«Ποσώς με ενδιαφέρει αν λένε ότι τα ρούχα που σχεδιάζω είναι χυδαία.
Εγώ λατρεύω τη χυδαιότητα. Η χυδαιότητα είναι ζωή, το καλό γούστο είναι θάνατος» είχε δηλώσει το 1967 σε συνέντευξη που παρεχώρησε στη βρετανική εφημερίδα «The Guardian» η γνωστή ως «εφευρέτρια του μίνι» Μαίρη Κουάντ με το διάσημο κοντό καρέ κούρεμα (που «εφηύρε» πάνω στο κεφάλι της το 1955 ο πρωτόβγαλτος τότε κομμωτής Βιντάλ Σασούν, ο οποίος έκτοτε αποθεώθηκε). Και η παραπάνω δήλωση κατά έναν τρόπο φανερώνει την ανατρεπτική για τη δεκαετία του ’60 άποψη της σχεδιάστριας για τη μόδα, η οποία όμως στην πραγματικότητα δεν αναφέρεται στην εφεύρεση του μίνι, που της χρεώνεται (αφού το μήκος του ποδόγυρου είχε ανεβάσει πάνω από το γόνατο νωρίτερα ο γάλλος σχεδιαστής Αντρέ Κουρέζ), αλλά στη λεγομένη «εκλαΐκευση» της μόδας. Εν ολίγοις η Μαίρη Κουάντ έφερε τα μοντέρνα ρούχα κοντά στο ευρύ κοινό δίνοντας τη δυνατότητα για πρώτη φορά σε κοπέλες μεσαίου και χαμηλού εισοδήματος να φορέσουν το «στυλ» που ως τα μέσα της δεκαετίας του 1950 παρήλαυνε αποκλειστικά στις πασαρέλες και στα σαλόνια της υψηλής κοινωνίας.


Η Μαίρη Κουάντ γεννήθηκε το 1934 στο Λονδίνο, σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών του κολεγίου Goldsmiths από το 1950 ως το 1953 και έμαθε κοπτική-ραπτική σε νυχτερινό σχολείο. Το 1955 εργάστηκε για μερικούς μήνες σε ένα καπελάδικο στο Λονδίνο και περί τα τέλη του ίδιου χρόνου άνοιξε μαζί με τον σύζυγό της Αλεξάντερ Πλάνκετ Γκριν το περίφημο κατάστημά της στην King’s Road της συνοικίας Chelsea, με την ονομασία «Bazaar». Στην εν λόγω μπουτίκ αρχικά πουλούσε νεανικά ρούχα επώνυμων σχεδιαστών, αλλά σύντομα άρχισε να σχεδιάζει και η ίδια μερικά μοντέλα. Και τότε ήλθε η μεγάλη έκρηξη. Τα ρούχα της με το που έβγαιναν στη βιτρίνα γίνονταν ανάρπαστα. Οι Μπιτλς μπαινόβγαιναν στο μαγαζί και αγόραζαν μίνι φορεματάκια για τις φιλενάδες τους, ενώ το μοντέλο Πάτι Μπόιντ που παντρεύτηκε τον Τζορτζ Χάρισον φόρεσε νυφικό διά χειρός Μαίρη Κουάντ, κάνοντάς της τη μεγαλύτερη διαφήμιση που θα μπορούσε να σκεφθεί κανείς, μέσω των φωτογραφιών του γάμου που ταξίδεψαν σε όλον τον κόσμο. Η αλήθεια είναι ότι η εν λόγω σχεδιάστρια δημιούργησε «στυλ» με τα ρούχα που σχεδίαζε, φωτογραφιζόταν (για περιοδικά μόδας από τον Ντέιβιντ Μπέιλι) και πουλούσε σωρηδόν. Το Λονδίνο γέμισε μίνι φούστες και φορέματα σε γραμμή «Α», εφαρμοστά πουλόβερ ζιβάγκο (που έμοιαζαν φορεμένα σαν «βαφτιστικά»), πολύχρωμες κάλτσες ως πάνω από το γόνατο, καυτά σορτς, παντελόνια με πολύ χαμηλή μέση και φαρδιές ζώνες που κούμπωναν στο ύψος της γενετήσιας ζώνης. Η συγκεκριμένη δε περιοχή ανακηρύχθηκε – μέσω των σχεδίων της – το σέξι σημείο του σώματος τη δεκαετία του ’60, αφήνοντας πίσω το στήθος (που βασίλευε μεταπολεμικά). Η ίδια η Μαίρη Κουάντ (η οποία μάλιστα δήλωσε δημοσίως το 1967 ότι έβαψε την ήβη της σε χρώμα πράσινο) παραδέχθηκε τότε ότι, ναι, τα ρούχα της φαίνονταν κραυγαλέα σέξι, αλλά στην πραγματικότητα δήλωναν ότι «αν θέλεις να με γδύσεις πρέπει να προσπαθήσεις πολύ», εννοώντας ότι πρέπει πρώτα να λύσεις τη φαρδιά ζώνη και να κατεβάσεις το μάλλινο καλσόν ή τις κάλτσες χούλα χουπ (που προστατεύουν τα πόδια από το κρύο κάτω από το μίνι). Το 1966 λανσάρισε τη σειρά καλλυντικών της, η βασίλισσα Ελισάβετ της απένειμε το παράσημο της βρετανικής αυτοκρατορίας και εισήχθη στον κλειστό κύκλο του Fashion Hall of Fame μαζί με τα άλλα ιερά τέρατα της μόδας όπως η Κοκό Σανέλ, ο Πιερ Καρντέν και ο Κριστιάν Ντιόρ. Στο μεταξύ είχε ήδη γνωρίσει τεράστια επιτυχία στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού αλλά και στην Ιαπωνία. Σύμφωνα με επίσημες μετρήσεις της εποχής, το 1969 επτά εκατομμύρια γυναίκες σε όλον τον κόσμο είχαν στην ντουλάπα τους ένα τουλάχιστον μοντέλο με την υπογραφή του «κοινωνικού φαινομένου» Μαίρη Κουάντ και τον λογότυπο που απεικόνιζε την πιο διάσημη μαργαρίτα όλων των εποχών. «Στα πρώτα μου σχέδια, προτού ακόμη αποφασίσω τι υπογραφή θα κάνω, ζωγράφιζα μια μαργαρίτα για να δείχνω ότι είναι τελειωμένα. Εν συνεχεία δοκίμασα πολλούς λογότυπους, αλλά τελικά η μαργαρίτα ήταν η καλύτερη απ’ όλους. Ετσι την κράτησα» έχει πει η ίδια σχετικά.


Σήμερα, 40 χρόνια μετά τα Swinging Sixties (τα οποία και σφράγισε, κατά γενικήν ομολογία), η Μαίρη Κουάντ ζει στο Λονδίνο και παραλληλίζει τον εαυτό της με την Κοκό Σανέλ ισχυριζόμενη ότι καθιέρωσε ένα στυλ ρούχων που ήταν άνετα, επιτρέποντας στη γυναίκα να χορέψει, τα τρέξει, να καθήσει άνετα και ταυτόχρονα να είναι σέξι. Εισπράττει από την εταιρεία Mary Quant Ltd τα δικαιώματα από κάθε τι που πουλιέται και φέρει ως λογότυπο τη μαργαρίτα (τη διακίνηση των προϊόντων από το 2000 έχει αναλάβει μια ιαπωνική εταιρεία, αφού στην Ιαπωνία βρίσκονται περισσότερα από 70 καταστήματα). Εξακολουθεί να είναι παντρεμένη με τον Αλεξάντερ Πλάνκετ Γκριν και να κουρεύεται στον Βιντάλ Σασούν, και περνάει τον ελεύθερο χρόνο της μαγειρεύοντας τις αγαπημένες της σπεσιαλιτέ με βάση τα θαλασσινά.