Αν είχατε να διαλέξετε ανάμεσα σε α) σίγουρο κέρδος 3.000 ευρώ και β) 80% πιθανότητα κέρδους 4.000 ευρώ και 20% πιθανότητα να μην κερδίσετε τίποτε, τι θα επιλέγατε;


Και αν είχατε να διαλέξετε ανάμεσα σε α) σίγουρο χάσιμο 3.000 ευρώ και β) 80% πιθανότητα να χάσετε 4.000 ευρώ και 20% πιθανότητα να μη χάσετε τίποτε, τι απόφαση θα παίρνατε;


Στο πρώτο ερώτημα οι περισσότεροι επιλέγουν το α) γιατί δεν θέλουν να ρισκάρουν, ενώ στο δεύτερο οι περισσότεροι επιλέγουν το β) γιατί θέλουν να ρισκάρουν. Μήπως το συμπέρασμα σας φαίνεται αντιφατικό; Δεν είναι όμως, σύμφωνα με τη θεωρία της πρόβλεψης των Kahneman και Tversky (1979). Οι άνθρωποι αποφεύγουν το ρίσκο όταν επιζητούν κέρδος, αλλά επιλέγουν το ρίσκο για να αποφύγουν να χάσουν κάτι συγκεκριμένο. Αυτή η αντιμετώπιση χρηματικών ζητημάτων δείχνει ότι έχει τις ρίζες της περισσότερο σε ψυχολογικές διεργασίες και λιγότερο σε οικονομική θεώρηση της δεδομένης κατάστασης. Οταν πρωτοδημοσιεύτηκε η πρωτοποριακή αυτή εργασία στο οικονομικό περιοδικό «Econometrica» προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση στους χώρους της ψυχολογίας και των οικονομικών. Ο Daniel Kahneman, καθηγητής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον, που μοιράστηκε το φετινό Νομπέλ Οικονομικών με τον Vernon Smith, καθηγητή Οικονομικών και Νομικής στο Πανεπιστήμιο Τζορτζ Μέισον, εισήγαγε πληθώρα στοιχείων ψυχολογικής έρευνας στην επιστήμη των οικονομικών. Η καινοτομία στη σκέψη του, που αποδείχθηκε στη συνέχεια πειραματικά ποικιλοτρόπως, συνίσταται στην αμφισβήτηση του βασικού μοντέλου των πιθανοτήτων. Σύμφωνα με αυτό υπάρχουν στατιστικές πιθανότητες που υπολογίζονται βάσει της λογικής και μαθηματικών τύπων, στις οποίες θα περίμενε κανείς ότι βασίζονται οι άνθρωποι όταν παίρνουν αποφάσεις, ιδίως σε περιστάσεις αβεβαιότητας. Στην πράξη όμως δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Σύμφωνα με τον Kahneman, όταν οι άνθρωποι δεν έχουν αναπτύξει συστηματικό τρόπο λήψης αποφάσεων κάνουν ό,τι θεωρούν σωστό, χωρίς να βασίζονται σε αντικειμενικά δεδομένα, στη λογική, σε μαθηματικές αλήθειες ή στατιστικές πιθανότητες, πράγμα νέο για ψυχολόγους και οικονομολόγους, οι οποίοι ως τώρα πίστευαν ότι οι άνθρωποι έχουν ως κίνητρο το προσωπικό συμφέρον και, επομένως, κάνουν λογικές κρίσεις.


Οι άνθρωποι εκτιμούν την πιθανότητα αβέβαιων γεγονότων βασιζόμενοι στις γενικές αρχές μιας ικανότητας προς επίλυση προβλημάτων, αλλά χωρίς ιδιαίτερη κρίση (heuristics), οι οποίες μειώνουν τη συνθετότητα και τις αξιολογήσεις των πιθανοτήτων. Με αυτόν τον τρόπο ο άνθρωπος περνά σε απλούστερες λειτουργίες κρίσης. Ενα καθημερινό παράδειγμα είναι ο ψυχολογικός – και όχι μαθηματικός – τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν την επιλογή αριθμού στο Λόττο. Αντί να λάβουν υπόψη τον μαθηματικό κανόνα που λέει ότι τα νούμερα του Λόττο δεν έχουν μνήμη, επομένως δεν κρατούν από μόνα τους σειρά για το πότε βγήκαν και πότε θα ξαναβγούν, οι άνθρωποι επιμένουν να τα αντιμετωπίζουν με ψυχολογικό τρόπο: «Εδώ και καιρό δεν βγήκε το 2, άρα είναι σειρά του να βγει τώρα». Ετσι παραμερίζεται ο στατιστικός κανόνας ότι οι 50-50 πιθανότητες ισχύουν εκ νέου για κάθε καινούργια δοκιμή, χωρίς να υπολογίζεται τι είχε συμβεί προηγουμένως για να διαμορφωθεί το τωρινό αποτέλεσμα.


Ακόμη, η ιδέα της αντιπροσωπευτικότητας, ο βαθμός στον οποίο το Α αντιπροσωπεύει ή μοιάζει με το Β, παίζει ρόλο στο πώς οι άνθρωποι κάνουν επιλογές σε καταστάσεις αβεβαιότητας στον οικονομικό τομέα. Ετσι, αν κάποιος είχε την πληροφορία ότι μια μετοχή Α συγκεκριμένου προϊόντος είχε πάει καλά στο παρελθόν, στη συνέχεια, όταν πρέπει να πάρει μια απόφαση σχετικά με την αγορά μιας μετοχής Β του ίδιου προϊόντος, η οποία όμως δεν πάει τόσο καλά όσο η Α, θα αποφασίσει να πάρει το ρίσκο και να αγοράσει τη Β παρά τις αντικειμενικές πληροφορίες που έχει στη διάθεσή του, επειδή ακριβώς η ομοιότητά της με τη μετοχή Α τον προδιαθέτει θετικά δημιουργώντας του την εντύπωση ότι και η Β θα πάει εξίσου καλά.


Στην καθημερινή ζωή, όταν οι άνθρωποι δεν μπορούν να πάρουν αποφάσεις με συστηματικό και λογικό τρόπο σε καταστάσεις αβεβαιότητας, καταφεύγουν σε άλλες λύσεις που δεν βασίζονται σε αντικειμενικά δεδομένα, όπως το να περιμένουν να πλουτίσουν αποκλειστικά από το λαχείο ή το καζίνο ή να ξεμπλέξουν τα αισθηματικά τους μέσα από την αστρολογία ή την καφεμαντεία, πράγμα που αποδεικνύει περίτρανα και στην πράξη την ψυχοοικονομική θεωρία που κέρδισε το Νομπέλ.