Τον Δεκέμβριο του 1999 η Ελλάδα ασχολούνταν κυρίως με δύο πράγματα: αν θα επανεκλεγεί Πρόεδρος της Δημοκρατίας ο κ. Κ. Στεφανόπουλος και πότε θα γίνουν οι βουλευτικές εκλογές. Τον ίδιο μήνα, όμως, στο κτίριο του υπουργείου Δημόσιας Τάξης, στη λεωφόρο Παναγιώτη Κανελλόπουλου (όπως είχε ήδη μετονομαστεί η προέκταση της οδού Κατεχάκη), ένα όνομα, άγνωστο στους πολλούς, έκανε την εμφάνισή του: Αλέξανδρος Γιωτόπουλος.


Οι πρώτες πληροφορίες έλεγαν ότι είχε χρόνια να δώσει σημάδια ζωής. Κανένας δεν ήξερε πού βρισκόταν, ούτε με ποιο όνομα κυκλοφορούσε. Κανένας δεν γνώριζε αν και πού θα μπορούσαν να τον εντοπίσουν. Στα ξενύχτια όμως και στις πολύωρες συσκέψεις του υπουργού με την ηγεσία της Αστυνομίας και με τον αρμόδιο εισαγγελέα είχε αρχίσει να διαμορφώνεται η πεποίθηση ότι ο άνθρωπος αυτός διαδραμάτιζε κάποιον κεντρικό ρόλο στην υπόθεση «17 Νοέμβρη». Συγκρατήστε την ημερομηνία: Δεκέμβριος 1999.


Λίγους μήνες νωρίτερα, τον Μάρτιο του 1999, μέσα στην αναμπουμπούλα της υπόθεσης Οτσαλάν, ο πρωθυπουργός κ. Κ. Σημίτης είχε αναθέσει το υπουργείο Δημόσιας Τάξης στον ως τότε υφυπουργό Ανάπτυξης κ. Μ. Χρυσοχοΐδη. Τότε του κατέστησε σαφές ότι η εμπέδωση της δημόσιας τάξης θα πρέπει να είναι η άμεση προτεραιότητά του.


Αλλά όχι η μόνη. «Σε στέλνω εκεί και για την τρομοκρατία» διευκρίνισε στον νέο υπουργό διευρύνοντας την περιγραφή της πολιτικής εντολής του. Ηταν ίσως η πρώτη φορά που ένας υπουργός Δημόσιας Τάξης άκουγε τον Πρωθυπουργό να θέτει ρητώς την εξάρθρωση της τρομοκρατίας μέσα στις απόλυτες προτεραιότητές του.


Τα αλλεπάλληλα ξενύχτια και οι συσκέψεις, η αναδίφηση παλιών φακέλων, η επανεξέταση και η εκ νέου διασταύρωση στοιχείων ήταν το επόμενο βήμα ενός υπουργού που πήρε σοβαρά την υπόθεση που του ανέθεσαν. Και το πρώτο αποτέλεσμά τους, εννέα μήνες αργότερα: Γιωτόπουλος.


Οι υποψίες δεν δημοσιοποιήθηκαν και ίσως το πιο ενδιαφέρον είναι ότι το επιτελείο του υπουργείου Δημόσιας Τάξης κατάφερε να στεγανοποιήσει απολύτως τις έρευνες. Ο κ. Χρυσοχοΐδης απέφευγε να μιλάει ακόμη και στο στενό περιβάλλον του γι’ αυτή την υπόθεση.


Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ίδιος ο κ. Σημίτης ενημερώθηκε από τον κ. Χρυσοχοΐδη για την πορεία των ερευνών και άκουσε για πρώτη φορά το όνομα Γιωτόπουλος περισσότερο από ένα χρόνο αργότερα, την άνοιξη του 2001. Οταν, δηλαδή, οι υποψίες είχαν ήδη γίνει βεβαιότητα και όταν τα στοιχεία είχαν αρχίσει να συσσωρεύονται.


Η αντίδραση του κ. Σημίτη; Συγκρατημένη. Και η συμβουλή πάντα η ίδια: Προσεκτικά, σοβαρά και συστηματικά. Χωρίς τυμπανοκρουσίες, ενθουσιασμούς και παρακινδυνευμένα συμπεράσματα. Από τότε όμως η ενημέρωση του Πρωθυπουργού ήταν συνεχής και πλήρης.


Οι αρχικές υπόνοιες, οι πληροφορίες των Γάλλων, οι ξένες υπηρεσίες και η αρχή του τέλους


Μετά τον Δεκέμβριο του 1999 ακολούθησαν οι εκλογές του Απριλίου 2000. Ισως 70.000 ψήφοι να έκριναν την τύχη της «17 Νοέμβρη». Διότι την επομένη των εκλογών τα ίδια πρόσωπα έπιασαν το κουβάρι από εκεί που το είχαν αφήσει.


Χρειάζονταν να μάθουν περισσότερα πράγματα γι’ αυτόν τον άγνωστο Γιωτόπουλο. Αλλά χωρίς να διαρρεύσει το παραμικρό, χωρίς να υποψιαστεί κανένας ότι υπήρχε κάποια άκρη στο νήμα. Μέσα στους επόμενους μήνες οι έρευνες πήραν μια μάλλον ιδιότυπη κατεύθυνση συλλογής πληροφοριών με κάθε τρόπο.


Αφού το νήμα οδηγούσε στο Παρίσι, πολλές απαντήσεις ίσως να βρίσκονταν στο Παρίσι. Ο κ. Χρυσοχοΐδης πήγε αυτοπροσώπως στη Γαλλία τον Ιούνιο του 2000. Πρώτη αντίδραση των γάλλων συνομιλητών του είναι η περίφημη φράση: «Ηλθατε να μας βρείτε με 25 χρόνια καθυστέρηση».


Δεύτερη αντίδραση: να ανοίξουν τα κιτάπια τους. Οι Γάλλοι (για προφανείς λόγους) δεν είχαν ως τότε ασχοληθεί ειδικά με το θέμα της «17 Νοέμβρη». Μπόρεσαν όμως να δώσουν χρήσιμες πληροφορίες για τους Ελληνες του Παρισιού κατά τα κρίσιμα χρόνια 1970-1975 και ειδικότερα για τον κύκλο του Γιωτόπουλου. Να προσθέσουν, δηλαδή, μερικά ενδιαφέροντα κομμάτια στο παζλ.


Πληροφόρησαν, ας πούμε, τις ελληνικές αρχές ότι ένας έλληνας πανεπιστημιακός, ο οποίος αποδεδειγμένα συνδεόταν με τον Γιωτόπουλο, είχε συλληφθεί και κρατηθεί μερικές ημέρες από τις γαλλικές αρχές με υπόνοιες συμμετοχής σε τρομοκρατικές δραστηριότητες. Και άλλα τέτοια.


* Από τις υποψίες στη βεβαιότητα


Επιστρέφοντας στην Αθήνα, η συλλογή πληροφοριών γύρω από τον Γιωτόπουλο και το περιβάλλον του επεκτάθηκε επί ελληνικού εδάφους. Πολλοί εκλήθησαν να θυμηθούν πρόσωπα και περιστατικά της μακρινής εκείνης εποχής. Να σχολιάσουν και να σταθμίσουν πληροφορίες και καταστάσεις. Ακόμη και ο κ. Θ. Πάγκαλος (όπως δήλωσε ο ίδιος προσφάτως) εκλήθη για μια φιλική συζήτηση με τον κ. Χρυσοχοΐδη και ρωτήθηκε σχετικά. Ο πρώην υπουργός είχε διατελέσει «καθοδηγητής» του Γιωτόπουλου όταν για μια περίοδο, το διάστημα 1965-67, ο Γιωτόπουλος είχε βρεθεί στις παρισινές οργανώσεις του ΚΚΕ.


Σταδιακά οι υπόνοιες έγιναν υποψίες και οι υποψίες βεβαιότητες. Τα στοιχεία αρχίζουν να εισρέουν από όλο και περισσότερες πλευρές. Οπως φαίνεται να προκύπτει τώρα, μια παράλληλη διερεύνηση προς την ίδια κατεύθυνση και με ανάλογη μέθοδο γίνεται και από τις αμερικανικές και τις βρετανικές υπηρεσίες που ασχολούνται με τη «17 Νοέμβρη».


* Απόλυτη εχεμύθεια


Η ακριβής αποτίμηση της συνεισφοράς τους στη διαλεύκανση της υπόθεσης δεν είναι ακόμη δυνατόν να συγκεκριμενοποιηθεί και μάλλον θα καθυστερήσει. Οι λόγοι είναι προφανείς: σε αυτό το επίπεδο τα όρια της πληροφόρησης και της παραπληροφόρησης είναι δυσδιάκριτα. Δεν μπορεί, για παράδειγμα, να διαπιστωθεί εγκύρως και πέραν πάσης αμφισβητήσεως αν οι ξένες υπηρεσίες είχαν «ακουμπήσει» τον Α. Γιωτόπουλο πριν από τον Δεκέμβριο του 1999. Ούτε τι συνεισέφεραν σε ονόματα στο επόμενο στάδιο.


Η λογική όμως λέει ότι, αν το όνομα του Γιωτόπουλου είχε προκύψει από έρευνες ξένων υπηρεσιών και είχε κοινοποιηθεί στις ελληνικές αρχές, αποκλείεται να περίμενε ο υπουργός Δημόσιας Τάξης ενάμιση χρόνο ώσπου να αποφασίσει να το αναφέρει στον Πρωθυπουργό.


Το βέβαιον πάντως είναι ότι ολόκληρο το 2001 οι έρευνες εξακολουθούσαν να κινούνται σε ένα πλαίσιο απόλυτης εχεμύθειας, παρ’ όλο που οι περισσότερο ενήμεροι άρχισαν να υποψιάζονται ότι στην υπόθεση της τρομοκρατίας «κάτι κινείται».


Οπως είναι λογικό, ύστερα από τόσες έστω και «φιλικές» διερευνητικές συζητήσεις με ένα ευρύ φάσμα συνομιλητών το όνομα «Γιωτόπουλος» άρχισε να διαρρέει από το υπουργείο Δημόσιας Τάξης. Είχε αρχίσει να ψιθυρίζεται ότι «οι αρχές κάτι ψάχνουν για τον Γιωτόπουλο», η τύχη του οποίου εξακολουθούσε να αγνοείται.


Από το καλοκαίρι του 2001, όταν ο Πρωθυπουργός ήταν ήδη ενήμερος, ο κ. Χρυσοχοΐδης (όταν τον ρωτούσαν) μετέφερε απλώς μια αίσθηση αισιοδοξίας για την πορεία των ερευνών χωρίς περισσότερες λεπτομέρειες. Κυρίως απέφευγε να αναφερθεί σε ονόματα.


Σε αυτή τη στεγανοποίηση των πληροφοριών (μικρό θαύμα για τα ελληνικά δεδομένα) συνετέλεσε ασφαλώς και το γεγονός ότι, σε υπηρεσιακό επίπεδο, γνώση του θέματος είχε μόνο η κορυφή της Αστυνομίας και ο αρμόδιος εισαγγελέας, ενώ σε πολιτικό επίπεδο η υπόθεση κρατήθηκε αποκλειστικά μεταξύ Πρωθυπουργού και υπουργού Δημόσιας Τάξης, εκτός κυβερνητικών και κομματικών οργάνων.


Το δεύτερο όνομα που έπεσε στο τραπέζι ήταν του Θεολόγου Ψαραδέλλη. Και ακολούθησαν ο Βασίλης Τζωρτζάτος και ο Παύλος Σερίφης. Η διαφορά με τον Γιωτόπουλο ήταν ότι αυτούς ήξεραν πού να τους βρουν και ότι βρίσκονταν στην Ελλάδα.


* Αναπάντητα ερωτήματα


Η Αντιτρομοκρατική άρχισε πλέον τις παρακολουθήσεις. Εχει γίνει γνωστό μάλιστα ότι λίγο πριν από το επεισόδιο του Πειραιά ο Τζωρτζάτος εντοπίστηκε να τριγυρνά γύρω από το σπίτι του κ. Χρυσοχοΐδη. Οι προθέσεις του άγνωστες αλλά σίγουρα όχι ευγενείς. Το γεγονός είναι ότι από τις αρχές του 2002 οι έρευνες παίρνουν μια περίεργη τροπή. Οι διωκτικές αρχές έχουν καταλήξει ως προς τον ρόλο του Γιωτόπουλου αλλά δεν ξέρουν πού να τον αναζητήσουν.


Οι υπόλοιποι εντοπίζονται ο ένας μετά τον άλλον, όσοι εντοπίζονται παρακολουθούνται, αλλά δεν οδηγούν στον Γιωτόπουλο, ούτε (όπως φαίνεται) στον «σκληρό πυρήνα» της οργάνωσης, που είναι κυρίως ο Δημήτρης Κουφοντίνας και ο Σάββας Ξηρός.


Εδώ, για να είμαστε ειλικρινείς, υπάρχει ένα σοβαρό κενό: Τι ακριβώς γνώριζαν οι αρχές για το κύκλωμα Κουφοντίνα – Ξηρού πριν από το επεισόδιο του Πειραιά; Σε αυτό το ερώτημα δεν έχουμε προς το παρόν έγκυρη και αδιαμφισβήτητη απάντηση.


Η επίσημη εκδοχή είναι (προσέξτε τη διατύπωση) ότι δεν τους παρακολουθούσαν. Αυτό σημαίνει ότι δεν τους γνώριζαν; Αλλά πώς μπορεί να είχαν διαμορφώσει μια τόσο ακριβή εικόνα για τη «17 Νοέμβρη» χωρίς να γνωρίζουν αυτά τα τόσο κεντρικά πρόσωπα της οργάνωσης;


Προφανώς τα ερωτήματα είναι ακόμη πολλά. Και τίποτε δεν μας εξασφαλίζει ότι θα απαντηθούν όλα και σύντομα. Αλλωστε δυόμισι μήνες για 27 χρόνια είναι μάλλον μικρό διάστημα.