Οταν η ελληνική γη χορεύει σε τεκτονικούς ρυθμούς, σεισμολόγοι και λοιποί ειδικοί επιστήμονες ξεκινούν εθιμικώ δικαίω τον πυρίχιο στέλνοντας σήματα… πολέμου ο ένας στον άλλον. Ο πρόσφατος σεισμός στο Βαρθολομιό Ηλείας έφερε και πάλι στο προσκήνιο τις αντιπαραθέσεις των επιστημόνων που διαγκωνίζονται αφενός για να κατοχυρώσουν τις θέσεις τους στην επιστημονική κοινότητα, αφετέρου για να κόψουν κομμάτι από την πίτα των εκατομμυρίων ευρώ που διατίθενται για την αντισεισμική προστασία. Κοινός παρονομαστής είναι τα ερευνητικά προγράμματα και οι «ειδικές» μελέτες που και κύρος προσθέτουν και έσοδα αποφέρουν… Πόσο μάλλον σήμερα που βρισκόμαστε στις παραμονές του μοιράσματος από τη Γενική Γραμματεία Ερευνας και Τεχνολογίας της πίτας των 18.737.000 ευρώ του Γ’ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης για την προστασία από τους σεισμούς. Επιχειρώντας να δούμε πέρα από το φαίνεσθαι των μιντιακών αντιπαραθέσεων, μπήκαμε στα «χωράφια» των ρίχτερ και αναζητήσαμε όσα κρύβονται πίσω από τις συνεχείς επιστημονικές… δονήσεις.


«Από τη στιγμή που ο επιστήμονας αναγκάζεται να γίνει εργολάβος ή πλασιέ λειτουργεί με τους όρους που επιβάλλει η επιτυχής ή όχι πώληση προϊόντων» ακούγεται συνεχώς στον χώρο των ειδικών που ασχολούνται με τις επιστήμες των σεισμών (σεισμολόγοι, γεωλόγοι – σεισμοτεκτονικοί και σεισμομηχανικοί – γεωτεχνικοί). Και αυτό γιατί σήμερα ο αριθμός των ερευνητικών προγραμμάτων που καταγράφεται κάτω από το όνομα ή την ομάδα ενός εκάστου των επιστημόνων έχει αναχθεί σε πρωτεύον κριτήριο επιστημοσύνης.


Ετσι, η εφαρμοσμένη έρευνα έχει «θεοποιηθεί» θέτοντας ουσιαστικά εκτός παιδιάς τη βασική έρευνα (τη χωρίς άμεσο οικονομικό αποτέλεσμα) αλλά και την ως χθες θεωρούμενη σημαντική μεσομακροπρόθεσμη έρευνα πρόγνωσης για την εκδήλωση σεισμών. Δεν είναι τυχαίο ότι σεισμολόγοι επί σεισμολόγων για να εξασφαλίσουν κονδύλια βαπτίζουν τις έρευνές τους «εφαρμοσμένες», αν και δύσκολα μπορεί κανείς να δει κάποια να εφαρμόζεται. Αλλωστε και με βάση την έκθεση αποτίμησης του ΚΠΣ-2 παρ’ όλο που η απορροφητικότητα στην έρευνα ήταν μεγάλη, το αποτέλεσμα ήταν μηδενικό στον επιδιωκόμενο στόχο ο οποίος ήταν η αύξηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας!


Ποιος μπορεί να ξεφύγει από αυτή την αντίληψη όταν, όπως μας λέει παράγων του συγκεκριμένου επιστημονικού χώρου, «η ίδια η πολιτεία ανοίγει την πόρτα στους επιστήμονες, τους δίνει τους κλασικούς μισθούς-ψιχία και λέει περάστε: αν θέλετε να αυξήσετε το εισόδημά σας πάρτε προγράμματα. Ετσι, ένας δραστήριος σεισμολόγος μπορεί ακόμη και να διπλασιάσει τον μισθό του έστω και αν αναγκαστεί να κάνει εκπτώσεις στο επιστημονικό του έργο». Και αν κάποιοι το κάνουν για να βελτιώσουν το εισόδημά τους, υπάρχουν άλλοι καθηγητές ή ερευνητές που εξασφαλίζουν όχι απλώς ένα… επιμίσθιο ή άνοδο στην επόμενη ερευνητική ή ακαδημαϊκή βαθμίδα αλλά παχυλά έσοδα όπου βρεθούν και όπου σταθούν…


* Η γλώσσα των αριθμών


Ετσι, πάρτε χαρτί και μολύβι και υπολογίστε. Κατά την τριετία 2000-2002 ανατέθηκαν από τον Οργανισμό Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας (ΟΑΣΠ) 50 μελέτες και προγράμματα εφαρμοσμένης έρευνας με προϋπολογισμό 800 εκατ. δρχ. σε θέματα αντισεισμικής τεχνολογίας. Στο πλαίσιο του συντονισμένου ερευνητικού προγράμματος που προκήρυξε ο ΟΑΣΠ κατά τη διετία 2001-2002 ανατέθηκαν 21 προγράμματα εφαρμοσμένης έρευνας στους τομείς της σεισμολογίας και της σεισμοτεχνικής, με προϋπολογισμό 450 εκατ. δρχ. με τα οποία διερευνώνται θέματα σεισμικότητας και σεισμικής επικινδυνότητας διαφόρων περιοχών της Ελλάδας. Κατά τη διετία 2000-2001 διατέθηκαν 400 εκατ. δρχ. στους σεισμολογικούς φορείς της χώρας για την επέκταση και βελτίωση των δικτύων σεισμογράφων που διαθέτουν και την ένταξή τους στο Ενιαίο Εθνικό δίκτυο Σεισμογράφων. Ολα αυτά απόηχος του σεισμού της Αθήνας…


Και βέβαια μην ξεχνάμε ότι αυτή την περίοδο στην ποδιά του ΚΠΣ-3 «σφάζονται παλικάρια» με δεδομένο ότι για το συντονισμένο πρόγραμμα «δομημένο περιβάλλον και διαχείριση σεισμικού κινδύνου» έχουν κατατεθεί 27 προγράμματα-προτάσεις εκ των οποίων μόνον η μία στις τρεις αναμένεται να εγκριθεί για χρηματοδότηση. Χώρια οι συμμετοχές σε προγράμματα ευρωπαϊκών ιδρυμάτων ή εταιρειών, τα έσοδα από τα οποία δεν είναι εύκολο να καταγραφούν.


Ιδιαιτέρως σεβαστά ποσά όμως έχουν ήδη διατεθεί εκτός ερευνητικών προγραμμάτων που προκηρύσσονται, ως «ειδικές» μελέτες κατ’ ανάθεση με χρηματοδότηση από το ΥΠΕΧΩΔΕ και ενίοτε με συμβολή ενδιαφερόμενων δήμων και δίνονται σε ομάδες όπου κυριαρχούν οι ίδιοι (δυο-τρεις επιστήμονες σεισμολογίας και σεισμοτεκτονικής και ένας-δυο επιστήμονες αντισεισμικής τεχνολογίας).


* Οι «μικροζωνικές μελέτες»


Οι περιβόητες «μικροζωνικές μελέτες» για μεγάλη πόλη είναι ένα πρώτης τάξεως άλλοθι για να βαφτιστεί μια έρευνα «εφαρμοσμένη», καθώς στην πράξη όσες έχουν γίνει, όπως μας λένε επιστήμονες της εδαφομηχανικής και σεισμικής μηχανικής, είναι χαμηλής ποιότητας και μη εφαρμόσιμες.


Μήπως γι’ αυτό δεν τις δημοσιοποιεί και δεν τις εφαρμόζει το ΥΠΕΧΩΔΕ – αν και τις περισσότερες φορές τις έχει αναθέσει το ίδιο – αφήνοντάς τες να μουχλιάζουν στα συρτάρια του; Και όμως στοχεύουν στη χαρτογράφηση πολεοδομικού συγκροτήματος η οποία δείχνει την κατηγοριοποίηση των εδαφών με λεπτομέρεια ει δυνατόν τετραγώνου σε πέντε κατηγορίες σύμφωνα με τον αντισεισμικό κανονισμό ώστε ο μελετητής των κτιρίων ή έργων να επιλέξει τους κατάλληλους συντελεστές με τους οποίους θα υπολογίσει τις επιταχύνσεις (σεισμικές δυνάμεις) για να είναι ασφαλή.


Ακόμη και η μικροζωνική μελέτη του Ηρακλείου, η οποία χαρακτηρίζεται από επιστήμονες ως τεκμηριωμένη, δεν έχει ακόμη δημοσιευτεί και παραμένει άγνωστο αν τελικώς εφαρμοστεί. Τουλάχιστον αυτή είναι η μόνη στην οποία συμμετείχαν και οι πέντε σεισμολογικοί φορείς της χώρας (Πανεπιστήμιο Αθήνας – ΕΜΠ, Γεωδυναμικό Αθήνας, Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ΙΤΣΑΚ και Πανεπιστήμιο Πατρών) αλλά στοίχισε πανάκριβα, περίπου 1 δισ. και τη μερίδα του λέοντος πήραν οι φορείς της Αθήνας (Γεωδυναμικό και Πανεπιστήμιο Αθηνών). Να σκεφτεί κανείς ότι η μικροζωνική της Καλαμάτας, που εκπονήθηκε μετά τον σεισμό του 1986 και ήταν καλής ποιότητας, στοίχισε πολύ λιγότερο (περί τα 100 εκατ. σημερινά χρήματα) από εκείνη του Ηρακλείου, λαμβανομένης υπόψη και της διαφοράς του μεγέθους των δύο πόλεων.


Σημειωτέον ότι ενώ η πολιτεία προβλέπει με νόμο ως υποχρεωτικές τις γεωτεχνικές έρευνες και μικροζωνικές μελέτες για τις υπό ένταξη σε σχέδιο πόλεως περιοχές, την ίδια στιγμή φέρεται ανακόλουθα και ανορθολογικά, αφού δεν επιβάλλει παρόμοια υποχρέωση για τα δομημένα τμήματα των υπαρχουσών πόλεων όπου βρίσκεται ο κύριος όγκος των κτιρίων!


Ο παραλογισμός που υπάρχει συμπληρώνεται από το γεγονός ότι δεν γίνεται ούτε αξιολόγηση ούτε αποτίμηση των αποτελεσμάτων των προγραμμάτων και βέβαια η πολιτεία δεν έχει διαδικασίες εφαρμογής για τα όποια θετικά αποτελέσματα, με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις.


* Το νέο μήλον της έριδος


Σε αυτό το πλέγμα είναι προφανές ότι η διαμάχη σεισμολόγων – και ενίοτε επιστημόνων άλλων ειδικοτήτων που συμπληρώνουν τον τίτλο τους κολλώντας και το σεισμολόγος δίπλα – αποκτά εκρηκτικές διαστάσεις όταν μπαίνουν στη μαρμίτα τα κριτήρια, εμφανή ή αφανή, με βάση τα οποία γίνονται οι αναθέσεις. Κάπως έτσι σε κοινή θέα από τηλεοράσεως ακούσαμε, τις τελευταίες μέρες, τις καταγγελίες του διευθυντή Ερευνών του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου Αθηνών κ. Γεράσιμου Παπαδόπουλου για την ανάθεση της μελέτης «υποθαλάσσια διερεύνηση λεκάνης Σκύρου» από τον ΟΑΣΠ στον καθηγητή Γεωλογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Δημήτρη Παπανικολάου, ο οποίος δεν εδικαιούτο ως μέλος της κυβέρνησης – τότε ήταν Γενικός Γραμματέας Πολιτικής Προστασίας – να την αναλάβει.


Η μομφή απευθυνόταν στον κ. Γιάννη Τσακλίδη, υφυπουργό ΠΕΧΩΔΕ – για να δείξει τη «διαπλοκή» στην προσφορά προγραμμάτων -, ο οποίος δήλωσε ότι θα ερευνήσει το θέμα προσθέτοντας όμως με νόημα ότι δεν υπάρχει επιστήμονας που να μην έχει αναλάβει μελέτες του ΟΑΣΠ.


Εννοείται ότι το σούσουρο στον χώρο των ειδικών έδωσε και πήρε. Ορισμένοι πέταγαν σπόντες για δυσαρέσκεια Παπαδόπουλου επειδή έμεινε εκτός ΟΑΣΠ, κάποιοι μιλούσαν για «καθαρό» άνθρωπο αλλά «επικοινωνιομανή» και άλλοι παρατηρούσαν ότι «όσα είπε δεν απέχουν πολύ από την πραγματικότητα, αφού οι διαβλητές και αδιαφανείς διαδικασίες που υφίστανται αφήνουν το περιθώριο για αμφισβήτηση ακόμη και αποτελεσματικού έργου». Κάποιοι πάντως επιχείρησαν να κρατήσουν τις ισορροπίες, τονίζοντας ότι η μελέτη ανατέθηκε μεν μετά τον σεισμό της Σκύρου στον κ. Παπανικολάου, εντασσόταν όμως στο ευρύτερο πρόγραμμα για το Βόρειο Αιγαίο που είχε αναλάβει όταν ήταν στο ΕΚΘΕ προτού γίνει γραμματέας Πολιτικής Προστασίας.


Ο κ. Παπανικολάου ρωτήθηκε σχετικά από «Το Βήμα» αλλά δεν θέλησε να απαντήσει στις αιτιάσεις του κ. Γ. Παπαδόπουλου. Δήλωσε όμως ότι «κάποτε πρέπει να χωριστεί η ήρα από το στάρι όταν μιλά κανείς δημοσίως για σεισμική δραστηριότητα και αντισεισμική προστασία. Από τη μια εκείνοι που λόγω θέσεως – ως επιστημονικός διευθυντής οργανισμού, ινστιτούτου, πανεπιστημίου – έχουν άποψη και μπορούν να την εκφράζουν και να πληροφορούν τον κόσμο στα επιστημονικά θέματα. Από την άλλη, οι «αυτόκλητοι» που προσπαθούν να δημιουργούν εντυπώσεις και δεν παρέχουν επιστημονική πληροφόρηση. Παραδείγματος χάριν, δεν μπορώ να δεχτώ να μιλά σε ισότιμη βάση ο διευθυντής του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου, καταξιωμένος επιστήμονας κ. Σταυρακάκης, και ο υφιστάμενος υπάλληλός του Γ. Παπαδόπουλος που επιτίθεται με εμπάθεια κατά συναδέλφων – και μάλιστα απόντων – και κατά φορέων της πολιτείας».


Προκαλεί πάντως εντύπωση ότι λίγες ημέρες αργότερα και ύστερα από όλα αυτά ο υφυπουργός ΠΕΧΩΔΕ έσπευσε να ανασυστήσει την Επιτροπή Εκτίμησης Σεισμικού Κινδύνου – μετέχει η πλειονότητα των ειδικών επιστημόνων από τους σεισμολογικούς φορείς της χώρας -, η οποία είχε καταργηθεί με τον ψηφισθέντα το 2002 νόμο για την «αναβάθμιση της Πολιτικής Προστασίας», αρχιτέκτονας του οποίου υπήρξε ο κ. Παπανικολάου.


Οι καβγάδες όμως δεν οδηγούν πουθενά παρά μόνο στη σύγχυση των πολιτών. Συν τοις άλλοις το παράδοξο είναι ότι η πλειονότητα των πρωταγωνιστών των τηλεπαραθύρων, όπως επισημαίνει ο ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Β. Παπαζάχος, «δεν πατάει σε ένα επιστημονικό συνέδριο», παρ’ ότι η σεισμολογία είναι από τις επιστήμες που γνωρίζουν ραγδαία εξέλιξη. «Στο συνέδριο που διοργανώθηκε τον Σεπτέμβριο από το σεισμολογικό Ινστιτούτο της Αθήνας, πάρα πολλά νέα παιδιά, άγνωστοι στο ευρύ κοινό επιστήμονες, παρουσίασαν σπουδαία στοιχεία, αλλά ούτε ένας από τους μαϊδανούς δεν εμφανίστηκε να τους ακούσει και να ενημερωθεί» συμπληρώνει ο καθηγητής.


Κάποια στιγμή πρέπει να σταματήσει η… επικοινωνιολογία των μεγαλεπήβολων εξαγγελιών και «να αρχίσει ο έλεγχος των πιο επικίνδυνων κτιρίων, κατά προτεραιότητα στις πιο επικίνδυνες σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των σεισμολόγων περιοχές» λέει ο σεισμολόγος – ερευνητής του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου κ. Σταύρος Τάσος.


«Αυτά που λένε ότι θα γίνει προσεισμικός έλεγχος σε όλη τη χώρα είναι παραμύθια» παρατηρεί ο κ. Παπαζάχος. «Είναι αδύνατον ελεγχθούν όλα τα νοσοκομεία, όλα τα σχολεία, όλα τα δημόσια κτίρια. Ουσιαστικός έλεγχος δεν μπορεί να γίνει και στους 52 νομούς ταυτόχρονα, αλλά δεν μπορεί να ξεκινήσει ούτε από τους δύο αφού, παρ’ ότι όλοι οι φορείς έθεσαν το θέμα της μεσοπρόθεσμης πρόγνωσης στη Γενική Γραμματεία Ερευνας και Τεχνολογίας, τελικώς όλα τα σχετικά προγράμματα εξαιρέθηκαν από το ΚΠΣ-3».


Οι συμμαχίες και τα «στρατόπεδα» των ερευνητών * Ποιοι και ποια ιδρύματα ερίζουν για τα σκήπτρα της πλησιέστερης πρόγνωσης ή της εγκυρότερης εκτίμησης έπειτα από κάθε επίσκεψη του Εγκέλαδου


Με αυτά τα δεδομένα – και συχνά με πρόφαση το μείζον πρόβλημα των «διαρροών» για να φανεί ποιος έχει τα σκήπτρα της πλησιέστερης πρόγνωσης ή της εγκυρότερης εκτίμησης ύστερα από κάθε σεισμό – οι επιστήμονες του χώρου βρίσκονται συνήθως μοιρασμένοι και ανταγωνιζόμενοι, συνάπτουν δε συμμαχίες μεταξύ τους, περισσότερο ή λιγότερο χαλαρές. Η δημιουργία «στρατοπέδων» δεν έχει μονοσήμαντη εξήγηση. Από τη μια, ο επιστημονικός ανταγωνισμός για την πρωτοκαθεδρία σε μια επιστήμη που δεν μπορεί να καταθέσει «βεβαιότητες» στην κοινή γνώμη αναζητεί συνεργάτες εμπιστοσύνης. Από την άλλη, η επιδίωξη μεριδίου στην πίτα των προγραμμάτων και μελετών οδηγεί στο κυνήγι της αλληλοστήριξης μεταξύ μελών της μιας ή της άλλης ομάδας ή στην επιλογή εκείνων με τις καλύτερες διασυνδέσεις. Καθώς μάλιστα οι δύο παράγοντες ισχύουν ενίοτε ταυτόχρονα, πρόσωπα που τη μια «κονταροχτυπιούνται» την άλλη εμφανίζονται να ομονοούν και συνεργάζονται. Βεβαίως, όλα αυτά δεν σημαίνουν, όπως παρατηρεί γνωστός καθηγητής, «ότι κάποιοι δεν κάνουν καλά τη δουλειά τους, απλώς ενδέχεται να γίνονται πράγματα περιττά τη στιγμή που τα κονδύλια για την έρευνα είναι περιορισμένα»…


Ετσι φαίνεται – χωρίς να αποτελεί αξίωμα – να έχουν συγκροτηθεί κάποιες συμμαχίες έναντι των οποίων υπάρχει συνήθως και το αντίπαλον δέος.


* Το Γεωδυναμικό Ινστιτούτο


Στην Αθήνα ο διευθυντής του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου κ. Γιώργος Σταυρακάκης, έχοντας πλάι του τον σεισμολόγο κ. Γεράσιμο Χουλιάρα, βρίσκει συχνά κοινή γλώσσα με τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Δ. Παπανικολάου και τον στενό συνεργάτη του στο Τμήμα Γεωλογίας κ. Ευθύμιο Λέκκα. Το αντίπαλον δέος στο Γεωδυναμικό Ινστιτούτο φαίνεται να προσωποποιείται στον διευθυντή Ερευνών κ. Γ. Παπαδόπουλο. Από την άλλη πλευρά, στο Πανεπιστήμιο, ο κ. Παπανικολάου δεν είναι ο μοναδικός «άρχων», αφού μερίδιο επιστημονικής «εξουσίας» ανήκει στον καθηγητή Σεισμολογίας κ. Κώστα Μακρόπουλο, ο οποίος υποστηρίζει ότι τα αποτελέσματα των ερευνών πρέπει να είναι κοινό κτήμα της επιστημονικής κοινότητας και της πολιτείας ώστε να αλληλοδιοχετεύεται η γνώση και να μην υπάρχει κατακερματισμός και ατελέσφορος ανταγωνισμός των επιστημονικών δυνάμεων, ενώ ταυτόχρονα να διασφαλίζεται ότι η ενημέρωση της κοινής γνώμης θα γίνεται συγκροτημένα και χωρίς «κορόνες» «που δεν προσφέρουν τίποτε στον κόσμο παρά μόνο πανικό».


* Το Πανεπιστήμιο της Πάτρας


Λίγες εκατοντάδες χιλιόμετρα νοτιοδυτικά, στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας, ο καθηγητής Σεισμολογίας κ. Ακης Τσελέντης – γνωστός από την εποχή της συνοδοιπορίας με την ομάδα ΒΑΝ, με την οποία φαίνεται να διατηρεί και σήμερα επαφές – κινείται, την εποχή αυτή, σε αγαστή σύμπνοια με τον (κουμπάρο του) κ. Σταυρακάκη, χωρίς όμως κανείς μπορεί να τον εντάξει σε κάποια σταθερή συμμαχία.


* Ο «πατριάρχης» του χώρου


Ιδιαίτερη περίπτωση αποτελεί ο «πατριάρχης» των σεισμολόγων κ. Βασίλης Παπαζάχος, ομότιμος καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης, με την ομάδα του, που αποτελείται από 5 σεισμολόγους (τις κυρίες Ρίτσα Παπαδημητρίου και Αναστασία Κυραντζή και τους κκ. Γιώργο Καρακαΐση, Κώστα Παπαζάχο – υιό Β. Παπαζάχου – και Μανώλη Σκορδίλη). Η ομάδα Παπαζάχου συνεργάζεται περιστασιακά με τον κ. Μακρόπουλο από την Αθήνα και σπανιότερα με το Γεωδυναμικό Ινστιτούτο.


Λόγο για τους σεισμούς έχει μία ακόμη κατηγορία επιστημόνων, οι μηχανικοί των πολυτεχνικών σχολών, με αντικείμενο την ασφάλεια των κατασκευών.


* Η ομάδα του Πολυτεχνείου


Γνωστότερος στο κοινό για την ενασχόλησή του με τους σεισμούς είναι ο καθηγητής αντισεισμικής τεχνολογίας του Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών ΕΜΠ κ. Παναγιώτης Καρύδης, ο οποίος συνεργάζεται μέσω του κ. Λέκκα με την ομάδα Παπανικολάου. Ενίοτε με την ομάδα Παπανικολάου συνεργάζεται και ο καθηγητής Τεχνικής Γεωλογίας της Σχολής Πολιτικών Μηχανικών του ΕΜΠ κ. Παύλος Μαρίνος.


Στενή συνεργασία στο ΕΜΠ υπάρχει επίσης μεταξύ των καθηγητών κκ. Γιώργου Γκαζέτα, Γιώργου Μπουκουβάλα και Γιάννη Πρωτονοτάριου – των οποίων το αντικείμενο είναι η σεισμική γεωτεχνική μηχανική (σεισμός και έδαφος) – και συνδέονται κυρίως με τους φορείς της Θεσσαλονίκης, δηλαδή το ΙΤΣΑΚ (Ινστιτούτο Τεχνικής Σεισμολογίας και Αντισεισμικών Κατασκευών) και την ομάδα Παπαζάχου. Παλαιότερα είχαν συνεργαστεί με το Γεωδυναμικό και τον κ. Μακρόπουλο από το Πανεπιστήμιο Αθηνών. Από την άλλη οι καθηγητές του Πανεπιστημίου Πατρών κκ. Μιχάλης Φαρδής, με αντικείμενο τη συμπεριφορά του σκυροδέματος, και Σταύρος Αναγνωστόπουλος, που ασχολείται με την αντισεισμική τεχνολογία, δεν έχουν μόνιμες συνεργασίες.


Από τους παλαιότερους καθηγητές που ασχολούνται με τη συμπεριφορά του σκυροδέματος στους σεισμούς είναι ο «πρύτανης» του κλάδου κ. Θεοδόσης Τάσσιος στο Πολυτεχνείο της Αθήνας και ο ομότιμος καθηγητής Γιώργος Πενέλης στη Θεσσαλονίκη και κατ’ εξοχήν μετέχουν σε επιτροπές αντισεισμικού κινδύνου, κανονισμού κ.ά.