γράφει ο Β. Θεοδωρόπουλος, για να υπάρξει το θετικό αποτέλεσμα – η Συμφωνία Σύνδεσης τον Ιούλιο 1961 που υπογράφηκε στην Αθήνα και ετέθη σε ισχύ δεκαέξι μήνες αργότερα. Ο Χρηστίδης υποβάλλει στις 8 Ιουνίου 1959 στον πρόεδρο της Επιτροπής της ΕΟΚ W. Hallstein έγγραφο στο οποίο τονίζεται: «Η Ελλάδα πιστεύει σοβαρώς ότι έφθασε η ώρα για την έναρξη διαπραγματεύσεων και (…) λαμβανομένων υπ’ όψιν των οικονομικών, εμπορικών, κοινωνικών και πολιτικών λόγων, θα υπάρξει θετική εκ μέρους της Επιτροπής απάντηση…». Στις 30 Ιουλίου 1959, μία ημέρα πριν από τις διακοπές της ΕΟΚ, ήρθε η απάντηση και ήταν καταφατική. Ο πρόεδρος της Επιτροπής W. Hallstein πληροφορεί τον Χρηστίδη ότι «με μεγάλο ενδιαφέρον έλαβε γνώση της επιστολής του της 8 Ιουνίου με την οποία επιβεβαιώνεται η αίτηση της Ελλάδας προς την Κοινότητα για Σύνδεση. Η Επιτροπή είναι λίαν ικανοποιημένη διαπιστώνοντας ότι και οι έξη κυβερνήσεις συμμερίζονται τη γνώμη της Επιτροπής: Το Συμβούλιο εξουσιοδοτείται να αρχίσει με την κυβέρνησή σας συνομιλίες διερευνητικού χαρακτήρα…». Πρόκειται για ιστορικής σημασίας κείμενο – η επίσημη γνωστοποίηση της εκκίνησης του ενταξιακού δρόμου της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή κοινότητα.


Πολύ ενωρίτερα, στις 9 Απριλίου 1959, ο Ιω. Πεσμαζόγλου, οικονομικός σύμβουλος της Τράπεζας της Ελλαδος, υποβάλλει «Σημείωμα» στον πρωθυπουργό Καραμανλή και στους υπουργούς Εξωτερικών και Συντονισμού Αβέρωφ και Πρωτοπαπαδάκη για την «ανάγκη προβολής των ελληνικών απόψεων διά μίαν συμφωνίαν μετά της ΕΟΚ κατά τας επαφάς του κ. Υπουργού Εξωτερικών μετά μελών της ιταλικής κυβερνήσεως ή κυβερνήσεως άλλης εκ των έξ χωρών της ΕΟΚ». [Βλέπε έγγραφο 9]



Οι δυσκολίες στις συνομιλίες διαπιστώθηκαν από την πρώτη στιγμή και επιζητήθηκε η παρέμβαση φιλικών χωρών. Ο πρεσβευτής στο Παρίσι Φίλων Φίλων τηλεγραφεί στις 21 Ιανουαρίου 1960 στο υπουργείο ότι «κατά την χθεσινήν επίσκεψιν παρά τω Γάλλω Υπουργώ των Εξωτερικών επωφελήθην της ευκαιρίας διά να καταστήσω αυτόν κοινωνόν ορισμένων σκέψεων (…) Ο κύριος Couve de Murville ήκουσε μετ’ εξαιρετικού ενδιαφέροντος (και με…) διεβεβαίωσεν ότι είναι πλήρως ενήμερος…». [Βλέπε έγγραφο 10]



Η Αθήνα κινητοποίησε ακόμη και την Ουάσιγκτον για να επιτύχει τη συμφωνία. Με έγγραφό της υπό ημερομηνία 9 Δεκεμβρίου 1959 η κυβέρνηση Καραμανλή «επισημαίνει στην κυβέρνηση των ΗΠΑ την μεγίστη πολιτική και οικονομική σημασία που έχει η έγκαιρη συμφωνία για την σύνδεση της Ελλάδας με την ΕΟΚ. (…) Η ελληνική κυβέρνηση ως εκ τούτου θα εκτιμούσε τα μέγιστα μία ανεπιφύλακτη δήλωση του (υπουργού Οικονομικών) κ. Ντίλον προς τις κυβερνήσεις των Εξη χωρών και την Επιτροπή της ΕΟΚ για την έντονη αμερικανική υποστήριξη της όσο το δυνατόν ταχύτερης συνάψεως συμφωνίας για την σύνδεση της Ελλάδας με την ΕΟΚ…».


Επί τέλους, τα ξημερώματα της 30ής Μαρτίου 1961 φθάνουν στο υπουργείο Εξωτερικών, στην Αθήνα, δύο τηλεγραφήματα με διαφορά λίγων ωρών. Το πρώτο «απόρρητον, επείγον αμέσου επιδόσεως» του Πεσμαζόγλου προς Καραμανλή και υπουργούς αγγέλλει ότι «κατόπιν σειράς μακροτάτων συνεδριάσεων μέχρι βαθείας νυκτός κατά τας τελευταίας ημέρας (…) επετεύχθη σήμερον 5ην πρωινήν σύμπτωσις απόψεων επί του σχεδίου συμφωνίας διά την σύνδεσιν της Ελλάδος μετά της Κοινής Αγοράς (…) εάν δεν υπάρξουν απρόοπτα το σχέδιον της συμφωνίας πρόκειται να μονογραφηθή την μεσημβρίαν της σήμερον Πέμπτης 30 Μαρτίου…». Το δεύτερο τηλεγράφημα είναι «κατεπείγον, αμέσου επιδόσεως» από τον Πεσμαζόγλου πάλι προς το υπουργείο: «Ευχαρίστως αναγγέλλω εξ ονόματος Ελληνικής Αντιπροσωπείας ότι σήμερον Πέμπτην 30 Μαρτίου πρώτην μ.μ. ώραν Βρυξελλών εμονογραφήθη σχέδιον συμφωνίας Συνδέσεως Ελλάδος μετά ΕΟΚ…». [Βλέπε έγγραφο 11]



Πρόβλημα όμως δημιουργήθηκε με τον τόπο και την ημέρα υπογραφής της Συμφωνίας. Ο Χρηστίδης πληροφορεί στις 17 Ιουνίου 1961 τον Καραμανλή και τον Αβέρωφ ότι «κατά την χθεσινήν ολοήμερον συνεδρίασιν επιτροπής Μονίμων Αντιπροσώπων δεν κατέστη δυνατόν επέλθη συμφωνία ως προς τον τόπον και χρόνον της υπογραφής συμφωνίας συνδέσεως (…) υπάρχουν εισέτι αι γνωσταί αντιρρήσεις διά την εν Αθήναις υπογραφήν…». Φυσικά το ζήτημα λύθηκε – με παρεμβάσεις στις κυβερνήσεις Γαλλίας, Βελγίου, Ολλανδίας και Γερμανίας – και η Συμφωνία Σύνδεσης (Συμφωνία Αθηνών) υπογράφηκε στις 9 Ιουλίου 1961 στην Αθήνα. Για την ιστορία, ας σημειωθεί ότι ευθύς αμέσως έσπευσαν να υποβάλουν αίτηση ένταξης στην ΕΟΚ κατά σειρά η Ιρλανδία (31 Ιουλίου), η Βρετανία (9 Αυγούστου) και η Δανία (10 Αυγούστου).


Η πορεία της Ελλάδας στην ενωμένη Ευρώπη διεκόπη με το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967. Ο Α’ τόμος περιλαμβάνει έγγραφο του μόνιμου αντιπροσώπου στην ΕΟΚ πρέσβη Σταύρου Ρούσου με ημερομηνία 5 Οκτωβρίου 1967 προς το υπουργείο, το οποίο αναφέρεται στην απόφαση της Επιτροπής να αναστείλει την οικονομική ενίσχυση της Ελλάδας. «Η Επιτροπή εδικαιολόγησε θέσιν της προβάλλουσα ότι δι’ εφαρμογήν Συμφωνίας Συνδέσεως απαιτείται λειτουργία απάντων θεσμών και ειδικότερον Μικτής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής ΕΟΚ – Ελλάδος».


Οπως σημειώνει η Τομαή-Κωνσταντοπούλου στη λεπτομερή Ιστορική Εισαγωγή του Α’ Τόμου, με βάση στοιχεία από έγγραφα των Αρχείων, «από το Χρηματοδοτικό Πρωτόκολλο παρέμεινε λόγω του «παγώματος» αχρησιμοποίητο ποσό 55,7 εκατ. δολλ. (βλ. Γ. Κοντογεώργη Η Ελλάδα στην Ευρώπη. Η πορεία προς την Ενωση και η πολιτική του Καραμανλή). Εκκρεμούσαν τα οδοποιητικά σχέδια Κρήτης (10 εκατ. δολλ.), Θεσσαλονίκης – Κατερίνης (10 εκατ. δολλ.), ενεργειακό σχέδιο ΔΕΗ (6-7 εκατ. δολλ.), ενώ στον τομέα βιομηχανικών έργων είχαν μονογραφεί δανειακές συμβάσεις με ΕΤΒΑ και ΕΤΕΒΑ ύψους 9 εκατ. δολλ.».