Σε άλλες περιπτώσεις η Αθήνα θα αντιμετώπιζε με πανικό το έγγραφο που δημοσιεύθηκε την περασμένη εβδομάδα στην ιστοσελίδα του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και το οποίο συνιστούσε στους Αμερικανούς να αποφεύγουν τη χώρα μας λόγω πιθανής τρομοκρατικής ενέργειας. Ο αμερικανός πρεσβευτής Τομ Μίλερ διευκρίνισε στον υπουργό Δημόσιας Τάξης Μιχάλη Χρυσοχοΐδη ότι «η κυβέρνηση θα πρέπει να αγνοήσει τη σχετική αναφορά γιατί είναι άνευ σημασίας». Εντύπωση όμως προκαλεί η συνεχής παρασκηνιακή επιμονή των αμερικανών αξιωματούχων στην Αθήνα οι οποίοι επιμένουν ότι «υπάρχει ακόμη απειλή τρομοκρατικής ενέργειας στην Ελλάδα». Η εκτίμηση αυτή συνοδεύεται από την παρατήρηση ότι είναι απαραίτητο να συλληφθούν τα μέλη του ΕΛΑ, των «Επαναστατικών Πυρήνων» και άλλων οργανώσεων. Η στάση των Αμερικανών στις κατ’ ιδίαν συνομιλίες τους με πολιτικούς παράγοντες στην Αθήνα έρχεται σε πλήρη αντίθεση με αυτήν των Βρετανών, οι οποίοι υπογραμμίζουν ότι «η υπόθεση της τρομοκρατίας στην Ελλάδα έχει κλείσει». Ο έλληνας υπουργός, από την πλευρά του, έχει δηλώσει στους αμερικανούς συνομιλητές του ότι «δεν πρόκειται να γίνουν βεβιασμένες ενέργειες στον επόμενο κύκλο των ερευνών διότι έχει αποδειχθεί ότι η βιασύνη στο παρελθόν οδήγησε σε κρίσιμα λάθη».


Παρά το γεγονός ότι ο Τομ Μίλερ είχε επανειλημμένως εκφράσει δημοσίως την εκτίμησή του για την εξαιρετική δουλειά της Ελληνικής Αστυνομίας, αμερικανοί αξιωματούχοι υπογράμμιζαν σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις την ανάγκη να εντοπισθούν οι δολοφόνοι δύο αμερικανών αξιωματούχων. Οι αμερικανικές υπηρεσίες ξόδεψαν πολλά χρόνια δραστηριότητας και εκατομμύρια δολάρια στην παρακολούθηση στελεχών του ΕΛΑ στην Αθήνα, στη Μέση Ανατολή και στην Ευρώπη και πιστεύουν ότι η οργάνωση αυτή διατηρούσε σχέσεις με μια σειρά υπηρεσίες και οργανώσεις της Μέσης Ανατολής που έβλαψαν και εξακολουθούν να επιδιώκουν να πλήξουν αμερικανικά συμφέροντα. Η Ουάσιγκτον θέλει να ξεκαθαρίσει τις διεθνείς διασυνδέσεις του ΕΛΑ και εκτιμά ότι υπάρχουν ορισμένες ανεξιχνίαστες πτυχές στον τομέα αυτόν.


Από την πλευρά της, η Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία και τα εγκληματολογικά εργαστήρια συνέχισαν να «συναρμολογούν» την εβδομάδα αυτή την εικόνα υπόπτων ως μελών του ΕΛΑ και των «Επαναστατικών Πυρήνων». Τα εγκληματολογικά εργαστήρια της ΕΛ.ΑΣ., του υποστράτηγου Στράτου Κυριακάκη, έχουν στο μικροσκόπιό τους προκηρύξεις με τις οποίες ο ΕΛΑ ανελάμβανε την ευθύνη διαφόρων επιθέσεων μετά το 1985. Κάποιες από αυτές είχαν ελεγχθεί και πάλι στο παρελθόν με μια παλαιότερη μέθοδο επεξεργασίας που κατέστρεφε την προκήρυξη και οι άνδρες των εργαστηρίων κατέβαλλαν προσπάθειες να εντοπίσουν αποτυπώματα στις «άκρες» των προκηρύξεων που είχαν μείνει ανέπαφες. Σε άλλες περιπτώσεις προκηρύξεις έφεραν τα δακτυλικά αποτυπώματα ανθρώπων που δεν είχαν σχέση με την τρομοκρατία, όπως αστυνομικών, δημοσιογράφων κ.ά., οι οποίοι εκ των υστέρων είχαν πιάσει στα χέρια τους προκηρύξεις χωρίς η Αστυνομία να έχει εξασφαλίσει ότι παρόμοια πειστήρια θα έφθαναν χωρίς αλλοιώσεις από παρεμβάσεις τρίτων στα εγκληματολογικά εργαστήρια.


Σύμφωνα με πληροφορίες από την Αστυνομία, στις παλαιότερες αυτές προκηρύξεις έχουν βρει αξιοποιήσιμα αποτυπώματα πολιτών που «απασχολούν» τις αρχές και για τους οποίους υπάρχουν και μαρτυρίες «μετανιωμένων» πρώην συντρόφων τους. Οι επικεφαλής των ερευνών πιστεύουν ότι τα στοιχεία αυτά είναι αρκετά ώστε να παραπεμφθούν τα πρώτα από τα μέλη του ΕΛΑ στον ανακριτή. Απ’ ό,τι φαίνεται, το ζήτημα για την Αστυνομία είναι απλώς ποσοτικό, να διασφαλίσει δηλαδή αποτυπώματα όσο το δυνατόν περισσοτέρων υπόπτων ώστε να έχει περισσότερες εναλλακτικές λύσεις στη διάρκεια της προανάκρισης. Αυτό θεωρείται από τους επιτελείς της Αντιτρομοκρατικής ιδιαίτερα κρίσιμο καθώς οι συνεργάτες του κ. Στέλιου Σύρρου γνωρίζουν ότι οι άνθρωποι που, απ’ ό,τι φαίνεται, θα προσαχθούν τις επόμενες ημέρες δεν θα είναι της κατηγορίας των νεότερων μελών της 17Ν που είτε παρίσταναν πως δεν γνώριζαν το παραμικρό είτε «έσπαγαν» τις πρώτες ώρες της ανάκρισης. Στη διάρκεια των ερευνών κατά τη δεκαετία του ’80 είχαν κατασχεθεί πάκα προκηρύξεων του ΕΛΑ από τυπογραφείο στην περιοχή του Γκύζη που αργότερα πολτοποιήθηκαν ως «άχρηστα».


Η Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία γνωρίζει το σύνολο των μελών του ΕΛΑ κατά τις δεκαετίες του 1980 και του 1990 και έχει αποκρυπτογραφήσει τις μεταξύ τους σχέσεις αλλά και τις διαφωνίες τους. Το 1989 καταγράφει την αποχώρηση ενός μέλους του Επαναστατικού Συμβουλίου της οργάνωσης, το όνομα του οποίου μάλιστα φιγουράρει στα ονόματα της λίστας του αρχείου της Στάζι. Ο άνθρωπος αυτός ετέθη σε στενή παρακολούθηση μετά την παραλαβή και επισήμως των αρχείων της ανατολικογερμανικής υπηρεσίας το 1995 αλλά δεν έγινε δυνατόν να συγκεντρωθούν εις βάρος του στοιχεία. Επαιξε πάντως – παρά το γεγονός ότι είχε αποχωρήσει αρκετά πριν από τη διακοπή της επιχειρησιακής δραστηριότητας του ΕΛΑ – σημαντικό ρόλο στην απόφαση της οργάνωσης να διακόψει οριστικά τη δραστηριότητά της το 1995. Το 1993 ο ΕΛΑ θεωρούσε ότι τα πράγματα ήταν «ώριμα» για να πετύχει την αποφυλάκιση των «πολιτικών», όπως τους αποκαλούσε, «κρατουμένων» από την κυβέρνηση Παπανδρέου υιοθετώντας ένα μονομερές μορατόριουμ 100 ημερών, μια συμβιβαστική πρόταση μεταξύ εκείνων που διακήρυσσαν το «σταματάμε» και εκείνων που ήθελαν να «σταματήσουν». Οταν οι 100 ημέρες πέρασαν χωρίς αποτέλεσμα, οι «σκληροί» επέβαλαν τη «γραμμή» τους που οδήγησε στη δολοφονία του αστυνομικού υποδιευθυντή Απόστολου Βέλιου. Εναν χρόνο αργότερα η αποτυχία της «επιχείρησης Βέλιου» και η αποστολή των αρχείων της Στάζι οδήγησαν στην οριστική διακοπή της δραστηριότητας της οργάνωσης καθώς οι «μετριοπαθείς» επέβαλαν τελικά τη στάση τους.


Οι ρίζες των «Επαναστατικών Πυρήνων»


Η Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία θεωρεί ότι ο ΕΛΑ ουδέποτε εξέδωσε προκηρύξεις για τη διακοπή της δράσης του ούτε και δημοσιοποίησε το σκεπτικό μιας παρόμοιας απόφασης επειδή αρκετά από τα μέλη της ηγετικής του ομάδας κατά το τέλος της δεκαετίας του ’80 διαφωνούσαν ριζικά για τον τρόπο με τον οποίο θα έπρεπε να εκφραστεί μετά το 1995 το «ένοπλο κόμμα». Οι διαφωνίες αυτές οδήγησαν επτά-οκτώ άτομα στη διαμόρφωση της οργάνωσης «Επαναστατικοί Πυρήνες», που δημιουργήθηκαν από τη «δεύτερη γαρνιτούρα» του ΕΛΑ, μέλη του από τον Πειραιά κυρίως που διεφώνησαν με την κατάληξη των «γερόντων». Η Αστυνομία έχει στο στόχαστρό της δύο από τα παλαιότερα μέλη της οργάνωσης που ήθελαν να «συνεχίσουν» και φέρεται να έχουν την ευθύνη της επιχείρησης στον Περισσό που οδήγησε στη δολοφονία του Βέλιου.


Η Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία πάντως πιέζεται από την πολιτική ηγεσία για αποτελέσματα, σε σημείο που αρκετοί από τους άνδρες της Αντιτρομοκρατικής να έχουν εξουθενωθεί από τις πολλές ώρες δουλειάς.