Είχε πέσει σαν μάννα εξ ουρανού για τη… «συνδικαλιστική μοναξιά» – όχι βέβαια σαν κεραυνός εν αιθρία – η «καυτή πατάτα» του ασφαλιστικού με τις προτάσεις Γιαννίτση τον Απρίλιο του 2001, καθώς οδήγησε στην 24ωρη απεργία και στο συλλαλητήριο που χαρακτηρίστηκε από τα συνδικάτα ως «η μεγαλύτερη κινητοποίηση εργαζομένων από τη μεταπολίτευση και ύστερα». Κατά το 2002 οι διεκδικήσεις των εργαζομένων με τη χρήση του απεργιακού δικαιώματος βρέθηκαν στο προσκήνιο, την ίδια περίοδο που τα συνδικάτα προσπαθούν να ανασυγκροτηθούν ώστε να ξανασυναντηθούν με τον κόσμο της εργασίας. Ποιος όμως μπορεί να πει ότι αλλάζει η αριθμητική των απεργιακών κινητοποιήσεων, οι οποίες παρά τις όποιες εξάρσεις έχουν καταγραφεί σε φθίνουσα πορεία όλη την προηγούμενη δεκαετία; Τα τελευταία δύο χρόνια πάντως υπάρχουν εκτιμήσεις ότι το απεργιακό «κλίμα» αχνοφαίνεται πιο «θερμό» όσον αφορά τη συμμετοχή εργαζομένων, αλλά μένει προς διερεύνηση αν πρόκειται για αυξητική τάση ή συγκυριακό φαινόμενο…


Μπορεί το πρώτο πεντάμηνο του 1999 οι απεργίες να μην ξεπέρασαν τις 15, οι απεργοί τις 4.411 και οι «χαμένες» εργατοώρες τις 45.618 – ως συνέχεια της κατιούσας που έχει καταγραφεί στον αριθμό των απεργών και των «χαμένων» ωρών εργασίας λόγω απεργιών καθ’ όλη τη δεκαετία του ’90 -, το ενδιαφέρον όμως με τις… εξισώσεις των απεργιακών κινητοποιήσεων στη χώρα μας δεν σταματά, παρά την έλλειψη σχετικών στοιχείων του υπουργείου Εργασίας από το 2000 ως το Μάιο του 2002…


Είναι χαρακτηριστικό ότι το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο Εργασιακών Σχέσεων – European Industrial Relations Observatory (EIRO) – επεσήμανε ότι στην Ελλάδα το 2000, σε αντίθεση με ό,τι επικράτησε το 1999, υπήρξε μια σημαντική αύξηση των κοινωνικών εντάσεων με χαρακτηριστικό παράδειγμα τις δύο μεγάλες γενικές απεργίες τον Οκτώβριο και τον Δεκέμβριο – λόγω των νομοθετικών ρυθμίσεων για τα εργασιακά – και άλλες απεργιακές κινητοποιήσεις σε συγκεκριμένους κλάδους οικονομικής δραστηριότητας. Η αυξητική τάση συνεχίστηκε το 2001, εκτιμά το EIRO, με αναφορά στις απεργίες για «αντιασφαλιστικές παρεμβάσεις στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης».


* Μήνυμα στην εξουσία


Σύμφωνα με τον πρόεδρο της ΑΔΕΔΥ κ. Σπύρο Παπασπύρο, με έναυσμα τις μεγάλες κινητοποιήσεις της άνοιξης του 2001 για το ασφαλιστικό, εστάλη ένα ευρύτερο μήνυμα στα συνδικάτα και στην πολιτική εξουσία: «Κανείς δεν μπορεί να λογαριάζει πλέον χωρίς τον ξενοδόχο». Βγαίνουν πια στο προσκήνιο οι εργαζόμενοι και η κοινωνία «που είχαν περιθωριοποιηθεί από τις διεργασίες «κορυφής», και μάλιστα διευρύνουν το περιεχόμενο των διεκδικήσεών τους θέτοντας σαν κυρίαρχο ότι η όποια οικονομική ευημερία πρέπει να έχει μεγαλύτερη διάχυση στον κοινωνικό περίγυρο!» τονίζει ο κ. Παπασπύρος. Αλλωστε, όπως σημειώνει, τα τελευταία δύο χρόνια υπάρχει νέα κινητικότητα και δυναμική τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη με την ανάκαμψη των συλλογικών κινημάτων, ιδίως κατά της παγκοσμιοποίησης…


Οπως εξηγεί μιλώντας στο «Βήμα» ο κ. Δημήτρης Κατσορίδας, επιστημονικός συνεργάτης του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ η απεργιακή δράση μειώνεται σε περιόδους αυξημένης ανεργίας, εξαιτίας του φόβου των εργαζομένων για απόλυση, ενώ εντείνεται σε περιόδους αύξησης της απασχόλησης, διότι τότε τα συνδικάτα διεκδικούν πλέον μισθολογικές αυξήσεις από θέση ισχύος. Επίσης παρατηρείται άνοδος του απεργιακού κύματος όταν μειώνονται οι ρυθμοί ανάπτυξης και οι πραγματικοί μισθοί και όταν αυξάνεται ο πληθωρισμός. Ολα αυτά συνδυάζονται με τα πολιτικοκοινωνικά δεδομένα που επικρατούν στη χώρα μας κάθε φορά, όπως αναδείχθηκε και στη μελέτη για «την εξέλιξη των απεργιών στην Ελλάδα», η οποία παρουσιάστηκε στον τόμο «Εργασία 2002» του Ινστιτούτου Αστικού Περιβάλλοντος και Ανθρώπινου Δυναμικού του Παντείου Πανεπιστημίου (Δ. Κατσορίδας και Γ. Κολλιάς).


Από το 1975 ως το 1980 ο αριθμός των απεργών και των «χαμένων» ωρών εργασίας από απεργίες αυξάνεται συνεχώς, καθώς η νομιμοποίηση και η ενεργοποίηση των συνδικάτων, αμέσως μετά τη Μεταπολίτευση, συνέβαλαν στην έξαρση των απεργιακών αγώνων με μεγάλη συμμετοχή εργαζομένων.


Στη συνέχεια, αφού όπως φαίνεται από τα στοιχεία δόθηκε μια… περίοδος χάριτος από τα συνδικάτα στη νεοεκλεγείσα το 1981 κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου, το απεργιακό κύμα ξεκινά ανοδική πορεία από το 1985 και ως το 1987, με στόχο την εναντίωση στην περιοριστική πολιτική που εφάρμοσε η κυβέρνηση του ΠαΣοΚ. Ο απεργιακός δείκτης βρίσκεται ξανά στο ζενίθ το 1990 (200 απεργίες, 1.405.497 απεργοί, 20.335.313 χαμένες ώρες εργασίας) άμα τη εκλογή της κυβέρνησης ΝΔ, όπου οι κινητοποιήσεις συνδέονται με την κατάργηση της δεύτερης δόσης της ΑΤΑ, την κατάθεση του πρώτου ασφαλιστικού νομοσχεδίου, την προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων, την εκκαθάριση των λεγόμενων «προβληματικών».


Από το 1991 ο αριθμός των απεργιών, των απεργών και των «χαμένων» εργατοωρών ακολουθεί πτωτική πορεία, η οποία γίνεται ιδιαίτερα έντονη από το 1994 (226.155 απεργοί, 31 απεργίες, 1.872.899 «χαμένες ώρες») ως το 1999, με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία.


* Δύσκολες συνθήκες


«Η απεργία δεν είναι αυτοσκοπός. Εξακολουθεί να είναι το πλέον ισχυρό όπλο στα χέρια των εργαζομένων και των συνδικάτων αλλά θα πρέπει να γίνεται σωστή χρήση του και να μη διεισδύει στη λειτουργία μας η λογική της αποδυνάμωσής του» δηλώνει μιλώντας στο «Βήμα» ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ κ. Χρήστος Πολυζωγόπουλος. Η μειωμένη συμμετοχή των εργαζομένων στις κατά καιρούς κινητοποιήσεις «οφείλεται στις δύσκολες συνθήκες που επικρατούν στην αγορά εργασίας με τις διάφορες μορφές απασχόλησης, τον υψηλό δείκτη ανεργίας και τον υψηλό δείκτη ανασφάλειας» επισημαίνει οκ. Πολυζωγόπουλος. Αυτοί ήταν κυρίως και λόγοι που οδήγησαν κατά το πρόσφατο καταστατικό συνέδριο να ληφθούν οργανωτικές αποφάσεις «ώστε όλο το 2003 θα είναι έτος ανασυγκρότησης του συνδικαλιστικού κινήματος με ενοποίηση συνδικάτων και με λειτουργίες τέτοιες οι οποίες να εξασφαλίζουν την ωφελιμότητα προς τους εργαζομένους και την αποτελεσματικότητα στη βάση των στόχων που θέτουμε κάθε φορά» παρατηρεί.


ΣΥΝΔΙΚΑΤΑ Η ανάκαμψη του εργατικού κινήματος


Η απεργιακή ύφεση όλη τη δεκαετία που πέρασε συνδυάζεται και με τη μείωση της συμμετοχής των εργαζομένων στα συνδικάτα. Σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης (με εξαίρεση τη Δανία) καταγράφηκε πτώση της δύναμης των συνδικάτων μεταξύ 1985-1995. Ανάμεσα όμως στις τρεις χώρες με τις μεγαλύτερες απώλειες ήταν η Ελλάδα με -33,8% (Γαλλία με -37,2% και Πορτογαλία με -50,2%). Εκτός από την ανεργία και την περαιτέρω ευελιξία στην αγορά εργασίας, ρόλο στη μείωση των οργανωμένων μελών στα συνδικάτα έπαιξε η έντονη παραταξικοποίηση και η κομματικοποίηση του συνδικαλιστικού κινήματος με παρεπόμενη μείωση του αισθήματος εμπιστοσύνης από τους εργαζομένους. Οπως σημειώνει σε μελέτη του (τόμος Εργασία 2000 του Ινστιτούτου Αστικού Περιβάλλοντος και Ανθρώπινου Δυναμικού του Παντείου Πανεπιστημίου) για τα συνδικάτα ο κ. Νίκος Παλαιολόγος, πολιτικός επιστήμονας και συνεργάτης του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, το 1983 η συνδικαλιστική πυκνότητα (δηλαδή το ποσοστό των συνδικαλισμένων επί του συνόλου των μισθωτών) ήταν 39,3%, το 1986 έφθασε σε ποσοστό 42,9%, για να πέσει ξανά στη συνέχεια το 1989 σε 40,7%, το 1992 σε 37,1%, το 1995 σε 31,8% και το 1998 σε 29,1% (σύμφωνα με τα στοιχεία από τα αντίστοιχα συνέδρια ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ).


«Το συνδικαλιστικό κίνημα μετά το τέλος της δεκαετίας του ’80 επηρεάστηκε από τις διεθνείς εξελίξεις ενώ η εργοδοσία πέρασε στην αντεπίθεση για να πάρει την κοινωνική ρεβάνς από ό,τι υποχρεώθηκε να παραχωρήσει το προηγούμενο διάστημα. Η άνοδος της σοσιαλδημοκρατίας επηρέασε αρνητικά τους εργαζομένους και η τακτική του κυβερνητικού και εργοδοτικού συνδικαλισμού τους κάνει καχύποπτους. Η ανασφάλεια και η αβεβαιότητα που νιώθει ο εργαζόμενος δυσκολεύει τη συμμετοχή του στις κινητοποιήσεις και στα συνδικάτα» επισημαίνει ο κ. Γιώργος Μαυρίκος, επικεφαλής του Πανεργατικού Αγωνιστικού Μετώπου (ΠΑΜΕ) και μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΓΣΕΕ.


Ο κ. Μαυρίκος όμως εκτιμά ότι τα τελευταία δύο χρόνια φαίνεται να σταθεροποιείται μια τάση ανόδου και ανάκαμψης του συνδικαλιστικού κινήματος, «όπως έχει καταδειχθεί με τη συμμετοχή των εργαζομένων στις αρχαιρεσίες των σωματείων και των συνδικάτων (δεν «πιάνει» τη δεκαετία του ’80, ξεπερνά όμως τη δεκαετία του ’90), παρά το ότι δεν έχει ακόμη καταγραφεί σαφώς προς τα πού γέρνει η πλάστιγγα».